Για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο—
(α) «Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 1993 σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών» (EE L 141 της 11ης Ιουνίου 1993, σ. 0027),
(β) «Οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 1993 για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων» (EE L 141 της 11ης Ιουνίου 1993, σ. 0001),
(γ) «Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών» (EE L 084 της 26ης Μαρτίου 1997, σ. 0022),
(δ) «Οδηγία 98/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 με την οποία τροποποιείται η Οδηγία 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων» (EE L 204 της 21ης Ιουλίου 1998, σ. 0013),
(ε) «Οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995 για την τροποποίηση των Οδηγιών 77/780/ΕΟΚ και 89/646/ΕΟΚ στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 92/49/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζημιών, των Οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ στον τομέα της ασφάλισης ζωής, της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ στον τομέα των επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), με σκοπό την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας» (EE L 168 της 18ης Ιουλίου 1995, σ. 0007), και
(στ) «Οδηγία 98/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση του άρθρου 12 της Οδηγίας 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, των άρθρων 2, 5, 6, 7, 8 και των Παραρτημάτων II και III της Οδηγίας 89/647/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με το συντελεστή φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 2 και του Παραρτήματος II της Οδηγίας 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων» (EE L 204 της 21ης Ιουλίου 1998, σ. 0029),
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμος του 2002.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αναγνωρισμένη Ε.Π.Ε.Υ. Τρίτης χώρας» σημαίνει την επιχείρηση, που εδρεύει σε Τρίτη χώρα, έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην τρίτη χώρα να παρέχει υπηρεσίες, οι οποίες καλύπτονται από την ερμηνεία του όρου «Ε.Π.Ε.Υ.» δυνάμει του παρόντος Νόμου, και υπόκειται σε κανόνες εποπτείας, οι οποίοι, κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής, είναι ισοδύναμοι ως προς την προστασία του γενικού συμφέροντος και την κατοχύρωση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς με τους κανόνες, που θεσπίζει ο παρών Νόμος·
«αναδοχή» περιλαμβάνει την υπηρεσία της διάθεσης ή κάλυψης του συνόλου ή μέρους χρηματοοικονομικών μέσων και την, εν γένει, παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης μεταξύ εκδότη ή διαθέτη χρηματοοικονομικών μέσων και επενδυτών στις ανωτέρω διαδικασίες· ο όρος «ανάδοχος» ερμηνεύεται ανάλογα·
«ασφαλιστική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμων του 2002 έως (Αρ. 6) του 2004·
«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση συμμετοχή, η οποία αντιπροσωπεύει τουλάχιστο το δέκα τοις εκατόν (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας Ε.Π.Ε.Υ. ή επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της Ε.Π.Ε.Υ., στην οποία υφίσταται η συμμετοχή·
«έλεγχος» περιλαμβάνει τον έλεγχο που ασκεί μια εταιρεία σε άλλη εταιρεία, κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου·
«εγκεκριμένος ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει τα δυνάμει του άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου αναγκαία προσόντα για διορισμό του ως ελεγκτής εταιρείας άλλης από εξαιρουμένης ιδιωτικής εταιρείας·
«έμμεση συμμετοχή» σημαίνει τη συμμετοχή, η οποία καθορίζεται στο Δεύτερο Παράρτημα·
«επενδυτική υπηρεσία» σημαίνει οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες, που καθορίζονται στο Μέρος I του Πρώτου Παραρτήματος, και που παρέχεται σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία απαριθμούνται στο Μέρος II του ιδίου Παραρτήματος·
«Ε.Π.Ε.Υ. που λειτουργεί υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών» σημαίνει την Ε.Π.Ε.Υ., η οποία παρέχει διασυνοριακώς επενδυτικές υπηρεσίες στη Δημοκρατία, χωρίς να διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση και η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει την έδρα της σ' αυτό·
«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, που συνεστήθη και λειτουργεί δυνάμει του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001·
«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Ε.Π.Ε.Υ., σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο λειτουργεί βάσει άδειας λειτουργίας που του χορηγεί η εποπτεύουσα αρχή και παρέχει κατ' επάγγελμα προς τρίτους μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες, και περιλαμβάνει τράπεζες που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·
«επιχειρησιακό σχέδιο Ε.Π.Ε.Υ.» σημαίνει το επιχειρησιακό σχέδιο που ορίζεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) του άρθρου 10·
«Εποπτική Αρχή» σε σχέση με Ε.Π.Ε.Υ. που δεν είναι τράπεζα σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, και σε σχέση με Ε.Π.Ε.Υ. που είναι τράπεζα, την Κεντρική Τράπεζα·
«εταιρεία διαμεσολάβησης για επενδύσεις σε κινητές αξίες», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Ε.Δ.Ε.Κ.Α., έχει την έννοια, που της αποδίδεται στο Μέρος XII·
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«ίδρυμα» σημαίνει τις εδρεύουσες στη Δημοκρατία τράπεζες και τις Κ.Ε.Π.Ε.Υ.·
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Δημοκρατίας της Κύπρου·
«κινητές αξίες» σημαίνει τις αποτελούσες αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά μετοχές και λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά μετοχών, ομολογίες, δημόσια χρεόγραφα και λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά ομολογιών, καθώς και κάθε άλλη αξία, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά και παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή, η οποία παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, αλλά δεν περιλαμβάνει τα μέσα πληρωμής·
«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«κράτος-μέλος καταγωγής» έχει την έννοια, που του αποδίδεται στο Τρίτο Παράρτημα·
«κράτος-μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος-μέλος, στο οποίο η Ε.Π.Ε.Υ. έχει υποκατάστημα ή παρέχει διασυνοριακώς υπηρεσίες·
«κυπριακή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Κ.Ε.Π.Ε.Υ., σημαίνει την εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχει συσταθεί και εδρεύει στη Δημοκρατία, και δεν περιλαμβάνει τις τράπεζες·
«μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου» έχει την έννοια, που του αποδίδεται από το άρθρο 31 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ. 3) του 2002·
«μερίδιο» έχει την έννοια που του αποδίδεται από το άρθρο 2 του περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοιχτού Τύπου και περί συναφών θεμάτων Νόμου του 2001·
«μητρική εταιρεία» και «θυγατρική εταιρεία» έχουν την έννοια, που τους αποδίδεται από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου·
«νομικό πρόσωπο» περιλαμβάνει εταιρεία ή οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων είτε αυτή συστάθηκε στη Δημοκρατία είτε αλλού·
«Οδηγίες» σημαίνει τις Οδηγίες κανονιστικού περιεχομένου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Κεντρικής Τράπεζας, αναλόγως, ως αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, οι οποίες εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος Νόμου και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και οι όροι «Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς» και «Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας» ερμηνεύονται ανάλογα·
«όμιλος» σημαίνει τον όμιλο επιχειρήσεων, ο οποίος αποτελείται από τη μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις επιχειρήσεις, στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή, καθώς και επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχουν τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·
«οργανωμένη αγορά» σημαίνει την αγορά, στην οποία αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτελούν τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία καθορίζονται στο Μέρος II του Πρώτου Παραρτήματος και, η οποία λειτουργεί τακτικά και διέπεται από κανόνες, ως προς τις προϋποθέσεις λειτουργίας και συμμετοχής σ' αυτή, τις προϋποθέσεις εισαγωγής και διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικών μέσων σ' αυτή, την υποβολή στοιχείων και τη διαφάνεια ως προς τις συναλλαγές, που λαμβάνουν χώρα σ' αυτή, αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και περιλαμβάνεται στον κατάλογο, που καταρτίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 31·
«παρεπόμενες υπηρεσίες» σημαίνει τις υπηρεσίες, οι οποίες καθορίζονται στο Μέρος III του Πρώτου Παραρτήματος·
«στενοί δεσμοί» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από το Τέταρτο Παράρτημα·
«συνδεδεμένα πρόσωπα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν από το Πέμπτο Παράρτημα·
«Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Τ.Α.Ε., σημαίνει, τόσο το Τ.Α.Ε. Πελατών Τραπεζών, όσο και το Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ., για τα οποία προνοεί το Μέρος XI·
«τίτλοι της χρηματαγοράς» σημαίνει τις αξίες, που αποτελούν συνήθως αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά·
«τράπεζα» έχει την έννοια που της αποδίδεται από το άρθρο 2 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2000 και περιλαμβάνει τράπεζα που λειτουργεί δυνάμει αντίστοιχου νόμου κράτους-μέλους, ή τράπεζα που λειτουργεί δυνάμει νόμου τρίτης χώρας και που, κατά την κρίση της Κεντρικής Τράπεζας, τελεί υπό εποπτεία ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στην τραπεζική νομοθεσία·
«τραπεζική νομοθεσία» σημαίνει τους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 μέχρι 2000 και οποιοδήποτε νόμο τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά, και περιλαμβάνει Κανονισμούς και Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των Νόμων αυτών·
«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα, που δεν είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«υποκατάστημα Ε.Π.Ε.Υ.» σημαίνει τη χωρίς νομική προσωπικότητα μονάδα εκμετάλλευσης που αποτελεί τμήμα Ε.Π.Ε.Υ. και, διαμέσου της οποίας, η Ε.Π.Ε.Υ. παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, για τις οποίες αυτή έχει λάβει σχετική άδεια, ενώ περισσότερες από μία μονάδες εκμετάλλευσης, που έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος-μέλος μία Ε.Π.Ε.Υ. με εταιρική έδρα σε άλλο κράτος-μέλος, θεωρούνται ότι αποτελούν ένα υποκατάστημα·
«Υπουργός» σημαίνει τον εκάστοτε Υπουργό Οικονομικών·
«χαρτοφυλάκιο συναλλαγών» σημαίνει το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (trading book), που ορίζεται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής·
«χρηματιστηριακή νομοθεσία» σημαίνει τους περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμους του 1993 έως (Αρ. 3) του 2002, και οποιοδήποτε νόμο τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά και περιλαμβάνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των Νόμων αυτών·
«Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου», που στον παρόντα Νόμο θα αναφέρεται ως Χ.Α.Κ., σημαίνει το Χρηματιστήριο, που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 3 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ. 3) του 2002·
«χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» (financial holding company), σημαίνει το χρηματοοικονομικό ίδρυμα οι θυγατρικές εταιρείες του οποίου είναι αποκλειστικά ή, κυρίως, τράπεζες, Ε.Π.Ε.Υ. ή άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκ των οποίων ένα τουλάχιστον είναι τράπεζα ή Ε.Π.Ε.Υ.·
«χρηματοοικονομικό ίδρυμα» σημαίνει την επιχείρηση, η οποία ασκεί μία τουλάχιστον από τις εργασίες, που ορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2000·
«χρηματοοικονομικά μέσα» σημαίνει τα μέσα, τα οποία καθορίζονται στο Μέρος II του Πρώτου Παραρτήματος·
«χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων», τηρουμένων των Οδηγιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στα κατώτατα όρια προσδιορισμού ενός χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων, σημαίνει τον όμιλο που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Eπικεφαλής του ομίλου είναι τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. ή τουλάχιστον μία από τις θυγατρικές του ομίλου είναι τέτοια επιχείρηση·
(β) εφόσον επικεφαλής του ομίλου είναι τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ. και πρόκειται, είτε για μητρική επιχείρησης του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε για επιχείρηση που, χωρίς να συνδέεται με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, έχει τεθεί με την επιχείρηση αυτή υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης ή σύμφωνα με όρους των καταστατικών τους ή τα διοικητικά όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών από τα ίδια πρόσωπα·
(γ) εφόσον δεν είναι επικεφαλής του ομίλου τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση, Ε.Π.Ε.Υ., οι δραστηριότητες του ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά την έννοια των Οδηγιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων·
(δ) μία τουλάχιστον από τις επιχειρήσεις του ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·
(ε) τόσο οι ενοποιημένες ή οι αθροιστικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, όσο και οι ενοποιημένες ή οι αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, είναι ουσιώδεις κατά την έννοια των Οδηγιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφορικά με τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων:
3.-(1) Ο παρών Νόμος ρυθμίζει την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία, καθώς και την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών από πρόσωπα, που εδρεύουν στη Δημοκρατία.
(2) Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος Νόμου-
(α) Η Κυβέρνηση και η Κεντρική Τράπεζα, καθώς και οποιαδήποτε άλλα εξουσιοδοτημένα δυνάμει Νόμου από την Κυβέρνηση ή την Κεντρική Τράπεζα πρόσωπα, τα οποία ενεργούν σε σχέση με την άσκηση νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή με σκοπό τη διαχείριση του δημόσιου χρέους·
(β) οι ασφαλιστικές εταιρείες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 των περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμων του 1984 μέχρι 2001, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροσώπων ασφαλειών, μεσιτών ή αντιπροσώπων μεσιτών για ζητήματα ασφάλισης, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 2 των πιο πάνω Νόμων, νοουμένου ότι αυτοί περιορίζονται στην προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων των ασφαλιστικών εταιρειών
(γ) οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, κατά την έννοια του περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοιχτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2001, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών τους, καθώς και τα διεθνή συλλογικά επενδυτικά σχέδια, κατά την έννοια του άρθρου 2 των περί Διεθνών Συλλογικών Επενδυτικών Σχεδίων Νόμων του 1999 και του 2000·
(δ) οι επιχειρήσεις ή τα πρόσωπα, που ενιαίως ή κεχωρισμένως-
(i) παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά σε μητρική ή θυγατρική τους επιχείρηση ή σε θυγατρική επιχείρηση της μητρικής τους·
(ii) λειτουργούν ως διαχειριστικές επιτροπές ταμείων προνοίας ή σχεδίων συντάξεων ή συμβούλια, που διαχειρίζονται αποκλειστικά τα περιουσιακά στοιχεία ταμείων προνοίας ή σχεδίων συντάξεων των μελών των ταμείων ή των σχεδίων αυτών και εν γένει, οι επιχειρήσεις, οι οποίες παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, που συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων, στα οποία συμμετέχουν αποκλειστικώς εργαζόμενοι ή συνταξιούχοι επιχειρήσεως·
(ε) τα πρόσωπα, των οποίων η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα συνίσταται στη διαπραγμάτευση πρώτων υλών (commodities) για επαγγελματικούς σκοπούς, είτε μεταξύ τους, είτε με τους παραγωγούς ή τους χρήστες των πρώτων υλών (commodities), παρέχουν δε επενδυτικές υπηρεσίες μόνο προς τους αντισυμβαλλομένους τους και μόνο στο βαθμό, που απαιτείται για την άσκηση της κύριας δραστηριότητάς τους.
(3) Επιτρέπεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που κατοικούν ή εδρεύουν στη Δημοκρατία, να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία, που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου 1 του Μέρους I του Πρώτου Παραρτήματος, εφόσον ενεργούν ως αντιπρόσωποι της Ε.Π.Ε.Υ., η οποία και ευθύνεται εξ ολοκλήρου για τις πράξεις τους σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, η εν λόγω δραστηριότητα των αντιπροσώπων λογίζεται ως δραστηριότητα της Ε.Π.Ε.Υ.:
Νοείται περαιτέρω ότι αντιπρόσωπος δε δύναται να αντιπροσωπεύει παρά μια Ε.Π.Ε.Υ.
(4) Επιτρέπεται να λειτουργούν στη Δημοκρατία εταιρείες ασχολούμενες με τη λήψη και διαβίβαση εντολών για διενέργεια συναλλαγών επί κινητών αξιών σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους XII.
4.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Μέρους ΧΙΙ, μόνο οι Ε.Π.Ε.Υ. που αναφέρονται στο άρθρο 5 επιτρέπεται να παρέχουν ή να παρουσιάζονται ότι παρέχουν κατ’ επάγγελμα επενδυτικές υπηρεσίες εντός της Δημοκρατίας.
(2) Με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στη Δημοκρατία, εξομοιούται και οποιαδήποτε παροχή ή πρόταση για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, η οποία προέρχεται από τόπο εκτός της Δημοκρατίας και απευθύνεται προς πρόσωπα, που κατοικούν ή διαμένουν στη Δημοκρατία, εφόσον η ως άνω πρόταση περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά το χρόνο που βρίσκονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας ή εφόσον η σχετική συναλλαγή καταρτίζεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας. Με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στην Δημοκρατία, επίσης εξομοιούται και οποιαδήποτε παροχή ή πρόταση για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, η οποία προέρχεται από την Δημοκρατία και απευθύνεται προς πρόσωπα, τα οποία κατοικούν ή διαμένουν εκτός της Δημοκρατίας.
(3) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (1), διαπράττει ποινικό αδίκημα, το οποίο σε περίπτωση καταδίκης, τιμωρείται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 63:
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3), οποιοσδήποτε παραβαίνει διατάξεις του εδαφίου (1), υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
(5) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Μέρους XII, η κατ' επάγγελμα παροχή επενδυτικών συμβουλών με αντικείμενο χρηματοοικονομικά μέσα, επιτρέπεται μόνο σε Ε.Π.Ε.Υ., κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
(6) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (5) διαπράττει ποινικό αδίκημα, το οποίο σε περίπτωση καταδίκης, τιμωρείται δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 63:
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (6), οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (5), υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
5.-(1) Ως Ε.Π.Ε.Υ. επιτρέπεται να λειτουργούν εντός της Δημοκρατίας-
(α) Οι Κ.Ε.Π.Ε.Υ. οι οποίες κατέχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
(β) οι εδρεύουσες στη Δημοκρατία τράπεζες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 έως 23·
(γ) Ε.Π.Ε.Υ., που εδρεύουν εκτός της Δημοκρατίας και, είτε έχουν εγκατασταθεί στη Δημοκρατία, είτε παρέχουν διασυνοριακώς στη Δημοκρατία επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 έως 31.
(2) Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση στο όνομα επιχειρήσεων, που δεν είναι Ε.Π.Ε.Υ., των όρων «επενδυτικές υπηρεσίες» (investment services), «παροχή επενδυτικών υπηρεσιών», «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες» (financial services), «παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών», «χρηματιστηριακές υπηρεσίες» (stock broking services), «χρηματιστής» (broker) καθώς και παρεμφερών όρων σε οποιαδήποτε γλώσσα.
(3) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (2), υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
6.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης δεν εγγράφει προς σύσταση εταιρεία, στο σκοπό της οποίας, περιλαμβάνεται η παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, εάν αυτή δεν έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, υφιστάμενες στη Δημοκρατία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εταιρείες, στο σκοπό των οποίων περιλαμβάνεται η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή στο όνομα των οποίων περιλαμβάνονται όροι που επιφυλάσσονται στις Ε.Π.Ε.Υ δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 5, χωρίς οι εταιρείες αυτές να είναι Ε.Π.Ε.Υ. δυνάμει του παρόντος Νόμου-
(α) Δε δικαιούνται να ενεργούν ως Ε.Π.Ε.Υ.· και
(β) υποχρεούνται να τροποποιήσουν ανάλογα το ιδρυτικό τους έγγραφο και το όνομά τους, εντός διετίας από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου:
Νοείται περαιτέρω, ότι οι εταιρείες της προηγουμένης επιφύλαξης υποχρεούνται να συμμορφωθούν με την εκεί οριζόμενη υποχρέωσή τους και πριν από την πάροδο της διετούς προθεσμίας με την πρώτη από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου τροποποίηση του ιδρυτικού τους εγγράφου, εφόσον τροποποιήσουν εντός της προθεσμίας αυτής το ιδρυτικό τους έγγραφο.
(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 21 έως 23, το όνομα εταιρειών, που εδρεύουν στη Δημοκρατία, στο σκοπό των οποίων περιλαμβάνεται η παροχή μιας τουλάχιστον επενδυτικής υπηρεσίας, πρέπει να περιέχει και τον όρο «Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών».
(3) Το όνομα της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., που είναι μέλος του Χ.Α.Κ. πρέπει να περιέχει και το επίθετο «Χρηματιστηριακή» πριν από τη λέξη «Εταιρεία».
(4) Η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. λειτουργεί μόνον εφόσον έχει λάβει προηγούμενη άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10.
(5) Το ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 125.000), προκειμένου περί Κ.Ε.Π.Ε.Υ. που λαμβάνει άδεια για να παρέχει μόνο τις κατωτέρω επενδυτικές υπηρεσίες ή έστω μία τουλάχιστον από αυτές-
(i) λήψη και διαβίβαση εντολών πελατών της για διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα·
(ii) εκτέλεση εντολών πελατών της για διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα:
Νοείται ότι, η ως άνω Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δε δικαιούται να παρέχει άλλες επενδυτικές υπηρεσίες.
(6) Εφόσον η άδεια λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. περιλαμβάνει και την επενδυτική υπηρεσία της διαχείρισης επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών της, τα οποία περιέχουν χρηματοοικονομικά μέσα, τότε το ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν πενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 150.000), επιφυλασσομένων τυχόν διατάξεων, που επιβάλλουν την καταβολή υψηλότερου κεφαλαίου.
(7) Το ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε εξακόσιες χιλιάδες λίρες (ΛΚ 600.000), προκειμένου περί Κ.Ε.Π.Ε.Υ. που λαμβάνει άδεια παροχής μίας τουλάχιστον από τις κατωτέρω επενδυτικές υπηρεσίες-
(i) διαπραγμάτευση και αγοραπωλησία χρηματοοικονομικών μέσων για ίδιο λογαριασμό·
(ii) παροχή υπηρεσιών αναδόχου σε έκδοση χρηματοοικονομικών μέσων.
(8) Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δε θεωρείται αγοραπωλησία για ίδιο λογαριασμό για τους σκοπούς του εδαφίου (7) καθώς και του Μέρους I του Πρώτου Παραρτήματος σε συνδυασμό με το εδάφιο (2) του άρθρου 10.
7.-(1) Το ιδρυτικό έγγραφο της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να απαριθμεί τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. επιτρέπεται να παρέχει:
Νοείται, ότι ο σκοπός της Κ.Ε.Π.Ε.Υ δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνει εμπορικές δραστηριότητες πέρα από την παροχή επενδυτικών ή παρεπομένων υπηρεσιών, εκτός και αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με Οδηγίες της έχει επιτρέψει την άσκηση τέτοιων δραστηριοτήτων στις Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και τις εγκρίνει και ως προς τη συγκεκριμένη Κ.Ε.Π.Ε.Υ. κατά τον έλεγχο του σκοπού της, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 10.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ουδεμία τροποποίηση των σκοπών, που περιέχονται στο ιδρυτικό έγγραφο της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., ή μείωση του κεφαλαίου της επιτρέπεται, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία πρέπει να επισυνάπτεται σε οποιαδήποτε σχετική αίτηση προς το Δικαστήριο.
(3) Οποιαδήποτε άλλη τροποποίηση ή σκοπούμενη τροποποίηση του ιδρυτικού εγγράφου ή του καταστατικού της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. πέραν των διατάξεων του εδαφίου (2) γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστο δέκα πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν υποβληθεί η αίτηση για τροποποίηση στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με αιτιολογημένη απόφασή της, δύναται να απαγορεύσει οποιαδήποτε τροποποίηση του ιδρυτικού εγγράφου ή του καταστατικού της Κ.Ε.Π.Ε.Υ, που της έχει γνωστοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (3), εάν αυτή αντίκειται σε διατάξεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας ή εν γένει, στην εύρυθμη λειτουργία της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. ή της κεφαλαιαγοράς ή θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών, οπότε ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης, στον οποίο κοινοποιείται η ως άνω απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δεν προβαίνει στη σχετική καταχώριση.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δύναται να ζητεί προέγκριση για τροποποίηση των περί σκοπού άρθρων του ιδρυτικού της εγγράφου ή για μείωση του κεφαλαίου της από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
8.-(1) Μέτοχος της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., ο οποίος προτίθεται να μεταβιβάσει μετοχές της, έτσι ώστε με τη μεταβίβαση, είτε το ποσοστό της άμεσης ή έμμεσης συμμετοχής του μεταβιβάζοντος στο μετοχικό κεφάλαιο τής Κ.Ε.Π.Ε.Υ. να κατέρχεται των ορίων του δέκα τοις εκατόν (10%), του είκοσι τοις εκατόν (20%), του είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%), του πενήντα τοις εκατόν (50%) ή του εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%), του μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου, είτε η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. να παύσει να είναι θυγατρική του μεταβιβάζοντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών.
(2) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο προτίθεται να αποκτήσει μετοχές Κ.Ε.Π.Ε.Υ., έτσι ώστε με την απόκτηση, είτε το ποσοστό της άμεσης ή έμμεσης συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. να υπερβεί τα όρια του δέκα τοις εκατόν (10%), του είκοσι τοις εκατόν (20%), του είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%), του πενήντα τοις εκατόν (50%) ή του εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%), του μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου, είτε η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. να καταστεί θυγατρική του αποκτώντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την απόκτηση των μετοχών:
(3) Τηρουμένων των εξαιρέσεων του εδαφίου (2), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά την καταλληλότητα του αποκτώντος τις μετοχές, με γνώμονα την ανάγκη χρηστής και συνετής διαχείρισης της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και εκδίδει σχετική απόφαση για τη χορήγηση ή την απόρριψη της άδειας μεταβίβασης μετοχών, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι η Επιτροπή έχει τη διακριτική ευχέρεια να κρίνει την καταλληλότητα των πιο πάνω μετόχων, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 10 και της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου (16).
(4) Κάθε μεταβίβαση μετοχών της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., για την οποία δεν απαιτείται άδεια, γνωστοποιείται από τον αποκτώντα τις μετοχές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία δικαιούται να ζητά αναφορικά με μετόχους όσα στοιχεία θεωρεί απαραίτητα, εφόσον κρίνει ότι είναι δυνατόν οι μέτοχοι αυτοί να επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη διαχείριση της Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
(5) Η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε μεταβίβαση μετοχών κατά το εδάφιο (4), εντός πέντε ημερών από την αναγγελία στην Κ.Ε.Π.Ε.Υ. των μεταβιβάσεων.
(6) Η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. ανακοινώνει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μέχρι την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους, τους μετόχους, που κατείχαν ειδική συμμετοχή κατά τη διάρκεια του αμέσως προηγούμενου ημερολογιακού έτους, το ποσοστό τους, καθώς και τις τυχόν διακυμάνσεις του ποσοστού αυτού κατά τη διάρκεια του έτους.
(7) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
(8) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (4), τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
(9) Κ.Ε.Π.Ε.Υ. που παραβαίνει τις διατάξεις των εδαφίων (5) και (6) υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
(10) Για τον υπολογισμό των μετοχών Κ.Ε.Π.Ε.Υ., που κατέχει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συνυπολογίζονται και οι μετοχές της ίδιας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., που αυτό κατέχει έμμεσα, κατά την έννοια του Δευτέρου Παραρτήματος.
(11) Κάθε μέτοχος Κ.Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ να ανακοινώνει σ' αυτήν και τις μετοχές της που κατέχει έμμεσα, γνωστοποιώντας της και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μέσω των οποίων κατέχει τις μετοχές αυτές. Η γνωστοποίηση κατά την προηγούμενη παράγραφο πρέπει να γίνεται το αργότερο εντός 5 ημερών από την έμμεση κτήση των μετοχών.
(12) Οποιοσδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (11) υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
9.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία, οι μετοχές της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. ή σε άλλη χρηματιστηριακή αγορά κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας, η άμεση ή έμμεση απόκτηση μετοχών της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. καθ' υπέρβαση των ορίων του εδαφίου (2) του άρθρου 8, χωρίς προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της κτήσεως των μετοχών, αλλά τη στέρηση για τους παραβάτες του δικαιώματος ψήφου στη γενική συνέλευση της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. έως ότου ληφθεί η προβλεπόμενη άδεια.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι μετοχές Κ.Ε.Π.Ε.Υ. έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο του εδαφίου (1), δεν ισχύουν οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης κατά τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 8.
(3) Για να υποβάλει η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. αίτηση προς εισαγωγή των μετοχών της σε χρηματιστήριο τρίτης χώρας, πρέπει να λάβει προηγουμένως άδεια από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. είναι θυγατρική τράπεζας που εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα, η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. οφείλει να λάβει άδεια προς εισαγωγή των μετοχών της σε χρηματιστήριο τρίτης χώρας και από την Κεντρική Τράπεζα.
10.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σε υφιστάμενη ή υπό ίδρυση αιτήτρια εταιρεία, που στη συνέχεια για τους σκοπούς των άρθρων 10, 11, 12 και 13, θα αναφέρεται ως «η αιτήτρια», για την παροχή από αυτή ως Κ.Ε.Π.Ε.Υ., επενδυτικών και παρεπομένων υπηρεσιών, που απαριθμούνται στην άδεια, υπό την προϋπόθεση ότι ο σκοπός της αιτήτριας είναι σύμφωνος με το Νόμο και εγκρίνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του παρόντος άρθρου, και εφόσον η αιτήτρια διαθέτει κατάλληλους για τη χρηστή διαχείριση της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. μετόχους και την απαραίτητη οργάνωση, στελέχωση, τεχνική, καθώς και οικονομική υποδομή, ούτως ώστε να είναι σε θέση να παρέχει τις υπηρεσίες της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, ιδίως δε εάν-
(α) Διαθέτει ή, βάσει του επιχειρησιακού της σχεδίου προκύπτει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει κατά την έναρξη και καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, και αναλαμβάνει να διατηρεί, επί συνεχούς βάσεως, ανάλογα με τις επενδυτικές υπηρεσίες που αιτείται να παρέχει, το ελάχιστο μετοχικό, καθώς και τα καθαρά και εποπτικά ίδια κεφάλαια που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·
(β) διαθέτει ή βάσει του επιχειρησιακού της σχεδίου προκύπτει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει κατά την έναρξη και καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, τουλάχιστο δύο έμπειρα και αξιόπιστα πρόσωπα που τη διευθύνουν, τα οποία είναι ικανά για την άσκηση των καθηκόντων τους·
(γ) διαθέτει ή, βάσει του επιχειρησιακού της σχεδίου προκύπτει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει κατά την έναρξη και καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της την απαιτούμενη οργάνωση, τα οικονομικά και τα τεχνικά μέσα καθώς και το κατάλληλο προσωπικό σε σχέση με τις εργασίες που θα διεξάγει·
(δ) οι μέτοχοι, οι οποίοι διαθέτουν ειδική συμμετοχή σ' αυτή και εν γένει οι μέτοχοι, οι οποίοι δύνανται να επηρεάζουν τη διαμόρφωση της διοίκησης και την επιχειρηματική πολιτική της αιτήτριας, είναι κατάλληλοι για τη διασφάλιση της χρηστής και συνετής διαχείρισης της.
(2) Τηρουμένων όσων ορίζονται στο εδάφιο (1), για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει, ιδίως, την επάρκεια της οργάνωσης και της οργανωτικής δομής της αιτήτριας και των τεχνικών και οικονομικών της μέσων, την αξιοπιστία, την πείρα, την επαγγελματική ικανότητα και το ήθος των προσώπων, που πρόκειται να την διοικήσουν, καθώς και την καταλληλότητα των μετόχων, οι οποίοι διαθέτουν ειδική συμμετοχή στην αιτήτρια για τη διασφάλιση της χρηστής και συνετής διαχείρισής της.
(3) Ως προς την οργάνωση και την οργανωτική δομή της αιτήτριας και τα τεχνικά της μέσα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει, ιδίως, εάν η αιτήτρια διαθέτει ή, βάσει του επιχειρησιακού της σχεδίου προκύπτει ότι θα είναι σε θέση να διαθέτει κατά την έναρξη και καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της-
(α) Ορθολογική διοικητική και τεχνικοοικονομική οργάνωση, κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφαλείας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας των δεδομένων, αποτελεσματικούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που περιλαμβάνουν κανόνες για τις πράξεις που διενεργούν τα όργανα και οι υπάλληλοι της εταιρείας και σύστημα λογιστικής καταχώρισης των διενεργούμενων συναλλαγών, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος των στοιχείων που εκδίδει και τηρεί για μία επταετία τουλάχιστον η αιτήτρια ως προς τις διενεργούμενες από αυτή συναλλαγές, όπως ιδίως ορίζεται στο άρθρο 36 του παρόντος Νόμου, και της τήρησης από αυτή κανόνων προληπτικής εποπτείας ·
(β) οργάνωση και μηχανισμούς, οι οποίοι διασφαλίζουν την προστασία των χρηματοοικονομικών μέσων και των κεφαλαίων που ανήκουν σε επενδυτές·
(γ) διάρθρωση και οργάνωση, που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων των πελατών της αιτήτριας από τυχόν σύγκρουση συμφερόντων, είτε μεταξύ αυτών και της αιτήτριας, είτε μεταξύ των ίδιων των πελατών.
(4) Με Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, είναι δυνατόν να διευκρινίζονται και να εξειδικεύονται τα κριτήρια των εδαφίων (1), (2) και (3), λαμβανομένου υπόψη του είδους των επενδυτικών και παρεπομένων υπηρεσιών που θα παρέχει ή αιτήτρια, να ρυθμίζονται θέματα διαδικασίας χορήγησης και έναρξης ισχύος της άδειας λειτουργίας και να τίθενται κανόνες εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας, που θα υποχρεούνται να τηρούν οι Κ.Ε.Π.Ε.Υ καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας τους:
(5) Η αίτηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. προσδιορίζει τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, ως προς τις οποίες ζητείται η άδεια, και συνοδεύεται από-
(α) Επιχειρησιακό σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει πλήρες πρόγραμμα των δραστηριοτήτων της αιτήτριας, με ανάλυση του είδους των επενδυτικών και παρεπομένων υπηρεσιών που αυτή θα παρέχει και της οργανωτικής της δομής, παράθεση του σχετικού προγραμματισμού για την προβλεπόμενη διαμόρφωση των οικονομικών μεγεθών της για τις δύο πρώτες οικονομικές χρήσεις και τα ονόματα δύο τουλάχιστον έμπειρων και αξιόπιστων προσώπων, που θα διευθύνουν την αιτήτρια·
(β) προκαταρκτικό καταστατικό ή σχέδιο καταστατικού της αιτήτριας, όπως αυτό αναμένεται να διαμορφωθεί μετά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ.·
(γ) αντίγραφο ποινικού μητρώου, πιστοποιητικά περί μη πτωχεύσεως και βιογραφικό σημείωμα των μελών του διοικητικού συμβουλίου, των διευθυντικών στελεχών της αιτήτριας και των μετόχων, που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην αιτήτρια, καθώς και απαντήσεις των προσώπων αυτών επί του ερωτηματολογίου, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς·
(δ) σχέδιο εσωτερικού κανονισμού της αιτήτριας, που περιλαμβάνει ιδίως τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων, καθώς και τα ειδικά μέτρα που η αιτήτρια έχει υιοθετήσει, ώστε το σχέδιο αυτό να ανταποκρίνεται στους κανόνες προληπτικής εποπτείας και επαγγελματικής συμπεριφοράς των Ε.Π.Ε.Υ., και σχέδιο των λοιπών απαραιτήτων ειδικών εσωτερικών κανονισμών, αναλόγως των επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών που προτίθεται να παρέχει η αιτήτρια·
(ε) σχέδιο οργανογράμματος της αιτήτριας·
(στ) περιγραφή μηχανογραφικού συστήματος και ηλεκτρονικού εξοπλισμού·
(ζ) σχέδιο κανονισμού σύμφωνα με παραδεχτές και εφικτές διαδικασίες, για την πρόληψη της συγκάλυψης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες.
(6) Σε περίπτωση κατά την οποία οι μέτοχοι της αιτήτριας που κατέχουν ειδική συμμετοχή είναι νομικά πρόσωπα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί την υποβολή των στοιχείων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5) και από τα φυσικά πρόσωπα που τα διοικούν, καθώς και από τους μετόχους με ειδική συμμετοχή, φθάνοντας μέχρι φυσικών προσώπων:
(7) Προκειμένου να κρίνει τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με Οδηγίες της να εξειδικεύει τα στοιχεία που υποβάλλονται δυνάμει του εδαφίου (5) και να απαιτεί την υποβολή και άλλων στοιχείων.
(8) Στην άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., αναγράφεται το όνομα και ο σκοπός της αιτήτριας, οι κύριοι μέτοχοι της, τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, τα δύο υπεύθυνα για τη διοίκηση της πρόσωπα, οι επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, τις οποίες θα επιτρέπεται να παρέχει η Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η ημερομηνία χορήγησης της άδειας, οι τυχόν όροι, υπό τους οποίους αυτή χορηγείται και κάθε άλλο στοιχείο, που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει απαραίτητο.
(9) Δεν εκδίδεται άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. για παροχή μόνο παρεπόμενων επενδυτικών υπηρεσιών.
(10)(α) Προκειμένου να χορηγήσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σε αιτήτρια, η οποία –
(i) είναι θυγατρική Ε.Π.Ε.Υ. ή τράπεζας, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος· ή
(ii) είναι θυγατρική της μητρικής Ε.Π.Ε.Υ. ή τράπεζας που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος· ή
(iii) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ελέγχει Ε.Π.Ε.Υ. ή τράπεζα, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,
η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη των αρμοδίων εποπτικών αρχών του κράτους που χορήγησε τη σχετική άδεια λειτουργίας και ανταλλάσσει τις απαιτούμενες πληροφορίες μαζί τους αναφορικά με την αίτηση.
(β) Προκειμένου να χορηγήσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σε αιτήτρια, η οποία –
(i) είναι θυγατρική τράπεζας ή ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος· ή
(ii) είναι θυγατρική της μητρικής τράπεζας ή ασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος· ή
(iii) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει τράπεζα ή ασφαλιστική επιχείρηση με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,
η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά τη γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τραπεζών ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
(γ) Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όσον αφορά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων και την εντιμότητα και ικανότητα των διευθυντικών στελεχών που συμμετέχουν στη διοίκηση άλλης επιχείρησης του ιδίου ομίλου, ενώ ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με την καταλληλότητα των μετόχων και την εντιμότητα και ικανότητα των διευθυντικών στελεχών, όταν πρόκειται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας.
(11) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. μόνον εάν δεν υπάρχουν στενοί δεσμοί, κατά την έννοια του Τετάρτου Παραρτήματος, μεταξύ της αιτήτριας και άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου, ικανοί να παρεμποδίσουν την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας της.
(12) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δε χορηγεί άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. όταν η αιτήτρια έχει στενούς δεσμούς, κατά την έννοια του Τετάρτου Παραρτήματος, με φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που υπάγεται ή διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, της οποίας η νομοθεσία, όπως εφαρμόζεται, παρεμποδίζει την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας.
(13) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλει όπως εντός έξι μηνών από την υποβολή αίτησης δεόντως συμπληρωμένης για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., λάβει απόφαση για χορήγηση άδειας ή απόρριψη της αίτησης.
(14) Τυχόν απόρριψη της αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
(15) Η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. αναγράφει στα έντυπά της, καθώς και σε κάθε δημοσίευση ή ανακοίνωση, τον αριθμό άδειας λειτουργίας της και αναρτά την άδεια λειτουργίας της σε περίοπτη θέση στα κεντρικά της γραφεία, καθώς και σε οποιοδήποτε υποκατάστημά της και επιπλέον οφείλει να διαθέτει ειδική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, σε διεύθυνση την οποία γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην οποία ιστοσελίδα αναγράφει τον αριθμό άδειας λειτουργίας της, το περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας της, τυχόν τροποποιήσεις του, τους γενικούς όρους συναλλαγών καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ήθελε καθορίσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με Οδηγίες της.
(16) Για την επέκταση της άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σε άλλες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. υποβάλλει σχετική αίτηση και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει σχετικώς, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
11.-(1) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για άδεια λειτουργίας από υπό ίδρυση εταιρεία, τις σχετικές αιτήσεις και έγγραφα, κατά το άρθρο 10, υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τα ιδρυτικά μέλη της αιτήτριας.
(2) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί την κατάθεση ολοκλήρου του αρχικού κεφαλαίου της υπό ίδρυση αιτήτριας σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό πριν χορηγήσει την άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
(3) Άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. χορηγούμενη σε υπό ίδρυση αιτήτρια παύει να υπάρχει εάν η αιτήτρια δεν συσταθεί νόμιμα εντός της προθεσμίας που τάσσει η απόφαση, η οποία δε δύναται να υπερβαίνει τους τρεις μήνες.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ζητά από τα ιδρυτικά μέλη της υπό ίδρυση αιτήτριας τα έγγραφα και στοιχεία, τα οποία θεωρεί απαραίτητα για να διαβεβαιωθεί η σοβαρότητα της ιδρυτικής προσπάθειας, ιδίως δε, να απαιτήσει την καταβολή από τα ιδρυτικά μέλη χρηματικού ποσού μέχρι του ημίσεως (1/ 2) του κεφαλαίου της υπό σύσταση εταιρείας σε τραπεζικό λογαριασμό, το οποίο θα παραμείνει δεσμευμένο στο λογαριασμό αυτό, μέχρι τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. ή την απόρριψη της σχετικής αίτησης.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης δεν εγγράφει υπό ίδρυση αιτήτρια, εάν δεν της έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και εάν δεν έχει καταβληθεί, με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό, ολόκληρο το κεφάλαιο της αιτήτριας.
12.-(1) Για την εξέταση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αίτησης για παροχή άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και για την τροποποίηση αυτής, καθώς και αίτησης για τη χορήγηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οποιασδήποτε αδείας ή εγκρίσεως, που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, καταβάλλονται, με την υποβολή της σχετικής αίτησης, τα δικαιώματα, που προβλέπονται στο Μέρος I του Έκτου Παραρτήματος.
(2) Τα δικαιώματα, που ορίζονται στο Μέρος II του Έκτου Παραρτήματος, καταβάλλει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που προβαίνει σε γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην οποία υποχρεούται δυνάμει του παρόντος Νόμου, εφόσον το περιεχόμενο της γνωστοποίησης αυτής τίθεται υπό την έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία με Οδηγίες της δύναται να εξειδικεύει τις γνωστοποιήσεις για τις οποίες οφείλονται δικαιώματα κατά το παρόν εδάφιο.
(3) Τα δικαιώματα, που καταβάλλονται δυνάμει των εδαφίων (1) και (2) λογίζονται στα έσοδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
13. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για κάθε άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. που παρέχει σε αιτήτρια, η οποία είναι άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μιας ή περισσότερων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, καθώς και για τις περιπτώσεις στις οποίες μία από αυτές τις μητρικές επιχειρήσεις αποκτά συμμετοχή σε Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία με τον τρόπο αυτό, καθίσταται θυγατρική της:
Νοείται ότι, η κοινοποίηση διευκρινίζει και τη διάρθρωση του ομίλου επιχειρήσεων της εν λόγω μητρικής ή μητρικών επιχειρήσεων.
14.-(1) Κάθε Κ.Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούται να τηρεί καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της άρτια οργάνωση και στελέχωση, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών υποχρεώσεων, που πηγάζουν από τις διατάξεις των άρθρων 32 έως 42, και να πληροί όλες εν γένει τις προϋποθέσεις, από τις οποίες εξαρτάται κατά νόμο η χορήγηση άδειας λειτουργίας, ιδίως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 περιλαμβανομένων και των υποχρεώσεων που τίθενται με Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου (10).
(2) Η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να διαθέτει πάντοτε τουλάχιστο δύο έμπειρα και αξιόπιστα πρόσωπα που τη διευθύνουν.
(3) Τα εποπτικά ίδια κεφάλαια Κ.Ε.Π.Ε.Υ., που παρέχει μόνον τις επενδυτικές υπηρεσίες είτε της παραγράφου 1, είτε της παραγράφου 3 ή και των δύο αυτών παραγράφων του Μέρους I του Πρώτου Παραρτήματος δεν επιτρέπεται να μειωθούν ποτέ κάτω από το ποσό των εκατό χιλιάδων λιρών (ΛΚ 100.000):
Νοείται ότι, η εν λόγω Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δε δικαιούται να παρέχει επενδυτική υπηρεσία που περιλαμβάνεται στις παραγράφους 2 και 4 του Μέρους I του Πρώτου Παραρτήματος.
(4) Τα εποπτικά ίδια κεφάλαια Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία παρέχει μία τουλάχιστον από τις επενδυτικές υπηρεσίες που απαριθμούνται στις παραγράφους 2 και 4 του Μέρους I του Πρώτου Παραρτήματος δεν επιτρέπεται να μειωθούν ποτέ κάτω από το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων λιρών (ΛΚ 500.000).
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είτε αναστέλλει την άδεια λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 16 ή τάσσει στην Κ.Ε.Π.Ε.Υ. προθεσμία έως δύο μηνών για την αύξηση των κεφαλαίων της, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας, προχωρεί σε αναστολή της άδειας λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
15.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου, που επιβάλλουν αυστηρότερους όρους και διαδικασίες, οποιαδήποτε σκοπούμενη μεταβολή ως προς τα στοιχεία που υποβάλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προς χορήγηση άδειας λειτουργίας, όπως αυτά εκάστοτε διαμορφώνονται κατά τη λειτουργία της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., ιδίως σ' ότι αφορά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τους αξιωματούχους και τους ανώτερους λειτουργούς της, το οργανόγραμμα, το επιχειρησιακό σχέδιο, τον εσωτερικό κανονισμό και τους άλλους κανονισμούς που περιέχουν διαδικασίες οργάνωσης και λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., αναλόγως των παρεχόμενων από αυτή υπηρεσιών και του κανονισμού που περιέχει τις διαδικασίες για την πρόληψη της συγκάλυψης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες, ανακοινώνεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τουλάχιστο δέκα ημέρες πριν επέλθει η μεταβολή.
(2) Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει ότι οι επικείμενες μεταβολές δύνανται να θίξουν την αξιοπιστία της διοίκησης ή την οργάνωση και εν γένει την καλή λειτουργία της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. ή την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς ή τα συμφέροντα των επενδυτών, με αιτιολογημένη απόφασή της απαγορεύει την επέλευση των μεταβολών αυτών ή την εξαρτά από όρους:
Νοείται ότι, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εξαρτά τη συνέχιση της λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., στην οποία επήλθαν μεταβολές κατά την έννοια του εδαφίου (1), από όρους που θέτει προς αποκατάσταση των προϋποθέσεων λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
(3) Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., οι αξιωματούχοι, καθώς και οι ανώτεροι λειτουργοί της, υποχρεούνται να γνωστοποιούν εγγράφως, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κάθε νέο σημαντικό στοιχείο που επέρχεται ως προς το πρόσωπο τους, το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση για την αξιοπιστία τους και την ικανότητα διαχείρισης της Κ.Ε.Π.Ε.Υ.:
Νοείται ότι, την ίδια υποχρέωση έχει και η Κ.Ε.Π.Ε.Υ., εφόσον γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει τα σχετικά στοιχεία.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με Οδηγίες της δύναται να εξειδικεύει τα στοιχεία, που πρέπει να υποβάλλονται σ' αυτή κατά το παρόν άρθρο και να ρυθμίζει κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
16.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., σε περίπτωση κατά την οποία-
(α) Η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δεν άρχισε να λειτουργεί εντός περιόδου έξι μηνών από τη χορήγηση σ' αυτή της άδειας λειτουργίας·
(β) η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. αιτείται γραπτώς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ή έχει παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες για περίοδο τουλάχιστο τριών μηνών
(γ) διαπιστωθεί ότι η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. εξασφάλισε τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, ή εάν η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δε συμμορφωθεί προς τους όρους της άδειας λειτουργίας της·
(δ) η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 10, καθώς και εν γένει τις προϋποθέσεις λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με το άρθρο 14·
(ε) τα εποπτικά ίδια κεφάλαια της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. είναι μικρότερα του κατά τον παρόντα Νόμο απαιτούμενου ποσού, καθώς και όπου η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δεν τηρεί τις διατάξεις του Μέρους Χ για την επάρκεια των ίδιων κεφαλαίων και των κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του Μέρους Χ εκδιδομένων Οδηγιών
(στ) η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. έχει υποπέσει σε σοβαρές ή επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του Μέρους VII, του Μέρους VIII και του Μέρους XIII:
Νοείται ότι, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με Οδηγίες της δύναται να εξειδικεύει τους όρους, υπό τους οποίους ανακαλείται η άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με τις παραγράφους (γ), (δ), (ε) και (στ).:
Νοείται περαιτέρω, ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας παράγει έννομες συνέπειες μόνο για το μέλλον.
(2) Στις περιπτώσεις των παραγράφων (δ), (ε) και (στ) του εδαφίου (1), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, σταθμίζοντας τη βαρύτητα των παραβάσεων και αφού τάξει στην Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σύντομη προθεσμία τουλάχιστο πέντε εργάσιμων ημερών για να απαντήσει επί των πιθανολογούμενων παραβάσεων, αντί να ανακαλέσει οριστικά την άδεια λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., να αναστείλει την άδειά της, εν όλο ή εν μέρει, ως προς συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, και να τάξει στην Κ.Ε.Π.Ε.Υ. εύλογη προθεσμία, που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της αναστολής της άδειας, προς συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με Οδηγίες της δύναται να εξειδικεύει τους όρους, υπό τους οποίους αναστέλλεται η άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ.:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση αναστολής της άδειας λειτουργίας, η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δεν επιτρέπεται να παρέχει εκείνες τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, ως προς τις οποίες της ανεστάλη η άδεια.
(3) Η αναστολή της άδειας λειτουργίας εν όλω ή εν μέρει, ως προς συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με το εδάφιο (2), επιβάλλεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σε κάθε άλλη περίπτωση που η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. θέτει σοβαρά σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς ή τα συμφέροντα των επενδυτών.
(4) Μετά την πάροδο της προθεσμίας, όπως ορίζεται δυνάμει του εδαφίου (2), και κατόπιν προηγούμενης ακρόασης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί οριστικά την άδεια λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. ή την άδεια παροχής συγκεκριμένων επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών, εφόσον η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δεν έχει συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της νομοθεσίας και τις σχετικές υποδείξεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
(5) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αναστείλει, κατόπιν προηγούμενης ακρόασης, για την οποία τάσσεται προθεσμία δύο ωρών, μέχρι τρεις εργάσιμες ημέρες τη λειτουργία Κ.Ε.Π.Ε.Υ. εν όλω, και μέχρι έξι εργάσιμες ημέρες εν μέρει, εφόσον υφίστανται σοβαρές υπόνοιες για σημαντικές παραβάσεις εκ μέρους της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς, ή συναφούς νομοθεσίας, και εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πιστεύει εύλογα ότι, από τη συνέχιση της λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., προκύπτει άμεσος κίνδυνος για τα συμφέροντα των επενδυτών ή την ομαλή λειτουργία της κεφαλαιαγοράς.
(6) Η επιβολή του μέτρου του εδαφίου (5) στην ίδια Κ.Ε.Π.Ε.Υ. επιτρέπεται μόνον άπαξ ανά διετία.
(7) Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. παύει πάραυτα να παρέχει επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή, κατά περίπτωση, να παρέχει εκείνες τις υπηρεσίες, η άδεια παροχής των οποίων ανεκλήθη.
(8) Η Κ.Ε.Π.Ε.Υ., της οποίας η άδεια λειτουργίας ανεκλήθη εν όλω ή εν μέρει, οφείλει να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις υπηρεσίες που δεν επιτρέπεται πλέον να παρέχει, εντός περιόδου τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης σ' αυτή της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
(9) Σε περίπτωση ανάκλησης εν γένει της άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο για εκκαθάριση και για το διορισμό εκκαθαριστή ή προσωρινού εκκαθαριστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου.
17.-(1) Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα στην επικράτεια της Δημοκρατίας, γνωστοποιεί την πρόθεσή της αυτή προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναγράφοντας-
(i) Τη διεύθυνση του υποκαταστήματος·
(ii) τα πρόσωπα, που θα διευθύνουν το υποκατάστημα·
(iii) το επιχειρησιακό σχέδιο του υποκαταστήματος, στο οποίο θα περιγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των εργασιών που προτίθεται να ασκήσει το υποκατάστημα, καθώς και η οργανωτική του δομή.
(2) Εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει ικανοποιητική τη διοικητική οργάνωση και τη χρηματοπιστωτική κατάσταση της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., εντός χρονικού διαστήματος δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής της γνωστοποιήσεως του εδαφίου (1), ανακοινώνει την απόφασή της στην Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με βάση τα στοιχεία, που της υποβάλλει η Κ.Ε.Π.Ε.Υ., και αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., κρίνει ότι η ίδρυση υποκαταστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, με την οποία απαγορεύει την ίδρυση του υποκαταστήματος.
(4) Σε περίπτωση επικείμενης μεταβολής του περιεχομένου της ανακοινώσεως των υποπαραγράφων (i) (ii) και (iii) του εδαφίου (1), η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί την πρόθεσή της για τις μεταβολές αυτές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν λάβουν χώρα οι μεταβολές αυτές.
(5) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαγορεύσει την επέλευση των αναφερομένων στο εδάφιο (4) μεταβολών, κατ' ανάλογη εφαρμογή του εδαφίου (3), οπότε και γνωστοποιεί την αιτιολογημένη άρνησή της στην Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία δε θα δικαιούται να επιφέρει τις σκοπούμενες μεταβολές.
18.-(1) Η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. ανακοινώνει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οποιαδήποτε συνεργασία ή διακοπή συνεργασίας της με Ε.Δ.Ε.Κ.Α.
(2) Για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς, της σύννομης λειτουργίας των Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και των Ε.Δ.Ε.Κ.Α., καθώς και των συμφερόντων των επενδυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με Οδηγίες της δύναται να ορίζει τα μέτρα, τα οποία οφείλει να λαμβάνει η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. κατά τη συνεργασία της με Ε.Δ.Ε.Κ.Α., τις ειδικές υποχρεώσεις που οφείλουν να τηρούν οι Κ.Ε.Π.Ε.Υ. κατά την συνεργασία αυτή με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς, της νόμιμης λειτουργίας των εταιρειών, περιλαμβανομένης της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των συμφερόντων των επενδυτών, καθώς και κάθε θέμα που αφορά τη συνεργασία Κ.Ε.Π.Ε.Υ. με Ε.Δ.Ε.Κ.Α.
19.-(1) Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία προτίθεται να παρέχει επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες μέσω αντιπροσώπου, κατά την έννοια του εδαφίου (3) του άρθρου 3, υποχρεούται να γνωστοποιεί την πρόθεσή της αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τουλάχιστον ένα μήνα προτού αρχίσει η δραστηριοποίηση του αντιπροσώπου, καθώς και να υποβάλει γραπτή δήλωση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πλήρη ανάληψη της ευθύνης από τις πράξεις ή παραλείψεις του αντιπροσώπου.
(2) Η δήλωση του εδαφίου (1) δημοσιοποιείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και καταχωρείται στην ιστοσελίδα της Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
(3) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με Οδηγίες της να ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της συμβάσεως μεταξύ του αντιπροσώπου και της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ευθύνη της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., τις δηλώσεις και γνωστοποιήσεις, στις οποίες πρέπει να προβαίνει η Ε.Π.Ε.Υ. στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, και οποιοδήποτε άλλο σχετικό ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
(4) Ο αντιπρόσωπος Κ.Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να έχει επιτύχει στις εξετάσεις, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 32, που αφορούν τη δραστηριότητα που θα δύναται να ασκεί.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, οφείλει να εργοδοτεί τουλάχιστον ένα φυσικό πρόσωπο, που πληροί την προϋπόθεση του εδαφίου (4):
Νοείται ότι, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο απαγορεύεται να παρέχει οποιεσδήποτε επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε άλλη Ε.Π.Ε.Υ., άλλο αντιπρόσωπο ή Ε.Δ.Ε.Κ.Α.
(6) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει την τήρηση από τους αντιπροσώπους των Κ.Ε.Π.Ε.Υ. των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δικαιούμενη να τους ελέγχει, είτε η ίδια, είτε μέσω εγκεκριμένων ελεγκτών που η ίδια ορίζει, όπως ελέγχει και τις Κ.Ε.Π.Ε.Υ.:
Νοείται ότι οι αντιπρόσωποι υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τα βιβλία και στοιχεία τους, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που απαιτείται για τη διενέργεια του ελέγχου, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων.
(7) Οι Κ.Ε.Π.Ε.Υ. υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πίνακα των αντιπροσώπων τους και των καταστημάτων, από τα οποία οι τελευταίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους, και γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε μεταβολή ως προς τα υποβληθέντα σ' αυτή στοιχεία.
(8) Οι διατάξεις του Μέρους VIII για την επαγγελματική συμπεριφορά των Ε.Π.Ε.Υ. έχουν άμεση εφαρμογή και στους αντιπροσώπους των Κ.Ε.Π.Ε.Υ., οι οποίοι οφείλουν να τις τηρούν όπως και οι Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
(9) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 42, αντιπρόσωπος Κ.Ε.Π.Ε.Υ., ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του Μέρους VIII, καθώς και τις αναφερόμενες στους αντιπροσώπους Κ.Ε.Π.Ε.Υ. διατάξεις του παρόντος Νόμου διαπράττει διοικητική παράβαση, η οποία τιμωρείται, δυνάμει της παραγράφου (η) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
20.-(1) Κάθε Κ.Ε.Π.Ε.Υ. οφείλει να υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ετήσια έκθεση ανά διαχειριστική χρήση, ελεγμένη από ανεξάρτητους και εγκεκριμένους ελεγκτές, εξαμηνιαία έκθεση για τους πρώτους έξι μήνες της διαχειριστικής χρήσης και τριμηνιαίες εκθέσεις.
(2) Οι αναφερόμενες στο εδάφιο (1) εκθέσεις υποβάλλονται στην Επιτροπή εντός-
(i) έξι μηνών, για την ετήσια έκθεση·
(ii) τριών μηνών, για την εξαμηνιαία έκθεση· και
(iii) εντός ενός μηνός, για την τριμηνιαία έκθεση,
από το τέλος της περιόδου, στην οποία αναφέρονται.
(3) Ο τύπος των εκθέσεων ορίζεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και, ειδικά σε ό,τι αφορά την ετήσια έκθεση, αυτή περιέχει αναλυτικό ισολογισμό, λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης και κατάσταση ταμειακής ροής, που ετοιμάζονται βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων και της έκθεσης των ελεγκτών.
21. Οι Τράπεζες που εδρεύουν στη Δημοκρατία δύνανται να παρέχουν εντός ή εκτός της Δημοκρατίας τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες κατά το άρθρο 2 και, εν γένει, να λειτουργούν ως Ε.Π.Ε.Υ. κατά την έννοια του άρθρου 4, εφόσον η άδεια λειτουργίας τους από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει των διατάξεων των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2000 περιλαμβάνει και τη δυνατότητα παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.
22.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει Οδηγίες, με τις οποίες θα επιτρέπει τη συνεργασία τραπεζών που λειτουργούν ως Ε.Π.Ε.Υ. με Ε.Δ.Ε.Κ.Α., και θα ορίζει τις προϋποθέσεις και τις ειδικές υποχρεώσεις, που οφείλουν να τηρούν οι τράπεζες κατά τη συνεργασία αυτή, με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς, των συμφερόντων των επενδυτών και της νόμιμης λειτουργίας των τραπεζών, περιλαμβανομένης της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να εκδίδει Οδηγίες, με τις οποίες θα επιτρέπει σε Τράπεζες, που παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, να τις παρέχουν και μέσω αντιπροσώπου, κατά την έννοια του εδαφίου (3) του άρθρου 3, ορίζοντας τις ειδικότερες προϋποθέσεις και τις υποχρεώσεις, που οφείλουν να τηρούν οι τράπεζες κατά τη συνεργασία αυτή, με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς, των συμφερόντων των επενδυτών και της νόμιμης λειτουργίας των τραπεζών.
(3) Ο αντιπρόσωπος της τράπεζας πρέπει να έχει επιτύχει στις εξετάσεις σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 32, αναλόγως των δραστηριοτήτων που θα δύναται να ασκεί.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, αυτός οφείλει να εργοδοτεί τουλάχιστον ένα φυσικό πρόσωπο που πληροί την προϋπόθεση του εδαφίου (3):
Νοείται ότι, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο απαγορεύεται να παρέχει οποιεσδήποτε επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε άλλη Ε.Π.Ε.Υ., άλλο αντιπρόσωπο ή Ε.Δ.Ε.Κ.Α.
(5) Η Κεντρική Τράπεζα εποπτεύει την τήρηση από τους αντιπροσώπους των τραπεζών των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δικαιούμενη να τους ελέγχει, είτε η ίδια, είτε μέσω ελεγκτών που η ίδια ορίζει, όπως ελέγχει και τις τράπεζες:
Νοείται ότι, οι αντιπρόσωποι υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Κεντρικής Τράπεζας τα βιβλία και στοιχεία τους, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που απαιτείται για τη διενέργεια του ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς.
(6) Οι διατάξεις του Μέρους VIII για την επαγγελματική συμπεριφορά των Ε.Π.Ε.Υ. έχουν άμεση εφαρμογή και στους αντιπροσώπους των τραπεζών, οι οποίοι οφείλουν να τις τηρούν όπως και οι τράπεζες.
(7) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 42, αντιπρόσωπος τράπεζας, ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του Μέρους VIII διαπράττει διοικητική παράβαση, που τιμωρείται δυνάμει της παραγράφου (η) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
23. Η Κεντρική Τράπεζα ασκεί τις παρεχόμενες σ' αυτή από τον παρόντα Νόμο κανονιστικές αρμοδιότητες και εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ως προς-
(i) Τις εδρεύουσες στη Δημοκρατία τράπεζες·
(ii) τις μη εδρεύουσες στη Δημοκρατία τράπεζες, εφόσον το κράτος καταγωγής τους είναι τρίτη χώρα, κατά την παροχή από αυτές επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας για την εποπτεία των τραπεζών από την Κεντρική Τράπεζα:
Νοείται περαιτέρω ότι, δε νοούνται τράπεζες κατά την έννοια του παρόντος Νόμου και δεν υπάγονται στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι εταιρείες, οι οποίες θεωρούνται από την Κεντρική Τράπεζα τράπεζες δυνάμει του άρθρου 39 των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2000, εφόσον αυτές δε διεξάγουν τραπεζικές εργασίες κατά το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου, χωρίς όμως να επηρεάζεται η αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας στην άσκηση του ελέγχου των εταιρειών αυτών, για τους σκοπούς των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2000.
24.-(1) Ε.Π.Ε.Υ., η οποία δεν είναι τράπεζα και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος-μέλος, εποπτεύεται δε από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους-μέλους, ως Ε.Π.Ε.Υ., δύναται να εγκατασταθεί και λειτουργεί στη Δημοκρατία, ιδρύοντας υποκατάστημα, και να παρέχει μέσω του υποκαταστήματος εντός της Δημοκρατίας επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους- μέλους καταγωγής, όπως αυτό ορίζεται στο Τρίτο Παράρτημα, χωρίς να απαιτείται η χορήγηση άδειας λειτουργίας από την Εποπτική Αρχή.
(2) Η Ε.Π.Ε.Υ. κράτους-μέλους, που δεν είναι τράπεζα, δύναται να αρχίσει να παρέχει, είτε επενδυτικές, είτε παρεπόμενες ή και τις δύο κατηγορίες υπηρεσιών, στην επικράτεια της Δημοκρατίας, μετά την πάροδο δύο μηνών από την περιέλευση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποίησης από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής, με την οποία ανακοινώνεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς-
(α) Το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων, τις οποίες σχεδιάζει να ασκήσει η Ε.Π.Ε.Υ. στη Δημοκρατία μέσω του υποκαταστήματος·
(β) η οργανωτική δομή του υποκαταστήματος·
(γ) η διεύθυνση του υποκαταστήματος·
(δ) τα ονόματα των διευθυντών του υποκαταστήματος·
(ε) τα συστήματα αποζημίωσης, που καλύπτουν τους επενδυτές και πελάτες του υποκαταστήματος, καθώς και τις συναλλαγές, που αυτά καλύπτουν, καθώς και τους όρους λειτουργίας τους.
(3) Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις εγκατάστασης στη Δημοκρατία τράπεζας, που εδρεύει σε κράτος-μέλος και λειτουργεί και ως Ε.Π.Ε.Υ., ρυθμίζονται από τις διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας.
(4) Η Ε.Π.Ε.Υ. κράτους-μέλους, που δεν είναι τράπεζα και εγκαθίσταται στη Δημοκρατία σύμφωνα με το εδάφιο (1), υποχρεούται-
(α) Ως προς τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, που θα παρέχει μέσω του υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, να τηρεί τους αποβλέποντες στην κατοχύρωση του γενικού συμφέροντος κανόνες που διέπουν την κεφαλαιαγορά στη Δημοκρατία, και τους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς, που διέπουν την παροχή των σχετικών επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία από Ε.Π.Ε.Υ.·
(β) να συντάσσει και αποστέλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός τριών μηνών από τη λήξη κάθε εταιρικής χρήσης έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες που έχει ασκήσει στη Δημοκρατία κατά την προηγούμενη εταιρική χρήση στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών, όπως δύναται να εξειδικεύει με Οδηγίες της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς·
(γ) να υποβάλλει περιοδικά, ή κατόπιν ειδικού αιτήματος, τα στοιχεία, που καθορίζονται και ζητούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως προς τις δραστηριότητες, που ασκεί στη Δημοκρατία, και την οικονομική της κατάσταση, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τις εδρεύουσες στη Δημοκρατία Ε.Π.Ε.Υ.·
(δ) να παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα για λόγους στατιστικούς, τις πληροφορίες που παρέχουν και οι εδρεύουσες στη Δημοκρατία Ε.Π.Ε.Υ. σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων.
(5) Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) κανόνες γνωστοποιούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην Ε.Π.Ε.Υ., πριν παρέλθει η προθεσμία για να δικαιούται αυτή να αρχίσει να ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία σύμφωνα με το εδάφιο (1), των τροποποιήσεων δε των κανόνων αυτών ή νέων σχετικών κανόνων λαμβάνει γνώση η Ε.Π.Ε.Υ. με δική της επιμέλεια:
Νοείται ότι, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται οποτεδήποτε να γνωστοποιεί στην Ε.Π.Ε.Υ. κανόνες δικαίου προς συμπλήρωση των ήδη γνωστοποιηθέντων σ' αυτή κανόνων.
(6) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ανακοινώνει στην Ε.Π.Ε.Υ., που δραστηριοποιείται μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία σύμφωνα με το εδάφιο (1), κάθε νέα απαραίτητη πληροφορία και στοιχείο που αυτή υποχρεούται να υποβάλλει, και διατύπωση που οφείλει να τηρεί, καθώς και κάθε τροποποίηση των στοιχείων που καθορίζονται στο εδάφιο (4):
Νοείται ότι, οι Ε.Π.Ε.Υ. που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στους κανόνες προληπτικής εποπτείας του κράτους-μέλους καταγωγής και εποπτεύονται ως προς την τήρησή τους από τις αρμόδιες στο κράτος-μέλος καταγωγής αρχές.
25.-(1) Η Ε.Π.Ε.Υ. κράτους-μέλους, που έχει εγκατασταθεί στη Δημοκρατία σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 24, δικαιούται να τροποποιήσει-
(α) Το πρόγραμμα των δραστηριοτήτων, που ασκεί μέσω του υποκαταστήματος·
(β) την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος·
(γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος, και
(δ) τα ονόματα των διευθυνόντων το υποκατάστημα,
αφότου η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής της εν λόγω Ε.Π.Ε.Υ., ανακοινώσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις εν λόγω αλλαγές.
(2) Τηρουμένης της διατάξεως του εδαφίου (4), όταν περιέλθει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) ανακοίνωση της αρμόδιας εποπτικής αρχής του κράτους-μέλους καταγωγής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει στην Ε.Π.Ε.Υ., τους αποβλέποντες στην κατοχύρωση του γενικού συμφέροντος κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς που διέπουν την παροχή στη Δημοκρατία των νέων επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών που θα παρέχει το υποκατάστημα της Ε.Π.Ε.Υ.
(3) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει σε κάθε περίπτωση, εντός εύλογου χρόνου, στο υποκατάστημα της Ε.Π.Ε.Υ., ότι περιήλθε σ' αυτή σχετική ανακοίνωση της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους καταγωγής.
(4) Οι μεταβολές ως προς τα στοιχεία του εδαφίου (1) γνωστοποιούνται από την Ε.Π.Ε.Υ. και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απ' ευθείας, τουλάχιστον ένα μήνα πριν επέλθουν οι σχετικές μεταβολές.
26.-(1) Ε.Π.Ε.Υ., η οποία δεν είναι τράπεζα και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος, ελέγχεται δε από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους, δύναται να παρέχει στη Δημοκρατία διασυνοριακώς, επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής, χωρίς να ιδρύσει στη Δημοκρατία υποκατάστημα και χωρίς να απαιτείται η χορήγηση άδειας λειτουργίας στην εν λόγω Ε.Π.Ε.Υ. από την Εποπτική Αρχή μετά την γνωστοποίηση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(2) Η Ε.Π.Ε.Υ. κράτους-μέλους, η οποία δεν είναι τράπεζα, δικαιούται να αρχίσει να παρέχει ελεύθερα στην επικράτεια της Δημοκρατίας, είτε επενδυτικές, είτε παρεπόμενες ή και τις δύο κατηγορίες υπηρεσιών, αφότου περιέλθει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής, που απευθύνεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την οποία ανακοινώνεται στην τελευταία, το επιχειρησιακό σχέδιο, το οποίο προτίθεται να εφαρμόσει η Ε.Π.Ε.Υ. στη Δημοκρατία.
(3) Η διαδικασία ελεύθερης διασυνοριακής παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία από τράπεζα, που εδρεύει σε κράτος- μέλος, ρυθμίζεται από τις διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας.
(4) Ε.Π.Ε.Υ., η οποία παρέχει στη Δημοκρατία επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες σύμφωνα με το εδάφιο (1), υποχρεούται να τηρεί τους αποβλέποντες στην κατοχύρωση του γενικού συμφέροντος κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς, που διέπουν την παροχή των σχετικών επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία από Ε.Π.Ε.Υ., ως προς τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, που θα παρέχει διασυνοριακώς στη Δημοκρατία.
(5) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (4) κανόνες γνωστοποιούνται στην Ε.Π.Ε.Υ. από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
(6) Ε.Π.Ε.Υ., η οποία λειτουργεί στη Δημοκρατία υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, υποχρεούται να παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όλα τα απαραίτητα στοιχεία και πληροφορίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικού ελέγχου εκ μέρους της ως προς τα θέματα που εμπίπτουν στην εποπτική της αρμοδιότητα.
(7) Μεταβολές στο περιεχόμενο της ανακοινώσεως και στο επιχειρησιακό σχέδιο κατά το εδάφιο (2), γνωστοποιούνται από την ενδιαφερόμενη Ε.Π.Ε.Υ. στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και στην αρμόδια αρχή του κράτους- μέλους καταγωγής:
Νοείται ότι, η γνωστοποίηση από την Ε.Π.Ε.Υ. στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, πρέπει να γίνει πριν επέλθουν οι σκοπούμενες μεταβολές.
(8) Σε περίπτωση μεταβολών σύμφωνα με το εδάφιο (7), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορεί την Ε.Π.Ε.Υ. για κάθε νέα υποχρέωση της Ε.Π.Ε.Υ. και για κάθε νέα απαραίτητη πληροφορία και στοιχείο, που η τελευταία υποχρεούται να παρέχει, συμπληρώνοντας το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων, στις οποίες η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είχε προβεί προς την Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με το εδάφιο (5):
Νοείται ότι, οι Ε.Π.Ε.Υ., που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στους κανόνες προληπτικής εποπτείας του κράτους-μέλους καταγωγής και εποπτεύονται ως προς την τήρησή τους από τις αρμόδιες στο κράτος αυτό εποπτικές αρχές.
27.-(1) Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα εκτός Δημοκρατίας, γνωστοποιεί την πρόθεσή της αυτή προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναγράφοντας-
(α) Το κράτος, στο οποίο προτίθεται να ιδρύσει υποκατάστημα·
(β) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος αυτού·
(γ) τα πρόσωπα, που θα διευθύνουν το υποκατάστημα·
(δ) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος, στο οποίο θα περιγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των εργασιών, τις οποίες προτίθεται να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή.
(2) Προκειμένου περί υποκαταστήματος Κ.Ε.Π.Ε.Υ., που πρόκειται να ιδρυθεί σε κράτος-μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον θεωρήσει ικανοποιητική τη διοικητική οργάνωση και τη χρηματοπιστωτική κατάσταση της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., εντός χρονικού" διαστήματος τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της γνωστοποιήσεως του εδαφίου (1), ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, τα στοιχεία και τις πληροφορίες, που της γνωστοποιεί η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με το εδάφιο (1), καθώς και πλήρη στοιχεία ως προς το ισχύον στη Δημοκρατία σύστημα αποζημίωσης, που καλύπτει τους επενδυτές και πελάτες του υποκαταστήματος, καθώς και τις συναλλαγές, που καλύπτει το σύστημα και τους όρους λειτουργίας του.
(3) Η ανακοίνωση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2) κοινοποιείται και στην Κ.Ε.Π.Ε.Υ. εντός τριμήνου, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με βάση τα στοιχεία που της υποβάλλει η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και, αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., κρίνει ότι η ίδρυση υποκαταστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών, αρνείται την ανακοίνωση των στοιχείων του εδαφίου (1) στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, γνωστοποιώντας προς την ενδιαφερόμενη Κ.Ε.Π.Ε.Υ. τους λόγους της άρνησης εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της γνωστοποιήσεως κατά το εδάφιο (1).
(5) Σε περίπτωση επικείμενης μεταβολής του περιεχομένου γνωστοποίησης που υποβλήθηκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. γνωστοποιεί την πρόθεσή της για τις μεταβολές αυτές, τόσο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όσο και στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, στο οποίο λειτουργεί το υποκατάστημά της, ένα τουλάχιστο μήνα πριν λάβουν χώρα οι μεταβολές αυτές.
(6) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει τις μεταβολές αυτές εντός της μηνιαίας προθεσμίας κατά το εδάφιο (5) στην αρμόδια αρχή του κράτους- μέλους υποδοχής, δυνάμενη όμως και να αρνηθεί την ανακοίνωση των στοιχείων των μεταβολών, κατ' ανάλογη εφαρμογή του εδαφίου (4), οπόταν και γνωστοποιεί την αιτιολογημένη άρνησή της στην Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία δε δικαιούται να επιφέρει τις σκοπούμενες μεταβολές.
(7) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, στο οποίο λειτουργεί υποκατάστημα Κ.Ε.Π.Ε.Υ., για κάθε μεταβολή των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών.
(8) Προκειμένου περί υποκαταστήματος Κ.Ε.Π.Ε.Υ., που πρόκειται να ιδρυθεί σε τρίτη χώρα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαγορεύσει την ίδρυση υποκαταστήματος στο κράτος αυτό εάν, με βάση τα στοιχεία που της υποβάλλει η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και, αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της Κ.Ε.Π.Ε.Υ., κρίνει ότι η ίδρυση υποκαταστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών ή την ομαλή λειτουργία της Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
(9) Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία προτίθεται να συμμετάσχει με ειδική συμμετοχή σε Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύει εκτός Δημοκρατίας, γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεσή της αυτή.
28.-(1) Κ.Ε.Π.Ε.Υ., η οποία προτίθεται να παρέχει για πρώτη φορά διασυνοριακούς επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες σε συγκεκριμένο κράτος εκτός Δημοκρατίας, χωρίς να ιδρύσει σ' αυτό υποκατάστημα, γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεσή της αυτή, προσδιορίζοντας συγχρόνως το κράτος, στο οποίο προτίθεται να ασκήσει τη δραστηριότητά της, καθώς και τις υπηρεσίες που θα παρέχει, με ειδική αναφορά στις κατ' ιδίαν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες:
Νοείται ότι, οι δραστηριότητες αυτές θα πρέπει να καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
(2) Προκειμένου περί παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με το εδάφιο (1), σε κράτος-μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής, τη γνωστοποίηση κατά το εδάφιο (1), εντός χρονικού διαστήματος ενός μηνός από την ημερομηνία της παραλαβής της:
Νοείται ότι, η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δε δύναται να αρχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες της στο εν λόγω κράτος, πριν από την πιο πάνω γνωστοποίηση.
(3) Προκειμένου περί παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με το εδάφιο (1) σε τρίτη χώρα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαγορεύσει την παροχή υπηρεσιών στην εν λόγω χώρα, εάν κρίνει ότι η εκεί άσκηση δραστηριοτήτων θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών ή την ομαλή λειτουργία της Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
29.-(1) Ε.Π.Ε.Υ., η οποία εδρεύει σε τρίτη χώρα, για να ιδρύσει υποκατάστημα στη Δημοκρατία πρέπει να λάβει άδεια από την Εποπτική Αρχή.
(2) Για να χορηγήσει τη σχετική άδεια η Εποπτική Αρχή, πρέπει η κατά το εδάφιο (1) Ε.Π.Ε.Υ., να υπόκειται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας και επάρκειας ιδίων κεφαλαίων αντίστοιχους προς τους σχετικούς κανόνες που ισχύουν στη Δημοκρατία, και να κριθεί από την Εποπτική Αρχή ότι, με τη λειτουργία του υποκαταστήματος της εν λόγω Ε.Π.Ε.Υ. στη Δημοκρατία, δεν τίθενται κατά μη ανεκτό βαθμό σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών και η εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς:
Νοείται ότι, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητήσει από την αιτήτρια Ε.Π.Ε.Υ. την υποβολή νομικής και τεχνικής γνωμοδοτήσεως σχετικά με τους διέποντες την Ε.Π.Ε.Υ. κανόνες δικαίου και προληπτικής εποπτείας, από πρόσωπα αποδεκτά από την Εποπτική Αρχή.
(3) Με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, δύνανται να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι κατά το εδάφιο (1) Ε.Π.Ε.Υ., προκειμένου να ιδρύσουν υποκατάστημα στη Δημοκρατία, και να ορίζεται το περιεχόμενο των γνωμοδοτήσεων κατά το εδάφιο (2), ούτως ώστε να κρίνεται η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων.
(4) Οι προϋποθέσεις εγκατάστασης, εποπτείας και λειτουργίας των υποκαταστημάτων Ε.Π.Ε.Υ. δεν επιτρέπεται να είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων, που ισχύουν για τα υποκαταστήματα Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν σε κράτος- μέλος.
(5) Για τη χορήγηση άδειας δυνάμει του εδαφίου (1), η Ε.Π.Ε.Υ. υποβάλλει αίτηση στην Εποπτική Αρχή, που περιέχει στοιχεία ανάλογα προς εκείνα που απαιτούνται για τη χορήγηση σε Κ.Ε.Π.Ε.Υ. άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 ή, κατά περίπτωση, σε τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 και της τραπεζικής νομοθεσίας, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει απαραίτητο η Εποπτική Αρχή, η οποία δύναται, με Οδηγίες της, να εξειδικεύει και να συμπληρώνει τα ακριβή στοιχεία, τα οποία πρέπει να υποβάλλονται σ' αυτή, καθώς και την τηρητέα διαδικασία.
(6) Ως προς τα υποκαταστήματα των κατά το εδάφιο (1) Ε.Π.Ε.Υ., ισχύουν, αναλόγως εφαρμοζόμενες, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου για τους κανόνες προληπτικής εποπτείας και για τις υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς των Ε.Π.Ε.Υ., οι διατάξεις των άρθρων 14, 15, 16, 32 έως 37 και 39 έως 42, και εν γένει οι διατάξεις του παρόντος Νόμου για τις υποχρεώσεις και την εποπτεία των Κ.Ε.Π.Ε.Υ. ή, και οι διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας προκειμένου περί τραπεζών:
Νοείται ότι, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλλει και στα υποκαταστήματα αυτά τις κυρώσεις, τις οποίες δύναται να επιβάλλει στις Ε.Π.Ε.Υ. κατά τα ως άνω άρθρα.
(7) Η Εποπτική Αρχή δύναται με Οδηγίες της να εξειδικεύει και να συμπληρώνει, ως προς τα υποκαταστήματα των Ε.Π.Ε.Υ., κατά το εδάφιο (1), τους κανόνες που πρέπει να τηρούν, και τις υποχρεώσεις, στις οποίες υπόκεινται κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία.
(8) Οι κατά το εδάφιο (1) Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να συμμετέχουν, ως προς τους πελάτες του υποκαταστήματος τους στη Δημοκρατία, στο Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών ή σε άλλο αντίστοιχο αναγνωρισμένο σύστημα αποζημίωσης επενδυτών της αλλοδαπής, που εγκρίνει η Εποπτική Αρχή, το οποίο πρέπει να παρέχει στους πελάτες του υποκαταστήματος κάλυψη, ισοδύναμη προς εκείνη που παρέχει το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών στους πελάτες των μελών του.
(9) Τα υποκαταστήματα των κατά το εδάφιο (1) Ε.Π.Ε.Υ., υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή όλα τα στοιχεία, που υποχρεούνται να υποβάλλουν σ' αυτή οι Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και οι εδρεύουσες στη Δημοκρατία τράπεζες δυνάμει των άρθρων 48 έως 52, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως, όπως δύναται να ορίζει ειδικότερα με Οδηγίες της η Εποπτική Αρχή.
(10) Τα υποκαταστήματα των κατά το εδάφιο (1) Ε.Π.Ε.Υ., υπόκεινται στην εποπτεία της Εποπτικής Αρχής κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ουδόλως επηρεάζουν τις διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας για την εγκατάσταση και εποπτεία στη Δημοκρατία τράπεζας ως Ε.Π.Ε.Υ., η οποία εδρεύει σε τρίτη χώρα.
30.-(1) Ε.Π.Ε.Υ., που εδρεύει σε τρίτη χώρα, για να παρέχει στη Δημοκρατία επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες διασυνοριακώς, χωρίς την ίδρυση υποκαταστήματος, πρέπει να έχει λάβει άδεια από την Εποπτική Αρχή.
(2) Για να χορηγήσει τη σχετική άδεια η Εποπτική Αρχή, πρέπει η κατά το εδάφιο (1) Ε.Π.Ε.Υ. να υπόκειται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας και επάρκειας ίδιων κεφαλαίων, αντίστοιχους προς τους σχετικούς κανόνες που ισχύουν στη Δημοκρατία και να κριθεί από την Εποπτική Αρχή ότι, με τη διασυνοριακή παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία, δεν τίθενται κατά μη ανεκτό βαθμό, σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών και η εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς:
Νοείται ότι, η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητήσει από την αιτήτρια Ε.Π.Ε.Υ. την υποβολή νομικής και τεχνικής γνωμοδοτήσεως σχετικά με τους διέποντες την Ε.Π.Ε.Υ. κανόνες δικαίου και προληπτικής εποπτείας, από πρόσωπα αποδεκτά από την Εποπτική Αρχή.
(3) Με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, δύνανται να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι κατά το εδάφιο (1) Ε.Π.Ε.Υ., προκειμένου να παρέχουν στη Δημοκρατία διασυνοριακώς επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, και να ορίζεται το περιεχόμενο των γνωμοδοτήσεων κατά το εδάφιο (2), ούτως ώστε να κρίνεται η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων.
(4) Για τη χορήγηση άδειας δυνάμει του εδαφίου (1), η Ε.Π.Ε.Υ. υποβάλλει αίτηση στην Εποπτική Αρχή, η οποία περιέχει στοιχεία ανάλογα προς εκείνα που απαιτούνται για τη χορήγηση σε Κ.Ε.Π.Ε.Υ. άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 ή, κατά περίπτωση, σε τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 και της τραπεζικής νομοθεσίας, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει απαραίτητο η Εποπτική Αρχή, η οποία δύναται με Οδηγίες της, να εξειδικεύει και να συμπληρώνει τα ακριβή στοιχεία, τα οποία πρέπει να υποβάλλονται σ' αυτή καθώς και την τηρητέα διαδικασία.
(5) Ως προς την Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας, που θα παρέχει διασυνοριακώς επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία ισχύουν, αναλόγως εφαρμοζόμενες, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου για τους κανόνες προληπτικής εποπτείας και για τις υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς των Ε.Π.Ε.Υ.:
Νοείται ότι, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλλει και στην Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας που παρέχει διασυνοριακώς επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία τις κυρώσεις, τις οποίες δύναται να επιβάλλει στις Ε.Π.Ε.Υ., σε περίπτωση παράβασης των σχετικών διατάξεων του Μέρους VII για την προληπτική εποπτεία και του Μέρους VIII για την επαγγελματική συμπεριφορά των Ε.Π.Ε.Υ.
(6) Η Ε.Π.Ε.Υ. τρίτης χώρας οφείλει να συμμετέχει, ως προς τους πελάτες της στη Δημοκρατία, στο Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών ή σε άλλο αντίστοιχο αναγνωρισμένο σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, που εγκρίνει η Εποπτική Αρχή, το οποίο πρέπει να παρέχει στους πελάτες της στη Δημοκρατία, κάλυψη, ισοδύναμη προς εκείνη που παρέχει το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών στους πελάτες των μελών του.
31.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει κατάλογο των οργανωμένων αγορών που λειτουργούν στη Δημοκρατία, στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικά μέσα.
(2) Ο κατάλογος του εδαφίου (1) και κάθε τροποποίησή του, καθώς και οι κανόνες που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) αγορών και κάθε τροποποίησή τους, κοινοποιούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών-μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
32.-(1) Οι εδρεύουσες στη Δημοκρατία Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας τους να τηρούν τους κανόνες των άρθρων του παρόντος Μέρους.
(2) Με Γνωστοποίηση του Υπουργού που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη των αρμόδιων Εποπτικών Αρχών, δύνανται να καθορίζονται ειδικά προσόντα και ειδική διαδικασία πιστοποίησης για υπαλλήλους και στελέχη Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και τραπεζών που εδρεύουν στη Δημοκρατία, οι οποίοι θα είναι αρμόδιοι-
(α) Για τη λήψη και διαβίβαση εντολών για διενέργεια συναλλαγών επί χρηματοοικονομικών μέσων
(β) για την εκτέλεση των εντολών αυτών
(γ) για την παροχή συμβουλών για επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά μέσα·
(δ) για τη διαχείριση χαρτοφυλακίων πελατών των Ε.Π.Ε.Υ.· και
(ε) για να προΐστανται των εξής τμημάτων ή διευθύνσεων των Ε.Π.Ε.Υ.:
(i) αναδοχών·
(ii) παροχής υπηρεσιών συμβούλου έκδοσης·
(iii) διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό·
(iv) διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου·
(ν) διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικών μέσων·
(vi) εσωτερικού ελέγχου·
(vii) άλλων τμημάτων ή διευθύνσεων, που ορίζονται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής.
(3) Σε περίπτωση έκδοσης της Γνωστοποίησης του εδαφίου (2), οι υπάλληλοι και τα στελέχη των Ε.Π.Ε.Υ. για να είναι δυνατό να αναλάβουν τις θέσεις και τα καθήκοντα, που προβλέπονται στο εδάφιο (2), πρέπει να διαθέτουν τα προσόντα, που ορίζονται με Γνωστοποίηση του Υπουργού αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη των αρμόδιων Εποπτικών Αρχών που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να επιτύχουν σε εξετάσεις, που διενεργούνται τουλάχιστον ετησίως, από πενταμελή εξεταστική επιτροπή που ορίζει εκάστοτε ο Υπουργός, της οποίας δύο μέλη προτείνονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δύο από την Κεντρική Τράπεζα και ένα που ασκεί καθήκοντα Προέδρου, από τον Υπουργό:
(α) υπάλληλοι και στελέχη των Ε.Π.Ε.Υ. που κατέχουν τα προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) και έχουν εντός των αμέσως προ της ημερομηνίας δημοσίευσης της Γνωστοποίησης που εκδόθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 32(2) και (6) των περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμων του 2002 έως (Αρ. 2) του 2003, έξι ετών, πλήρη τριετή επαγγελματική απασχόληση στο χρηματοοικονομικό ή χρηματοπιστωτικό τομέα, δύνανται να αναλάβουν τις θέσεις και τα καθήκοντα που προβλέπονται στο εδάφιο (2),
(β) υπάλληλοι ή στελέχη των Ε.Π.Ε.Υ. που δεν κατέχουν τα προσόντα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) και έχουν πλήρη επαγγελματική απασχόληση στο χρηματοοικονομικό ή χρηματοπιστωτικό τομέα για περίοδο τουλάχιστον έξι ετών αμέσως προ της ημερομηνίας δημοσίευσης της Γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο (α), δύνανται να αναλάβουν τις θέσεις και τα καθήκοντα που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (2) και των υποπαραγράφων (ii) και (v) της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2),
(γ) χρηματιστές και χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, οι οποίοι βρίσκονται εν ενεργεία κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της Γνωστοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο (α), δύνανται να αναλάβουν τις θέσεις και τα καθήκοντα που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2) και της υποπαραγράφου (v) της παραγράφου (ε) του εδαφίου (2), χωρίς να συμμετάσχουν στις εξετάσεις που ορίζονται στο εδάφιο (3).
(4) Κάθε Εποπτική Αρχή οργανώνει πριν από τις εξετάσεις, επιμορφωτικά σεμινάρια για τους απασχολούμενους στις εποπτευόμενες από την Εποπτική Αρχή Ε.Π.Ε.Υ.
(5) Τουλάχιστο δύο μήνες πριν από τη διεξαγωγή των εξετάσεων, η εξεταστική επιτροπή καθορίζει, εκάστοτε, την εξεταστέα ύλη, τη διαδικασία των εξετάσεων, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα.
(6) Με Γνωστοποίηση του Υπουργού αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη των αρμόδιων Εποπτικών Αρχών που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας είναι δυνατό να ρυθμίζονται θέματα που αφορούν την οργάνωση, και εν γένει τη λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής κατά το εδάφιο (3), κάθε άλλο ειδικό θέμα ως προς τη διαδικασία οργάνωσης και λειτουργίας της, καθώς και το περιεχόμενο των εξετάσεων του εδαφίου (3).
(7) Με Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, είναι δυνατό να καθορίζονται ειδικά προσόντα και ειδική διαδικασία πιστοποίησης για υπαλλήλους και στελέχη Ε.Δ.Ε.Κ.Α.-
(i) Για τη λήψη και διαβίβαση εντολών για διενέργεια συναλλαγών επί κινητών αξιών·
(ii) για την παροχή επενδυτικών συμβουλών· και
(iii) για τους υπεύθυνους του εσωτερικού ελέγχου.
33.-(1) Οι Ε.Π.Ε.Υ., με εξαίρεση τις τράπεζες, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν για δικό τους λογαριασμό τα κεφάλαια των επενδυτών-πελατών τους, που έχουν στην κατοχή τους.
(2) Οι Ε.Π.Ε.Υ. δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν για δικό τους λογαριασμό τα χρηματοοικονομικά μέσα των επενδυτών-πελατών τους, που έχουν στην κατοχή τους, εκτός και εάν συγκατατίθενται εγγράφως προς τούτο οι επενδυτές-πελάτες τους και μόνο στις περιπτώσεις και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζει με Οδηγίες της η Εποπτική Αρχή.
(3) Η Εποπτική Αρχή δύναται με Οδηγίες της, να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις, που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) και να ορίζει ειδικούς κανόνες ως προς τις Ε.Π.Ε.Υ., που υπόκεινται στην εποπτεία της, ώστε να προστατεύονται αποτελεσματικά τα δικαιώματα κυριότητος των πελατών τους, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της Ε.Π.Ε.Υ.
34.-(1) Σε περίπτωση που Ε.Π.Ε.Υ. τίθεται υπό εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, τα χρηματοοικονομικά μέσα και τα χρηματικά ποσά, που ανήκουν σε Πελάτες της, διαχωρίζονται από την περιουσία της υπό εκκαθάριση Ε.Π.Ε.Υ. και παραδίδονται στους κυρίους τους, με την επιφύλαξη τυχόν επιβάρυνσής τους με εμπράγματη ασφάλεια, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή:
Νοείται ότι, ειδικώς ως προς τα χρηματικά ποσά, που ανήκουν σε πελάτες τραπεζών, ο αποχωρισμός γίνεται, εφόσον οι πελάτες αυτοί δεν τα έχουν χρησιμοποιήσει για δικό τους λογαριασμό.
(2) Πριν από το διαχωρισμό σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Εποπτική Αρχή συντάσσει πίνακα των χρηματοοικονομικών μέσων και χρηματικών ποσών των πελατών της Ε.Π.Ε.Υ., που βρίσκονται στην κατοχή της, και τον κοινοποιεί στους κυρίους τους, στον εκκαθαριστή και σε οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
35.-(1) Οι Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να διαθέτουν καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους, καλή διοικητική και λογιστική οργάνωση, κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφαλείας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων και πρόσφορους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, οι οποίοι διαλαμβάνουν, ιδίως, κανόνες εκτέλεσης των εργασιών και εκπλήρωσης των καθηκόντων των στελεχών και υπαλλήλων της Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και προϋποθέσεις και κανόνες για τη διενέργεια από τα στελέχη και τους υπαλλήλους της Ε.Π.Ε.Υ., συναλλαγών για λογαριασμό τους, άμεσα ή έμμεσα.
(2) Οι Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να διαθέτουν καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, που επιτρέπουν οποτεδήποτε τον έλεγχο συμμόρφωσής τους προς τις διατάξεις των άρθρων 48 έως 52 και των δυνάμει τούτων, εκδιδομένων Οδηγιών.
(3) Οι Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να διαθέτουν αξιόπιστα και αποτελεσματικά συστήματα διοικητικής πληροφόρησης, ώστε να είναι, ανά πάσα στιγμή, σε θέση να υπολογίζουν με εύλογη ακρίβεια την οικονομική κατάσταση της Ε.Π.Ε.Υ. και να παρακολουθούν και να ελέγχουν το ύψος του κινδύνου από μεταβολές επιτοκίων και από μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες επί του συνόλου των δραστηριοτήτων τους:
Νοείται ότι, η επάρκεια των ανωτέρω συστημάτων αποτελεί αντικείμενο εποπτείας της Εποπτικής Αρχής, η οποία με Οδηγίες της, δύναται να θεσπίζει ειδικές υποχρεώσεις.
36.-(1) Οι Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να καταχωρούν σε βιβλία τις πράξεις, που διενεργούν στο πλαίσιο παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών με αντικείμενο χρηματοοικονομικά μέσα, ανεξάρτητα από το εάν οι συναλλαγές αυτές πραγματοποιήθηκαν εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς, και να εκδίδουν τα απαραίτητα στοιχεία για τις συναλλαγές αυτές.
(2) Οι Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να τηρούν τα βιβλία και στοιχεία, που αναφέρονται στο εδάφιο (1) επί πέντε τουλάχιστον έτη και να τα θέτουν στη διάθεση της Εποπτικής Αρχής.
(3) Η τήρηση των βιβλίων και η έκδοση των στοιχείων πρέπει να γίνεται με τρόπο, που επιτρέπει στην Εποπτική Αρχή να ελέγχει την τήρηση των κανόνων προληπτικής εποπτείας, με την οποία είναι επιφορτισμένη.
(4) Οι Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να τηρούν ιδίως χωριστό λογαριασμό-
(α) Ανά πελάτη, στον οποίο καταχωρούν τις διενεργούμενες για χάρη του συναλλαγές·
(β) οφειλών προς τρίτους κατά οφειλέτη·
(γ) προμηθειών, μεσιτικών και εν γένει αμοιβών·
(δ) συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό κατά χρηματοοικονομικό μέσο·
(ε) οφειλών από πελάτες·
(στ) οφειλόμενων ποσών προς και από άλλη Ε.Π.Ε.Υ.
(5) Η Εποπτική Αρχή δύναται να εκδίδει Οδηγίες, με τις οποίες εξειδικεύει τις κατά τα εδάφια (1), (2), (3) και (4) υποχρεώσεις των υπαγομένων στην εποπτεία της Ε.Π.Ε.Υ.
(6) Με τις Οδηγίες δυνάμει του εδαφίου (5) είναι δυνατόν επίσης να τίθενται κανόνες για τον τρόπο καταγραφής των εντολών που δέχονται και των συναλλαγών που καταρτίζουν οι Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και για το περιεχόμενο των βιβλίων που τηρούν και των στοιχείων που εκδίδουν οι Ε.Π.Ε.Υ., σε σχέση με τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχουν.
37.-(1) Οι Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να διαθέτουν οργάνωση και διάρθρωση, έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος βλάβης των συμφερόντων των πελατών τους από συγκρούσεις συμφερόντων, είτε μεταξύ της Ε.Π.Ε.Υ. και των πελατών της, είτε μεταξύ των ιδίων των πελατών της.
(2) Η Εποπτική Αρχή δύναται να εκδίδει Οδηγίες, με τις οποίες εξειδικεύει τις υποχρεώσεις των υπαγομένων στην εποπτεία της Ε.Π.Ε.Υ., που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
(3) Σε περίπτωση ίδρυσης από Ε.Π.Ε.Υ., που εδρεύει στη Δημοκρατία υποκαταστήματος εκτός της Δημοκρατίας, η οργάνωση της Ε.Π.Ε.Υ. πρέπει να επιτρέπει την τήρηση των κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς, που επιβάλλει το κράτος-μέλος υποδοχής και να μην έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, που το κράτος-μέλος υποδοχής επιβάλλει ως κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς των Ε.Π.Ε.Υ., που παρέχουν υπηρεσίες στην επικράτειά του.
38.-(1) Οι όροι και οι προϋποθέσεις της επάρκειας των εποπτικών ίδιων κεφαλαίων, όπως προσδιορίζονται με τις διατάξεις των άρθρων 48 έως και 52 πρέπει να πληρούνται καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας των Ε.Π.Ε.Υ.
(2) Η Εποπτική Αρχή ελέγχει την τήρηση του εδαφίου (1) και, σε περίπτωση που οποιαδήποτε Ε.Π.Ε.Υ. το παραβαίνει, τότε η Εποπτική Αρχή δύναται, σταθμίζοντας τη βαρύτητα των παραβάσεων, αντί να ανακαλέσει οριστικά την άδεια λειτουργίας της Ε.Π.Ε.Υ., να αναστείλει την άδειά της, εν όλω ή εν μέρει, ως προς συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες,
και να τάξει στην Ε.Π.Ε.Υ. εύλογη προθεσμία, που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της αναστολής της άδειας, προς συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, σε περίπτωση αναστολής της άδειας λειτουργίας, η Ε.Π.Ε.Υ. δεν επιτρέπεται να παρέχει εκείνες τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες, ως προς τις οποίες της ανεστάλη η άδεια.
39.-(1) Οι Ε.Π.Ε.Υ. δύνανται να διαφημίζουν με όλα τα διαθέσιμα μέσα επικοινωνίας τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχουν, τηρουμένων των προνοιών του περί Ελέγχου των Παραπλανητικών και Συγκριτικών Διαφημίσεων Νόμου του 2000 καθώς και οποιασδήποτε άλλης σχετικής νομοθεσίας.
(2) Οι Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούνται να αποστέλλουν στην Εποπτική Αρχή αντίγραφα των έντυπων ή οπτικοακουστικών διαφημίσεών τους για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και οποιωνδήποτε σχετικών καταχωρίσεών τους στο διαδίκτυο το αργότερο εντός δύο ημερών από τη δημοσίευση της διαφήμισης ή την πραγματοποίηση της καταχώρισης στο διαδίκτυο:
Νοείται ότι, η Εποπτική Αρχή δύναται να απαιτήσει διόρθωση οποιασδήποτε διαφήμισης ή καταχώρισης, εφόσον κρίνει ότι δεν τηρούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς και ιδίως όταν υφίσταται κίνδυνος παραπλάνησης του επενδυτικού κοινού.
40.-(1) Κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών στη Δημοκρατία οι Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να-
(α) Λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και ενεργούν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, καλόπιστα, όπως επιβάλλουν τα χρηστά συναλλακτικά ήθη έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς·
(β) ασκούν τη δραστηριότητά τους με τη δέουσα επιμέλεια, υπευθυνότητα και επαγγελματική ευσυνειδησία, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς·
(γ) διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά μεθόδους και διαδικασίες, που είναι απαραίτητες για την επιτυχή άσκηση των δραστηριοτήτων τους, ιδίως σε θέματα εσωτερικής οργάνωσης και εξυπηρέτησης πελατών·
(δ) ενημερώνονται κατάλληλα σχετικά με την οικονομική κατάσταση, την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων και τον επιδιωκόμενο με την επένδυση σκοπό, ούτως ώστε να είναι σε θέση να παρέχουν με τον προσήκοντα τρόπο τις υπηρεσίες τους, λαμβανομένης υπόψη της επενδυτικής πείρας των προσώπων, στα οποία παρέχονται οι επενδυτικές υπηρεσίες, ιδίως δε της τυχόν επαγγελματικής τους ενασχόλησης στον τομέα των επενδύσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα·
(ε) ανακοινώνουν καταλλήλως στους πελάτες τους κατά τις διαπραγματεύσεις με αυτούς όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες ως προς την παροχή από αυτές της αιτούμενης υπηρεσίας, ιδίως δε εκείνες που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της Ε.Π.Ε.Υ., τον τρόπο παροχής της αιτούμενης υπηρεσίας και τυχόν σύγκρουση συμφερόντων, που δυνατό να ανακύψει κατά την παροχή της·
(στ) καταβάλλουν κάθε επιμέλεια για την αποτροπή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των ιδίων και των πελατών τους και, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, επιλύουν και αντιμετωπίζουν αντικειμενικά τις συγκρούσεις συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ πελατών τους, σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των πελατών·
(ζ) συμμορφώνονται προς τις διατάξεις της νομοθεσίας και τους κανόνες που διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε, να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
41.-(1) Με κοινή Οδηγία των εποπτικών αρχών, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκδίδεται Κώδικας Επαγγελματικής Συμπεριφοράς των Ε.Π.Ε.Υ. και των φυσικών προσώπων που απασχολούνται σ' αυτές, αντίγραφο του οποίου, όπως επίσης και οποιεσδήποτε μεταγενέστερες τροποποιήσεις του, κοινοποιούνται πάραυτα στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού για ενημέρωση:
(2) Ο Κώδικας Επαγγελματικής Συμπεριφοράς των Ε.Π.Ε.Υ. εξειδικεύει τους κανόνες, που ορίζονται στο άρθρο 40, και είναι δυνατό να θέτει περαιτέρω κανόνες που ρυθμίζουν την επαγγελματική συμπεριφορά των Ε.Π.Ε.Υ. και του προσωπικού τους κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών, με στόχο τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και την προστασία των επενδυτών.
(3) Οι κανόνες του Κώδικα Επαγγελματικής Συμπεριφοράς δύνανται να διαφοροποιούνται μεταξύ τραπεζών και λοιπών Ε.Π.Ε.Υ., αναλόγως των παρεχόμενων από αυτές, υπηρεσιών, της οργάνωσης και εποπτείας τους, του είδους της επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας, καθώς και το πρόσωπο του αποδέκτη της.
(4) Οι Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούνται σε αποζημίωση των επενδυτών, τους οποίους ζημιώνουν λόγω υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς.
43.-(1) Οι διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, που έχουν ως αντικείμενο την εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, την εξουσία της να διενεργεί ελέγχους και να επιβάλλει κυρώσεις και όλες εν γένει τις αρμοδιότητες της, δυνάμει του ως άνω Νόμου, εφαρμόζονται, συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και χωρίς επηρεασμό τους, και ως προς την εποπτεία από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των Ε.Π.Ε.Υ. και των αντιπροσώπων τους, εξαιρουμένων των τραπεζών και των αντιπρόσωπων τους, και ως προς όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ως προς τα οποία υπάρχει υπόνοια, ότι παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων Κανονισμών και Οδηγιών, καθώς και ως προς τη συμπληρωματική εποπτεία από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επί χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων.
(2) Οι διατάξεις της τραπεζικής νομοθεσίας, που έχουν ως αντικείμενο την εποπτεία και επιθεώρηση των τραπεζών και των αντιπρόσωπων τους από την Κεντρική Τράπεζα, καθώς και την εξουσία της να διενεργεί ελέγχους και να επιβάλλει κυρώσεις και όλες εν γένει τις αρμοδιότητές της, δυνάμει της ίδιας νομοθεσίας, εφαρμόζονται, συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και χωρίς επηρεασμό τους, και ως προς την εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα των τραπεζών και των αντιπροσώπων τους κατά την παροχή από αυτές, επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.
44. Οι διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, καθώς και της τραπεζικής νομοθεσίας, που έχουν ως αντικείμενο την άρση του απορρήτου έναντι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Κεντρικής Τράπεζας, αντίστοιχα, από τα εποπτευόμενα και ελεγχόμενα απ' αυτές, πρόσωπα, καθώς και την υποχρέωση εχεμύθειας και την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Κεντρική Τράπεζα, ισχύουν και ως προς την άσκηση από τις Εποπτικές Αρχές των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος Νόμου, τηρουμένων των αναλογιών.
45.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται για την ομοιόμορφη και αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας επί των Ε.Π.Ε.Υ., και παρέχουν αμοιβαίως κάθε αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Για την εξειδίκευση της συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Κεντρικής Τράπεζας συντάσσεται ειδικό Πρωτόκολλο Συνεργασίας εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου.
46.-(1) Η Εποπτική Αρχή συνεργάζεται με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών-μελών για την εποπτεία των Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν στη Δημοκρατία και λειτουργούν σε ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη, καθώς και για την εποπτεία των Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν σε κράτος-μέλος και παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες με ή χωρίς εγκατάσταση στη Δημοκρατία.
(2) Στη συνεργασία κατά το εδάφιο (1) περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων-
(α) Η ανταλλαγή, ύστερα από σχετικό γραπτό αίτημα, όλων των πληροφοριών, οι οποίες-
(i) σχετίζονται με τη λειτουργία και την κεφαλαιακή και περιουσιακή διάρθρωση των Ε.Π.Ε.Υ.· και
(ii) είναι δυνατό να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας και του ελέγχου των εν λόγω Ε.Π.Ε.Υ. και, ιδίως, τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τις διατάξεις, που διέπουν την κάλυψη κινδύνων και τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις·
(β) η συλλογή των πληροφοριών, που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της τήρησης από τις Ε.Π.Ε.Υ. των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(3) Η Εποπτική Αρχή ενημερώνει τις αρμόδιες εποπτικές αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής Ε.Π.Ε.Υ. για τις κυρώσεις και εν γένει τα μέτρα που επιβάλλονται στις Ε.Π.Ε.Υ., που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος-μέλος και λειτουργούν στη Δημοκρατία, και διαβιβάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των εγκεκριμένων στοιχείων, οι οποίες ορίζονται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, ιδίως για την εκτίμηση του βαθμού ρευστότητας των χρηματοοικονομικών μέσων και της φερεγγυότητας του εκδότη.
(4) Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές κράτους-μέλους καταγωγής Ε.Π.Ε.Υ., που λειτουργεί στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, αφού ενημερώσουν προηγουμένως την Εποπτική Αρχή, δύνανται να προβούν, είτε οι ίδιες, είτε μέσω εξουσιοδοτημένων προς τούτο προσώπων, σε επιτόπιο έλεγχο σχετικά με τη λειτουργία και την κεφαλαιακή και περιουσιακή διάρθρωση της Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και τις μεθόδους, που αυτή χρησιμοποιεί για την αξιολόγηση των εγκεκριμένων στοιχείων.
(5) Τον προβλεπόμενο στο εδάφιο (4) επιτόπιο έλεγχο δύναται να ζητήσει και η Εποπτική Αρχή από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής Ε.Π.Ε.Υ:
(6) Στην περίπτωση του εδαφίου (5), η Εποπτική Αρχή ζητά από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής Ε.Π.Ε.Υ., είτε να διενεργήσουν οι ίδιες τον έλεγχο, είτε να εξουσιοδοτήσουν την Εποπτική Αρχή, να ελέγξει η ίδια ή μέσω προσώπων που θα ορίσει, την Ε.Π.Ε.Υ. προς συλλογή πληροφοριών και εξακρίβωση στοιχείων:
(7) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει προηγουμένως τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών-μελών, δύναται να προβεί, είτε η ίδια, είτε μέσω εξουσιοδοτημένων προς τούτο προσώπων, σε επιτόπιο έλεγχο των Κ.Ε.Π.Ε.Υ. που λειτουργούν μέσω υποκαταστήματος σε άλλα κράτη-μέλη ή παρέχουν σ' αυτά διασυνοριακώς επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, προς εξακρίβωση και συλλογή των πληροφοριών του εδαφίου (1).
47.-(1) Η Εποπτική Αρχή δύναται να ζητά από τις εποπτευόμενες από αυτή Ε.Π.Ε.Υ. να της υποβάλλουν οποιοδήποτε στοιχείο και να της παρέχουν οποιαδήποτε πληροφορία κρίνει απαραίτητη, για τη διενέργεια του ελέγχου της νόμιμης λειτουργίας τους.
(2) Σε περίπτωση που Ε.Π.Ε.Υ. παραλείπει να υποβάλει στην Εποπτική Αρχή εντός της εύλογης και τακτής προθεσμίας που καθορίζει η Εποπτική Αρχή, τα ζητηθέντα από αυτή στοιχεία και πληροφορίες, διαπράττει διοικητική παράβαση, που τιμωρείται δυνάμει της παραγράφου (ι) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
48.-(1) Τα ιδρύματα οφείλουν να διατηρούν σε ημερήσια βάση εποπτικά ίδια κεφάλαια, ικανά να ανταποκριθούν στη σωρευτική κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων που-
(α) Υπολογίζονται για την κάλυψη του κινδύνου θέσεως και του κινδύνου διακανονισμού αντισυμβαλλόμενου, όπως αυτοί οι κίνδυνοι ορίζονται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, βάσει του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους·
(β) υπολογίζονται για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 49, βάσει του χαρτοφυλακίου συναλλαγών των ιδρυμάτων·
(γ) υπολογίζονται για την κάλυψη του κινδύνου από ανοικτές συναλλαγματικές θέσεις, όπως αυτός ορίζεται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, βάσει του συνόλου των δραστηριοτήτων τους·
(δ) ορίζονται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, για το συντελεστή φερεγγυότητας των ιδρυμάτων, για όλες τις συναλλαγές τους, εξαιρουμένων τόσο εκείνων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών όσο και των μη ρευστοποιήσιμων (πάγιων) στοιχείων του ενεργητικού, με την προϋπόθεση ότι, αυτά αφαιρούνται κατά τον υπολογισμό των εποπτικών ίδιων κεφαλαίων, σύμφωνα με τον εναλλακτικό ορισμό των εποπτικών ίδιων κεφαλαίων, που δύναται να καθορίσει η Εποπτική Αρχή όπως τα θέματα αυτά ορίζονται με τις ανωτέρω Οδηγίες·
(ε) αναλογούν σε συναλλαγές, που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ούτε των Οδηγιών της Εποπτικής Αρχής, για το συντελεστή φερεγγυότητας των ιδρυμάτων, αλλά ενέχουν κινδύνους παρόμοιους με αυτούς, που καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο και τις Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής για το συντελεστή φερεγγυότητας των ιδρυμάτων.
(2) Ανεξαρτήτως του ποσού των κεφαλαιακών απαιτήσεων, που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ε) του εδαφίου (1), τα απαιτούμενα εποπτικά ίδια κεφάλαια των Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δεν είναι δυνατόν να είναι κατώτερα από το ένα τέταρτο (25%) των πάγιων εξόδων τους του προηγούμενου έτους, όπως αυτά δύνανται να ορίζονται ειδικότερα με Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
(3) Το ποσοστό κατά το εδάφιο (2) δύναται να αναπροσαρμόζεται επί το αυστηρότερο με Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των δραστηριοτήτων της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
(4) Εάν η Κ.Ε.Π.Ε.Υ. δεν έχει ασκήσει ακόμη τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους, περιλαμβανομένης της ημερομηνίας έναρξης των δραστηριοτήτων της, τα απαιτούμενα εποπτικά ίδια κεφάλαιά της δε δύνανται να είναι κατώτερα από το ένα τέταρτο (25%) των πάγιων εξόδων όπως αυτά δύνανται να ορίζονται ειδικότερα με Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που προβλέπονται στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων της, εκτός εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαιτήσει την αναπροσαρμογή αυτού του προγράμματος.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία, τα εποπτικά ίδια κεφάλαια των ιδρυμάτων δεν είναι ικανά να ανταποκριθούν σε ημερήσια βάση στη σωρευτική κάλυψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με το εδάφιο (1), η Εποπτική Αρχή μεριμνά με την αποστολή αυστηρής προειδοποίησης προς το εποπτευόμενο από αυτή ίδρυμα, ώστε τούτο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να επανορθώσει την κατάσταση, το ταχύτερο δυνατό.
(6) Με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται οι αρχές και μέθοδοι προσδιορισμού και υπολογισμού των εποπτικών ίδιων κεφαλαίων των ιδρυμάτων, καθώς και του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, που αυτά πρέπει να διατηρούν, καθώς επίσης και κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια, σε σχέση με τα εποπτικά ίδια κεφάλαια και το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των ιδρυμάτων, για τους σκοπούς της άσκησης εποπτείας επ' αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(7) Τα ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Εποπτική Αρχή έκθεση, καθώς και όλα τα απαραίτητα στοιχεία και τις αναγκαίες πληροφορίες, που ορίζονται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, έτσι ώστε αυτή να κρίνει τη συμμόρφωσή τους με τις διατάξεις των άρθρων 48 έως 52 και ιδίως των εδαφίων (1) έως (6) του παρόντος άρθρου, καθώς και των δυνάμει τούτων, εκδιδόμενων Οδηγιών.
(8) Με τις αναφερόμενες στο εδάφιο (7) Οδηγίες ορίζεται επίσης το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων από τα ιδρύματα εκθέσεων και η συχνότητα υποβολής των εκθέσεων και των λοιπών στοιχείων, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα και λεπτομέρεια.
(9) Τα ιδρύματα οφείλουν να αποτιμούν καθημερινώς το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών τους σε τρέχουσες τιμές της αγοράς όπως αυτές ορίζονται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, εκτός εάν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις, που δύναται να ορίζει με Οδηγίες της η Εποπτική Αρχή.
(10) Με τις αναφερόμενες στο εδάφιο (9) Οδηγίες, η Εποπτική Αρχή δύνανται επίσης να επιτρέπει στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εναλλακτικές μεθόδους αποτίμησης που η ίδια εγκρίνει, ελλείψει άμεσα διαθέσιμων τρεχουσών τιμών της αγοράς, όπως στις περιπτώσεις πράξεων που αφορούν νέες εκδόσεις στις πρωτογενείς αγορές.
(11) Τα ιδρύματα υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως στην Εποπτική Αρχή οποιαδήποτε περίπτωση, κατά την οποία οι αντισυμβαλλόμενοι τους σε συμβάσεις πώλησης και επαναγοράς ή αγοράς και επαναπώλησης, καθώς και σε συναλλαγές δανειοληψίας ή δανειοδοσίας, όπως αυτές ορίζονται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής, δεν εκπληρώνουν τις συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω συναλλαγές.
(12) Με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής ορίζεται η έννοια του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
(13) Σε περίπτωση που ίδρυμα παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων Οδηγιών διαπράττει διοικητική παράβαση, που τιμωρείται δυνάμει της παραγράφου (ι) του εδαφίου (4) άρθρου 64.
49.-(1) Με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής ρυθμίζονται τα θέματα ελέγχου και παρακολούθησης των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των ιδρυμάτων.
(2) Σε περίπτωση που ίδρυμα παραβαίνει τις διατάξεις των κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος άρθρου εκδιδόμενων Οδηγιών διαπράττει διοικητική παράβαση, που τιμωρείται δυνάμει της παραγράφου (ι) του εδαφίου (4) άρθρου 64.
50.-(1) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη των κινδύνων και των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, όπως αυτές επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49, υπολογίζονται-
(α) Μεμονωμένα για τα ιδρύματα, που δεν είναι ούτε μητρικές επιχειρήσεις, ούτε θυγατρικές επιχειρήσεις μητρικών επιχειρήσεων· και
(β) σε ενοποιημένη βάση-
(i) για τα ιδρύματα, τα οποία έχουν ως θυγατρική επιχείρηση τουλάχιστο μία τράπεζα, μία Ε.Π.Ε.Υ. ή άλλο χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή διαθέτουν συμμετοχή σ' αυτά· και
(ii) για τα ιδρύματα, των οποίων οι μητρικές τους επιχειρήσεις είναι χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών:
(2) Με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής καθορίζονται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες όμιλος που υπάγεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και δεν συμπεριλαμβάνει τράπεζα, υπόκειται σε εποπτεία βάσει της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής του κατάστασης, οι περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαλλάσσει Κ.Ε.Π.Ε.Υ. από την ενοποίηση, οι υποχρεώσεις των εν λόγω Κ.Ε.Π.Ε.Υ, καθώς και κάθε σχετικό θέμα και λεπτομέρεια.
(3) Σε περίπτωση που ίδρυμα παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών διαπράττει διοικητική παράβαση, που τιμωρείται δυνάμει της παραγράφου (ι) του εδαφίου (4) άρθρου 64.
(4) Σε περίπτωση που μητρική επιχείρηση ιδρύματος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (ια) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
51.-(1) Σε περίπτωση ιδρύματος, το οποίο αποτελεί θυγατρική μητρικής επιχείρησης που εδρεύει σε κράτος-μέλος, η Εποπτική Αρχή εφαρμόζει επ' αυτού τους κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 48 και 49, είτε σε ατομική, είτε σε ενοποιημένη βάση, ανεξάρτητα από την υπαγωγή ή μη του μητρικού ιδρύματος σε ενοποιημένη εποπτεία εκ μέρους της.
(2) Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (1), σε περίπτωση ιδρύματος, που εποπτεύεται από Εποπτική Αρχή και αποτελεί θυγατρική μητρικού ιδρύματος, που εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους, η Εποπτική Αρχή δύναται με απόφασή της και κατόπιν διμερούς συμφωνίας με την αρμόδια εποπτική αρχή του μητρικού ιδρύματος, να εκχωρήσει την εποπτική αρμοδιότητα του εποπτευομένου από αυτή ιδρύματος στις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους-μέλους:
Νοείται ότι, σε τέτοια περίπτωση, η Εποπτική Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιας συμφωνίας.
52.-(1) Με Οδηγίες της, η Εποπτική Αρχή καθορίζει-
(α) Τον τρόπο υπολογισμού των ενοποιημένων εποπτικών ίδιων κεφαλαίων των ιδρυμάτων
(β) τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επιτρέπουν το συμψηφισμό των καθαρών θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ενός ιδρύματος με τις αντίστοιχες θέσεις άλλου ιδρύματος· και
(γ) το συμψηφισμό των συναλλαγματικών θέσεων ενός ιδρύματος με τις αντίστοιχες θέσεις άλλου ιδρύματος.
(2) Με Οδηγίες της, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιτρέπει στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα, να προβαίνουν σε συμψηφισμό των συναλλαγματικών θέσεων, καθώς επίσης και αυτών που αφορούν το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες, εφόσον-
(α) Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα και είτε ανταποκρίνονται στον ορισμό της τράπεζας, είτε είναι αναγνωρισμένες Ε.Π.Ε.Υ. τρίτων χωρών· και
(β) οι εν λόγω επιχειρήσεις εφαρμόζουν κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, ισοδύναμους με τους κανόνες του παρόντος Νόμου· και
(γ) δεν υπάρχουν κανονισμοί, που να επηρεάζουν ουσιαστικά τις μεταφορές κεφαλαίων εντός του ομίλου.
(3) Η Εποπτική Αρχή δύναται να επιτρέπει το συμψηφισμό που προβλέπεται στο εδάφιο (2) μεταξύ ιδρυμάτων του ίδιου ομίλου και τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία, εφόσον-
(α) Υφίσταται ορθολογική κατανομή ίδιων κεφαλαίων εντός του ομίλου·
(β) το κανονιστικό, νομικό ή συμβατικό πλαίσιο, εντός του οποίου λειτουργούν τα ιδρύματα είναι τέτοιο, που να εγγυάται την αμοιβαία χρηματοδοτική υποστήριξη εντός του ομίλου.
(4) Η Εποπτική Αρχή δύναται να επιτρέπει συμψηφισμό, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), μεταξύ των ιδρυμάτων, που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (3) και ενός ιδρύματος που ανήκει στον ίδιο όμιλο αλλά έχει λάβει άδεια σε κράτος-μέλος, με την προϋπόθεση ότι το δεύτερο ίδρυμα υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, που επιβάλλονται με τα άρθρα 48 και 49 σε ατομική βάση.
(5) Επιπρόσθετα από τα θέματα των εδαφίων (1) μέχρι και (4), με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής δύναται να ορίζεται, κάθε άλλο θέμα υπολογισμού των ενοποιημένων απαιτήσεων και προσδιορισμού των ενοποιημένων εποπτικών ίδιων κεφαλαίων των ιδρυμάτων, καθώς και συμπληρωματικής εποπτείας τραπεζών, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και Ε.Π.Ε.Υ. χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων και να ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα.
(6) Σε περίπτωση που ίδρυμα παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών διαπράττει διοικητική παράβαση, που τιμωρείται δυνάμει της παραγράφου (ι) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
53.-(1) Ιδρύονται δύο Ταμεία Αποζημίωσης Επενδυτών, το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Τραπεζών (Τ.Α.Ε. Πελατών Τραπεζών) και το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ. και λοιπών Ε.Π.Ε.Υ. (Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ.), ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, των οποίων οι αρμοδιότητες και η λειτουργία ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(2) Τόσο το Τ.Α.Ε Πελατών Τραπεζών, όσο και το Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ., αρχίζουν τη λειτουργία τους ένα μήνα μετά την έκδοση των αναγκαίων για τη λειτουργία τους Κανονισμών δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(3) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου ρυθμίζουν τη μορφή, διοίκηση, οργάνωση και γενικά τη λειτουργία του Τ.Α.Ε. και ειδικότερα-
(α) Τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία συμμετοχής Ε.Π.Ε.Υ. στο Τ.Α.Ε. καθώς και τους ειδικότερους όρους τυχόν συμμετοχής Ε.Π.Ε.Υ. που δεν εδρεύει στη Δημοκρατία και παρέχει επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος της ή διασυνοριακώς·
(β) την εισφορά κάθε Ε.Π.Ε.Υ.-μέλους του, τον υπολογισμό του ύψους της, τον τρόπο καταβολή της, καθώς και τις περιπτώσεις και τη διαδικασία καταβολής συμπληρωματικής εισφοράς·
(γ) τα έσοδα, τη διοίκηση, τη διαχείριση, την εποπτεία και τον έλεγχο του Τ.Α.Ε., συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης οργάνου που να εξουσιοδοτείται για το σκοπό αυτό, τη διάρκεια του οικονομικού έτους, καθώς και τους τηρούμενους από το Τ.Α.Ε. λογαριασμούς·
(δ) τη διαδικασία και την προθεσμία υποβολής αιτήσεων αποζημίωσης από επενδυτές, το περιεχόμενο των σχετικών αιτήσεων, τη διαδικασία και τα κριτήρια ελέγχου των αιτήσεων, καθώς και το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου το Τ.Α.Ε. οφείλει να καταβάλει την αποζημίωση, το οποίο δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους τρεις μήνες αφότου αποδειχθεί το βάσιμο της απαίτησης και προσδιορισθεί το ύψος της·
(ε) τον προσδιορισμό της αξίας των χρηματοοικονομικών μέσων, που η Ε.Π.Ε.Υ. αδυνατεί να αποδώσει στον επενδυτή, προκειμένου να προσδιορισθεί το ύψος της καταβλητέας σ' αυτόν αποζημίωσης, η δε αποτίμηση θα πρέπει να γίνεται κατά το δυνατό με αναφορά στην αγοραία τους αξία όπως αυτή ορίζεται με οδηγίες της Εποπτικής Αρχής·
(στ) τους πελάτες της Ε.Π.Ε.Υ., οι οποίοι δεν καλύπτονται από το Τ.Α.Ε., όπως θεσμικοί επενδυτές και επαγγελματίες επενδυτές, υπερεθνικοί φορείς, κράτη και κεντρικές διοικητικές αρχές, καθώς επίσης και περιφερειακές και επαρχιακές αρχές, διοικητικά και διευθυντικά στελέχη της Ε.Π.Ε.Υ. και συνδεδεμένα με αυτά πρόσωπα, κατά το Πέμπτο Παράρτημα, και επιχειρήσεις συνδεδεμένες με την Ε.Π.Ε.Υ. που περιέρχεται σε αδυναμία πληρωμής·
(ζ) θέματα που αφορούν στη μεταφορά στο Τ.Α.Ε. πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ. των ατομικών μερίδων των μελών του Κοινού Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Ασφάλειας των Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών, που καθίστανται και μέλη του εν λόγω Τ.Α.Ε., ως μέρος της εισφοράς του κάθε μέλους, στην υποχρέωση συμπληρωματικών εισφορών των μελών του Κοινού Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Ασφάλειας των Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών, μέχρι του ύψους της εκάστοτε ατομικής τους μερίδας στο Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ., λεπτομέρειες ως προς τις υποχρεώσεις του εν λόγω Τ.Α.Ε. ως προς τις αναλαμβανόμενες απ’ αυτό υποχρεώσεις του Κοινού Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Ασφάλειας των Χρηματιστηριακών Συναλλαγών, και κάθε μέτρο που δύναται να λαμβάνει το εν λόγω Τ.Α.Ε. κατά των μελών του, των οποίων τους πελάτες αποζημιώνει.
(η) την αποχώρηση μέλους από το Τ.Α.Ε.· και
(θ) οποιοδήποτε άλλο ειδικό θέμα σε σχέση με τη σύσταση και λειτουργία του Τ.Α.Ε. και τις σχέσεις του με τα μέλη του, καθώς και την εξειδίκευση των εννοιών των παραπάνω παραγράφων:
Νοείται ότι, η αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) προθεσμία υποβολής αιτήσεων αποζημίωσης δεν είναι δυνατό να είναι μικρότερη των πέντε μηνών από την ημερομηνία έκδοσης απόφασης της Εποπτικής Αρχής ή του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 55 ούτε θα επιτρέπεται ο αποκλεισμός επενδυτή, ο οποίος δεν τήρησε την εν λόγω προθεσμία επειδή δεν ήταν σε θέση να απαιτήσει εγκαίρως την αποζημίωση, όπως θα ορίζουν ειδικότερα, οι Κανονισμοί δυνάμει του παρόντος Νόμου, χωρίς όμως να αποκλείεται ορισμός ανώτατης προθεσμίας υποβολής αίτησης, κατά τα οριζόμενα στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος εδαφίου.
(4) Το Τ.Α.Ε. δύναται να εξασφαλίζει με ασφαλιστική κάλυψη τις υποχρεώσεις του δυνάμει του παρόντος Νόμου και τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για τον σκοπό αυτό λογίζονται στα διαχειριστικά έξοδα του Τ.Α.Ε.
(5) Οι εκδιδόμενοι δυνάμει του εδαφίου (3) Κανονισμοί, προκειμένου για το Τ.Α.Ε. Πελατών Τραπεζών, εκδίδονται από την Κεντρική Τράπεζα, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, και προκειμένου για το Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ., εκδίδονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.
(6) Δεν υπόκεινται σε κατάσχεση η περιουσία του Τ.Α.Ε. και οι ατομικές μερίδες των μελών του, έως ότου αυτές καταστούν ελεύθερες προς απόδοση στα μέλη του σύμφωνα με τα οριζόμενα στους Κανονισμούς που προβλέπονται στο εδάφιο (3)·
(7) Οι Κανονισμοί, που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (3), δύνανται να προβλέπουν μεταξύ άλλων, ότι το Τ.Α.Ε. δεν καταβάλλει καθόλου ή καταβάλλει μειωμένη αποζημίωση, σε σχέση με τα οριζόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 56, σε πελάτες των μελών του, εφόσον τα μέλη του Τ.Α.Ε. παρέχουν στους πελάτες τους υπηρεσίες-
(α) Είτε μέσω υποκαταστημάτων τους, που είναι εγκατεστημένα σε τρίτες χώρες·
(β) είτε διασυνοριακώς σε τρίτες χώρες,
ρυθμίζοντας κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με το εν λόγω θέμα.
(8) Η Κεντρική Τράπεζα παρέχει στο Τ.Α.Ε. Πελατών Τραπεζών, και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ., οποιεσδήποτε πληροφορίες έχουν στην κατοχή τους, οι οποίες δύνανται, κατά τη γνώμη της κάθε εποπτικής αρχής, να βοηθήσουν το οικείο Τ.Α.Ε. στην άσκηση των αρμοδιοτήτων και την επιτέλεση του έργου του.
(9) Η Κεντρική Τράπεζα δεν αποκαλύπτει πληροφορίες δυνάμει του άρθρου αυτού που αναφέρονται αποκλειστικά σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο λογαριασμό καταθέσεων, παρά μόνο όταν τούτο επιτρέπεται σύμφωνα με ρητή διάταξη οποιουδήποτε νόμου.
54. Οι εδρεύουσες στη Δημοκρατία Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούνται να συμμετέχουν στο Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών και δεν επιτρέπεται να δραστηριοποιούνται ως Ε.Π.Ε.Υ. χωρίς τη συμμετοχή τους σ' αυτό:
Νοείται ότι, Ε.Π.Ε.Υ. που δεν εδρεύει στη Δημοκρατία, διατηρεί όμως υποκατάστημα της σ' αυτή ή παρέχει διασυνοριακώς επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία, δύναται να συμμετέχει στο Τ.Α.Ε. σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 53.
55.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), το Τ.Α.Ε. αποζημιώνει τους επενδυτές σε περίπτωση κατά την οποία-
(α) Η Εποπτική Αρχή ήθελε διαπιστώσει με απόφασή της ότι Ε.Π.Ε.Υ., που είναι μέλος του Τ.Α.Ε., δε φαίνεται προς το παρόν ικανή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από απαιτήσεις επενδυτών πελατών, σε σχέση με παρεχόμενες από αυτή επενδυτικές υπηρεσίες ή την παρεπόμενη υπηρεσία κατά την παράγραφο 1 του Μέρους III του Πρώτου Παραρτήματος, εφόσον η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων έχει άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση της Ε.Π.Ε.Υ., η οποία δεν προβλέπεται ότι θα βελτιωθεί στο προσεχές μέλλον ή
(β) δικαστήριο, βασιζόμενο σε λόγους, που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση της Ε.Π.Ε.Υ., που είναι μέλος του Τ.Α.Ε., έχει εκδώσει απόφαση για την αναστολή της δυνατότητας των επενδυτών πελατών της Ε.Π.Ε.Υ. προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους έναντι της εν λόγω Ε.Π.Ε.Υ.
(2) Αποκλείεται η καταβολή αποζημίωσης από το Τ.Α.Ε. για απαιτήσεις απορρέουσες από συναλλαγές προσώπων, τα οποία έχουν καταδικαστεί ως προς τις συναλλαγές αυτές για ποινικό αδίκημα δυνάμει των περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμων του 1996 έως 2000.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (7) του άρθρου 53, το οικείο Τ.Α.Ε. αποζημιώνει όλους τους επενδυτές πελάτες των μελών του που εδρεύουν στη Δημοκρατία για απαιτήσεις τους, που απορρέουν από τις παρεχόμενες από τα μέλη του επενδυτικές υπηρεσίες ή την παρεπόμενη υπηρεσία κατά την παράγραφο (1) του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος, συμπεριλαμβανομένων των πελατών των υποκαταστημάτων των μελών του Τ.Α.Ε., που είναι εγκαταστημένα σε κράτη-μέλη.
(4) Το Ταμείο Αποζημίωσης Επενδυτών αποζημιώνει επίσης τους επενδυτές, στους οποίους παρέχονται επενδυτικές υπηρεσίες ή η παρεπόμενη υπηρεσία κατά την παράγραφο 1 του Μέρους III του Πρώτου Παραρτήματος είτε από υποκατάστημα Ε.Π.Ε.Υ., η οποία, χωρίς να εδρεύει στη Δημοκρατία, έχει εγκατασταθεί στη Δημοκρατία και είναι μέλος του Τ.Α.Ε. είτε από Ε.Π.Ε.Υ. που δεν έχει εγκατάσταση στη Δημοκρατία, παρέχει όμως σ' αυτή διασυνοριακώς τις ανωτέρω υπηρεσίες και είναι μέλος του Τ.Α.Ε, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1), καταλλήλως εφαρμοζόμενες, και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 53 και υπό τους τυχόν ειδικότερους όρους συμμετοχής αυτών των Ε.Π.Ε.Υ. στο Τ.Α.Ε.
56.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (7) του άρθρου 53, το ύψος της καταβαλλόμενης αποζημίωσης προς τους επενδυτές πελάτες των μελών του Τ.Α.Ε., ανέρχεται μέχρι του αντίστοιχου σε Κυπριακές λίρες ποσού των είκοσι χιλιάδων Ευρώ (€20.000), και η κάλυψη αυτή ισχύει για το σύνολο των απαιτήσεων του επενδυτή έναντι ενός μέλους του Τ.Α.Ε., ανεξαρτήτως αριθμού λογαριασμών, νομίσματος και τόπου παροχής της υπηρεσίας.
(2) Προκειμένου περί κοινής επενδυτικής εργασίας, λαμβάνεται υπόψη το τμήμα της απαίτησης, που αναλογεί σε κάθε επενδυτή:
(3) Ο υπολογισμός του ύψους της απαίτησης ενός επενδυτή γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες περί συμψηφισμού, που δύνανται να προσδιορίζονται και εξειδικεύονται με τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 53, οι οποίοι εφαρμόζονται για την αποτίμηση, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Εποπτικής Αρχής ή του δικαστηρίου, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 55, του ύψους του κεφαλαίου ή της αξίας των χρηματοοικονομικών μέσων, που ανήκουν στον επενδυτή πελάτη και η Ε.Π.Ε.Υ. αδυνατεί να του αποδώσει.
57. Οι Ε.Π.Ε.Υ. υποχρεούνται να γνωστοποιούν προς τους επενδυτές, πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συναλλαγής μαζί τους, το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, στο οποίο συμμετέχουν, το φορέα αυτού του συστήματος, την κάλυψη, που παρέχει το σύστημα ως προς τις παρεχόμενες από αυτές επενδυτικές υπηρεσίες, καθώς και την παρεπόμενη υπηρεσία, κατά την Παράγραφο 1 του Μέρους III του Πρώτου Παραρτήματος, της αποζημίωσης, που θα δικαιούνται οι επενδυτές, ή οποιαδήποτε άλλης μορφής ισοδύναμη προστασία των επενδυτών παρέχουν.
58.-(1) Με την έναρξη λειτουργίας του Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ, το Κοινό Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Ασφαλείας των Χρηματιστηριακών Συναλλαγών εξακολουθεί να λειτουργεί μόνο για τη διασφάλιση της αποζημίωσης επενδυτών πελατών μελών του Συνεγγυητικού που δεν καθίστανται μέλη του Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.ΕΠ.Ε.Υ. ή του Τ.Α.Ε. Πελατών Τραπεζών και οι διατάξεις του Μέρους ΙΧ των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 2003, καθώς και οι Κανονισμοί 98 έως 109 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 μέχρι 2003 εξακολουθούν να ισχύουν μόνο για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού.
(2) Οι υποχρεώσεις του Κοινού Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Ασφάλειας των Χρηματιστηριακών Συναλλαγών, που ρυθμίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 53, σε σχέση με τα μέλη του που καθίστανται και μέλη του Τ.Α.Ε. Πελατών Κ.Ε.Π.Ε.Υ., αναλαμβάνονται από το εν λόγω Τ.Α.Ε.
(3) Μέχρι τη λύση του Κοινού Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Ασφάλειας των Χρηματιστηριακών Συναλλαγών, τα μέλη του Χ.Α.Κ. που θα λάβουν άδεια λειτουργίας ως Κ.Ε.Π.Ε.Υ. καλύπτονται από αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμων του 1993 έως (Αρ. 3) του 2002 και των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 έως (Αρ. 3) του 2002.
(4) [Διαγράφηκε].
59.-(1) Οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. έχουν αποκλειστικό σκοπό συνιστάμενο στην λήψη και διαβίβαση εντολών με αντικείμενο κινητές αξίες και μερίδια, τις οποίες εντολές θα επιτρέπεται να διαβιβάζουν μόνο-
(α) Σε Ε.Π.Ε.Υ.·
(β) σε Ε.Π.Ε.Υ., που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργούν σε τρίτη χώρα και υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους κανόνες που ισχύουν στη Δημοκρατία για την προληπτική εποπτεία των Κ.Ε.Π.Ε.Υ. ή των τραπεζών, όπως δύναται να εξειδικεύει με Οδηγίες της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς·
(γ) σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, κατά την έννοια του περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοικτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2001·
(δ) σε εδρεύοντες σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, που λειτουργούν βάσει κανόνων ισοδυνάμων προς τις διατάξεις του περί των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Ανοιχτού Τύπου και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2001.
(2) Κατόπιν αδείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. δύνανται να περιλάβουν στο σκοπό τους και την παρεπόμενη υπηρεσία της παροχής επενδυτικών συμβουλών ή άλλες δραστηριότητες, εφόσον οι τελευταίες δεν παρακωλύουν την ομαλή άσκηση των δραστηριοτήτων τους και τα συμφέροντα των πελατών τους.
(3) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (2) άδεια παρέχεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον η Ε.Δ.Ε.Κ.Α. διαθέτει την απαραίτητη υποδομή, οργάνωση και στελέχωση για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, προκειμένου δε να κρίνει τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει αναλόγως τις διατάξεις του παρόντος Νόμου για την παροχή άδειας λειτουργίας σε Ε.Π.Ε.Υ.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με Οδηγίες της δύναται να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α., οι οποίες επιθυμούν να παρέχουν την παρεπόμενη υπηρεσία της παροχής επενδυτικών συμβουλών και να προσδιορίζει τη διαδικασία, που πρέπει να τηρεί η Ε.Δ.Ε.Κ.Α. κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
(5) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με Οδηγίες της δύναται να καθορίζει κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των Ε.Δ.Ε.Κ.Α και να ορίζει ειδικές υποχρεώσεις, που οφείλουν να τηρούν οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. κατά τη συνεργασία τους με Ε.Π.Ε.Υ., με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς, της νόμιμης λειτουργίας των εταιρειών, περιλαμβανομένης της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των συμφερόντων, των επενδυτών, καθώς και κάθε θέμα, που αφορά τη συνεργασία Ε.Π.Ε.Υ. και Ε.Δ.Ε.Κ.Α.
(6) Τουλάχιστον ένα μήνα πριν συσταθούν οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. ως εταιρείες, κατά τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, αποστέλλουν σχέδιο του καταστατικού τους και του ιδρυτικού τους εγγράφου στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
(7) Οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. δε δικαιούνται να κατέχουν κεφάλαια και εν γένει χρηματοοικονομικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες τους.
60.-(1) Το ελάχιστο ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο των Ε.Δ.Ε.Κ.Α. δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο των σαράντα χιλιάδων λιρών (ΛΚ 40.000).
(2) Τα ίδια κεφάλαια των Ε.Δ.Ε.Κ.Α. δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερα του ποσού, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), διαφορετικά, οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. υποχρεούνται να συμπληρώνουν το απαραίτητο ποσό με αύξηση κεφαλαίου εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
(3) Ο έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων, που προβλέπεται από τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, ασκείται στις Ε.Δ.Ε.Κ.Α. από ανεξάρτητο εγκεκριμένο ελεγκτή.
(4) Οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. ανακοινώνουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία τους, τα οποία καθορίζονται με Οδηγίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
61.-(1) Οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, οι οποίοι διασφαλίζουν τη σύμφωνη με το νόμο λειτουργία τους και την προστασία των συμφερόντων των πελατών τους.
(2) Οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. υπάγονται στις διατάξεις των Κανόνων Επαγγελματικής Συμπεριφοράς των Ε.Π.Ε.Υ., δυνάμει του παρόντος Νόμου κατ' αναλογία εφαρμοζόμενους και στις Ε.Δ.Ε.Κ.Α.
(3) Με Κανονισμούς δυνάμει του Παρόντος Νόμου, εκδίδεται Κώδικας Επαγγελματικής Συμπεριφοράς των Ε.Δ.Ε.Κ.Α., ο οποίος ρυθμίζει ειδικές υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς των Ε.Δ.Ε.Κ.Α. και του προσωπικού τους και εξειδικεύει τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που πρέπει να διαθέτουν, τα βιβλία που πρέπει να .τηρούν και τα στοιχεία που πρέπει να εκδίδουν, κατά την παροχή των υπηρεσιών τους σε επενδυτές.
(4) Οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. υποχρεούνται σε αποζημίωση των επενδυτών, τους οποίους ζημιώνουν λόγω υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τους Κανόνες Επαγγελματικής Συμπεριφοράς.
62.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει την τήρηση από τις Ε.Δ.Ε.Κ.Α. των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δικαιούμενη να τις ελέγχει, είτε η ίδια, είτε μέσω εγκεκριμένων ελεγκτών, που η ίδια ορίζει.
(2) Οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α. υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα βιβλία και στοιχεία τους, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο, που απαιτείται για τη διενέργεια ελέγχου σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών.
(3) Ε.Δ.Ε.Κ.Α. που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Μέρους διαπράττει διοικητική παράβαση, που τιμωρείται δυνάμει της παραγράφου (ιβ) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
63.-(1) Οποιοσδήποτε διαπράττει αδίκημα, κατά τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 4, τιμωρείται, σε περίπτωση καταδίκης, με φυλάκιση, που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή με χρηματική ποινή, που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες λίρες (ΛΚ 100.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές, και σε περίπτωση επανάληψης του αδικήματος, με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες λίρες (ΛΚ 200.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2) Οποιοσδήποτε διαπράττει αδίκημα, κατά τις διατάξεις του εδαφίου (6) του άρθρου 4, τιμωρείται, σε περίπτωση καταδίκης, με φυλάκιση, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή με χρηματική ποινή, που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 10.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές και σε περίπτωση επανάληψης, με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 50.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
64.-(1) Η Εποπτική Αρχή είναι το αρμόδιο όργανο για την άσκηση διοικητικής εποπτείας και για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Κατά την άσκηση της εξουσίας της Εποπτικής Αρχής για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με το εδάφιο (1) δύναται να παρίσταται δικηγόρος, ο οποίος γνωμοδοτεί επί νομικών θεμάτων που εγείρονται κατά τη σχετική συνεδρία, ο δικηγόρος αυτός ορίζεται από την Εποπτική Αρχή ύστερα από εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(3) Η Εποπτική Αρχή επιλαμβάνεται διοικητικών παραβάσεων είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν καταγγελίας που υποβάλλεται σε αυτή.
(4) Ανεξάρτητα από τυχόν ποινική ευθύνη, και λαμβάνοντας υπόψη το όφελος που απεκόμισε από την παράβαση, η Εποπτική Αρχή επιβάλλει σε οποιοδήποτε παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή Οδηγιών της Εποπτικής Αρχής-
(α) Στις περιπτώσεις του εδαφίου (4) του άρθρου 4-
(i) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες λίρες (ΛΚ 300.000)·
(ii) σε περίπτωση υποτροπής, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες λίρες (ΛΚ 600.000)·
(β) στις περιπτώσεις του εδαφίου (7) του άρθρου 4-
(i) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 75.000)·
(ii) σε περίπτωση υποτροπής, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 150.000)·
(γ) στις περιπτώσεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5-
(i) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 15.000)·
(ii) σε περίπτωση υποτροπής, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις σαράντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 45.000)·
(δ) στις περιπτώσεις του εδαφίου (7) του άρθρου 8, διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 75.000)·
(ε) στις περιπτώσεις του εδαφίου (8) του άρθρου 8, διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 15.000)·
(στ) στις περιπτώσεις του εδαφίου (9) του άρθρου 8, διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις δέκα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 15.000) για κάθε παράβαση·
(ζ) στις περιπτώσεις του εδαφίου (12) του άρθρου 8, διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 75.000)·
(η) στις περιπτώσεις του εδαφίου (9) του άρθρου 19 και του εδαφίου (7) του άρθρου 22-
(i) διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 30.000)·
(ii) σε περίπτωση υποτροπής, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις εξήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 60.000)·
(θ) στις περιπτώσεις του άρθρου 42-
(i) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 150.000)·
(ii) σε περίπτωση υποτροπής, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες λίρες (ΛΚ 300.000)·
(ι) στις περιπτώσεις του εδαφίου (2) του άρθρου 47, του εδαφίου (13) του άρθρου 48, του εδαφίου (2) του άρθρου 49, του εδαφίου (3) του άρθρου 50 και του εδαφίου (6) του άρθρου 52-
(i) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις σαράντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 45.000)·
(ii) σε περίπτωση υποτροπής, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 90.000)·
(ια) στις περιπτώσεις του εδαφίου (4) του άρθρου 50-
(i) διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις σαράντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 45.000)·
(ii) σε περίπτωση υποτροπής, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 90.000)·
(ιβ) στις περιπτώσεις του εδαφίου (3) του άρθρου 62-
(i) διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις σαράντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 45.000)· και
(ii) σε περίπτωση υποτροπής η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 90.000)·
(ιγ) στις περιπτώσεις του άρθρου 71 και του εδαφίου (3) του άρθρου 72-
(i) διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις σαράντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 45.000)· και
(ii) σε περίπτωση υποτροπής, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 90.000).
(5) Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση παραβάσεως διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και Οδηγιών των Εποπτικών Αρχών από Ε.Π.Ε.Υ. ή από Ε.Δ.Ε.Κ.Α. ή και από οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν είναι Ε.Π.Ε.Υ. ή Ε.Δ.Ε.Κ.Α., η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλλει στον παραβάτη, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος που απεκόμισε από την παράβαση-
(i) Διοικητικό πρόστιμο, που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες λίρες (ΛΚ 75.000)· και
(ii) σε περίπτωση υποτροπής διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ 150.000).
(6) Εφόσον μετά την επιβολή από Εποπτική Αρχή διοικητικού προστίμου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου συνεχίζεται η παράβαση, η Εποπτική Αρχή δύναται να επιβάλλει εκ νέου και κατ' επανάληψη διοικητικό πρόστιμο, θεωρώντας τη μη συμμόρφωση ως υποτροπή, εάν ο παραβάτης δεν συμμορφωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, που δε δύναται να είναι μικρότερο του ενός μηνός, προς τις διατάξεις της νομοθεσίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση επανειλημμένων ή συνεχών παραβάσεων το διοικητικό πρόστιμο δύναται να επιβάλλεται κατ' επανάληψη.
65.-(1) Τα διοικητικά πρόστιμα, που επιβάλλονται κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, λογίζονται ως έσοδα του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(2) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής διοικητικών προστίμων, η Δημοκρατία λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
66. Οι Ε.Π.Ε.Υ και οι Ε.Δ.Ε.Κ.Α υποχρεούνται να αποζημιώνουν τους πελάτες τους για ζημιά ή απώλεια κέρδους ή και τα δύο, που τυχόν έχουν προκύψει λόγω συμβουλής, ενέργειας ή παράλειψης της ίδιας ή των αντιπροσώπων της, κατά παράβαση των υποχρεώσεων τους που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και των δυνάμει αυτού Κανονισμών ή των Οδηγιών της Εποπτικής Αρχής:
Νοείται ότι, τυχόν ποινική ευθύνη ή ευθύνη από διοικητική παράβαση δεν απαλλάσσει την Ε.Π.Ε.Υ. ή την Ε.Δ.Ε.Κ.Α. από τυχόν αστική ευθύνη της ως ανωτέρω:
Νοείται περαιτέρω ότι, η Ε.Π.Ε.Υ. δύναται να ανακτήσει οποιοδήποτε ποσό, που η ίδια έχει καταβάλει ως αποζημίωση, από τον αντιπρόσωπο της, εάν αυτός έχει ενεργήσει υπαιτίως.
67. Όλες οι διατάξεις του παρόντος Νόμου θεωρούνται ειδικές διατάξεις ως προς το θέμα που ρυθμίζει η κάθε μία και οποιεσδήποτε διατάξεις σε οποιοδήποτε άλλο νόμο, οι οποίες αντίκεινται σε διάταξη του παρόντος Νόμου, δεν εφαρμόζονται με την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου.
68. Οι εκδοθείσες από την Κεντρική Τράπεζα Οδηγίες για θέματα, για τα οποία η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία ως Εποπτική Αρχή δυνάμει του παρόντος Νόμου να εκδίδει Οδηγίες εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον δεν αντίκεινται στον παρόντα Νόμο, μέχρι τροποποιήσεώς τους από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του παρόντος Νόμου.
69.-(1) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες επί επαγγελματικής βάσεως προς τρίτους κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, καθώς και την παρεπόμενη υπηρεσία της παραγράφου 6, του Μέρους III του Πρώτου Παραρτήματος, δύναται να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες αυτές μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, για περίοδο που καθορίζεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) Κατά την εν λόγω περίοδο δεν αυξάνει την έκταση και το είδος των υπηρεσιών, που προσφέρει, και
(β) υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς-
(i) αίτηση για άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., δυνάμει του άρθρου 10 εντός τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ή
(ii) αίτηση για χορήγηση άδειας σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30 του παρόντος Νόμου, προκειμένου περί αλλοδαπών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες με υποκατάστημα στη Δημοκρατία και παρέχουν σ' αυτή διασυνοριακώς επενδυτικές υπηρεσίες εντός τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία έχει εφαρμογή η υποπαράγραφος (ϊ) ή η υποπαράγραφος (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλει να εκδώσει την απόφασή της για χορήγηση ή για απόρριψη της αίτησης για άδεια λειτουργίας εντός 4 μηνών από την υποβολή της αίτησης.
(3) Τα πρόσωπα, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), παύουν να παρέχουν οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία προς τρίτους, και οφείλουν να τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους προς τρίτους, οι οποίες απορρέουν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την παροχή επενδυτικών συμβουλών-
(i) Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., το αργότερο εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
(ii) σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., το αργότερο εντός τετραμήνου από την ημερομηνία κοινοποίησης της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς·
(iii) σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30, το αργότερο εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
(iv) σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30, το αργότερο εντός τετραμήνου από την ημερομηνία κοινοποίησης της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
69A.-(1) Εταιρείες που κατά την 31η Δεκεμβρίου 2002, φορολογούνται δυνάμει του άρθρου 28Α των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων του 1961 μέχρι 2002, εφ’ όσον κατέχουν σχετική άδεια από την Κεντρική Τράπεζα για να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες επί επαγγελματικής βάσεως προς τρίτους, καθώς και την παρεπόμενη υπηρεσία της παραγράφου 6, του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος, δύνανται να συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, για περίοδο που καθορίζεται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς-
(i) αίτηση για άδεια λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., δυνάμει του άρθρου 10 μέχρι την 30η Ιουνίου 2003, ή
(ii) αίτηση για χορήγηση άδειας σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30 του παρόντος Νόμου, προκειμένου περί αλλοδαπών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες με υποκατάστημα στη Δημοκρατία και παρέχουν σ΄ αυτή διασυνοριακώς επενδυτικές υπηρεσίες μέχρι την 30η Ιουνίου, 2003:
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία έχει εφαρμογή η υποπαράγραφος (i) ή η υποπαράγραφος (ii) του εδαφίου (1), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλει να εκδώσει την απόφασή της για χορήγηση ή για απόρριψη της αίτησης για άδεια λειτουργίας εντός 8 μηνών από την υποβολή της αίτησης.
(3) Οι εταιρείες, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), παύουν να παρέχουν οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία προς τρίτους, και οφείλουν να τακτοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους προς τρίτους, οι οποίες απορρέουν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την παροχή επενδυτικών συμβουλών:
(i) Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., το αργότερο μέχρι την 31η Αυγούστου, 2003ֹ
(ii) σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., το αργότερο εντός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράςֹ
(iii) σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30, το αργότερο μέχρι την 31η Αυγούστου, 2003ֹ
(iv) Σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως για χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30, το αργότερο εντός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
70.-(1) Τα μέλη του Χ.Α.Κ., για να διατηρήσουν την ιδιότητά τους αυτή, υποχρεούνται όπως εντός τεσσάρων μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβάλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας, σε περίπτωση απόρριψης της αιτήσεως μέλους του Χ.Α.Κ., για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ., το μέλος του Χ.Α.Κ. παύει να παρέχει οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία προς τρίτους, καθώς και οποιαδήποτε επενδυτική συμβουλή με αντικείμενο χρηματοοικονομικά μέσα, και οφείλει να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του προς τους πελάτες του, εντός μηνός από της κοινοποιήσεως σ' αυτό, της απορριπτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οπόταν χάνει την ιδιότητα του μέλους του Χ.Α.Κ. και δικαιούται στην απόδοση της ατομικής του μερίδας επί της Περιουσίας επί του Κοινού Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Ασφάλειας των Χρηματιστηριακών Συναλλαγών δυνάμει του άρθρου 56 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ. 3) του 2002.
(3) Τα μέλη του Χ.Α.Κ., τα οποία δεν υποβάλλουν την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας Κ.Ε.Π.Ε.Υ. εντός της προθεσμίας, που ορίζεται σ' αυτό, χάνουν αυτοδικαίως την ιδιότητα του μέλους του Χ.Α.Κ. και υποχρεούνται να παύσουν πάραυτα την παροχή οιασδήποτε επενδυτικής υπηρεσίας, καθώς και την παροχή επενδυτικών συμβουλών με αντικείμενο χρηματιστηριακά πράγματα, και οφείλουν να τακτοποιήσουν όλες τις υποχρεώσεις τους έναντι των πελατών τους, εντός εύλογου χρόνου, που δε θα υπερβαίνει τον ένα μήνα, από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας μέλους του ΧΑΚ.
(4) Εφόσον μέλος του Χ.Α.Κ. που λειτούργησε κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου είναι θυγατρική τραπέζης και πρόκειται να μεταφέρει τις εργασίες του στη μητρική του εταιρεία, την τράπεζα, η οποία έχει εξασφαλίσει από την αρμόδια εποπτική αρχή την απαραίτητη προς τούτο άδεια παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της παραγράφου (1) του Μέρους I του Πρώτου Παραρτήματος, το μέλος αυτό του Χ.Α.Κ. δύναται να εξακολουθήσει να λειτουργεί ως μέλους του Χ.Α.Κ. ως τις 31.7.2003, παρέχοντας την επενδυτική υπηρεσία της παραγράφου (1) του Μέρους I του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου αυτού.
71.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και προς επίτευξη των σκοπών τους η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εκδίδει Οδηγίες μέσα στα πλαίσια των ισχυουσών στη Δημοκρατία πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
(2) Η εφαρμογή Οδηγιών που εκδίδονται από την Εποπτική Αρχή δυνάμει του παρόντος Νόμου, από πρόσωπα στα οποία αυτές απευθύνονται, είναι υποχρεωτική και, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων, παράβαση εφαρμογής οποιασδήποτε από αυτές συνιστά διοικητική παράβαση που τιμωρείται δυνάμει της παραγράφου (ιγ) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
72.-(1) Επιπρόσθετα από τις επί μέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου, που παρέχουν εξουσία προς έκδοση ειδικών Κανονισμών, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς και για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος, το οποίο, κατά τον παρόντα Νόμο, χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού, ύστερα από τη λήψη της γνώμης της Εποπτικής Αρχής.
(2) Όπου στον παρόντα Νόμο υφίσταται εξουσιοδότηση προς έκδοση Κανονισμών του Υπουργικού Συμβουλίου, με τους Κανονισμούς αυτούς δύνανται να εξουσιοδοτούνται περαιτέρω οι Εποπτικές Αρχές για την έκδοση Οδηγιών προς ρύθμιση των Θεμάτων που θα ορίζουν οι Κανονισμοί.
(3) Παράβαση Κανονισμών ή Οδηγιών, οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου τιμωρείται με διοικητικό πρόστιμο δυνάμει της παραγράφου (ιγ) του εδαφίου (4) του άρθρου 64.
73.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (5), ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), το άρθρο 13, τα άρθρα 24 έως 28, το άρθρο 46 και το εδάφιο (2) του άρθρου 51, καθώς και οι παράγραφοι (β) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 59, τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), αφ' ης ο παρών Νόμος τεθεί σε ισχύ, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Απόφασή του να θέσει σε ισχύ οποιεσδήποτε από τις διατάξεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) πριν από την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3), μέχρι την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθόσον αφορά τις Ε.Π.Ε.Υ. κρατών-μελών, ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με τις Ε.Π.Ε.Υ. τρίτων χωρών ανεξάρτητα από αναφορά σε «τρίτη χώρα» ή «κράτος-μέλος».
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2), (3) και (4), αναστέλλεται η ισχύς των άρθρων 59 έως 62 αυτού, καθώς και οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, στο βαθμό που αυτή αναφέρεται σε Ε.Δ.Ε.Κ.Α., μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006.
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΜΕΡΟΣ I
(Άρθρα 2, 3, 6, 14)
Επενδυτικές υπηρεσίες κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, είναι—
1. (i) Η λήψη και διαβίβαση για λογαριασμό τρίτων, εντολών για κατάρτιση συναλλαγών με αντικείμενο ένα ή περισσότερα από τα χρηματοοικονομικά μέσα•
(ii) η εκτέλεση των εντολών, που αναφέρονται στην παράγραφο (i) για λογαριασμό τρίτων.
2. Η διαπραγμάτευση και αγοραπωλησία για ίδιο λογαριασμό χρηματοοικονομικών μέσων.
3. Η διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών στο πλαίσιο εντολής των τελευταίων, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα.
4. Η αναδοχή της έκδοσης ή η διάθεση, ενός ή περισσοτέρων από τα χρηματοοικονομικά μέσα, που αναφέρονται στο Μέρος II του παρόντος Παραρτήματος.
ΜΕΡΟΣ II
(Άρθρο 2)
Χρηματοοικονομικά μέσα, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, είναι—
1. Κινητές αξίες και μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.
2. Τίτλοι της χρηματαγοράς.
3. Τίτλοι προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων, που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς.
4. Προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRAs).
5. Συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα, καθώς και συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps).
6. Δικαιώματα προαιρέσεως (options) για την απόκτηση ή διάθεση στο μέλλον οποιουδήποτε χρηματοοικονομικού μέσου, περιλαμβανομένων των ισοδύναμων μέσων, που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς και, ιδίως, δικαιώματα προαιρέσεως επί συναλλάγματος και επιτοκίων.
ΜΕΡΟΣ III
(Άρθρα 2, 55,56, 57, 69)
Παρεπόμενες υπηρεσίες, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, είναι—
1. Η φύλαξη ή διοικητική διαχείριση ενός ή περισσότερων χρηματοοικονομικών μέσων.
2. Η εκμίσθωση θυρίδων.
3. Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε τρίτους (πελάτες) προς διενέργεια συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα, εφόσον στις συναλλαγές αυτές συμμετέχει η επιχείρηση, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο.
4. Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, τη διαμόρφωση της επιχειρηματικής τους στρατηγικής και κάθε θέμα, που σχετίζεται με την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, καθώς και η παροχή συμβουλών και υπηρεσιών στον τομέα της συγκέντρωσης επιχειρήσεων (συγχωνεύσεις και εξαγορές).
5. Υπηρεσίες, που σχετίζονται με την αναδοχή έκδοσης, όπως υπηρεσίες συμβούλου έκδοσης.
6. Παροχή επενδυτικών συμβουλών με αντικείμενο ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα.
7. Υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος, εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Άρθρα 2, 8)
Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, έμμεση συμμετοχή θεωρείται η κατοχή από πρόσωπο μετοχών ή δικαιωμάτων ψήφου στο κεφάλαιο νομικού προσώπου, εφόσον συντρέχει μία τουλάχιστον από τις κατωτέρω προϋποθέσεις—
(α) Τα πρόσωπα, που έχουν τις μετοχές ή τα δικαιώματα ψήφου, στο όνομα τους τις / τα κατέχουν για λογαριασμό του εμμέσως συμμετέχοντος.
(β) Ο εμμέσως συμμετέχων ελέγχει τις επιχειρήσεις, που κατέχουν τις μετοχές ή τα δικαιώματα ψήφου.
(γ) Τις μετοχές ή τα δικαιώματα ψήφου κατέχει πρόσωπο, με το οποίο ο εμμέσως συμμετέχων έχει συνάψει γραπτή συμφωνία, στο πλαίσιο της οποίας, ο κατέχων τις μετοχές ή τα δικαιώματα ψήφου, υποχρεούται να υιοθετεί, μέσω συντονισμένης άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου, που διαθέτει, διαρκή κοινή πολιτική ως προς τη διαχείριση της εκδότριας εταιρείας.
(δ) Τις μετοχές και τα δικαιώματα ψήφου κατέχει πρόσωπο δυνάμει γραπτής συμφωνίας με τον εμμέσως συμμετέχοντα ή με μία από τις ελεγχόμενες από αυτόν επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της οποίας (συμφωνίας) προβλέπεται προσωρινή επ' ανταλλάγματι μεταβίβαση των δικαιωμάτων ψήφου στον εμμέσως συμμετέχοντα.
(ε) Οι μετοχές έχουν δοθεί ως εγγυοδοσία και ο εμμέσως συμμετέχων ασκεί τα εκ των μετοχών αυτών δικαιώματα ψήφου, εκτός και εάν τα δικαιώματα ψήφου ασκεί ο θεματοφύλακας, ο οποίος και έχει δηλώσει ότι προτίθεται να τα ασκήσει οπόταν τα δικαιώματα ψήφου προσμετρούνται στα δικαιώματα ψήφου του θεματοφύλακα.
(στ) Τα δικαιώματα ψήφου αντιστοιχούν στις μετοχές, των οποίων επικαρπωτής είναι ο εμμέσως συμμετέχων.
(ζ) Ο εμμέσως συμμετέχων, έννοια στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες κατηγορίες προσώπων, δύναται να αποκτήσει, με αποκλειστική πρωτοβουλία του, δυνάμει ρητής συμφωνίας δικαιώματα ψήφου.
(η) Ο εμμέσως συμμετέχων έχει τη δυνατότητα διορισμού τέτοιου αριθμού διοικητικών συμβούλων ώστε να έχει την ευχέρεια κατ' ουσίαν ελέγχου των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου.
(θ) Οι μετοχές έχουν κατατεθεί στον εμμέσως συμμετέχοντα, ο οποίος και δύναται να ασκήσει τα δικαιώματα ψήφου εξ αυτών κατά την κρίση του, εφόσον δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες των δικαιούχων των μετοχών.
(ι) Οι μετοχές ή τα δικαιώματα ψήφου κατέχονται από συνδεδεμένα πρόσωπα:
Νοείται ότι, επί έμμεσης συμμετοχής, συνυπολογίζονται στο πρόσωπο του εμμέσως συμμετέχοντος, οι μετοχές και τα δικαιώματα ψήφου των προσώπων, που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (ι) ανωτέρω, καθώς και τα δικαιώματα ψήφου, που κατέχονται από συνδεδεμένα πρόσωπα, κατά την έννοια του Πέμπτου Παραρτήματος.
ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Άρθρα 2, 24)
Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, κράτος-μέλος καταγωγής θεωρείται—
1. Το κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο Ε.Π.Ε.Υ. έχει την κεντρική της διοίκηση, προκειμένου περί ατομικής επιχειρήσεως.
2. Το κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο οποίο η Ε.Π.Ε.Υ. έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική της διοίκηση, εάν η επιχείρηση αυτή είναι νομικό πρόσωπο:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που, σύμφωνα με τη νομοθεσία, η οποία διέπει την Ε.Π.Ε.Υ., αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, ως κράτος- μέλος καταγωγής, νοείται το κράτος-μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική της διοίκηση, και
3. Προκειμένου για οργανωμένη αγορά, ως κράτος-μέλος καταγωγής θεωρείται εκείνο, στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του φορέα, που παρέχει την υποδομή για τη διενέργεια συναλλαγών ή, εάν αυτός ο φορέας, σύμφωνα με τη νομοθεσία που το διέπει, δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος-μέλος, στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Άρθρα 2, 10)
Στενοί δεσμοί, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, θεωρείται η κατάσταση, κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με μία επιχείρηση μέσω—
(α) Συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή διά δεσμού ελέγχου κατοχής τουλάχιστο του είκοσι τοις εκατόν (20%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης• ή
(β) δεσμού ελέγχου, δηλαδή της σχέσης, που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρικής κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, όπως εκάστοτε ισχύει, ή μιας παρεμφερούς σχέσης μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης, όπως μπορεί να εξειδικεύει με Οδηγίες της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς- ή
(γ) δεσμού ελέγχου μόνιμα με το ίδιο πρόσωπο• ή
(δ) άλλης σχέσης εξάρτησης, που δύναται να ορίζει με Οδηγίες της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Νοείται ότι, κάθε θυγατρική επιχείρηση μιας άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής επιχείρησης, που είναι επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων.
ΠΕΜΠΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Άρθρα 2, 53)
Συνδεδεμένα πρόσωπα, κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, θεωρούνται—
1. Προκειμένου περί φυσικών προσώπων—
(i) Κατά μαχητό τεκμήριο, συγγενείς μέχρι δευτέρου βαθμού εξ αίματος και η σύζυγος, εκτός και εάν τα πρόσωπα αυτά αποδείξουν ότι ασκούν εντελώς διακριτή επαγγελματική δραστηριότητα και κατέχουν τις μετοχές αυτές στο πλαίσιο αυτής τους της δραστηριότητας, όπως δύναται να εξειδικεύεται με Οδηγίες της Εποπτικής Αρχής•
(ii) πρόσωπα, τα οποία κατά την κρίση της Εποπτικής Αρχής τελούν σε σχέση εξάρτησης ή έχουν κοινά σε ουσιώδη βαθμό συμφέροντα με τα παραπάνω πρόσωπα•
(iii) ελεγχόμενες από το φυσικό πρόσωπο ή τα συνδεδεμένα με αυτό πρόσωπα, επιχειρήσεις, στις οποίες αυτά κατέχουν τουλάχιστο ποσοστό είκοσι τοις εκατόν (20%) του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου.
2. Προκειμένου περί νομικών προσώπων, οι συνδεδεμένες με αυτά επιχειρήσεις, που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, το ίδιο το νομικό πρόσωπο ή μητρική του εταιρεία, κατέχοντα ποσοστό τουλάχιστον 20% του μετοχικού του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, καθώς και οι συνεργάτες αυτών κατά την έννοια των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 17, των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 μέχρι 2000.
ΕΚΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Άρθρο 12)
ΜΕΡΟΣ I
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΝ
Παρεχόμενη Υπηρεσία: | Δικαίωμα |
1. Εξέταση αίτησης παροχής άδειας λειτουργίας: | £3.000 |
2. Εξέταση αίτησης τροποποίησης άδειας λειτουργίας: | £1.000 |
3. Εξέταση οποιασδήποτε άλλης αίτησης: | £300 |
ΜΕΡΟΣ II
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
ΧΡΗΖΟΥΣΩΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΩΣ Ή ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ
Υποβολή γνωστοποίησης: | £250 |
Καταργείται ο περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ) Νόμος.
(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.144(I)/2007] τίθεται σε ισχύ κατά την 1η Νοεμβρίου 2007.
(2) Το άρθρο 157 τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.144(I)/2007] στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.