3.-(1) Tα Μέρη I, II, III και V του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε όλα τα καταστήματα και όλους τους υπαλλήλους καταστημάτων, ενώ, το Μέρος IV του Νόμου εφαρμόζεται μόνο στα καταστήματα που εμπίπτουν -
(α) στις εδαφικές περιοχές όλων των δήμων της Δημοκρατίας, εξαιρουμένων του δήμου Πάνω Λευκάρων και των εδαφικών περιοχών εντός των κοινοτικών συμβουλίων που συνορεύουν με το δήμο αυτό∙
(β) στις εδαφικές περιοχές των κοινοτικών συμβουλίων που έχουν κοινά σύνορα με δήμους, εξαιρουμένων των εδαφικών περιοχών εντός των ορίων των κοινοτικών συμβουλίων Αβδελλερού, Αγίου Ισιδώρου, Αγίου Σωζoμένου, Ακουρσού, Ακρούντας, Ανδρολύκου, Αχερίτου, Δρούσειας, Κάθηκα, Καλού Χωριού Λάρνακας, Κάτω Αρόδων, Κελλιών, Κόσιης, Λουρουτζίνας, Μαθηκολώνης, Μακούντας, Μελούσιας, Παλαιομετόχου, Παλλώδιας, Πάνω Αρόδων, Πελαθούσας, Πετροφανίου, Ποταμιάς, Τρούλλων, Φασούλας και Φοινικαριών∙ και
(γ) στις εδαφικές περιοχές των κοινοτικών συμβουλίων Κιτίου, Λέμπας, Πάνω Δευτεράς, Πέρα Χωρίου, Περβολιών, Πύλας και Φρενάρους.
(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, το Μέρος IV του Νόμου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις -
(α) εστιατορίων και κέντρων αναψυχής, σ’ ότι αφορά την αποκλειστική παροχή υπηρεσιών εστίασης εντός των υποστατικών τους∙
(β) ξενοδοχείων και πανδοχείων, σ’ ότι αφορά την αποκλειστική παροχή υπηρεσιών διαμονής και εστίασης εντός των υποστατικών τους∙
(γ) καταστημάτων που διαθέτουν προς πώληση αποκλειστικά αναψυκτικά και άλλα ποτά και έτοιμα φαγητά για κατανάλωση εκτός των υποστατικών, στα οποία παρασκευάζονται∙
(δ) καταστημάτων που παραμένουν ανοικτά για την αποκλειστική παροχή υπηρεσιών σε σχέση με θρησκευτικές τελετές ή/και κοινωνικές εκδηλώσεις∙
(ε) πλανοδιοπωλών που διαθέτουν προς πώληση, αποκλειστικά, εμφιαλωμένο νερό, μη οινοπνευματώδη ποτά, παγωτά, ελαφρά γεύματα, λουκουμάδες και άλλα παραδοσιακά γλυκά, γλυκά ταψιού, φρέσκα ή αποξηραμένα γεωργικά προϊόντα και ξηρούς καρπούς∙
(στ) φαρμακείων και πρατηρίων πετρελαιοειδών, των οποίων η λειτουργία ρυθμίζεται από άλλες νομοθεσίες∙ και
(ζ) υπαίθριων πανηγύρεων που πραγματοποιούνται με την ευκαιρία θρησκευτικής εορτής ή άλλης εκδήλωσης που οργανώνεται από μη κερδοσκοπικό οργανισμό και σε χώρο που είναι σχετικός με την εκδήλωση, για την οποία οργανώνονται.
4. Ο Υπουργός δύναται να ορίζει Επιθεωρητές για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
5.-(1) Επιθεωρητής, που διορίζεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 4, έχει ως έργο, κυρίως –
(α) την εξασφάλιση της πλήρους και αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είτε με τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας για τον έλεγχο της εφαρμογής του, είτε με την εξέταση παραπόνων που του υποβάλλονται για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού˙
(β) την παροχή πληροφοριών, συμβουλών και υποδείξεων προς τους καταστηματάρχες και τους υπαλλήλους καταστημάτων, σχετικά με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου˙
(γ) την αναφορά προς τον Υπουργό προβλημάτων που δημιουργούνται κατά την εφαρμογή του Νόμου και την υποβολή προτάσεων σχετικά με μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπισή τους.
(2) Κατά τη διάρκεια της κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου επίσκεψής του για επιθεώρηση, ο Επιθεωρητής ενημερώνει τον καταστηματάρχη ή εκπρόσωπο του για την παρουσία του, εκτός εάν θεωρεί ότι αυτό θα επηρεάσει δυσμενώς την εκτέλεση των καθηκόντων του.
6.-(1) Κάθε Επιθεωρητής, για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δύναται -
(α) να εισέρχεται, με την επίδειξη της ταυτότητας του, ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, σε οποιοδήποτε κατάστημα, εκτός από οικιακά υποστατικά:
(β) να συνοδεύεται από αστυνομικό, αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του, οπόταν η Αστυνομία έχει υποχρέωση να διαθέτει ένα ή περισσότερους αστυνομικούς για να τον συνοδεύουν˙
(γ) να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε κρίνει αναγκαίο˙
(δ) να προβαίνει σε ελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες, ανακρίσεις, ή εξετάσεις, όπως θεωρεί αναγκαίο, για τη διαπίστωση της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ιδίως –
(i) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, να απαντά σε σχετικές ερωτήσεις, μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου, την οποία μπορεί ο Επιθεωρητής να απαιτήσει ή να επιτρέψει, καθώς και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράφει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς·
(ii) να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο να του παρέχει, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού, τις διευκολύνσεις και τη βοήθεια που είναι αναγκαίες για την ενάσκηση από τον ίδιο οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου·
(iii) να ζητεί τη συνδρομή οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας ή αρχής, η οποία και υποχρεούται να του την παράσχει·
(ε) να ασκεί κάθε άλλη εξουσία που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
7.-(1) Ο Επιθεωρητής μπορεί να δέχεται παράπονα σχετικά με διαφορά, που πιθανόν να προκύψει από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, από οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ότι θίγεται από τη διαφορά αυτή, καθώς και για λογαριασμό τέτοιου προσώπου και, αμέσως μόλις του υποβληθεί τέτοιο παράπονο, ακολουθεί τη διαδικασία που προνοείται στα εδάφια (2), (3) και (4), με την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει προσαχθεί σε Δικαστήριο.
(2) Ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος, ο Επιθεωρητής ερευνά με κάθε πρόσφορο τρόπο το παράπονο που του έχει υποβληθεί, και ιδίως καλεί το πρόσωπο κατά του οποίου γίνεται το παράπονο, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει αρμοδιότητα ή ευθύνη γι’ αυτό, να παράσχει πληροφορίες, διευκρινίσεις ή οποιοδήποτε στοιχείο κατέχει ή είναι υπό τον έλεγχο του, που εξυπηρετούν ή διευκολύνουν τη διερεύνηση του παραπόνου και επιχειρεί να διευθετήσει τη διαφορά.
(3) Εάν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό διευθέτησης της διαφοράς, το οποίο υπογράφεται και από τα δύο μέρη.
(4) Εάν δεν επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2), ο Επιθεωρητής συντάσσει πρακτικό, στο οποίο αναγράφει όλες τις ενέργειες και διαπιστώσεις του, και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε διαδικασία ενώπιον του.
(5) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, από την ημέρα της υποβολής του κατά το εδάφιο (1), παραπόνου μέχρι την ημέρα που συντάχθηκε το προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) πρακτικό, διακόπτεται η τυχόν ισχύουσα προθεσμία προσφυγής στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών του προσώπου που έχει υποβάλει ή για λογαριασμό του οποίου υποβλήθηκε το παράπονο, καθώς και η περίοδος παραγραφής της απαίτησης του.
8.-(1) Κάθε καταστηματάρχης ή αντιπρόσωπός του και κάθε υπάλληλος καταστήματος πρέπει, όταν του ζητηθεί από τον Επιθεωρητή, να δίνει σ’ αυτόν κάθε πληροφορία, βιβλίο, αρχείο, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο έχει στην κατοχή του σχετικά με τα ρυθμιζόμενα στον παρόντα Νόμο θέματα.
(2) Ο καταστηματάρχης ή ο αντιπρόσωπός του και οι υπάλληλοι του καταστήματος πρέπει γενικά να παρέχουν τα μέσα που απαιτούνται από τον Επιθεωρητή, τα οποία είναι απαραίτητα για την είσοδο, επιθεώρηση, εξέταση, έρευνα, ή άλλη άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος Νόμου σχετικά με την επιχείρηση του εν λόγω καταστηματάρχη.
9.-(1) Ο Επιθεωρητής οφείλει να θεωρεί και χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα και κάθε πληροφορία γραπτή ή προφορική, που περιήλθε σε γνώση του κατά τη διεκπεραίωση του έργου του, και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα ή πληροφορία.
(2) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε Επιθεωρητής ενεργεί κατά παράβαση της υποχρέωσης για εχεμύθεια, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, τότε ο Επιθεωρητής υπέχει αστική ευθύνη κατ’ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 70 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως του 2006.