Για σκοπούς εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο-
(α) «Οδηγία 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1990 σχετικά με το φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες κρατών μελών», (EE L 225 της 20/8/1990, σ. 1-5),
(β) «Οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1990 σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών», (EE L 225 της 20/8/1990, σ.6-9), και
(γ) «90/436/ΕΟΚ: Σύμβαση για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων-Τελική πράξη- Κοινές δηλώσεις- Μονομερείς δηλώσεις», (EEL 225 της 20/8/1990, σ. 10-24),
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος του 2002.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά -
«αγοραία υβριδική μεταβίβαση» σημαίνει υβριδική μεταβίβαση που συνάπτεται από χρηματιστή κατά τη συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα και όχι ως μέρος δομημένης ρύθμισης·
«αμφισβητούμενο ζήτημα» σημαίνει θέμα το οποίο εγείρει διαφορές μεταξύ των κρατών μελών οι οποίες προκύπτουν από την ερμηνεία και την εφαρμογή συμφωνιών και συμβάσεων που προβλέπουν την εξάλειψη της διπλής φορολογίας εισοδήματος και, κατά περίπτωση, κεφαλαίου·
«αναδιάρθρωση» σημαίνει την άμεση ή έμμεση διάθεση και μεταβίβαση ακίνητης ιδιοκτησίας, καθώς και μεταβίβαση δικαιωμάτων δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου κατατεθειμένου στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, μεταξύ ενός ή περισσότερων δανειοληπτών και/ή οφειλετών και/ή εγγυητών σχετικά με την ίδια πιστωτική διευκόλυνση ή χορήγηση ή οφειλή και ενός ή περισσότερων δανειστών, η οποία διενεργείται εντός εννέα (9) ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015 και αποσκοπεί στη μείωση ή εξόφληση των πιστωτικών διευκολύνσεων ή χορηγήσεων ή οφειλών που δόθηκαν προς δανειολήπτες από έναν ή περισσότερους δανειστές:
«αποτέλεσμα ασυμφωνίας» σημαίνει τη διπλή έκπτωση ή την έκπτωση χωρίς συμπερίληψη·
«ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων» σημαίνει την κατάσταση στην οποία εμπλέκεται εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας ή, αναφορικά με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 11A, μίαν οντότητα, όταν-
(α) μία πληρωμή στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου οδηγεί σε αποτέλεσμα έκπτωσης χωρίς συμπερίληψη και-
(i) η πληρωμή δεν συμπεριλαμβάνεται στο εισόδημα εντός ευλόγου διαστήματος. και
(ii) το αποτέλεσμα ασυμφωνίας οφείλεται στις διαφορές στο χαρακτηρισμό του μέσου ή της πληρωμής που πραγματοποιείται στο πλαίσιό του.
(i) η πληρωμή συμπεριλαμβάνεται από τη δικαιοδοσία του λήπτη κατά τη φορολογική περίοδο η οποία αρχίζει εντός δώδεκα (12) μηνών από τη λήξη της φορολογικής περιόδου του πληρωτή. ή
(ii) είναι εύλογο να αναμένεται ότι η πληρωμή θα συμπεριληφθεί από τη δικαιοδοσία του λήπτη σε μελλοντική φορολογική περίοδο και οι όροι πληρωμής είναι εκείνοι που αναμένεται να συμφωνηθούν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων·
(β) μία πληρωμή σε υβριδική οντότητα οδηγεί σε έκπτωση χωρίς συμπερίληψη και αυτό το αποτέλεσμα ασυμφωνίας είναι το αποτέλεσμα των διαφορών στην κατανομή των πληρωμών προς την υβριδική οντότητα σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένη ή εγγεγραμμένη η υβριδική οντότητα και της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε προσώπου με συμμετοχή στην εν λόγω υβριδική οντότητα·
(γ) μία πληρωμή σε οντότητα με μία ή περισσότερες μόνιμες εγκαταστάσεις οδηγεί σε έκπτωση χωρίς συμπερίληψη και το αποτέλεσμα ασυμφωνίας είναι το αποτέλεσμα των διαφορών στην κατανομή των πληρωμών μεταξύ της έδρας και της μόνιμης εγκατάστασης ή μεταξύ δύο ή περισσότερων μόνιμων εγκαταστάσεων της ίδιας οντότητας, σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας όπου δραστηριοποιείται η οντότητα·
(δ) μία πληρωμή οδηγεί σε έκπτωση χωρίς συμπερίληψη ως αποτέλεσμα πληρωμής προς μόνιμη εγκατάσταση που δεν λαμβάνεται υπόψη·
(ε) μία πληρωμή από υβριδική οντότητα οδηγεί σε έκπτωση χωρίς συμπερίληψη και το αποτέλεσμα ασυμφωνίας οφείλεται στο γεγονός ότι η πληρωμή δεν λαμβάνεται υπόψη βάσει της νομοθεσίας της δικαιοδοσίας του λήπτη·
(στ) μία λογιζόμενη πληρωμή μεταξύ της έδρας και της μόνιμης εγκατάστασης ή μεταξύ δύο ή περισσότερων μόνιμων εγκαταστάσεων οδηγεί σε έκπτωση χωρίς συμπερίληψη και το αποτέλεσμα ασυμφωνίας οφείλεται στο γεγονός ότι η πληρωμή δεν λαμβάνεται υπόψη βάσει της νομοθεσίας της δικαιοδοσίας του λήπτη· ή
(ζ) προκύπτει αποτέλεσμα διπλής έκπτωσης.
Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού-
(i) πληρωμή που αντιπροσωπεύει την υποκείμενη απόδοση (underlying return) επί μεταβιβασθέντος χρηματοπιστωτικού μέσου δεν δημιουργεί ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων βάσει των διατάξεων της παραγράφου (α), όταν η πληρωμή γίνεται από χρηματιστή βάσει αγοραίας υβριδικής μεταβίβασης, εφόσον η δικαιοδοσία στην οποία υπάγεται ο πληρωτής απαιτεί από το χρηματιστή να περιλαμβάνει ως εισόδημα όλα τα ποσά που εισέπραξε σε σχέση με το μεταβιβαζόμενο χρηματοοικονομικό μέσο·
(ii) ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων στο πλαίσιο των διατάξεων των παραγράφων (ε), (στ) ή (ζ) προκύπτει μόνο στο βαθμό που η δικαιοδοσία του πληρωτή παρέχει τη δυνατότητα η έκπτωση να συμψηφιστεί έναντι ποσού που δεν είναι εισόδημα διπλής συμπερίληψης·
(iii) αποτέλεσμα ασυμφωνίας δεν θεωρείται ως ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων, εκτός εάν προκύψει μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, μεταξύ εταιρείας κάτοικου της Δημοκρατίας και συνδεδεμένης επιχείρησης, μεταξύ της έδρας και της μόνιμης εγκατάστασης, μεταξύ δύο ή περισσότερων μόνιμων εγκαταστάσεων της ίδιας οντότητας ή μέσω δομημένης ρύθμισης.
«δανειολήπτης» σημαίνει πρόσωπο το οποίο συμβλήθηκε με το δανειστή «και περιλαμβάνει πρόσωπο του οποίου η πιστωτική διευκόλυνση εξαγοράστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου και είτε αναλήφθηκε από είτε μεταφέρθηκε σε δημόσιο φορέα ή εταιρεία που είναι αδειοδοτημένος/η και ο οποίος ή η οποία διατηρεί ή στον οποίο ή στην οποία έχουν μεταφερθεί χορηγήσεις από πιστωτικό ίδρυμα οι οποίες έχουν καθυστερήσεις και/ή έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες δυνάμει των τεχνικών προτύπων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, τα οποία καθορίζουν τα κριτήρια για ταξινόμηση μιας χορήγησης ως μη εξυπηρετούμενης και/ή ρυθμισμένης ως έχει θεσπιστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του Εκτελεστικού Κανονισμού 2015/227:
«δανειστής» σημαίνει αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, και περιλαμβάνει τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 10Α αυτού, καθώς και τις θυγατρικές εταιρείες αυτών ή εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων, όπως αυτή ορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου, καθώς και τις θυγατρικές εταιρείες αυτής ή δημόσιο φορέα ή εταιρεία που είναι αδειοδοτημένος/η και ο οποίος ή η οποία διατηρεί ή στον οποίο ή στην οποία έχουν μεταφερθεί από πιστωτικό ίδρυμα χορηγήσεις οι οποίες έχουν καθυστερήσεις και/ή έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες δυνάμει των τεχνικών προτύπων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, τα οποία καθορίζουν τα κριτήρια για ταξινόμηση μιας χορήγησης ως μη εξυπηρετούμενης και/ή ρυθμισμένης ως έχει θεσπιστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του Εκτελεστικού Κανονισμού 2015/227∙
«Δημοκρατία» «περιλαμβάνει την εθνική επικράτεια, το έδαφος, τη χωρική θάλασσα, καθώς και οποιαδήποτε άλλη περιοχή εκτός της χωρικής θάλασσας, περιλαμβανομένης της συνορεύουσας ζώνης, της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας, όπως καθορίζονται στον περί της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και Υφαλοκρηπίδας Νόμο και στον περί της Χωρικής Θάλασσας Νόμο, καθώς και οποιαδήποτε εγκατάσταση, κατασκεύασμα και τεχνητή νήσο που βρίσκεται στις ζώνες αυτές κατά την ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας·
«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων∙
«διπλή έκπτωση» σημαίνει την έκπτωση της ίδιας πληρωμής, δαπανών ή ζημιών στη δικαιοδοσία από την οποία πηγάζει η πληρωμή ή έχουν πραγματοποιηθεί οι δαπάνες ή προκύπτουν οι ζημίες (δικαιοδοσία του πληρωτή) και σε μία άλλη δικαιοδοσία (δικαιοδοσία του επενδυτή), στην περίπτωση δε πληρωμής από υβριδική οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση, η δικαιοδοσία του πληρωτή είναι αυτή στην οποία η υβριδική οντότητα ή μόνιμη εγκατάσταση έχει συσταθεί ή είναι εγκατεστημένη.
«διπλή φορολογία» σημαίνει την επιβολή φόρων από δύο (2) ή περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία καλύπτονται από συμφωνία ή σύμβαση που προβλέπει την εξάλειψη της διπλής φορολογίας εισοδήματος και, κατά περίπτωση, κεφαλαίου, επί του ίδιου φορολογητέου εισοδήματος ή κεφαλαίου, όταν αυτή επιφέρει-
(i) πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση·
(ii) αύξηση φορολογικών υποχρεώσεων· ή
(iii) ακύρωση ή μείωση ζημιών, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση φορολογητέων κερδών·
«δομημένη ρύθμιση» σημαίνει τη ρύθμιση που αφορά σε ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων, όπου το αποτέλεσμα ασυμφωνίας αποτιμάται στους όρους της ρύθμισης ή τη ρύθμιση που έχει σχεδιαστεί για να παράγει αποτέλεσμα ασυμφωνίας στη μεταχείριση υβριδικών μέσων, εκτός εάν η εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας ή μία συνδεδεμένη επιχείρηση δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι θα είχε επίγνωση της ασυμφωνίας στη μεταχείριση υβριδικών μέσων και δεν είχε μερίδιο στην αξία του φορολογικού οφέλους που συνεπάγεται η ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων·
«εισόδημα από επενδύσεις» σημαίνει οποιοδήποτε εισόδημα το οποίο δεν αποκτάται ή προκύπτει από οποιαδήποτε επιχείρηση, από μισθωτές υπηρεσίες, συντάξεις ή άλλες ετήσιες προσόδους που καταβάλλονται λόγω ή αναφορικά με μισθωτές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν∙
«εισόδημα διπλής συμπερίληψης» σημαίνει κάθε στοιχείο εισοδήματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο πλαίσιο της νομοθεσίας και των δύο δικαιοδοσιών όπου το αποτέλεσμα ασυμφωνίας έχει προκύψει·
«έκπτωση» σημαίνει το ποσό που παραχωρείται ως έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας του πληρωτή ή του επενδυτή, ο δε όρος «παραχωρείται ως έκπτωση» ερμηνεύεται αναλόγως·
«έκπτωση χωρίς συμπερίληψη» σημαίνει την έκπτωση πληρωμής ή λογιζόμενης πληρωμής μεταξύ της έδρας και της μόνιμης εγκατάστασης ή μεταξύ δύο ή περισσότερων μόνιμων εγκαταστάσεων σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία στην οποία η πληρωμή ή η λογιζόμενη πληρωμή θεωρείται ότι έχει υλοποιηθεί (δικαιοδοσία του πληρωτή) χωρίς αντίστοιχη συμπερίληψη για φορολογικούς σκοπούς της εν λόγω πληρωμής ή της λογιζόμενης πληρωμής στη δικαιοδοσία του λήπτη, η δε δικαιοδοσία του λήπτη είναι οποιαδήποτε δικαιοδοσία στην οποία η πληρωμή ή η λογιζόμενη πληρωμή εισπράττεται ή αντιμετωπίζεται ως εισπραχθείσα, σύμφωνα με τη νομοθεσία οποιασδήποτε άλλης δικαιοδοσίας·
«ελεγχόμενες συναλλαγές» σημαίνει συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων, όπως αυτά ορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 33·
«ενοποιημένος όμιλος για λογιστικούς σκοπούς» σημαίνει όμιλο εταιρειών, ο οποίος αποτελείται από όλες τις οντότητες που ενσωματώνονται πλήρως στις ενοποιημένες οικονομικές του καταστάσεις, που ετοιμάζονται βάσει των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς ή του εθνικού συστήματος χρηματοοικονομικής αναφοράς ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«επιχείρηση» σημαίνει εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση, επιτήδευμα ή βιοτεχνία, ελευθέριο ή άλλο επάγγελμα και περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση που ενέχει το χαρακτήρα εμπορίας·
«εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Εταιρειών Νόμο και περιλαμβάνει οποιοδήποτε σώμα με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, ή οργανισμό δημόσιου δικαίου, καθώς και κάθε εταιρεία, αδελφότητα ή άλλη ένωση προσώπων, κεκτημένη νομική προσωπικότητα ή όχι, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε συγκριτικά παρόμοιας εταιρείας η οποία συστάθηκε ή ενεγράφη εκτός της Δημοκρατίας και οποιασδήποτε εταιρείας αναφέρεται στο Πρώτο Παράρτημα αλλά δεν περιλαμβάνει συνεταιρισμό·
«εταιρικός φόρος» σημαίνει το φόρο ο οποίος επιβάλλεται πάνω στο εισόδημα κάθε εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
«Έφορος» σημαίνει τον Έφορο επί του Φόρου Εισοδήματος ο οποίος είναι επιφορτισμένος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 3, με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου και περιλαμβάνει κάθε δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο λειτουργό του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων·
«θιγόμενο πρόσωπο» σημαίνει κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου φυσικού προσώπου, το οποίο είναι κάτοικος σε κράτος μέλος για φορολογικούς σκοπούς και του οποίου η φορολόγηση επηρεάζεται άμεσα από αμφισβητούμενο ζήτημα·
«ιδιωτικό μηχανοκίνητο όχημα» σημαίνει όχημα το οποίο εμπίπτει στην υποπαράγραφο (vi) της παραγράφου (7) του Κανονισμού 18 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 μέχρι 2001·
«καινοτόμος επιχείρηση» Διαγράφηκε·
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 651/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 651/2014 της Επιτροπής της 17ης Ιουνίου 2014 για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ' εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης”, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2020/852» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 2020 σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για τη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088”, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κάτοικος της Δημοκρατίας», όταν εφαρμόζεται στην περίπτωση ατόμου, σημαίνει άτομο που παραμένει στη Δημοκρατία για μια ή περισσότερες περιόδους που υπερβαίνουν στο σύνολο 183 ημέρες στο φορολογικό έτος και όταν εφαρμόζεται στην περίπτωση εταιρείας, σημαίνει εταιρεία της οποίας ο έλεγχος και η διεύθυνση ασκούνται στη Δημοκρατία και «μη κάτοικος ή κάτοικος εκτός της Δημοκρατίας» θα ερμηνεύονται ανάλογα:
(i) Παραμένει στη Δημοκρατία τουλάχιστον για εξήντα (60) ημέρες στο φορολογικό έτος,
(ii) ασκεί οποιαδήποτε επιχείρηση στη Δημοκρατία και/ή εργοδοτείται στη Δημοκρατία και/ή κατέχει αξίωμα σε πρόσωπο φορολογικό κάτοικο της Δημοκρατίας καθ’ οιονδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους,
(iii) διατηρεί μόνιμη κατοικία στη Δημοκρατία η οποία ανήκει ή ενοικιάζεται από το άτομο:
Για σκοπούς υπολογισμού των ημερών διαμονής στη Δημοκρατία-
(α) η ημέρα αναχώρησης από τη Δημοκρατία λογίζεται ως ημέρα εκτός της Δημοκρατίας·
(β) η ημέρα άφιξης στη Δημοκρατία λογίζεται ως ημέρα στη Δημοκρατία·
(γ) η άφιξη στη Δημοκρατία και αναχώρηση από τη Δημοκρατία την ίδια ημέρα λογίζεται ως μια ημέρα στη Δημοκρατία· και
(δ) η αναχώρηση από τη Δημοκρατία και επιστροφή στη Δημοκρατία την ίδια ημέρα λογίζεται ως μια ημέρα εκτός της Δημοκρατίας.
«κηδεμόνας» όταν χρησιμοποιείται σε σχέση με ανήλικο πρόσωπο περιλαμβάνει και το γονέα του ανηλίκου·
«κόστος δανεισμού» σημαίνει δαπάνες για τόκους κάθε μορφής χρέους, άλλες δαπάνες οικονομικά ισοδύναμες με τόκους και έξοδα που προκύπτουν από την άντληση χρηματοδότησης, περιλαμβανομένων των πληρωμών στο πλαίσιο δανείων με συμμετοχή στο κέρδος, των τεκμαρτών τόκων επί προϊόντων, όπως τα μετατρέψιμα ομόλογα και τα ομόλογα μηδενικού τοκομεριδίου, των χορηγήσεων στο πλαίσιο εναλλακτικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, όπως η Ισλαμική χρηματοδότηση, του χρηματοοικονομικού κόστους σε χρηματοδοτικά μισθώματα, των κεφαλαιοποιημένων τόκων που καταχωρίζονται στην αξία ισολογισμού περιουσιακού στοιχείου ή της απόσβεσης των κεφαλαιοποιημένων τόκων, του κόστους που υπολογίζεται με βάση τη χρηματοδοτική απόδοση που καθορίστηκε βάσει της αρχής εμπορικών συναλλαγών, των νοητών τόκων σε παράγωγα ή συμφωνίες αντιστάθμισης κινδύνου σε σχέση με τον δανεισμό του προσώπου, συναλλαγματικών κερδών και ζημιών επί δανείων και προϊόντων που συνδέονται με την άντληση χρηματοδότησης, των τελών εγγυήσεων για χρηματοδοτικές συναλλαγές, των τελών διακανονισμού και συναφών δαπανών που σχετίζονται με τον δανεισμό κεφαλαίων·
«Kράτος-μέλος» σημαίνει κράτος -μέλος της Eυρωπαϊκής Ένωσης·
«Κυρίαρχη Περιοχή των Βάσεων» σημαίνει την υπό Βρετανική Κυριαρχία Περιοχή της Βάσεως Ακρωτηρίου ως και την υπό Βρετανική Κυριαρχία Περιοχή της Βάσεως Δεκελείας, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 1 της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας, η οποία υπογράφτηκε στη Λευκωσία την 16η Αυγούστου, 1960·
«Μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει-
(α) σταθερή βάση της επιχείρησης μέσω της οποίας οι εργασίες της επιχείρησης διεξάγονται πλήρως ή μερικώς.
(β) Ο όρος 'μόνιμη εγκατάσταση' περιλαμβάνει ειδικότερα:
(i) έδρα διοίκησης·
(ii) υποκατάστημα·
(iii) γραφείο·
(iv) εργοστάσιο·
(ν) εργαστήριο·
(vi) ορυχείο, πετρελαιοπηγή ή πηγή φωταερίου, λατομείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων αερίου·
(νii) υπεράκτιες δραστηριότητες αναφορικά με την εξόρυξη, εξερεύνηση ή εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας, του υπέδαφους ή των φυσικών πόρων, καθώς και την εγκατάσταση και εκμετάλλευση αγωγών και άλλων εγκαταστάσεων στο βυθό της θάλασσας.
(γ) εργοτάξιο ή κατασκευή ή εργασία εγκατάστασης ή εποπτικές δραστηριότητες σε σχέση με αυτά συνιστούν μόνιμη εγκατάσταση μόνο αν διαρκούν περισσότερο από τρεις μήνες.
(δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων (α), (β) και (γ) του όρου αυτού, ο όρος 'μόνιμη εγκατάσταση' λογίζεται ότι δεν περιλαμβάνει:
(i) τη χρήση διευκολύνσεων μόνο για σκοπούς εναποθήκευσης, έκθεσης ή παράδοσης αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση·
(ii) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση μόνο για το σκοπό εναποθήκευσης, έκθεσης ή παράδοσης·
(iii) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση μόνο για το σκοπό επεξεργασίας αυτών από άλλη επιχείρηση·
(iv) τη διατήρηση σταθερής βάσης της επιχείρησης μόνο για το σκοπό αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή της συγκέντρωσης πληροφοριών για την επιχείρηση·
(ν) τη διατήρηση σταθερής βάσης της επιχείρησης μόνο για το σκοπό διεξαγωγής, για την επιχείρηση, οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας προπαρασκευαστικού ή βοηθητικού χαρακτήρα·
(vi) τη διατήρηση σταθερής βάσης της επιχείρησης μόνο για σκοπούς οποιουδήποτε συνδυασμού των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) μέχρι (ν), νοουμένου ότι η συνολική δραστηριότητα της σταθερής βάσης της επιχείρησης που προκύπτει από το συνδυασμό αυτό, έχει προπαρασκευαστικό ή βοηθητικό χαρακτήρα·
(ε) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β), όπου πρόσωπο - άλλο από ανεξάρτητο πράκτορα για τον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (στ) - ενεργεί από μέρους επιχείρησης και έχει, και συνήθως ασκεί, στη Δημοκρατία, εξουσιοδότηση για σύναψη συμβάσεων στο όνομα της επιχείρησης, η επιχείρηση αυτή θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία σε σχέση με οποιεσδήποτε δραστηριότητες τις οποίες το πρόσωπο αυτό αναλαμβάνει για την επιχείρηση, εκτός αν οι δραστηριότητες του προσώπου αυτού περιορίζονται στις αναφερόμενες στην παράγραφο (δ) οι οποίες, αν γίνονταν μέσω σταθερής βάσης της επιχείρησης, δεν θα καθιστούσαν αυτή μόνιμη εγκατάσταση δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
(στ) Μια επιχείρηση δε θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία απλώς και μόνο επειδή διεξάγει εργασίες στη Δημοκρατία μέσω μεσίτη, γενικού παραγγελιοδόχου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέσα στο συνηθισμένο πλαίσιο της εργασίας τους.
(ζ) Το γεγονός ότι εταιρεία η οποία είναι κάτοικος της Δημοκρατίας ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρεία η οποία δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, ή διεξάγει εργασίες εκτός της Δημοκρατίας είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης ή άλλως πως, δεν μπορεί από μόνο του να καταστήσει μια από τις εταιρείες αυτές μόνιμη εγκατάσταση της άλλης·
(η) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ζ), η επένδυση προσώπου που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία σε αμοιβαίο κεφάλαιο ή συνεταιρισμό που λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή του περί των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου, δεν λογίζεται ότι δημιουργεί μόνιμη εγκατάσταση του προσώπου στη Δημοκρατία αναφορικά με τη συγκεκριμένη επένδυσή του:
«μόνιμη εγκατάσταση η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη» σημαίνει οποιαδήποτε ρύθμιση που αντιμετωπίζεται ως εάν να δημιουργούσε μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με τη νομοθεσία της έδρας και δεν αντιμετωπίζεται ως εάν να δημιουργούσε μόνιμη εγκατάσταση από τη νομοθεσία της άλλης δικαιοδοσίας·
«Οδηγία 2017/1852» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2017/1852 του Συμβουλίου της 10ης Οκτωβρίου 2017 για τους μηχανισμούς επίλυσης φορολογικών διαφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
«οργανισμός δημόσιου δικαίου» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημόσιου δικαίου που ιδρύθηκε ή ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον ανεξάρτητα αν τέτοιος οργανισμός θεωρείται αντιπρόσωπος, υπάλληλος του κράτους ή υπέχει θέση υπαλλήλου του κράτους (in consimili casu to servant of the state)·
«πρόσωπο» περιλαμβάνει άτομο και εταιρεία:
«συμπερίληψη» σημαίνει το ποσό το οποίο λαμβάνεται υπόψη στο φορολογητέο εισόδημα σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας του λήπτη, πληρωμή δε στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου δεν αντιμετωπίζεται ως συμπεριληφθείσα, στο βαθμό που η πληρωμή δικαιολογεί οποιαδήποτε φορολογική ελάφρυνση που οφείλεται αποκλειστικά στον τρόπο χαρακτηρισμού της πληρωμής αυτής από τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας του λήπτη, ο δε όρος «συμπεριλαμβάνεται» ερμηνεύεται αναλόγως·
«Σύνταγμα» σημαίνει το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«Σχέδιο» σημαίνει το Σχέδιο Προώθησης της Οπτικοακουστικής Βιομηχανίας στην Κυπριακή Δημοκρατία που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο την 27η Σεπτεμβρίου 2017 με την απόφασή του με αριθμό 1433/2017·
«τιμή αναδιάρθρωσης» σημαίνει την τιμή στην οποία ακίνητη ιδιοκτησία μεταβιβάζεται στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης, και η οποία καθορίζεται σε γραπτή συμφωνία που συνάπτεται στο πλαίσιο αυτό˙
«τίτλοι» σημαίνει μετοχές, χρεόγραφα, ομολογίες, ιδρυτικοί και άλλοι τίτλοι εταιρειών ή άλλων νομικών προσώπων, που έχουν κατά νόμο συσταθεί στη Δημοκρατία ή την αλλοδαπή και δικαιώματα επ' αυτών·
«υβριδική μεταβίβαση» σημαίνει ρύθμιση μεταβίβασης χρηματοπιστωτικού μέσου όταν η υποκείμενη απόδοση του μέσου λογίζεται για φορολογικούς σκοπούς ότι προκύπτει ταυτόχρονα από περισσότερα του ενός μέρη στη ρύθμιση·
«υβριδική οντότητα» σημαίνει κάθε οντότητα ή ρύθμιση που θεωρείται ως φορολογητέα οντότητα σύμφωνα με τη νομοθεσία μίας δικαιοδοσίας και της οποίας το εισόδημα ή οι δαπάνες αντιμετωπίζονται ως εισόδημα ή δαπάνες ενός ή περισσότερων άλλων προσώπων βάσει της νομοθεσίας άλλης δικαιοδοσίας·
«υπερβαίνον κόστος δανεισμού» σημαίνει το ποσό κατά το οποίο το εκπιπτόμενο κόστος δανεισμού μίας εταιρείας υπερβαίνει τα φορολογικά έσοδα από τόκους και άλλα οικονομικώς ισοδύναμα έσοδα που είναι φορολογητέα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όπως αυτό υπολογίζεται πριν την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (16) του άρθρου 11·
«φορολογητέο εισόδημα» σημαίνει το υπόλοιπο του αθροίσματος των εισοδημάτων οποιουδήποτε προσώπου από τις πηγές που καθορίζονται ειδικά στο άρθρο 5, το οποίο απομένει μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε ποσών τα οποία ο παρών Νόμος επιτρέπει·
«φορολογική ελάφρυνση» σημαίνει τη φορολογική απαλλαγή, τη μείωση του φορολογικού συντελεστή ή κάθε έκπτωση ή επιστροφή φόρου, εξαιρουμένης της πίστωσης φόρου για φόρους που παρακρατούνται στην πηγή·
«φορολογικό έτος» σημαίνει την περίοδο των δώδεκα μηνών που αρχίζει την πρώτη Ιανουαρίου κάθε έτους·
«φόρος» σημαίνει το φόρο ο οποίος επιβάλλεται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο·
«χρηματιστής» σημαίνει άτομο ή οντότητα που εξ επαγγέλματος αγοράζει και πωλεί σε τακτική βάση χρηματοπιστωτικά μέσα, για λογαριασμό του ιδίου, με σκοπό το κέρδος·
«χρηματοοικονομικός οργανισμός» σημαίνει -
(α) πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο στοιχείο 27) της παραγράφου 1 του Άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο στοιχείο 1) της παραγράφου 1 του Άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), όπως ορίζεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του Άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ή επιχείρηση διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), όπως ορίζεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του Άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,
(β) ασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1) του Άρθρου 13 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,
(γ) αντασφαλιστική επιχείρηση, όπως ορίζεται στην παράγραφο 4) του Άρθρου 13 της Οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
(δ) οργανισμό επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, που εμπίπτει στο πεδίο Επίσημη εφαρμογής της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Εφημερίδα της Συμβουλίου ή αντιπρόσωπο οργανισμού επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του Άρθρου 19 της εν λόγω Οδηγίας,
(ε) συνταξιοδοτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται συνταξιοδοτικά προγράμματα, τα οποία θεωρούνται συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και εμπίπτουν στον Κανονισμό (ΕΚ) Εφημερίδα της αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και κάθε νομική οντότητα που συστάθηκε με σκοπό την επένδυση σε τέτοια προγράμματα,
(στ) οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) τη διαχείριση του οποίου έχει ΔΟΕΕ, όπως ορίζεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του Άρθρου 4 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή ΟΕΕ που συστάθηκε και λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του περί των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου,
(ζ) ΟΣΕΚΑ, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του Άρθρου 1 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ,
(η) κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1) του Άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου,
(θ) κεντρικό αποθετήριο τίτλων, όπως ορίζεται στο στοιχείο 1) της παραγράφου 1 του Άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
«χρηματοπιστωτικό μέσο» σημαίνει κάθε μέσο στο βαθμό που δημιουργεί απόδοση από χρηματοδότηση ή απόδοση των ιδίων κεφαλαίων που φορολογείται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τη φορολόγηση του χρέους, των κεφαλαίων ή των παραγώγων σύμφωνα με τη νομοθεσία της δικαιοδοσίας είτε του λήπτη είτε του πληρωτή και περιλαμβάνει υβριδική μεταβίβαση.
- 118(I)/2002
- 230(I)/2002
- 162(I)/2003
- 195(I)/2004
- 115(Ι)/2014
- 187(I)/2015
- 212(Ι)/2015
- 135(I)/2016
- 119(I)/2017
- 134(I)/2017
- 96(I)/2018
- 122(I)/2018
- 139(I)/2018
- 27(I)/2019
- 63(I)/2019
- 151(I)/2019
- 152(I)/2019
- 80(I)/2020
- 180(I)/2020
- 178(I)/2021
- 193(I)/2021
- 89(I)/2022
- 101(I)/2022
- 201(I)/2022
- 123(Ι)/2023
- 138(I)/2023
- 160(I)/2023
3. (1) Για την καλή και πιστή εφαρμογή του παρόντος Νόμου ο Διευθυντής θα είναι ο Έφορος επί του Φόρου Εισοδήματος, ο οποίος οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια την οποία κρίνει αναγκαία και σκόπιμη για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η άσκηση εξουσιών και αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στην εφαρμογή του παρόντος Νόμου δύναται να ανατίθεται από τον Έφορο σε άλλο ή άλλους Λειτουργούς του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων.
4. (1) Κάθε άτομο που ασκεί καθήκοντα ή τελεί στην υπηρεσία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου υποχρεούται να θεωρεί και τηρεί ως απόρρητο και εμπιστευτικό κάθε στοιχείο που περιέρχεται σε γνώση του , κάθε φορολογική δήλωση ως και κάθε έγγραφο ή φορολογικό κατάλογο που αναφέρεται στο εισόδημα οποιουδήποτε προσώπου, και θα υπογράφει την επί τούτω καθορισθείσα δήλωση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστή.
(2) Άτομο που λαμβάνει γνώση ενός στοιχείου ή έχει υπό τον έλεγχο του ή που δύναται να πληροφορηθεί το περιεχόμενο εγγράφου, φορολογικής δήλωσης ή φορολογικού καταλόγου που αναφέρεται στο εισόδημα οποιουδήποτε άλλου προσώπου, υποχρεούται να απέχει κατά πάντα χρόνο από κάθε μετάδοση ή κοινοποίηση ή απόπειρα μετάδοσης ή κοινοποίησης του περιεχομένου αυτών εκτός σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μετάδοση ή κοινοποίηση γίνεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου:
(2A) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (2), το Εφοριακό Συμβούλιο που καθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 4Α του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, δύναται να δημοσιεύει τις αποφάσεις που εκδίδει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 20Α του εν λόγω νόμου.
5. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, στην περίπτωση προσώπου που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, για κάθε φορολογικό έτος επιβάλλεται φόρος με συντελεστή ή συντελεστές, όπως ειδικότερα καθορίζονται στον παρόντα Νόμο στο εισόδημα που κτάται ή προκύπτει από πηγές τόσο εντός όσο και εκτός της Δημοκρατίας, αναφορικά με:-
(α) οποιαδήποτε κέρδη ή άλλα οφέλη από οποιαδήποτε επιχείρηση για οποιαδήποτε χρονική περίοδο η εν λόγω επιχείρηση και αν ενασκείται·
(β) οποιαδήποτε κέρδη ή άλλα οφέλη από οποιοδήποτε αξίωμα ή μισθωτές υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της κατ' εκτίμηση ετήσιας αξίας καταλύματος, στέγης και διατροφής ή οικίας, καθώς και κάθε άλλο επίδομα, χρηματικής ή άλλης μορφής, που χορηγείται αναφορικά με παρεχόμενες μισθωτές υπηρεσίες στο άτομο το οποίο παρέχει τις μισθωτές υπηρεσίες ή σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας του·
(γ) μερίσματα, τόκους ή προεξοφλήματα·
(δ) οποιαδήποτε σύνταξη, ποσά εισοδήματος πληρωτέα σύμφωνα με απόφαση δικαστηρίου ή σύμφωνα με όρο που τέθηκε σε διαθήκη ή σύμβαση, καθώς και ετήσιες ισόβιοι ή για καθορισμένη περίοδο καταβαλλόμενες πρόσοδοι·
(ε) οποιαδήποτε μισθώματα, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή ευρεσιτεχνίας, αμοιβές ή άλλα κέρδη που προκύπτουν από ιδιοκτησία, περιλαμβανομένης της αξίας του οφέλους το οποίο αποκτά ο ιδιοκτήτης γης εξαιτίας της ανέγερσης πάνω σ' αυτή, με δαπάνες του ενοικιαστή, οποιασδήποτε οικοδομής, ή οποιασδήποτε προσθήκης ή μετατροπής ή και τα δυο, που γίνονται, με δαπάνες του ενοικιαστή, σε οποιαδήποτε οικοδομή, κτίριο, ή έργα, όταν η οικοδομή αυτή ή η προσθήκη ή τροποποίηση θα περιέλθει κατά κυριότητα στον ιδιοκτήτη κατά τον τερματισμό της ενοικίασης, της αξίας του οφέλους αυτού καθοριζομένης υπό του Εφόρου κατά το έτος της ανέγερσης, προσθήκης ή τροποποίησης, χορηγουμένων, τηρουμένων των αναλογιών, των υπό του άρθρου 10 προβλεπόμενων εκπτώσεων και λαμβανομένων υπόψη όλων των συνθηκών της υπόθεσης:
Νοείται ότι η αξία του οφέλους αυτού-
(i) δεν θα λογίζεται ότι υπερβαίνει τη δαπάνη της ανέγερσης, προσθήκης ή τροποποίησης·
(ii) θα κατανέμεται με ομοιόμορφο τρόπο από τον Έφορο στο χρονικό διάστημα της διάρκειας της ενοικίασης· σε περίπτωση όμως κατά την οποία πριν την παρέλευση του χρονικού τούτου διαστήματος ο ιδιοκτήτης ήθελε αποξενώσει τη γη ή την οικοδομή ή το κτίριο ή τα έργα, το μη φορολογηθέν υπόλοιπο του οφέλους τούτου κατά την ημερομηνία της αποξένωσης της γης ή της οικοδομής ή του κτιρίου ή των έργων, θεωρείται ως εισόδημα του έτους κατά το οποίο η γή ή η οικοδομή ή το κτίριο ή τα έργα διατέθηκαν από τον ιδιοκτήτη, ή του έτους εκείνου και των προηγουμένων πέντε ετών, ή των πραγματικών ετών της ενοικίασης, οποιοδήποτε από αυτά συνιστά το μικρότερο αριθμό ετών·
(στ) οποιοδήποτε ποσό ή αντιπαροχή για φήμη και πελατεία- εμπορική εύνοια μειωμένο με οποιοδήποτε ποσό που δαπανήθηκε για την αγορά τέτοιας φήμης και πελατείας - εμπορικής εύνοιας·
(ζ) οποτεδήποτε εταιρεία παραχωρεί δάνειο ή οποιαδήποτε άλλη χρηματική διευκόλυνση συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ανάληψης, εξαιρουμένου υπολοίπου που προέρχεται από εμπορικές συναλλαγές, σε διευθυντές ή μετόχους της άτομα ή των συζύγων αυτών ή σε συγγενείς τους μέχρι και του δεύτερου βαθμού συγγένειας, τότε λογίζεται ότι το άτομο αυτό έχει μηνιαίο όφελος που ισούται με εννέα τοις εκατό (9%) ετήσια επί του υπολοίπου του δανείου ή της οποιασδήποτε άλλης μηνιαίας χρηματικής διευκόλυνσης στο τέλος κάθε μήνα (συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ανάληψης κατά τη διάρκεια του μήνα):
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, στην περίπτωση προσώπου που δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, για κάθε φορολογικό έτος επιβάλλεται φόρος με συντελεστή ή συντελεστές, όπως ειδικότερα καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, στο εισόδημα που κτάται ή προκύπτει, αναφορικά με:-
(α) οποιαδήποτε κέρδη ή άλλα οφέλη από μόνιμη εγκατάσταση που βρίσκεται στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι κέρδη ή οφέλη από την επιχείρηση εκμετάλλευσης πλοίων ή αεροσκαφών αναφορικά με εισιτήρια ή ναύλα επιβατών ή εμπορευμάτων ή αντικειμένων ταχυδρομείου που επιβιβάζονται ή φορτώνονται στη Δημοκρατία, θα υπόκεινται σε φόρο ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι μόνιμης εγκατάστασης·
(β) κέρδη ή άλλα οφέλη από οποιοδήποτε αξίωμα ή μισθωτές υπηρεσίες που ασκούνται στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης της κατ' εκτίμηση ετήσιας αξίας καταλύματος, στέγης και διατροφής ή οικίας, καθώς και κάθε άλλου επιδόματος, χρηματικής ή άλλης μορφής, που χορηγείται αναφορικά με παρεχόμενες μισθωτές υπηρεσίες στο άτομο το οποίο παρέχει τις μισθωτές υπηρεσίες ή σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας του:
(γ) συντάξεις αναφορικά με εργοδότηση που ασκήθηκε στη Δημοκρατία, ποσά εισοδήματος πληρωτέα δυνάμει αποφάσεως δικαστηρίου ή όρου τεθέντος σε διαθήκη ή σύμβαση στη Δημοκρατία, καθώς και ετήσιες ισόβιοι ή για καθορισμένη περίοδο καταβαλλόμενες πρόσοδοι που βαρύνουν άμεσα ή έμμεσα πρόσωπο που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, με την εξαίρεση οποιασδήποτε σύνταξης που πληρώνεται από, ή από ταμείο που δημιουργήθηκε από, την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή Αρχή Τοπικής Διοίκησης·
(δ) εισόδημα το οποίο εμπίπτει στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1)·
(ε) οποιοδήποτε ποσό ή αντιπαροχή για φήμη και πελατεία - εμπορική εύνοια μειωμένο με οποιοδήποτε ποσό δαπανήθηκε για την αγορά τέτοιας φήμης και πελατείας - εμπορικής εύνοιας·
(στ) ανεξάρτητα από την ύπαρξη μόνιμης εγκατάστασης ή όχι, το ακαθάριστο εισόδημα το οποίο αποκτά οποιοδήποτε άτομο από την άσκηση στη Δημοκρατία οποιουδήποτε επαγγέλματος ή επιτηδεύματος, η αμοιβή προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας στο κοινό και οι ακαθάριστες εισπράξεις οποιουδήποτε θεατρικού ή μουσικού ή άλλου ομίλου ή άλλης ομάδας προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας στο κοινό, περιλαμβανομένων ποδοσφαιρικών ομάδων και άλλων αθλητικών αποστολών από το εξωτερικό, που προκύπτουν από παραστάσεις στη Δημοκρατία.
(ζ) οποτεδήποτε εταιρεία παραχωρεί δάνειο ή οποιαδήποτε άλλη χρηματική διευκόλυνση συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ανάληψης, εξαιρουμένου υπολοίπου που προέρχεται από εμπορικές συναλλαγές, σε διευθυντές ή μετόχους της άτομα ή των συζύγων αυτών ή σε συγγενείς τους μέχρι και του δεύτερου βαθμού συγγένειας, τότε λογίζεται ότι το άτομο αυτό έχει μηνιαίο όφελος που ισούται με εννέα τοις εκατό (9%) ετήσια επί του υπολοίπου του δανείου ή της οποιασδήποτε άλλης μηνιαίας χρηματικής διευκόλυνσης στο τέλος κάθε μήνα (συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής ανάληψης κατά τη διάρκεια του μήνα):
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε έσοδα από την πώληση δένδρων αναφορικά με τα οποία χορηγήθηκε έκπτωση σύμφωνα με το άρθρο 9 ή οποιαδήποτε αποζημίωση λήφθηκε ή θα ληφθεί δυνάμει ασφάλειας ή άλλως σε σχέση με ζημιά ή καταστροφή των δένδρων αυτών, θα λογίζεται ως εισόδημα υποκείμενο σε φορολογία:
(4) Πρόσωπα που δεν είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία και έχουν μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία δύνανται να επιλέγουν όπως τυγχάνουν της ίδιας φορολογικής μεταχείρισης ως οι κάτοικοι της Δημοκρατίας.
6. Ο φόρος επιβάλλεται και εισπράττεται στο φορολογητέο εισόδημα κάθε προσώπου το οποίο αποκτάται κατά το φορολογικό έτος.
7. Οι λογαριασμοί προσώπων που ασκούν επιχείρηση κλείνουν κατά την τελευταία ημέρα του φορολογικού έτους:
Νοείται ότι ο Έφορος δύναται να επιτρέψει όπως οι λογαριασμοί επιχείρησης κλείνουν σε ημερομηνία διαφορετική από την τελευταία ημέρα του φορολογικού έτους αλλά σε τέτοια περίπτωση το φορολογητέο εισόδημα με βάση το εισόδημα του έτους που λήγει κατά την ίδια ημερομηνία επιμερίζεται στο φορολογικό έτος που αφορά σύμφωνα με τέτοιους όρους που ο Έφορος ήθελε κρίνει δικαίους και λογικούς.
8. Απαλλάσσονται από το φόρο-
(1) [Διαγράφηκε]·
(2) [Διαγράφηκε]·
(3) [Διαγράφηκε]·
(4) κάθε άλλο ωφέλημα ή επίδομα που χορηγείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στον Πρόεδρο της Βουλής κατά την αποχώρηση του από το λειτούργημα αυτό σύμφωνα με τους περί Ωφελημάτων (Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων) Νόμους του 1988 μέχρι 1989·
(5) τα έξοδα παραστάσεως των υπουργών, του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων και των μελών αυτής·
(6) το επίδομα που χορηγείται σε μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ή σε υπάλληλο οποιουδήποτε οργανισμού δημόσιου δικαίου για υπηρεσία στο εξωτερικό, νοουμένου ότι ο Υπουργός Οικονομικών θα πιστοποιήσει ότι το επίδομα τούτο χορηγείται στα εν λόγω άτομα ως αποζημίωση για την έκτακτη δαπάνη την οποίαν αυτά αναγκάζονται να υφίστανται λόγω του ότι υποχρεούνται να διαμένουν μακριά από την Κύπρο προς εκτέλεση των καθηκόντων τους:
Νοείται ότι το ύψος του επιδόματος σε υπάλληλο νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου δεν υπερβαίνει το ύψος του αντίστοιχου επιδόματος σε μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας της Δημοκρατίας·
(7) οι συντάξεις και έκτακτα επιδόματα που χορηγούνται δυνάμει των περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμων του 1988 μέχρι 2001·
(8) [Διαγράφηκε]·
(9) οποιοδήποτε κατ' αποκοπή καθοριζόμενο ποσό το οποίο λαμβάνεται εφάπαξ σε μορφή φιλοδωρήματος επί αφυπηρετήσει, μετατροπή συντάξεως, φιλοδωρήματος λόγω θανάτου ή ως εφάπαξ αποζημίωση λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης·
(10) το εισόδημα το οποίο πηγάζει από υποτροφία ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο εκπαιδευτικό χορήγημα σε άτομο το οποίο φοιτά τακτικά σε πανεπιστήμιο, κολλέγιο, σχολή ή άλλο αναγνωρισμένο ίδρυμα·
(11) κεφάλαια καταβαλλόμενα σε άτομα από οποιεσδήποτε πληρωμές οι οποίες συνιστούν εκπτώσεις που δύνανται να χορηγηθούν δυνάμει του άρθρου 14·
(12) οι αποδοχές ξένων λειτουργών οποιουδήποτε ιδρύματος ασκούντος στη Δημοκρατία εκπαιδευτική, πολιτιστική ή επιστημονική λειτουργία, εάν ο Υπουργός Οικονομικών ικανοποιηθεί ότι δια της απαλλαγής αυτής εξυπηρετείται καλύτερα το δημόσιο συμφέρον
(13) το εισόδημα θρησκευτικού, φιλανθρωπικού ή εκπαιδευτικού ιδρύματος δημόσιου χαρακτήρα·
(14) το εισόδημα εγγεγραμμένης συνεργατικής εταιρείας αναφορικά με συναλλαγές με μέλη της·
(15) το εισόδημα αρχής τοπικής διοίκησης, όταν το εισόδημα τούτο δεν πηγάζει από οποιαδήποτε επιχείρηση που διεξάγεται από την αρχή αυτή ή από εκμίσθωση ιδιοκτησίας·
(16) το εισόδημα κάθε ταμείου που εμπίπτει στο εδάφιο (3) του άρθρου 14·
(17) τηρουμένων οποιωνδήποτε όρων τους οποίους το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε επιβάλει, το εισόδημα εταιρείας που συστάθηκε αποκλειστικά και μόνο για την προαγωγή της τέχνης, της επιστήμης ή του αθλητισμού, η οποία δεν συνεπάγεται την κτήση κέρδους από την εταιρεία αυτή ή τα μέλη της και της οποίας οι δραστηριότητες περιορίζονται μόνο στο σκοπό αυτό·
(18) οι αποδοχές ξένων διπλωματικών και προξενικών αντιπροσώπων, εάν αυτοί δεν είναι πολίτες της Δημοκρατίας, οι οποίοι σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου απολαμβάνουν διπλωματικής ασυλίας με όρους αμοιβαιότητας·
(19) Ολόκληρο το εισόδημα προσώπου από τόκους:
(20) εισόδημα από μερίσματα:
(21) είκοσι τοις εκατόν (20%) της αμοιβής από οποιαδήποτε εργοδότηση που ασκείται στη Δημοκρατία από άτομο το οποίο ήταν κάτοικος εκτός της Δημοκρατίας πριν την έναρξη της εργοδότησης του στη Δημοκρατία, ή €8.550, οποιοδήποτε είναι το μικρότερο. η απαλλαγή αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου του έτους που ακολουθεί το έτος στο οποίο άρχισε η εργοδότηση, αναφορικά με εργοδότηση που άρχισε εντός του έτους 2012 μέχρι και την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 6) Νόμου του 2022, με μέγιστη χρονική περίοδο στα οποία χορηγείται η απαλλαγή τα πέντε (5) έτη που ακολουθούν από το έτος της εργοδότησης.
(21Α) τo είκοσι τοις εκατόν (20%) της αμοιβής από πρώτη εργοδότηση στη Δημοκρατία ή ποσό ύψους οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα ευρώ (€8.550), οποιοδήποτε είναι το μικρότερο, από άτομο το οποίο για τρία (3) συνεχή έτη, αμέσως πριν από την έναρξη της εργοδότησής του στη Δημοκρατία, εργοδοτείτο εκτός της Δημοκρατίας σε εργοδότη μη κάτοικο της Δημοκρατίας και του οποίου η έναρξη πρώτης εργοδότησης στη Δημοκρατία γίνεται μετά την ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 6) Νόμου του 2022 μέχρι και το έτος 2027:
(22) κέρδος από τη διάθεση τίτλων:
(23) Το πενήντα τοις εκατόν (50%) της αμοιβής από οποιαδήποτε εργοδότηση που ασκείται στη Δημοκρατία από άτομο το οποίο ήταν κάτοικος εκτός της Δημοκρατίας πριν την έναρξη της εργοδότησής του στη Δημοκρατία, η οποία έναρξη έγινε μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 6) Νόμου του 2022:
Νοείται ότι –
(i) η απαλλαγή χορηγείται για δέκα (10) έτη κατά τα οποία ασκείται εργοδότηση στη Δημοκρατία, αρχής γενομένης του έτους εργοδότησης, εφόσον τα εισοδήματα από την εν λόγω εργοδότηση υπερβαίνουν τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000) ετησίως˙
(ii) η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται σε άτομο το οποίο ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία σε οποιαδήποτε τρία (3) από τα πέντε (5) φορολογικά έτη που προηγούνται του έτους στο οποίο άρχισε η εργοδότηση του στη Δημοκρατία, καθώς και σε άτομο που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία κατά το έτος που προηγείται του έτους που άρχισε η εργοδότηση˙
(iii) η απαλλαγή αυτή χορηγείται σε οποιοδήποτε έτος στο οποίο τα εισοδήματα από την εργοδότηση του στη Δημοκρατία υπερβαίνουν τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ετησίως, ανεξάρτητα αν σε κάποιο έτος τα εισοδήματα από την εργοδότηση του μειώνονται κάτω από τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), νοουμένου ότι όταν άρχισε η εργοδότηση του στη Δημοκρατία τα εισοδήματα από την εργοδότηση του στη Δημοκρατία υπερέβαιναν τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ετησίως, και ο Έφορος ικανοποιείται ότι η αυξομείωση στα ετήσια εισοδήματα από την εργοδότηση στη Δημοκρατία δεν αποτελεί ρύθμιση που αποσκοπεί στη χορήγηση της απαλλαγής˙
(iv) η απαλλαγή που προβλέπεται από τις διατάξεις του εδάφιου (21) δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν ισχύει η απαλλαγή που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου˙
(v) οι διατάξεις της υποπαραγράφου (ii) της παρούσας επιφύλαξης τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση ατόμου του οποίου η εργοδότηση ξεκινά από και μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015.
(23Α) τo πενήντα τοις εκατόν (50%) της αμοιβής από εργοδότηση στη Δημοκρατία από άτομο το οποίο δεν ήταν κάτοικος της Δημοκρατίας για χρονική περίοδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) συνεχόμενων ετών αμέσως πριν από την έναρξη της πρώτης εργοδότησής του στη Δημοκρατία και του οποίου η έναρξη πρώτης εργοδότησης στη Δημοκρατία γίνεται από την 1η Ιανουαρίου 2022 και μετέπειτα:
(i) η απαλλαγή χορηγείται για χρονική περίοδο δεκαεπτά (17) φορολογικών ετών ή μέχρι την κατάργηση του παρόντος εδαφίου, όποιο από τα δύο επισυμβεί νωρίτερα, αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος έναρξης της πρώτης εργοδότησης στη Δημοκρατία·
(ii) η απαλλαγή χορηγείται για οποιοδήποτε έτος στο οποίο η αμοιβή από εργοδότηση στη Δημοκρατία υπερβαίνει τις πενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€55.000), ανεξαρτήτως εάν σε οποιοδήποτε φορολογικό έτος η αμοιβή μειώνεται κάτω των πενήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (€55.000), νοουμένου ότι κατά το πρώτο ή δεύτερο έτος που έπεται της ημερομηνίας έναρξης της πρώτης εργοδότησης στη Δημοκρατία η αμοιβή υπερέβαινε τις πενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€55.000) ετησίως και ο Έφορος ικανοποιείται ότι η αυξομείωση στην ετήσια αμοιβή από εργοδότηση στη Δημοκρατία δεν αποτελεί ρύθμιση που αποσκοπεί στη χορήγηση της απαλλαγής·
(iii) ανεξαρτήτως των διατάξεων της υποπαραγράφου (ii), η απαλλαγή χορηγείται κατά το φορολογικό έτος έναρξης της πρώτης εργοδότησης, νοουμένου ότι η αμοιβή από την εργοδότηση στη Δημοκρατία κατά τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες υπερβαίνει τις πενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€55.000)·
(iv) για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, άτομο θεωρείται ότι έχει «έναρξη πρώτης εργοδότησης στη Δημοκρατία» όταν για πρώτη φορά, μετά από περίοδο δεκαπέντε (15) συνεχόμενων φορολογικών ετών κατά την οποία δεν ασκούσε οποιεσδήποτε μισθωτές υπηρεσίες στη Δημοκρατία, αρχίζει να ασκεί μισθωτές υπηρεσίες στη Δημοκρατία είτε σε εργοδότη κάτοικο της Δημοκρατίας είτε σε εργοδότη μη κάτοικο της Δημοκρατίας και ο όρος «πρώτη εργοδότηση στη Δημοκρατία» ερμηνεύεται ανάλογα:
(i) επωφελήθηκε της προβλεπόμενης στο εδάφιο (23) απαλλαγής· ή
(ii) του οποίου η πρώτη εργοδότηση στη Δημοκρατία άρχισε μεταξύ των ετών 2016 και 2021, με αμοιβή που υπερέβαινε τις πενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€55.000) ετησίως· ή
(iii) του οποίου η πρώτη εργοδότηση στη Δημοκρατία άρχισε μεταξύ των ετών 2016 και 2021, με αμοιβή που δεν υπερέβαινε τις πενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€55.000) ετησίως και εντός χρονικής περιόδου έξι (6) μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 6) Νόμου του 2022, η αμοιβή υπερβεί τις πενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€55.000) ετησίως:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι,
(i) σε περίπτωση κατά την οποία χορηγείται η προβλεπόμενη στο παρόν εδάφιο απαλλαγή, δεν χορηγούνται οι προβλεπόμενες στα εδάφια (21), (21Α) και (23) απαλλαγές·
(ii) η απαλλαγή χορηγείται σε κάθε άτομο, άπαξ εφ’ όρου ζωής, για τα έτη που εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου:
(24) Οποιοδήποτε κέρδος προκύπτει από συναλλαγματικές διαφορές που οφείλονται στη διακύμανση συναλλαγματικών ισοτιμιών, με εξαίρεση το κέρδος που προκύπτει από την εμπορία συναλλάγματος:
Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου ο όρος «κέρδος που προκύπτει από συναλλαγματικές διαφορές» περιλαμβάνει και κέρδος από δικαιώματα ή παράγωγα συναλλάγματος και ο όρος «εμπορία συναλλάγματος» περιλαμβάνει και εμπορία δικαιωμάτων ή παραγώγων συναλλάγματος.
(25) Οποιοδήποτε όφελος, πλεόνασμα ή κέρδος προσώπου το οποίο προκύπτει στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης:
επιστρέφεται ή περισσεύει, κατά περίπτωση στο δανειολήπτη οποιοδήποτε μέρος από το προϊόν διάθεσης, τότε καταβάλλεται φόρος από το δανειολήπτη κατ' αναλογία επί του ποσού που επιστρέφεται.
Για σκοπούς της παρούσας επιφύλαξης -
(i) Ο φόρος που προκύπτει βαρύνει το δανειολήπτη και παρακρατείται από το δανειστή από το εν λόγω ποσό που επιστρέφεται ή περισσεύει, κατά περίπτωση και καταβάλλεται στον Έφορο·
(ii) o φόρος που προκύπτει και καταβάλλεται δυνάμει της παρούσας επιφύλαξης και των κατ’ αναλογίαν διατάξεων του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015 και του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους το ποσό που επιστρέφεται ή περισσεύει, κατά περίπτωση.
(26) Μέχρι του πενήντα τοις εκατόν (50%) του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου δραστηριοποιούμενου στη Δημοκρατία στον τομέα παραγωγής ταινιών, σειρών και άλλων συναφών προγραμμάτων οπτικοακουστικής όπως οι δραστηριότητες αυτές καθορίζονται στο Σχέδιο, το οποίο δεν υπερβαίνει το τριάντα πέντε τοις εκατόν (35%) των επιλέξιμων δαπανών, όπως αυτές εγκρίνονται από την Αρμόδια Αρχή εφαρμογής του Σχεδίου:
9. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), προς εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος κάθε προσώπου θα εκπίπτουν όλες οι δαπάνες τις οποίες το πρόσωπο αυτό υπέστη εξολοκλήρου και αποκλειστικά προς κτήση του εισοδήματος. Σ' αυτές περιλαμβάνονται:
(α) κάθε ποσό που δαπανήθηκε είτε για την επισκευή οικημάτων, μηχανημάτων, εγκαταστάσεων και μεταφορικών μέσων, είτε για την ανανέωση, επισκευή ή μετατροπή οποιουδήποτε εργαλείου, σκεύους ή άλλου αντικειμένου, χρησιμοποιουμένων για την κτήση του εισοδήματος·
(β) οι συνήθεις ετήσιες εισφορές που καταβάλλονται από εργοδότη σε Ταμείο που εμπίπτει στο άρθρο 14·
(γ) οι ανεπίδεκτες εισπράξεως απαιτήσεις οποιασδήποτε επιχείρησης, εάν ο Έφορος ικανοποιηθεί ότι οι απαιτήσεις αυτές κατέστησαν ανεπίδεκτες εισπράξεως κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους και ότι πράγματι αποσβέσθηκαν με οριστική εγγραφή κατά τη διάρκεια του ιδίου έτους, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι απαιτήσεις αυτές κατέστησαν πληρωτέες προ της έναρξης του εν λόγω έτους, καθώς επίσης και το ποσό κάθε ειδικής πρόβλεψης αναφορικά με επισφαλείς απαιτήσεις σε σχέση με τις οποίες ο Έφορος ικανοποιείται ότι κατέστησαν ή θα καταστούν τελικά ανείσπρακτες:
(δ) οι δαπάνες για επιστημονική έρευνα, καθώς και οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη όπως αναγνωρίζονται με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, τις οποίες υπέστη πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση και έχει την οικονομική ιδιοκτησία του άυλου περιουσιακού στοιχείου που προκύπτει ή ενδέχεται να προκύψει από τη διενέργεια τέτοιων δαπανών:
(ε) Κάθε δαπάνη για την απόκτηση ή ανάπτυξη άυλων περιουσιακών στοιχείων όπως αυτά ορίζονται στον περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Νόμο όπως αυτός τροποποιήθηκε, στον περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμο όπως αυτός τροποποιήθηκε και στον περί Εμπορικών Σημάτων Νόμο όπως αυτός τροποποιήθηκε, η οποία έγινε από πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση:
(ii) αποκτήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από συνδεδεμένο πρόσωπο κατά τη χρονική περίοδο που αρχίζει τη 2α Ιανουαρίου 2016 και λήγει την 30ή Ιουνίου 2016 και τα οποία κατά το χρόνο απόκτησής τους ενέπιπταν στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου ή στις διατάξεις παρόμοιου καθεστώτος για άυλα περιουσιακά στοιχεία σε άλλο κράτος ή των οποίων η απόκτηση δεν έγινε με κύριο σκοπό ή έχοντας ως ένα από τους κύριους σκοπούς την αποφυγή φόρουˑ ή
(iii) αποκτήθηκαν από μη συνδεδεμένο πρόσωπο ή αναπτύχθηκαν από το πρόσωπο το ίδιο, κατά τη χρονική περίοδο που αρχίζει τη 2α Ιανουαρίου 2016 και λήγει την 30ή Ιουνίου 2016·
(β) έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 αναφορικά με άυλα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποκτήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από συνδεδεμένο πρόσωπο κατά τη χρονική περίοδο που αρχίζει τη 2α Ιανουαρίου 2016 και λήγει την 30ή Ιουνίου 2016 και τα οποία δεν εμπίπτουν στην υποπαράγραφο (ii):
(α) Το ενσωματωμένο εισόδημα που προκύπτει από την εμπορική χρήση άυλου περιουσιακού στοιχείου που εμπίπτει στον ορισμό «επιλέξιμο άυλο περιουσιακό στοιχείο» όπως αυτό καθορίζεται σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), ανεξαρτήτως της ημερομηνίας απόκτησης ή ανάπτυξης αυτούˑ ή
(β) το εισόδημα που προέρχεται από άυλο περιουσιακό στοιχείο που εμπίπτει στον ορισμό «επιλέξιμο άυλο περιουσιακό στοιχείο» σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (κ), ανεξαρτήτως της ημερομηνίας απόκτησης ή ανάπτυξης αυτού και για το οποίο υπάρχει μόνο οικονομική ιδιοκτησία:
«συνδεδεμένο πρόσωπο» σημαίνει το συνδεδεμένο πρόσωπο όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 33·
«άυλα περιουσιακά στοιχεία» θεωρούνται τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία μέχρι την 30η Ιουνίου 2016 είτε παρήγαν εισόδημα είτε είχε ολοκληρωθεί η ανάπτυξή τους.
“κέρδος” για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, υπολογίζεται με την αφαίρεση από το εισόδημα που προέρχεται από την εκμετάλλευση ή την πώληση των άυλων περιουσιακών στοιχείων των άμεσων εξόδων για την κτήση του εισοδήματος αυτού.
(στ) δωρεές ή συνεισφορές που έγιναν για εκπαιδευτικούς, μορφωτικούς ή άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς προς τη Δημοκρατία ή Αρχή Τοπικής Διοίκησης ή προς οποιοδήποτε φιλανθρωπικό ίδρυμα που εγκρίνεται ως τέτοιο από το Υπουργικό Συμβούλιο:
(ζ) κάθε δαπάνη που έγινε, ανεξάρτητα από το εάν έγινε για κτήση εισοδήματος ή όχι,
(i) κατά την έκταση που το ποσό των δαπανών υπερβαίνει το ποσό των £350 σε περίπτωση οικοδομής εμβαδού μέχρι 100 τ.μ., ή το ποσό των £300 σε περίπτωση οικοδομής από 101-1000 τ.μ., ή το ποσό των £200 σε περίπτωση οικοδομής εμβαδού από 1001 τ.μ. και άνω, για κάθε τετραγωνικό μέτρο εμβαδού της οικοδομής ή του αρχαίου μνημείου·
(ii) για τη συντήρηση, διατήρηση ή αποκατάσταση αρχαίου μνημείου που καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα του περί Αρχαιοτήτων Νόμου, εάν ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων πιστοποιεί ότι οι δαπάνες έγιναν για τη συμπλήρωση των έργων συντήρησης, διατήρησης ή αποκατάστασης του αρχαίου αυτού μνημείου:
(i) κατά την έκταση που το ποσό των δαπανών υπερβαίνει το ποσό των εκατόν ογδόντα λιρών για κάθε τετραγωνικό μέτρο εμβαδού της οικοδομής ή του αρχαίου μνημείου·
(ii) αναφορικά με οποιοδήποτε ποσό το οποίον ο ιδιοκτήτης της οικοδομής αυτής ή αρχαίου μνημείου έλαβε δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 8 του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή από οποιοδήποτε δημόσιο ταμείο·
(η) τόκος μέχρι ποσού πεντακοσίων λιρών αναφορικά με δάνειο που δημιουργήθηκε για την ανοικοδόμηση κατοικίας που χρησιμοποιείται συνήθως υπό ατόμου ή των παιδιών του για σκοπούς ιδιοκατοίκησης:
(θ) οποιοδήποτε ποσό τόκων αναφορικά με την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού που χρησιμοποιούνται στην επιχείρηση·
(ι) ποσά που καταβάλλονται σε Ταμείο το οποίο εγκρίνεται σύμφωνα με Κανονισμούς για σκοπούς εκπαίδευσης και συντήρησης ατόμου το οποίο φοιτά σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, κολλέγιο, σχολή ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
(κ) Ποσοστό ύψους ογδόντα τοις εκατόν (80%) των επιλέξιμων κερδών που παράγονται από επιλέξιμο άυλο περιουσιακό στοιχείοˑ πρόσωπο δύναται για κάθε φορολογικό έτος να αποποιείται ολόκληρης ή μέρους της έκπτωσης που χορηγείται δυνάμει της παρούσας παραγράφου:
(λ) Κάθε δαπάνη για την απόκτηση ή την ανάπτυξη του άυλου περιουσιακού στοιχείου, η οποία πραγματοποιήθηκε από πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση αναφορικά με την οποία ο Έφορος ήθελε ικανοποιηθεί ότι έγινε προς όφελος της επιχείρησης:
(μ) Δαπάνη για την εκπόνηση μελέτης εξοικονόμησης ενέργειας από ειδικευμένο εμπειρογνώμονα, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στον περί Ρύθμισης της Ενεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων Νόμο ή από ενεργειακό ελεγκτή, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στον περί της Ενεργειακής Απόδοσης Νόμο αναφορικά με υποστατικό που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση.
(1Α) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) δεν εκπίπτονται-
(i) οποιεσδήποτε δαπάνες δεν υποστηρίζονται από τιμολόγια και αποδείξεις είσπραξης ή άλλα στοιχεία που προβλέπονται στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου·
(ii) οι αποδοχές, που αφορούν μισθωτές υπηρεσίες που παρέχονται εντός του φορολογικού έτους, επί των οποίων οι εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, Ταμείο Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, Ταμείο Συντάξεων και Ταμείο Προνοίας δεν καταβάλλονται στο έτος στο οποίο οφείλονται:
(2) Στην περίπτωση εισοδήματος ατόμου από ενοικίαση κτιρίων αφαιρείται ποσοστό είκοσι τοις εκατόν (20%) από το εν λόγω ακαθάριστο εισόδημα πριν να αφαιρεθεί η έκπτωση για μείωση της αξίας και φθοράς όπως προνοείται στις διατάξεις του άρθρου 10 και η δαπάνη για τόκους.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος 'επιχείρηση' περιλαμβάνει εκμίσθωση ιδιοκτησίας.
(9A). 1.- Δαπάνες που διενεργούνται από πρόσωπο, το οποίο είναι ανεξάρτητος επενδυτής, είτε απευθείας, είτε μέσω επενδυτικού ταμείου, είτε μέσω εναλλακτικής πλατφόρμας διαπραγμάτευσης, για επένδυση χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου προς καινοτόμο μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα του προσώπου αυτού κατά την επένδυσή τους:
Νοείται ότι
(i) Το ποσό που εκπίπτει του φορολογητέου εισοδήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του φορολογητέου εισοδήματος του προσώπου αυτού στο φορολογικό έτος εντός του οποίου πραγματοποιείται η επένδυση χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου όπως αυτό έχει προσδιορισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου προτού αφαιρεθεί από αυτό η έκπτωση που καθορίζεται στο παρόν άρθρο και αφού αφαιρεθεί από αυτό η έκπτωση με βάση το άρθρο 14 του παρόντος νόμου·
(ii) στην περίπτωση επενδυτή νομικού προσώπου, το οποίο είναι ανεξάρτητος επενδυτής εκπίπτει το τριάντα τοις εκατό (30%) των δαπανών που διενεργούνται είτε απευθείας, είτε μέσω επενδυτικού ταμείου, είτε μέσω εναλλακτικής πλατφόρμας διαπραγμάτευσης και μόνο για επενδύσεις ιδίων κεφαλαίων·
(iii) η αφαίρεση, στην έκταση που δεν παραχωρείται λόγω του περιορισμού της υποπαραγράφου (i) μπορεί να μεταφέρεται και να παραχωρείται κατά τα επόμενα πέντε έτη, τηρουμένου του πιο πάνω ποσοστιαίου περιορισμού·
(iv) το ποσό που εκπίπτει δεν μπορεί να υπερβεί στο σύνολο του τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ στο φορολογικό έτος·
(v) στην περίπτωση επενδύσεων συνέχειας πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014·
(vi) Ο Έφορος δύναται να μην επιτρέψει την παραχώρηση οποιασδήποτε έκπτωσης δυνάμει των διατάξεων παρόντος εδαφίου, εάν πρόσωπο που πραγματοποιεί δαπάνες για επένδυση χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου βάση του παρόντος εδαφίου, δεν διατηρήσει στην κατοχή του την εν λόγω επένδυση στην καινοτόμο μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ) για ελάχιστη περίοδο τριών ετών.
(vii) Ο Έφορος δύναται να μην επιτρέψει την παραχώρηση οποιασδήποτε έκπτωσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που κρίνει ότι έχουν γίνει ενέργειες οι οποίες αποσκοπούν στην παραχώρηση της σχετικής έκπτωσης και καταστρατηγούν οποιαδήποτε ανώτατα όρια που τίθενται δυνάμει του παρόντος άρθρου.
(viii) οι χρηματοπιστωτικοί διαμεσολαβητές και οι διαχειριστές τους μπορούν να επωφεληθούν από τη φορολογική έκπτωση μόνον εάν ενεργούν ως συνεπενδυτές ή από κοινού δανειοδότες, νοούμενου ότι δεν χορηγείται καμία φορολογική έκπτωση σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχονται από τον ενδιάμεσο χρηματοπιστωτικό οργανισμό ή τους διαχειριστές του για την εφαρμογή του μέτρου, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 90 των Κατευθυντήρων Γραμμών Χρηματοδότης Επιχειρηματικού Κινδύνου (ΚΓΧΕΚ)·
(ix) η έκπτωση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για υποστήριξη εξαγορών επιλέξιμης επιχείρησης, ούτε για υποστήριξη εξαγωγικών δραστηριοτήτων προς τρίτες χώρες ή άλλα κράτη μέλη ούτε δύναται να χρησιμοποιηθεί από επιλέξιμη επιχείρηση για εισαγωγή αγαθών, όπως καθορίζεται στις παραγράφους 27 μέχρι 29 των ΚΓΧΕΚ·
(x) σε περίπτωση κατά την οποία ανεξάρτητος επενδυτής παρέχει απευθείας χρηματοδότηση επιχειρηματικού κινδύνου σε καινοτόμο μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), επιλέξιμη επένδυση θεωρείται μόνο η απόκτηση νεοεκδοθέντων συνήθων μετοχών (ordinary shares) και οι μετοχές αυτές θα πρέπει να διατηρηθούν στην κατοχή του επενδυτή για τουλάχιστον τρία (3) έτη, ενώ σε περίπτωση κεφαλαίου αντικατάστασης, θα πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 7 του Άρθρου 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014·
(xi) ανεξαρτήτως των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία ανεξάρτητος επενδυτής, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο, προβαίνει σε χρηματοδότηση επιχειρηματικού κινδύνου απευθείας σε καινοτόμο μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), διασφαλίζεται η επαρκής συμμετοχή του ανεξάρτητου επενδυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του Άρθρου 21α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014:
Νοείται ότι, η συνολική μέγιστη φορολογική απαλλαγή δεν υπερβαίνει τα ακόλουθα ανώτατα όρια:
(α) το πενήντα τοις εκατό (50%) της επιλέξιμης επένδυσης που πραγματοποιείται από ανεξάρτητο επενδυτή, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο, προς την καινοτόμο μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (β) του ορισμού του όρου “καινοτόμος μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ)”·
(β) το τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της επιλέξιμης επένδυσης που πραγματοποιείται από ανεξάρτητο επενδυτή, ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο, προς την καινοτόμο μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του ορισμού του όρου “καινοτόμος μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ)”· και
(γ) το είκοσι τοις εκατό (20%) της επιλέξιμης επένδυσης που πραγματοποιείται από ανεξάρτητο επενδυτή που είναι φυσικό πρόσωπο προς την καινοτόμο μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ), όπως προβλέπεται στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (β) του ορισμού του όρου “καινοτόμος μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ)”.
Για σκοπούς του παρόντος άρθρου -
«καινοτόμος μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ)» σημαίνει την μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ):
(α) που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας˙ και
(β) η οποία θα πρέπει, τη στιγμή της επένδυσης να αποτελεί μη εισηγμένη ΜΜΕ και να έχει καταρτίσει επιχειρηματικό σχέδιο για την επένδυση χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου και επιπλέον να πληροί τουλάχιστον μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) δεν ασκεί δραστηριότητες σε καμία αγορά· ή
(ii) ασκεί δραστηριότητες σε οποιαδήποτε αγορά είτε λιγότεροαπό δέκα (10) έτη μετά από την εγγραφή της στον Έφορο Εταιρειών είτε λιγότερο από επτά (7) έτη μετά την πρώτη εμπορική της πώληση· ή
(iii) χρειάζεται αρχική επένδυση χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου η οποία, βάσει επιχειρηματικού σχεδίου που καταρτίζεται για νέο προϊόν ή τη διείσδυση σε νέα γεωγραφική αγορά, είναι ψηλότερη του 50% του μέσου ετήσιου κύκλου εργασιών της κατά τα προηγούμενα πέντε έτη:
(i) επενδύσεις που βελτιώνουν σημαντικά τις περιβαλλοντικές συνθήκες, σύμφωνα με την παράγραφο (2) του Άρθρου 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014·
(ii) άλλες περιβαλλοντικές βιώσιμες επενδύσεις, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του Άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2020/852·
(iii) επενδύσεις που στοχεύουν στη βελτίωση των εξορύξεων, διαχωρισμού, διύλισης, επεξεργασία ή ανακύκλωση κρίσιμης πρώτης ύλης που παρατίθεται στο Παράρτημα IV του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014.
(γ) η οποία έχει εγκριθεί ως τέτοια, από το Υπουργείο Οικονομικών ή άλλη αρμόδια αρχή που θα υποδείξει ο Υπουργός Οικονομικών κατόπιν αιτήσεως και αξιολόγησης ως ακολούθως:
(1)(i) Κατηγορία Α: Υφιστάμενες επιχειρήσεις με οικονομικό ιστορικό:
Η επιχείρηση υποβάλλει πιστοποιητικό/ βεβαίωση από εγκεκριμένο ελεγκτή, στην οποία πιστοποιείται ότι οι δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, όπως αναγνωρίζονται με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό (10%) του συνόλου των λειτουργικών της δαπανών:
(ii) Κατηγορία Β: Επιχειρήσεις σε φάση εκκίνησης, χωρίς οικονομικό ιστορικό:
Η επιχείρηση υποβάλλει επιχειρηματικό σχέδιο στο οποίο περιγράφεται η ικανότητα για ανάπτυξη νέων ή σαφώς βελτιωμένων προϊόντων, υπηρεσιών ή διαδικασιών με υψηλό τεχνολογικό ή βιομηχανικό ρίσκο, που χαρακτηρίζονται ως καινοτόμα στον τομέα ή στην αγορά τους.
(iii) Κατηγορία Γ: Επιχειρήσεις που λαμβάνουν πιστοποιητικό χωρίς αξιολόγηση:
Επιχειρήσεις οι οποίες πληρούν τουλάχιστον ένα από τα πιο κάτω κριτήρια, κατά τα τελευταία τρία (3) χρόνια:
(αα) Η επιχείρηση έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση από ένα εκ των προγραμμάτων SME Instrument (Φάση Ι ή και Φάση ΙΙ), EIC Pathfinder και EIC Accelerator του Χρηματοδοτικού Προγράμματος της ΕΕ Ορίζοντας 2020, ή από ένα εκ των Προγραμμάτων EIC Pathfinder και EIC Accelerator του Χρηματοδοτικού Προγράμματος της ΕΕ Οριζόντιας Ευρώπη 2021-27.
(ββ) Η επιχείρηση έχει λάβει Σφραγίδα Αριστείας (Seal of Excellence) στα προγράμματα που αναφέρονται πιο πάνω.
(γγ) Η επιχείρηση έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση από τα προγράμματα Καινοτομίας PRE-SEED, SEED ή INNOVATE ή από άλλα αντίστοιχα Προγράμματα Καινοτομίας που θα ανακοινωθούν στο πλαίσιο των Εθνικών Προγραμμάτων Πλαισίου για Έρευνα και Καινοτομία του Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας.
(δδ) Η επιχείρηση έχει εξασφαλίσει Startup Visa.
(2) Το Υπουργείο Οικονομικών δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την πρακτική εφαρμογή της διαδικασίας που προνοείται στην παράγραφο (1), υπό την μορφή εγκυκλίου.
(3) Μια επιχείρηση παύει να θεωρείται καινοτόμος μικρή και μεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ) για σκοπούς του παρόντος νόμου οποιαδήποτε στιγμή αυτή λάβει συνολική επένδυση χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου η οποία ξεπερνά το ανώτατο όριο που τίθεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014.
(δ) η οποία δεν αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 651/2014 (άρθρο 1), δηλαδή, μεταξύ άλλων:
(i) δεν αποτελεί προβληματική επιχείρηση όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 18 του άρθρου 2 του Κανονισμού 651/2014 ή
(ii) δεν αποτελεί αντικείμενο εκκρεμούσας διαταγής ανάκτησης μετά από προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής με την οποία ενίσχυση κηρύσσεται παράνομη και ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.
«ανεξάρτητος επενδυτής» σημαίνει επενδυτή, ο οποίος ανεξάρτητα από την ιδιοκτησιακή του δομή, επιδιώκει αμιγώς εμπορικά συμφέροντα, χρησιμοποιεί δικούς του πόρους και αναλαμβάνει τον πλήρη κίνδυνο όσον αφορά την επένδυσή του είτε ασκεί οικονομική δραστηριότητα είτε όχι και επιπλέον δεν είναι ήδη μέτοχος της καινοτόμου μικρής και μεσαίας επιχείρησης (ΜΜΕ) στην οποία επενδύει, ούτε είναι συνδεδεμένο πρόσωπο αυτής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 33:
«δάνειο» σημαίνει συμφωνία που υποχρεώνει τον δανειοδότη να διαθέσει στον δανειολήπτη χρηματικό ποσό συμφωνημένου ύψους για συμφωνημένο χρονικό διάστημα. Ο δανειολήπτης υποχρεούται βάση της συμφωνίας να αποπληρώσει το δάνειο που του χορηγήθηκε εντός της συμφωνηθείσας περιόδου. Δύναται να λάβει τη μορφή δανείου ή άλλου χρηματοδοτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδοτικής μίσθωσης, που παρέχει στο δανειοδότη ένα βασικό στοιχείο ελάχιστης απόδοσης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενων δανείων δεν αποτελεί επιλέξιμο δάνειο.
«εναλλακτική πλατφόρμα διαπραγμάτευσης» σημαίνει ένα πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφο 1 σημείο 15 της οδηγίας 2004/3/ΕΚ, όπου η πλειονότητα των χρηματοοικονομικών μέσων που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση εκδίδονται από ΜΜΕ˙
«επενδυτικό ταμείο» σημαίνει
(α) είτε τον ΟΕΕ, όπως ορίζεται στον περί των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο του 2014, ο οποίος, σύμφωνα με την επενδυτική του πολιτική, επενδύει 60% τουλάχιστον του ενεργητικού του:
(i) σε μέσα ιδίων κεφαλαίων και οιονεί ιδίων κεφαλαίων, όπως συμμετοχικά δικαιώματα, μετοχικούς τίτλους ή κινητές αξίες κεφαλαιουχικών εταιριών ή εταιρικές συμμετοχές ή μερίδια προσωπικών εταιριών, συμμετοχικά δάνεια, δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη, τίτλους επιλογής ή άλλους τίτλους που παρέχουν δικαίωμα απόκτησης των ως άνω συμμετοχικών δικαιωμάτων, τίτλων ή κινητών αξιών, μετατρέψιμες ομολογίες, τα οποία εκδίδονται από καινοτόμες ΜΜΕ, ως ορίζονται στον παρόντα Νόμο∙
(ii) σε εγγυημένα ή μη εγγυημένα δάνεια, που χορηγούνται στις παραπάνω καινοτόμες ΜΜΕ, υπό τους όρους ότι ο ΟΕΕ έχει ήδη πραγματοποιήσει στις εν λόγω καινοτόμες ΜΜΕ επενδύσεις της υποπαραγράφου (i) ανωτέρω, και υπό την προϋπόθεση ότι για τα δάνεια αυτά δεν χρησιμοποιούνται κεφάλαια περισσότερα από το 30% του ενεργητικού του ΟΕΕ, που δύναται να επενδυθεί σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο∙
(iii) σε τρέχουσες απαιτήσεις από αλληλόχρεους λογαριασμούς υπέρ καινοτόμων ΜΜΕ στις οποίες ο ΟΕΕ διατηρεί συμμετοχή, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) ανωτέρω σε ποσοστό τουλάχιστον 5%. Οι επενδύσεις σε τρέχουσες απαιτήσεις από αλληλόχρεους λογαριασμούς δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 15% της επένδυσης που έχει πραγματοποιήσει ο ΟΕΕ σε κάθε καινοτόμα ΜΜΕ, στην οποία διατηρεί συμμετοχή σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) ανωτέρω∙
(β) είτε τον ΟΕΕΠΑΠ, όπως ορίζεται στον περί των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο του 2014, ή που λειτουργεί ως τέτοιος δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 120 του περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου του 2014, ο οποίος, σύμφωνα με την επενδυτική του πολιτική, επενδύει 60% τουλάχιστον του ενεργητικού του:
(i) σε μέσα ιδίων κεφαλαίων και οιονεί ιδίων κεφαλαίων, όπως συμμετοχικά δικαιώματα, μετοχικούς τίτλους ή κινητές αξίες κεφαλαιουχικών εταιριών ή εταιρικές συμμετοχές ή μερίδια προσωπικών εταιριών, συμμετοχικά δάνεια, δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη, τίτλους επιλογής ή άλλους τίτλους που παρέχουν δικαίωμα απόκτησης των ως άνω συμμετοχικών δικαιωμάτων, τίτλων ή κινητών αξιών, μετατρέψιμες ομολογίες, τα οποία εκδίδονται από καινοτόμες ΜΜΕ, ως ορίζονται στον παρόντα Νόμο∙
(ii) σε εγγυημένα ή μη εγγυημένα δάνεια, που χορηγούνται στις παραπάνω καινοτόμες ΜΜΕ, υπό τους όρους ότι ο ΟΕΕΠΑΠ έχει ήδη πραγματοποιήσει στις εν λόγω καινοτόμες ΜΜΕ επενδύσεις της υποπαραγράφου (i) ανωτέρω, και υπό την προϋπόθεση ότι για τα δάνεια αυτά δεν χρησιμοποιούνται κεφάλαια περισσότερα από το 30% του ενεργητικού του ΟΕΕΠΑΠ, που δύναται να επενδυθεί σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο∙
(iii) σε τρέχουσες απαιτήσεις από αλληλόχρεους λογαριασμούς υπέρ καινοτόμων ΜΜΕ στις οποίες ο ΟΕΕΠΑΠ διατηρεί συμμετοχή, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) ανωτέρω σε ποσοστό τουλάχιστον 5%. Οι επενδύσεις σε τρέχουσες απαιτήσεις από αλληλόχρεους λογαριασμούς δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 15% της επένδυσης που έχει πραγματοποιήσει ο ΟΕΕΠΑΠ σε κάθε καινοτόμα ΜΜΕ, στην οποία διατηρεί συμμετοχή σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) ανωτέρω∙
(δ) είτε Ταμεία Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας (EuSEF) που πληρούν τις προϋποθέσεις, ως ορίζονται στον Κανονισμό 346/2013,
(ε) είτε Εταιρείες Επιχειρηματικού Κεφαλαίου (EuVECA) που πληρούν τις προϋποθέσεις, ως ορίζονται στον Κανονισμό 345/2013∙
«επένδυση συνέχειας» σημαίνει την επιπρόσθετη επένδυση χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου σε επιχείρηση, που ακολουθεί ένα η περισσότερους προηγούμενους κύκλους επενδύσεων χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου·
«επένδυση οιονεί ιδίων κεφαλαίων»: σημαίνει ένα είδος χρηματοδότησης το οποίο τοποθετείται μεταξύ ιδίων και δανειακών κεφαλαίων και συνεπάγεται μεγαλύτερο κίνδυνο από το δάνειο αυξημένης εξασφάλισης και μικρότερο κίνδυνο από το κοινό μετοχικό κεφάλαιο, της οποίας η απόδοση για τον κάτοχο βασίζεται κυρίως στα κέρδη ή τις ζημίες της υποκείμενης στοχευόμενης επιχείρησης και η οποία δεν διασφαλίζεται σε περίπτωση αφερεγγυότητάς της. Οι επενδύσεις οιονεί ιδίων κεφαλαίων μπορεί να είναι δομημένες με τη μορφή χρέους, χωρίς εξασφάλιση και εξοφλητική προτεραιότητα, συμπεριλαμβανομένου χρέους υβριδικής μορφής, και σε ορισμένες περιπτώσεις μετατρέψιμου σε μετοχές, ή με τη μορφή προνομιούχων μετοχών·
«επένδυση χρηματοδότησης επιχειρηματικού κινδύνου» σημαίνει επενδύσεις ιδίων κεφαλαίων και οιονεί ιδίων κεφαλαίων, δάνεια, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών μισθώσεων, εγγυήσεις ή συνδυασμός αυτών, σε επιλέξιμες επιχειρήσεις για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων˙
«επένδυση ιδίων κεφαλαίων» σημαίνει την παροχή κεφαλαίων σε επιχείρηση, επενδυόμενων άμεσα ή έμμεσα έναντι ιδιοκτησίας του αντίστοιχου μεριδίου της επιχείρησης αυτής·
«δάνειο» σημαίνει συμφωνία που υποχρεώνει τον δανειοδότη να διαθέσει στον δανειολήπτη χρηματικό ποσό συμφωνημένου ύψους και για συμφωνημένο χρονικό διάστημα. Ο δανειολήπτης υποχρεούται βάση της συμφωνίας να αποπληρώσει το δάνειο που του χορηγήθηκε εντός της συμφωνηθείσας περιόδου. Δύναται να λάβει τη μορφή δανείου ή άλλου χρηματοδοτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδοτικής μίσθωσης, που παρέχει στην δανειοδότη ένα βασικό στοιχείο ελάχιστης απόδοσης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενων δανείων δεν αποτελεί επιλέξιμο δάνειο.
«πρώτη εμπορική πώληση» σημαίνει την πρώτη πώληση από μια επιχείρηση σε αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών, πλην των περιορισμένων δοκιμαστικών πωλήσεων στην αγορά·
«μη εισηγμένη ΜΜΕ» σημαίνει κάθε ΜΜΕ που δεν περιλαμβάνεται σε επίσημο κατάλογο χρηματιστηρίου, εκτός από τις εναλλακτικές πλατφόρμες διαπραγμάτευσης˙
Οι όροι “μικρή και μεσαία επιχείρηση” ή “ΜΜΕ”, για σκοπούς του άρθρου 9A του παρόντος Νόμου ερμηνεύονται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 651/2014 της Επιτροπής της 17ης Ιουνίου 2014 για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων ως συμβατών με την εσωτερική αγορά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2026.
9Β(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 9, από το φορολογητέο εισόδημα εταιρείας κάτοικου της Δημοκρατίας ή εταιρείας μη κάτοικου της Δημοκρατίας με μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία η οποία ασκεί επιχείρηση, παραχωρείται έκπτωση ίση με το γινόμενο του επιτοκίου αναφοράς επί των νέων κεφαλαίων που ανήκουν στην επιχείρηση και που χρησιμοποιούνται από αυτή για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της, και η έκπτωση αυτή αφαιρείται από το φορολογητέο εισόδημα του προσώπου αυτού για το εν λόγω φορολογικό έτος:
(2) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος –
(α) «επιτόκιο αναφοράς» σημαίνει το επιτόκιο απόδοσης δεκαετούς κυβερνητικού ομολόγου του κράτους, στο οποίο επενδύονται τα νέα κεφάλαια, αυξημένο κατά πέντε (5) εκατοστιαίες μονάδες κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του φορολογικού έτους:
(β) «νέα κεφάλαια» σημαίνει κεφάλαια τα οποία έχουν εισαχθεί στην επιχείρηση κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2015, αλλά τα οποία δεν περιλαμβάνουν ποσά που έχουν κεφαλαιοποιηθεί και προέρχονται από επανεκτίμηση κινητών ή ακίνητων αξιών και «παλαιά κεφάλαια» σημαίνει τα κεφάλαια που υφίστανται κατά την 31η Δεκεμβρίου 2014:
(γ) «κεφάλαια» σημαίνει το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο και το αποθεματικό υπέρ το άρτιον από την έκδοση μετοχών, στο βαθμό που αυτά έχουν εξοφληθεί.
(3) (α) Για την έκπτωση που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη μόνο κεφάλαια πέραν του ποσού των παλαιών κεφαλαίων.
(β) Σε περίπτωση κατά την οποία τα ποσά των νέων κεφαλαίων μίας επιχείρησης που ασκείται από εταιρεία κάτοικο στη Δημοκρατία ή από εταιρεία μη κάτοικο στη Δημοκρατία με μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από ποσά νέων κεφαλαίων άλλης επιχείρησης που ασκείται από εταιρεία κάτοικο στη Δημοκρατία ή από εταιρεία μη κάτοικο στη Δημοκρατία με μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, η έκπτωση επί των νέων κεφαλαίων παραχωρείται μόνο σε μία από τις εν λόγω επιχειρήσεις.
(γ) Tο ποσό της έκπτωσης επί νέων κεφαλαίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του ογδόντα τοις εκατό (80%) του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος που προκύπτει από την εισαγωγή των νέων κεφαλαίων, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου προτού αφαιρεθεί από αυτό η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο έκπτωση.
(δ) Σε περίπτωση κατά την οποία ποσά νέων κεφαλαίων προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από δάνεια για τα οποία παραχωρείται έκπτωση αναφορικά με τόκους, σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης ή δεύτερης επιφύλαξης της παραγράφου (15) του άρθρου 11, το ποσό της έκπτωσης τόκου επί των νέων κεφαλαίων μειώνεται κατά το ποσό των τόκων που παραχωρούνται σε άλλη επιχείρηση.
(ε) Η έκπτωση λογίζεται ως τόκος και σε τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου 15 του άρθρου 11.
(στ) Σε περίπτωση κατά την οποία νέα κεφάλαια εισάγονται υπό μορφή περιουσιακών στοιχείων σε είδος, το ποσό των κεφαλαίων αυτών για σκοπούς παραχώρησης της έκπτωσης που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να υπερβαίνει την αγοραία αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων κατά την ημερομηνία εισαγωγής τους στην επιχείρηση και καμία έκπτωση δεν παραχωρείται εάν η αγοραία αξία αυτών δεν είναι τεκμηριωμένη κατά την κρίση του Εφόρου.
(ζ) Σε περίπτωση αναδιοργάνωσης η οποία πραγματοποιείται χωρίς να δημιουργούνται κέρδη υποκείμενα σε φορολογία στη μεταβιβάζουσα εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VI, η έκπτωση τόκου για ίδια κεφάλαια υπολογίζεται ως εάν να μην έλαβε χώρα η αναδιοργάνωση.
(η) Ο Έφορος δύναται να μην επιτρέψει την παραχώρηση οποιασδήποτε έκπτωσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που κρίνει ότι έχουν γίνει ενέργειες ή συναλλαγές χωρίς ουσιαστικό οικονομικό ή εμπορικό σκοπό οι οποίες αποσκοπούν στην παραχώρηση της σχετικής έκπτωσης, ή ότι τα νέα κεφάλαια για τα οποία διεκδικείται η έκπτωση προέρχονται από κεφάλαια που υπήρχαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2015 και τα οποία παρουσιάζονται ως νέα κεφάλαια μέσα από ενέργειες ή συναλλαγές συνδεδεμένων προσώπων, με κύριο σκοπό την παραχώρηση της προβλεπόμενης στο παρόν άρθρο έκπτωσης.
(4) Πρόσωπο δύναται για κάθε φορολογικό έτος να επιλέγει την αποποίηση ολόκληρης ή μέρους της έκπτωσης που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
9Γ. Δαπάνες γενόμενες από φυσικό πρόσωπο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα και οι οποίες αφορούν κινηματογραφική υποδομή και απόκτηση τεχνολογικού εξοπλισμού εφόσον πληρούνται κατ’ αναλογίαν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 651/2014, καθώς και δαπάνες γενόμενες από οριζόμενη στο Σχέδιο ως Μικρό Μεσαία Επιχείρηση (ΜΜΕ), ήτοι από κάθε οντότητα ανεξαρτήτως νομικής μορφής η οποία ασκεί οικονομική δραστηριότητα και αποτελεί δρώσα οικονομική οντότητα στην κινηματογραφική υποδομή, όπως και δαπάνες σε τεχνολογικό εξοπλισμό σύμφωνα με το Σχέδιο, εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα του προσώπου αυτού κατά το χρόνο διενέργειας της επένδυσης:
9Δ.(1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν ανεξαρτήτως των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, και, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος άρθρου και οποιασδήποτε άλλης διάταξης είτε του παρόντος είτε οποιουδήποτε άλλου Νόμου, υπερισχύουν οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(2) Tο παρόν άρθρο αφορά αποκλειστικά και μόνο εκείνες τις συσσωρευμένες ζημιές αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (11) του άρθρου 13, στον βαθμό που αυτές δημιουργούν αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση υπέρ του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος στους ελεγμένους λογαριασμούς αυτού για το φορολογικό έτος της σχετικής μεταφοράς σε αυτό των εργασιών ή της σχετικής μεταβίβασης σε αυτό περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, οι οποίοι λογαριασμοί πρέπει να έχουν ετοιμαστεί σύμφωνα με τα εκάστοτε εν ισχύι διεθνή λογιστικά πρότυπα, εφεξής «Σχετικές Συσσωρευμένες Ζημιές».
(3)(α) Οι Σχετικές Συσσωρευμένες Ζημιές κατανέμονται σε δεκαπέντε (15) ισόποσες ετήσιες δόσεις και η κάθε μία εκ των ετήσιων δόσεων, περιλαμβανομένων των ετήσιων δόσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (4) και των ετήσιων δόσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (9), εφεξής αναφέρεται ως «Ετήσια Δόση».
(β) Οι Ετήσιες Δόσεις δύναται να εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος για περίοδο δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών, αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος που ακολουθεί το φορολογικό έτος κατά το οποίο συντελείται η σχετική μεταφορά των εργασιών ή η σχετική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, η δε μέγιστη επιτρεπόμενη συχνότητα χρήσης των Ετήσιων Δόσεων για τον σκοπό αυτό είναι η μία Ετήσια Δόση ανά φορολογικό έτος.
(γ) Το μέγιστο ποσό Ετήσιας Δόσης το οποίο δύναται να χρησιμοποιεί το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα ανά φορολογικό έτος εν είδει έκπτωσης είναι το ποσό το οποίο μπορεί να δημιουργήσει ζημιά μέχρι του ποσού που δύναται να συμψηφιστεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 13.
(4) Αποκλειστικά και μόνο για Σχετικές Συσσωρευμένες Ζημίες που αποκτήθηκαν από αποκτών πιστωτικό ίδρυμα πριν την 1η Ιανουαρίου 2018, το ύψος κάθε Ετήσιας Δόσης επαναϋπολογίζεται αποκλειστικά και μόνο πάνω στη βάση του μέρους των Σχετικών Συσσωρευμένων Ζημιών που δεν χρησιμοποιήθηκαν ως έκπτωση από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα πριν την 1η Ιανουαρίου 2018, το οποίο μέρος κατανέμεται σε ισόποσες Ετήσιες Δόσεις μεταξύ των φορολογικών ετών 2018 μέχρι και το τελευταίο φορολογικό έτος της αρχικής περιόδου των δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου 3.
(5)(α) Αμέσως πριν το τέλος κάθε φορολογικού έτους από το 2018 και μετά στο οποίο αντιστοιχεί Ετήσια Δόση, οποιοδήποτε ποσό της εν λόγω Ετήσιας Δόσης δεν έχει χρησιμοποιηθεί ως έκπτωση από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, πολλαπλασιαζόμενο με τον φορολογικό συντελεστή φόρου εισοδήματος που εφαρμόζεται στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα κατά το εν λόγω χρονικό σημείο, εφεξής «Φορολογικός Συντελεστής», μετατρέπεται σε ειδικές πιστώσεις, εφεξής «Ειδικές Πιστώσεις Φόρου».
(β) Οι Ειδικές Πιστώσεις Φόρου δύναται να χρησιμοποιούνται υπό του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος εντός του φορολογικού έτους που ακολουθεί το φορολογικό έτος κατά το οποίο προέκυψαν, έναντι φορολογικών υποχρεώσεων του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος ή και οποιασδήποτε άλλης εταιρείας μέλους του ίδιου συγκροτήματος, όπως αυτό ορίζεται στο εδάφιο (8) του άρθρου 13, που έχουν ως πηγή τον παρόντα Νόμο ή και τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο ή και τον περί Επιβολής Ειδικού Φόρου Πιστωτικού Ιδρύματος Νόμο.
(γ) Oποιεσδήποτε Ειδικές Πιστώσεις Φόρου δεν χρησιμοποιηθούν εντός του χρονικού περιθωρίου που προβλέπεται στην παράγραφο (β), μετατρέπονται σε εκκαθαρισμένο επιστρεπτέο ποσό υπέρ του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος, εφεξής «ΕΕΠ».
6)(α) Το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα δύναται να εφαρμόζει τις διατάξεις που προβλέπουν μετατροπές σε Ειδικές Πιστώσεις Φόρου ή ΕΕΠ με αντίτιμο την υποχρέωση καταβολής ετήσιου εγγυητικού τέλους.
(β) Το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει στη Δημοκρατία το ετήσιο εγγυητικό τέλος για κάθε φορολογικό έτος από το έτος 2022 και εντεύθεν στο οποίο αντιστοιχεί Ετήσια ∆όση, το δε ετήσιο εγγυητικό τέλος καθορίζεται στο ενάμισι τοις εκατό (1,5%) του αποτελέσματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του Φορολογικού Συντελεστή µε τη σχετική Ετήσια ∆όση.
(γ) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β), ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να αυξήσει το εγγυητικό τέλος μέχρι του ποσού των δέκα εκατομμυρίων ευρώ (€10.000.000):
(δ) Το εγγυητικό τέλος κοινοποιείται στο πιστωτικό ίδρυμα εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη κάθε σχετικού φορολογικού έτους και καταβάλλεται εντός εννέα (9) μηνών από τη λήξη αυτού:
(7) Οποιεσδήποτε συσσωρευμένες ζημιές αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος που ενώ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (11) του άρθρου 13 δεν λογίζονται ως Σχετικές Συσσωρευμένες Ζημιές, δεν μπορούν να συμψηφίζονται έναντι κερδών του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος, και, τηρουμένων των διατάξεων της επιφύλαξης που ακολουθεί, δεν μπορούν να μεταφέρονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 27:
(8) Εάν σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την 31η Δεκεμβρίου 2017, προκύψει οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που περιγράφονται μετά το πρώτο διαζευκτικό «ή» στην παράγραφο 2(α) του Άρθρου 39 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τότε οποιαδήποτε ποσά Σχετικών Συσσωρευμένων Ζημιών που ανήκουν στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα ως έκπτωση και δεν έχουν ήδη μετατραπεί σε Ειδικές Πιστώσεις Φόρου, μετατρέπονται σε Ειδικές Πιστώσεις Φόρου, και οποιαδήποτε ποσά Ειδικών Πιστώσεων Φόρου που ανήκουν στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα (συμπεριλαμβανομένων, χωρίς περιορισμό, Ειδικών Πιστώσεων Φόρου που προκύπτουν δυνάμει του παρόντος εδαφίου) δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα έναντι φορολογικών υποχρεώσεων και δεν έχουν ήδη μετατραπεί σε ΕΕΠ, μετατρέπονται αυτόματα σε ΕΕΠ.
(9)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εάν σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την 31η Δεκεμβρίου 2017, προκύψει η περίπτωση που περιγράφεται αμέσως πριν το πρώτο διαζευκτικό «ή» στην παράγραφο 2(α) του Άρθρου 39 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, χωρίς να έχει προκύψει οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες παραπέμπει το εδάφιο 8, τότε-
(i) Σε ό,τι αφορά το φορολογικό έτος που αποτελεί το αντικείμενο των σχετικών επισήμως εγκεκριμένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2(α) του Άρθρου 39 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφεξής «Φορολογικό Έτος Αναφοράς», η Ετήσια Δόση επαναϋπολογίζεται ως το μεγαλύτερο μεταξύ -
(Α) της Ετήσιας Δόσης ως είχε αμέσως πριν τον εν λόγω επαναϋπολογισμό, εφεξής η «Ετήσια Δόση Αναφοράς». ή
(Β) του αποτελέσματος της εξίσωσης που προβλέπεται στην παράγραφο (β), κατωτέρω·
(ii) oποιαδήποτε αύξηση της εν λόγω Eτήσιας Δόσης συνεπεία του επαναϋπολογισμού που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), μειώνει κατ’ αναλογίαν τις Ετήσιες Δόσεις που αντιστοιχούν στα φορολογικά έτη που ακολουθούν το Φορολογικό Έτος Αναφοράς· και
(iii) η Ειδική Πίστωση Φόρου που προκύπτει κατά το Φορολογικό Έτος Αναφοράς, ανεξαρτήτως αν αυτή αναπροσαρμόζεται συνεπεία του επαναϋπολογισμού που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), μετατρέπεται αυτόματα σε ΕΕΠ στο βαθμό που δεν έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στο σύνολό της, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (5).
(β) Η εξίσωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) είναι η ακόλουθη:
επαναϋπολογισμένη Ετήσια Δόση = (Ετήσια Δόση Αναφοράς) Χ (συνολικός αριθμός Ετήσιων Δόσεων μη λαμβανομένων υπόψη των Ετήσιων Δόσεων που αντιστοιχούν σε φορολογικά έτη που προηγούνται του Φορολογικού Έτους Αναφοράς) Χ (λογιστική, μετά από φόρους, ζημιά χρήσης του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος) / (ίδια κεφάλαια - λογιστική, μετά από φόρους, ζημιά χρήσης του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος):
9Ε.-(1) Ανεξαρτήτως των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, σε πρόσωπο που αποκτά εισόδημα από ενοικίαση ακίνητης ιδιοκτησίας παραχωρείται πίστωση φόρου που ισούται με το πενήντα τοις εκατόν (50%) της μείωσης του μηνιαίου ενοικίου στην οποία το εν λόγω πρόσωπο προέβη εθελοντικά και καλύπτει μείωση ενοικίου που δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατόν (50%) και δεν είναι μικρότερη του τριάντα τοις εκατόν (30%) του μηνιαίου ενοικίου:
Νοείται ότι -
(i) H πίστωση φόρου παραχωρείται για μείωση ενοικίων που αφορά περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες και εμπίπτει εντός της φορολογικής περιόδου 2020, ανεξαρτήτως των συμφωνηθέντων μηνών μείωσηςˑ
(ii) η μείωση ενοικίου πραγματοποιείται με γραπτή συμφωνία μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστήˑ
(iii) η πίστωση φόρου δεν παραχωρείται στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης και ο ενοικιαστής είναι συνδεδεμένα πρόσωπα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 33 του παρόντος Νόμουˑ
(iv) η πίστωση φόρου δύναται να χρησιμοποιηθεί έναντι του συνολικού φόρου που προκύπτει για το φορολογικό έτος 2020ˑ
(v) οποιοσδήποτε επιστρεπτέος φόρος προκύπτει από την πίστωση αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό του φόρου που έχει καταβληθεί.
(2) Ανεξαρτήτως των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, σε πρόσωπο που αποκτά εισόδημα από ενοικίαση ακίνητης ιδιοκτησίας, παραχωρείται πίστωση φόρου που ισούται με το πενήντα τοις εκατό (50%) της μείωσης του μηνιαίου ενοικίου στην οποία το εν λόγω πρόσωπο προέβη εθελοντικά, και καλύπτει μείωση ενοικίου που δεν είναι μικρότερη του τριάντα τοις εκατό (30%) του μηνιαίου ενοικίου:
Νοείται ότι -
(i) η πίστωση φόρου παραχωρείται για μείωση ενοικίων που αφορά περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες και εμπίπτει εντός της περιόδου από 1η Ιανουαρίου μέχρι 30 Ιουνίου του 2021, ανεξαρτήτως των συμφωνηθέντων μηνών για τους οποίους παραχωρείται η μείωση˙
(ii) δεν παραχωρείται πίστωση φόρου για το ποσό της μείωσης που υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του μηνιαίου ενοικίου·
(iii) η μείωση ενοικίου γίνεται με γραπτή συμφωνία μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή·
(iv) η πίστωση δεν παραχωρείται στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης και ο ενοικιαστής είναι συνδεδεμένα πρόσωπα, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 33ˑ
(v) η πίστωση φόρου δύναται να χρησιμοποιηθεί έναντι του συνολικού φόρου που προκύπτει για το φορολογικό έτος 2021˙και
(vi) οποιοσδήποτε επιστρεπτέος φόρος προκύπτει από την πίστωση αυτή, δεν υπερβαίνει το ποσό του φόρου που έχει καταβληθεί:
10.-(1) Στο παρόν άρθρο στοιχεία πάγιου ενεργητικού σημαίνει εγκαταστάσεις, μηχανήματα ή κτίρια περιλαμβανομένων και καταλυμάτων των υπαλλήλων τα οποία ανήκουν σε πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση, ή σε άτομο το οποίο παρέχει μισθωτές υπηρεσίες και τα οποία χρησιμοποιούνται από το πρόσωπο αυτό στην επιχείρηση, ή τις μισθωτές υπηρεσίες, ή για επιστημονικές έρευνες αναφορικά με τις οποίες ο Έφορος ικανοποιείται ότι διεξάγονται για όφελος αυτής της επιχείρησης ή των μισθωτών υπηρεσιών:
(2) Κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου το οποίο ασκεί επιχείρηση, ή παρέχει μισθωτές υπηρεσίες, θα χορηγείται έκπτωση εύλογου ποσού για τη μείωση της αξίας και φθορά την οποία υφίστανται στοιχεία πάγιου ενεργητικού λόγω της χρήσης τους στην επιχείρηση, ή κατά την παροχή μισθωτών υπηρεσιών, κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους:
(α) Για όλα τα μηχανήματα και εγκαταστάσεις που αποκτώνται κατά τη διάρκεια των φορολογικών ετών 2012 μέχρι και 2018 παραχωρείται έκπτωση είκοσι τοις εκατόν (20%), πλην των στοιχείων για τα οποία παραχωρείται υψηλότερη ετήσια έκπτωση με βάση τις διατάξεις της γνωστοποίησης που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 52Α του Νόμου 58 του 1961, όπως αυτός τροποποιήθηκε,
(β) για τα ξενοδοχειακά κτίρια που αποκτώνται κατά τη διάρκεια των φορολογικών ετών 2012 μέχρι και 2018 παραχωρείται έκπτωση επτά τοις εκατόν (7%),
(γ) για τα βιομηχανικά κτίρια που αποκτώνται κατά τη διάρκεια των φορολογικών ετών 2012 μέχρι και 2018 παραχωρείται έκπτωση επτά τοις εκατόν (7%),
(δ) για τα κτίρια μονάδων αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που αποκτώνται κατά τη διάρκεια των φορολογικών ετών 2017 και 2018 παραχωρείται έκπτωση επτά τις εκατόν (7%):
(α) για κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, οι οποίες πραγματοποιούνται εντός των φορολογικών ετών 2023, 2024, 2025 και 2026, παραχωρείται έκπτωση ύψους επτά τοις εκατό (7%), εξαιρουμένων των στοιχείων για τα οποία παραχωρείται υψηλότερη ετήσια έκπτωση με βάση τη γνωστοποίηση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 52Α του καταργηθέντος περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961, όπως αυτή εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47·
(β) για κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για τεχνικά συστήματα ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και για μπαταρίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες πραγματοποιούνται εντός των φορολογικών ετών 2023, 2024, 2025 και 2026, παραχωρείται έκπτωση ύψους είκοσι τοις εκατό (20%), εξαιρουμένων των στοιχείων για τα οποία παραχωρείται υψηλότερη ετήσια έκπτωση με βάση τη γνωστοποίηση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 52Α του καταργηθέντος περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961, όπως αυτή εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47· και
(γ) για κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για ηλεκτρικά οχήματα, οι οποίες πραγματοποιούνται εντός των φορολογικών ετών 2023, 2024, 2025 και 2026, παραχωρείται έκπτωση ύψους τριάντα τρία και ένα τρίτο τοις εκατό (331/3%), εξαιρουμένων των στοιχείων για τα οποία παραχωρείται υψηλότερη ετήσια έκπτωση με βάση τη γνωστοποίηση που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 52Α του καταργηθέντος περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961, όπως αυτή εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47.
Για σκοπούς της παρούσας επιφύλαξης-
“κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων” σημαίνει κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για-
(i) θερμομόνωση οριζόντιων δομικών στοιχείων·
(ii) θερμομόνωση τοίχων και στοιχείων της φέρουσας κατασκευής·
(iii) αντικατάσταση κουφωμάτων∙
“κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για τεχνικά συστήματα ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και για μπαταρίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας” σημαίνει κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για-
(i) θερμομόνωση σωλήνων ζεστού νερού·
(ii) συστήματα ανάκτησης θερμότητας·
(iii) συστήματα διαχείρισης ενέργειας·
(iv) εγκατάσταση συστήματος συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας υψηλής απόδοσης·
(v) εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων net billing ή αυτόνομο·
(vi) αγορά και εγκατάσταση μπαταριών για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας·
“κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για ηλεκτρικά οχήματα” σημαίνει κεφαλαιουχικές δαπάνες που διενεργούνται για-
(i) καινούργια ηλεκτρικά οχήματα κατηγορίας Μ2 όπως αυτά ορίζονται στους περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων (Κατηγορίες Μ, Ν και Ο), των Κατασκευαστικών Στοιχείων, Συστημάτων και Χωριστών Τεχνικών Μονάδων τους Κανονισμούς·
(ii) καινούργια ηλεκτρικά οχήματα κατηγορίας Μ3 όπως αυτά ορίζονται στους περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων (Κατηγορίες Μ, Ν και Ο), των Κατασκευαστικών Στοιχείων, Συστημάτων και Χωριστών Τεχνικών Μονάδων τους Κανονισμούς·
(iii) καινούργια ηλεκτρικά οχήματα κατηγορίας Ν όπως αυτά ορίζονται στους περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων (Κατηγορίες Μ, Ν και Ο), των Κατασκευαστικών Στοιχείων, Συστημάτων και Χωριστών Τεχνικών Μονάδων τους Κανονισμούς, περιλαμβανομένου του τύπου Ν1, Ν2 και Ν3·
(iv) καινούργια ηλεκτρικά οχήματα τύπου Μ όπως αυτά ορίζονται στους περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων (Κατηγορίες Μ, Ν και Ο), των Κατασκευαστικών Στοιχείων, Συστημάτων και Χωριστών Τεχνικών Μονάδων τους Κανονισμούς, τα οποία εγγράφονται και εγκρίνονται ως ταξί από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών·
(v) σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων κατηγορίας 1 AC (εναλλασσόμενου ρεύματος) ή κατηγορίας 2 DC (συνεχούς ρεύματος):
(i) άτομο το οποίο παρέχει μισθωτές υπηρεσίες δεν δικαιούται έκπτωση για στοιχείο πάγιου ενεργητικού το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σ' αυτό, εφόσον το άτομο αυτό δεν είναι υπόχρεο, σύμφωνα με ρητό όρο στη σύμβαση εργοδότησης του, να χρησιμοποιεί το στοιχείο αυτό για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εφόσον καταβάλλεται στο άτομο αυτό αποζημίωση ή άλλο επίδομα για τη χρήση αυτή·
(ii) αν στοιχείο πάγιου ενεργητικού χρησιμοποιείται μερικώς για επαγγελματικούς και μερικώς για ιδιωτικούς σκοπούς, ο Έφορος θα μπορεί να καθορίζει το μέρος της κεφαλαιουχικής δαπάνης που έγινε για τη κτήση του στοιχείου αυτού, το οποίο αναλογεί στην ιδιωτική χρήση, και οι εκπτώσεις θα παρέχονται μόνο αναφορικά προς το μέρος της κεφαλαιουχικής δαπάνης το οποίο αναλογεί στη χρήση του στοιχείου αυτού στην επιχείρηση, ή μισθωτή υπηρεσία·
(iii) η διάρκεια χρήσης κτιρίου ορίζεται σε τριάντα τρία χρόνια, εξαιρουμένων των βιομηχανικών ή ξενοδοχειακών κτιρίων, για τα οποία ορίζεται σε εικοσιπέντε χρόνια, και σε περίπτωση που τέτοιο κτίριο μεταβιβάζεται με πώληση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ο νέος ιδιοκτήτης δικαιούται να απαιτήσει για την υπόλοιπη διάρκεια χρήσης του κτιρίου το απαράγραφο υπόλοιπο του ποσού το οποίο αρχικά στοίχισε το κτίριο αυτό.
(3) Σε περιπτώσεις στις οποίες, κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου που ασκεί επιχείρηση ή παρέχει μισθωτές υπηρεσίες, έχει χορηγηθεί έκπτωση σε κάποιο φορολογικό έτος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου αναφορικά με κάποιο στοιχείο πάγιου ενεργητικού και, κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους:
(α) το στοιχείο αυτό ή μέρος του έπαυσε να ανήκει στο πρόσωπο το οποίο ασκεί την επιχείρηση ή παρέχει μισθωτές υπηρεσίες, είτε λόγω πώλησης του εν λόγω στοιχείου ή μέρους αυτού είτε κάτω από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες· ή
(β) το στοιχείο αυτό ή μέρος του έπαυσε οριστικά να χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της υπό του προσώπου αυτού ασκούμενης επιχείρησης, ή μισθωτής υπηρεσίας, ενώ εξακολουθεί να ανήκει ακόμη στο πρόσωπο που ασκεί την εμπορική επιχείρηση ή τη μισθωτή υπηρεσία· ή
(γ) η ασκούμενη επιχείρηση ή η μισθωτή υπηρεσία τερματίσθηκε οριστικά και μόνιμα, το στοιχείο αυτό δεν έπαυσε προηγουμένως να ανήκει στο πρόσωπο που ασκεί την επιχείρηση, ή μισθωτή υπηρεσία, το υπόχρεο σε φορολογία πρόσωπο θα υποβάλλει στον Έφορο, κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους, μαζί με τη φορολογική του δήλωση, εξισωτική κατάσταση αναφορικά με τέτοιο στοιχείο παγίου ενεργητικού, περιέχουσα τα κατωτέρω στοιχεία-
(i) το ποσό της κεφαλαιουχικής δαπάνης για την κτήση αυτού·
(ii) το σύνολο του ποσού της υποτίμησης την οποία το στοιχείο αυτό υπέστη από την ημερομηνία που τούτο αγοράστηκε υπό μορφή φθοράς λόγω χρήσης, περιλαμβανομένου και του συνολικού ποσού των εκπτώσεων οι οποίες χορηγήθηκαν ήδη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου· και
(iii) το ποσό το αντιπροσωπεύον το τίμημα πώλησης ή την καταβολή ασφαλισθέντος ποσού ή κάποιας άλλης αποζημίωσης ή το κατάλοιπο της αξίας τέτοιου κεφαλαιουχικού στοιχείου:
(4) Για την εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος προσώπου υποχρέου δυνάμει του εδαφίου (3) όπως υποβάλει στον Έφορο εξισωτική κατάσταση, θα επιτρέπεται αφαίρεση (αναφερομένη ως «εξισωτική αφαίρεση») ή, ανάλογα με την περίπτωση, θα γίνεται πρόσθεση (αναφερομένη ως «εξισωτική πρόσθεση»), και τέτοια εξισωτική αφαίρεση ή πρόσθεση θα υπολογίζεται ως ακολούθως με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στην εξισωτική κατάσταση ή καταστάσεις που υποβάλλονται υπό του υποχρέου σε φόρο προσώπου αναφορικά με το φορολογικό έτος-
(α) το ποσό της εξισωτικής αφαίρεσης θα είναι το ποσό δια του οποίου το στοιχείο (i) στην εξισωτική κατάσταση υπερβαίνει το άθροισμα των στοιχείων (ii) και (iii) της εν λόγω κατάστασης·
(β) το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης θα είναι το ποσό δια του οποίου το άθροισμα των στοιχείων (ii) και (iii) στην εξισωτική κατάσταση υπερβαίνει το στοιχείο (i) της εν λόγω κατάστασης:
(5) Για τους σκοπούς των εδαφίων (3) και (4) ο όρος «στοιχεία πάγιου ενεργητικού» δεν περιλαμβάνει κτίρια τα οποία αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9.
(6) Όταν κάποιο στοιχείο πάγιου ενεργητικού, αναφορικά με το οποίο έχει επισυμβεί οποιοδήποτε από τα γεγονότα των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (3), αντικατασταθεί υπό του ιδιοκτήτου του και ως εκ τούτου παρίσταται ανάγκη όπως γίνει εξισωτική πρόσθεση, τότε, αν ο ιδιοκτήτης με γραπτή ειδοποίησή του προς τον Έφορο έτσι επιλέξει, θα εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις, ήτοι-
(α) αν το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης η οποία θα εγίνετο είναι μεγαλύτερο της κεφαλαιουχικής δαπάνης που θα εγίνετο για την προμήθεια του νέου στοιχείου πάγιου ενεργητικού -
(i) η εξισωτική πρόσθεση θα περιορίζεται σε ποσό ίσο με τη διαφορά· και
(ii) καμιά εξισωτική αφαίρεση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) και καμιά έκπτωση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) θα χορηγείται αναφορικά με το νέο στοιχείο· και
(iii) στην εξέταση του κατά πόσο πρέπει να γίνει εξισωτική πρόσθεση αναφορικά με την κεφαλαιουχική δαπάνη τη γενομένη για την κτήση του νέου στοιχείου, ως ολικό των εκπτώσεων που ήδη χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου αναφορικά με το νέο στοιχείο, -θα λογίζεται ποσό ίσο με το ποσό της κεφαλαιουχικής δαπάνης για την κτήση του νέου στοιχείου·
(β) αν η κεφαλαιουχική δαπάνη που έγινε για την προμήθεια του νέου στοιχείου είναι ίση ή μεγαλύτερη του ποσού της εξισωτικής πρόσθεσης η οποία θα εγίνετο-
(i) η εξισωτική πρόσθεση δεν Θα γίνει· και
(ii) το ποσό οποιωνδήποτε εκπτώσεων χορηγουμένων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου θα υπολογίζεται επί του ποσού της κεφαλαιουχικής δαπάνης της γενομένης για την προμήθεια του νέου στοιχείου, μειουμένου κατά το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης· και
(iii) στην εξέταση του κατά πόσο πρέπει να γίνει εξισωτική αφαίρεση ή εξισωτική πρόσθεση αναφορικά με την κεφαλαιουχική δαπάνη που έγινε για την κτήση του νέου στοιχείου, ως ολικό των εκπτώσεων που ήδη χορηγήθηκαν αναφορικά με το νέο στοιχείο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, θα λογίζεται το σύνολο των εκπτώσεων που ήδη χορηγήθηκαν επαυξημένο με ποσό ίσο με το ποσό της εξισωτικής πρόσθεσης η οποία άλλως θα εγίνετο.
(7) Σε περιπτώσεις στις οποίες το υπόχρεο σε φορολογία πρόσωπο έχει υποβάλει εξισωτική κατάσταση, ο Έφορος μπορεί-
(α) να αποδεχθεί την κατάσταση και να προβεί σε εξισωτική αφαίρεση ή πρόσθεση βάσει αυτής· ή
(β) να απορρίψει την κατάσταση και να προσδιορίσει, κατά την κρίση του, το ποσό της εξισωτικής αφαίρεσης ή πρόσθεσης και να προβεί βάσει τέτοιου προσδιορισμού σε εξισωτική αφαίρεση ή εξισωτική πρόσθεση.
(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) η κεφαλαιουχική δαπάνη που έγινε για την προμήθεια οποιουδήποτε στοιχείου πάγιου ενεργητικού θα είναι το ποσό το οποίο τέτοιο στοιχείο, κατά τη γνώμη του·
Εφόρου, θα στοίχιζε αν αγοραζόταν στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο κατά τον οποίο έγινε η κτήση του·
(β) το προϊόν της πώλησης αναφορικά με οποιοδήποτε πωληθέν στοιχείο πάγιου ενεργητικού θα είναι ποσό το οποίο τέτοιο στοιχείο, κατά τη γνώμη του Εφόρου, θα απέφερε αν πωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο κατά τον οποίο το στοιχείο τούτο πωλήθηκε·
(γ) αν δεν έχει γίνει πώληση, καταβολή ασφαλισθέντος ποσού ή αποζημίωσης ή αν δεν υφίσταται κατάλοιπο αξίας κάποιου στοιχείου πάγιου ενεργητικού, θα λογίζεται ως ληφθέν υπό κάποια από τις αναφερθείσες μορφές, ποσό ίσο προς το ποσό το οποίο τέτοιο στοιχείο, κατά τη γνώμη του Εφόρου, θα απέφερε αν πωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο που συνέβηκε το γεγονός·
(δ) ο όρος 'επιχείρηση' θα περιλαμβάνει και την εκμίσθωση κτιρίων
(ε) κάθε έκπτωση ή έκπτωση για επένδυση που χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε προηγουμένως ισχύοντος νόμου αφορώντος στην επιβολή φόρου εισοδήματος θα θεωρείται ως έκπτωση που χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(9) Ουδέν όφελος, πλεόνασμα, κέρδος ή ζημιά προσώπου η οποία προκύπτει στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς καθορισμού του φορολογητέου εισοδήματος του εν λόγω προσώπου:
(ii) κατά τη διάθεση ή κατοχή δι’ ιδίαν χρήσιν ακίνητης ιδιοκτησίας από το δανειστή, η οποία αποκτήθηκε στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης,
επιστρέφεται ή περισσεύει, κατά περίπτωση στο δανειολήπτη οποιοδήποτε μέρος από το προϊόν διάθεσης, τότε καταβάλλεται ο φόρος που εξαιρέθηκε δυνάμει του παρόντος εδαφίου για το δανειολήπτη μέχρι του ύψους του ποσού που επιστρέφεται ή περισσεύει, κατά περίπτωση.
(i) Ο φόρος που προκύπτει βαρύνει το δανειολήπτη και παρακρατείται από το δανειστή από το εν λόγω ποσό που επιστρέφεται ή περισσεύει, κατά περίπτωσηκαι καταβάλλεται στον Έφορο·
(ii) o φόρος που προκύπτει και καταβάλλεται δυνάμει της παρούσας επιφύλαξης και των κατ’ αναλογίαν διατάξεων του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015 και του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους το ποσό που επιστρέφεται ή περισσεύει, κατά περίπτωση.
11. Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου άρθρου, προς εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος ενός προσώπου δεν εκπίπτουν τα ακόλουθα-
(1) οικιακές ή ατομικές δαπάνες, περιλαμβανομένων των εξόδων μετάβασης από τον τόπο διαμονής στον τόπο εργασίας·
(2) ενοίκιο οποιασδήποτε οικοδομής η οποία ανήκει στο πρόσωπο αυτό και η οποία χρησιμοποιείται από αυτό για άσκηση επιχείρησης·
(3) αμοιβή ή τόκοι επί κεφαλαίου καταβληθέντες ή πιστωθέντες στο πρόσωπο αυτό·
(4) κόστος εμπορευμάτων που λήφθηκαν από την επιχείρηση για τη χρήση του ιδιοκτήτη ή οποιουδήποτε συνεταίρου ή της οικογένειας του ιδιοκτήτη ή του συνεταίρου αυτού·
(5) δαπάνη ή έξοδο το οποίο δεν αντιπροσωπεύει ποσό που διατέθηκε ή δαπανήθηκε εξολοκλήρου και αποκλειστικά για το σκοπό κτήσης του εισοδήματος·
(6) κεφάλαιο που αποσύρθηκε ή κάθε ποσό που χρησιμοποιήθηκε ως κεφάλαιο ή το οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως κεφάλαιο·
(7) δαπάνες οποιωνδήποτε βελτιώσεων, μετατροπών ή προσθηκών
(8) ποσό το οποίο μπορεί να ανακτηθεί δυνάμει ασφάλισης ή σύμβασης αποζημίωσης·
(9) ενοίκιο ή έξοδα επισκευών οικοδομής που δεν καταβλήθηκαν ή που δεν έγιναν για το σκοπό παραγωγής του εισοδήματος·
(10) ποσό που καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέο υπό μορφή φόρου δυνάμει του παρόντος Νόμου·
(11) εθελοντικές δαπάνες εκτός των δαπανών που επιτρέπονται δυνάμει του άρθρου 14·
(12) έξοδα επιχειρηματικής ψυχαγωγίας, περιλαμβανομένης και φιλοξενίας οποιουδήποτε είδους, που γίνεται σε σχέση με επιχείρηση:
(13) έξοδα ιδιωτικού μηχανοκίνητου οχήματος·
(14) ποσό που καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέο αναφορικά με επαγγελματικό φόρο·
(15) τόκος που αναλογεί ή λογίζεται ότι αναλογεί στο κόστος αγοράς ιδιωτικού μηχανοκίνητου οχήματος, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται στην επιχείρηση ή όχι, και στο κόστος αγοράς οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου που δεν χρησιμοποιείται στην επιχείρηση:
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος 'επιχείρηση' περιλαμβάνει εκμίσθωση ιδιοκτησίας.
16)(α) Στην περίπτωση εταιρείας, το υπερβαίνον κόστος δανεισμού το οποίο ξεπερνά το τριάντα τοις εκατό (30%) του φορολογητέου εισοδήματος προ τόκων, φόρων, αφαιρέσεων και προσθέσεων αναφορικά με στοιχεία πάγιου ενεργητικού, περιλαμβανομένων και των άυλων περιουσιακών στοιχείων, που χρησιμοποιούνται στην επιχείρηση (εφεξής «ΕΠΤΦΑΠ»).
(β) Το ΕΠΤΦΑΠ υπολογίζεται προσθέτοντας στο φορολογητέο εισόδημα του έτους το υπερβαίνον κόστος δανεισμού, τα προσαρμοσμένα ποσά για αφαιρέσεις, εκπτώσεις και προσθέσεις αναφορικά με στοιχεία πάγιου ενεργητικού που παραχωρούνται δυνάμει του άρθρου 10, και, τα προσαρμοσμένα ποσά για αφαιρέσεις, εκπτώσεις και προσθέσεις αναφορικά με άυλα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρούνται δυνάμει των παραγράφων (δ), (ε), (κ) και (λ) του εδαφίου 1 του άρθρου 9, το δε εισόδημα που απαλλάσσεται του φόρου δεν συνυπολογίζεται στο ΕΠΤΦΑΠ.
(γ) Οι εκπτώσεις για ζημιές που μεταφέρονται από προηγούμενα έτη δυνάμει του άρθρου 13 δεν λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του ΕΠΤΦΑΠ.
(δ) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου:
(i) Σε περίπτωση που εταιρεία είναι μέλος κυπριακού ομίλου, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται για τη συγκεντρωτική θέση του κυπριακού ομίλου·
(ii) το υπερβαίνον κόστος δανεισμού εκπίπτει μέχρι του ποσού των τριών εκατομμυρίων ευρώ (€3.000.000) ανά φορολογικό έτος, ανά εταιρεία ή κυπριακό όμιλο, ανάλογα με την περίπτωση·
(iii) σε περίπτωση που εταιρεία αποτελεί μέρος ενοποιημένου ομίλου για λογιστικούς σκοπούς, η εταιρεία δύναται να επιλέγει, για κάθε φορολογικό έτος, την πλήρη έκπτωση του ποσού του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού, εάν αποδείξει ότι το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων προς το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό του ομίλου και εάν συντρέχουν οι ακόλουθοι όροι:
(αα) Το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας προς το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων θεωρείται ότι είναι ίσο προς το αντίστοιχο ποσοστό του ομίλου όταν το εν λόγω ποσοστό είναι χαμηλότερο μέχρι και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (2%)· και
(ββ) όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις αποτιμώνται με βάση την ίδια μέθοδο, όπως στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που ετοιμάστηκαν με βάση αποδεκτές από τον Έφορο λογιστικές αρχές·
(iv) ποσό υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού που δεν δύναται να εκπέσει του φορολογητέου εισοδήματος του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε, δύναται να μεταφερθεί και να εκπέσει του φορολογητέου εισοδήματος της εταιρείας για τα επόμενα πέντε (5) έτη, η δε έκπτωση του υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού που μεταφέρεται σε μελλοντικά έτη υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος εδαφίου·
(v) ικανότητα κάλυψης των τόκων που δεν χρησιμοποιήθηκε κατά το τρέχον φορολογικό έτος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, δύναται να μεταφερθεί προς χρήση στα πέντε (5) έτη που έπονται του φορολογικού έτους στο οποίο αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε, η δε μη χρησιμοποιηθείσα ικανότητα κάλυψης των τόκων δεν λαμβάνει υπόψη το όριο των τριών εκατομμυρίων ευρώ (€3.000.000) που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (ii).
(ε) Ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται:
(i)(αα) σε εταιρεία που αποτελεί αυτοτελή οντότητα· ή
(ββ) σε χρηματοοικονομικούς οργανισμούς:
(ii) αναφορικά με το υπερβαίνον κόστος δανεισμού που προκύπτει σχετικά με-
(αα) δάνεια που συνάφθηκαν πριν τη 17η Ιουνίου 2016, ωστόσο, η συγκεκριμένη εξαίρεση δεν επεκτείνεται σε κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των εν λόγω δανείων· ή
(ββ) δάνεια που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων δημόσιων έργων υποδομής, όταν ο φορέας εκμετάλλευσης του έργου, το κόστος δανεισμού, τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα βρίσκονται όλα στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
(στ) Ο Έφορος καθορίζει τις λεπτομέρειες του τρόπου υπολογισμού και της κατανομής στις εταιρείες του κυπριακού ομίλου, των στοιχείων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (ii), (iv) και (v) της παραγράφου (δ).
(ζ) Οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και στην περίπτωση εταιρείας μη κάτοικου της Δημοκρατίας με μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου:
(i) Σε περίπτωση που εντός οποιασδήποτε περιόδου τριών (3) ετών επέρχεται αλλαγή στην ιδιοκτησία των μετοχών της εταιρείας η οποία, στην περίπτωση εταιρείας που ήταν μέλος κυπριακού ομίλου, συνεπάγεται την αποχώρηση της εταιρείας από τον κυπριακό όμιλο, καθώς και ουσιώδης αλλαγή στη φύση της επιχείρησής της· ή
(ii) σε περίπτωση που σε οποιοδήποτε χρόνο, αφότου η κλίμακα των δραστηριοτήτων της εταιρείας έχει σμικρυνθεί ή έχει γίνει αμελητέα και πριν από οποιαδήποτε ουσιώδη επαναδραστηριοποίηση της επιχείρησης, υπάρξει αλλαγή στην ιδιοκτησία των μετοχών της, η οποία, στην περίπτωση εταιρείας που ήταν μέλος κυπριακού ομίλου, συνεπάγεται την αποχώρησή της από τον κυπριακό όμιλο,
κανένα ποσό υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού και καμία μη χρησιμοποιηθείσα ικανότητα κάλυψης των τόκων που αφορούν σε φορολογικά έτη πριν από την αλλαγή της ιδιοκτησίας των μετοχών της εταιρείας δεν μεταφέρεται στα έτη που έπονται της αλλαγής.
(η) Για σκοπούς του παρόντος εδαφίου:
«κυπριακός όμιλος» σημαίνει όλες τις εταιρείες που είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία ή έχουν μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία που θεωρούνται ότι είναι μέλη του ίδιου συγκροτήματος, όπως ορίζεται στις παραγράφους (β) έως (δ) του εδάφιου (8) του άρθρου 13.
«συνδεδεμένη επιχείρηση» σημαίνει-
(i) οντότητα στην οποία η εταιρεία συμμετέχει, άμεσα ή έμμεσα, είτε με δικαιώματα ψήφου είτε με κεφάλαιο ανερχόμενο στο είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή περισσότερο ή δικαιούται να εισπράττει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή περισσότερο των κερδών,
(ii) άτομο ή οντότητα που συμμετέχει, άμεσα ή έμμεσα, στην εταιρεία είτε με δικαιώματα ψήφου είτε με κεφάλαιο ανερχόμενο στο είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή περισσότερο ή δικαιούται να εισπράττει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή περισσότερο των κερδών της εταιρείας:
11Α.-(1) Στο βαθμό που μία ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων οδηγεί σε διπλή έκπτωση-
(α) η έκπτωση του επενδυτή που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας δεν παραχωρείται· και
(β) όταν η έκπτωση παραχωρείται στη φορολογική κατοικία του επενδυτή που δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, η έκπτωση του πληρωτή που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας δεν παραχωρείται:
(2) Στο βαθμό που μία ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων οδηγεί σε έκπτωση χωρίς συμπερίληψη-
(α) η έκπτωση του πληρωτή που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας δεν παραχωρείται· και
(β) όταν η έκπτωση παραχωρείται στη φορολογική κατοικία του πληρωτή που δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, το ποσό της πληρωμής που διαφορετικά θα δημιουργούσε αποτέλεσμα ασυμφωνίας συμπεριλαμβάνεται στα φορολογητέα έσοδα του λήπτη που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας:
(i) Tο χρηματοπιστωτικό μέσο έχει χαρακτηριστικά μετατροπής, διάσωσης με ίδια μέσα ή απομείωσης∙
(ii) το χρηματοπιστωτικό μέσο έχει εκδοθεί με μόνο σκοπό να ικανοποιήσει απαιτήσεις ικανότητας απορρόφησης ζημιών που ισχύουν για τον τραπεζικό τομέα και το χρηματοοικονομικό μέσο αναγνωρίζεται ως τέτοιο στις απαιτήσεις ικανότητας απορρόφησης ζημιών της εταιρείας κάτοικου της Δημοκρατίας∙
(iii) το χρηματοπιστωτικό μέσο έχει εκδοθεί-
(αα) σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα με χαρακτηριστικά μετατροπής, διάσωσης με ίδια μέσα ή απομείωσης στο επίπεδο της μητρικής εταιρείας∙
(ββ) σε επίπεδο που απαιτείται, ώστε να πληρούνται οι ισχύουσες απαιτήσεις ικανότητας απορρόφησης ζημιών∙
(γγ) όχι ως μέρος δομημένης ρύθμισης∙ και
(iv) η συνολική καθαρή έκπτωση για τον ενοποιημένο όμιλο βάσει της ρύθμισης δεν υπερβαίνει το ποσό που θα προέκυπτε εάν η εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας είχε εκδώσει το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στην αγορά:
(3) Ουδεμία έκπτωση παραχωρείται για οποιαδήποτε πληρωμή διενεργείται από εταιρεία κάτοικο της Δημοκρατίας στο βαθμό που η πληρωμή, άμεσα ή έμμεσα, χρηματοδοτεί εκπιπτόμενη δαπάνη που δημιουργεί ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων μέσω συναλλαγής ή σειράς συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή έχει διενεργηθεί ως μέρος μίας δομημένης ρύθμισης, εκτός στο βαθμό που μία από τις δικαιοδοσίες που εμπλέκονται στη συναλλαγή ή σειρά συναλλαγών έχει προβεί σε ισοδύναμη προσαρμογή όσον αφορά την εν λόγω ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων.
(4) Στο βαθμό που μία ασυμφωνία στη μεταχείριση υβριδικών μέσων αφορά εισόδημα από μόνιμη εγκατάσταση εξωτερικού, την οποία διατηρεί εταιρεία που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας και η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη στη δικαιοδοσία της άλλης χώρας, τότε η απαλλαγή των κερδών της μόνιμης εγκατάστασης εξωτερικού που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 36 δεν τυγχάνει εφαρμογής:
(5) Στο βαθμό που μία υβριδική μεταβίβαση έχει σχεδιαστεί με σκοπό την παραχώρηση ελάφρυνσης για φόρο που παρακρατήθηκε στην πηγή επί μίας πληρωμής που προκύπτει από μεταβιβασθέν χρηματοπιστωτικό μέσο σε περισσότερα του ενός εκ των εμπλεκόμενων μερών, η παραχώρηση ελάφρυνσης στη Δημοκρατία από το φόρο παρακράτησης περιορίζεται κατ' αναλογίαν προς το καθαρό φορολογητέο εισόδημα όσον αφορά την πληρωμή.
(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «συνδεδεμένη επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις της παραγράφου (η) του εδαφίου (16) του άρθρου 11:
(7) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης στη Δημοκρατία εταιρείας μη κάτοικου της Δημοκρατίας.
(8) Η έκπτωση επί νέων κεφαλαίων που παραχωρείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 9Β, καθώς και παρόμοιες εκπτώσεις που παραχωρούνται σε άλλες δικαιοδοσίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
11Β.-(1) Σε περίπτωση που μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχει-ρήσεις που δεν είναι κάτοικοι της Δημοκρατίας συμμετέχουν συνολικά, άμεσα ή έμμεσα, με ποσοστό ανερχόμενο στο πενήντα τοις εκατόν (50%) ή περισσότερο στα δικαιώματα ψήφου, στο κεφάλαιο ή στα κέρδη μίας υβριδικής οντότητας που έχει συσταθεί ή είναι εγκατεστημένη στη Δημοκρατία και οι οποίες βρίσκονται σε δικαιοδοσία ή δικαιοδοσίες που αντιμετωπίζουν την υβριδική οντότητα ως πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο, τότε η υβριδική οντότητα θεωρείται εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας και το εισόδημά της είναι φορολογητέο με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου, στο βαθμό που το εν λόγω εισόδημα δεν υπόκειται άλλως πως σε φόρο στη Δημοκρατία ή σε οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, για τους σκοπούς δε του παρόντος εδαφίου “οργανισμός συλλογικών επενδύσεων” σημαίνει οργανισμό που συστάθηκε σύμφωνα με τον περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμο και οργανισμό που συστάθηκε σύμφωνα με τον περί των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «συνδεδεμένη επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του εδαφίου (6) του άρθρου 11Α.
(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης στη Δημοκρατία εταιρείας μη κάτοικου της Δημοκρατίας.
11Γ.-(1) Σε περίπτωση που εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας είναι φορολογικός κάτοικος και άλλης δικαιοδοσίας και στο βαθμό που παραχωρείται έκπτωση για πληρωμή, δαπάνες ή ζημιές από το φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας αυτής τόσο στη Δημοκρατία όσο και στην άλλη δικαιοδοσία, τότε, ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν παραχωρείται σχετική έκπτωση στη Δημοκρατία στο βαθμό που η άλλη δικαιοδοσία επιτρέπει την έκπτωση έναντι εισοδήματος που δεν αποτελεί εισόδημα διπλής συμπερίληψης, ως ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 2:
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης στη Δημοκρατία εταιρείας μη κάτοικου της Δημοκρατίας.
12. (1) Στον προσδιορισμό, του φορολογητέου εισοδήματος επιχείρησης, η οποία διακόπηκε εντός του φορολογικού έτους, τα ανήκοντα στην επιχείρηση εμπορικά αποθέματα κατά το χρόνο της διακοπής της επιχείρησης, θα εκτιμώνται ως ακολούθως-
(α) στην περίπτωση τέτοιων εμπορικών αποθεμάτων-
(i) τα οποία πωλήθηκαν ή μεταβιβάσθηκαν, έναντι αντιπαροχής που έχει αξία, σε πρόσωπο το οποίο ασκεί ή σκοπεύει να ασκήσει επιχείρηση στη Δημοκρατία· και
(ii) το τίμημα κτήσης των οποίων ο αγοραστής δικαιούται να ζητήσει ως έκπτωση κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της υπό του αγοραστή ασκούμενης ή ασκηθησόμενης επιχείρησης,
η αξία αυτών θα λογίζεται ότι είναι ίση προς το προϊόν της πώλησης ή ίση προς την αξία της αντιπαροχής που δόθηκε για την πώληση· και
(β) σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η αξία τέτοιων εμπορικών αποθεμάτων θα λογίζεται ότι είναι ίση προς την τιμή την οποία θα απέφεραν εάν πωλούντο στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο κατά τον οποίο διακόπηκε η άσκηση της επιχείρησης.
(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1) -
(α) δεν θεωρείται ότι η επιχείρηση διακόπτεται στην περίπτωση θανάτου του ατόμου που ασκεί την επιχείρηση, νοουμένου ότι αυτή εξακολουθεί να ασκείται από τους κληρονόμους οι οποίοι θα υποβάλουν προς τούτο γραπτή δέσμευση·
(β) ο όρος «εμπορικά αποθέματα» αναφορικά προς επιχείρηση, σημαίνει κάθε φύσεως περιουσία, κινητή ή ακίνητη, η οποία αντιπροσωπεύει είτε-
(i) είδη που πωλούνται κατά τη συνήθη διεξαγωγή της εμπορίας ή τα οποία θα πωλούντο εάν ήσαν έτοιμα ή η βιομηχανοποίηση ή κατασκευή τους ήταν συμπληρωμένη, είτε
(ii) υλικά που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανοποίηση, ετοιμασία ή κατασκευή ειδών που περιγράφονται στην προηγούμενη υποπαράγραφο.
13. (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (9) του παρόντος άρθρου, όταν το ποσό της ζημιάς το οποίο, αν ήταν κέρδος ή όφελος θα φορολογείτο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι τόσο που να μην μπορεί να συμψηφισθεί ολόκληρο με εισόδημα από άλλες πηγές για το ίδιο φορολογικό έτος, το ποσό της ζημιάς αυτής, στην έκταση που δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να συμψηφιστεί, μεταφέρεται και, τηρουμένων των πιο κάτω διατάξεων, συμψηφίζεται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα του προσώπου αυτού.
(α) αν εντός οποιασδήποτε περιόδου τριών ετών υπάρχει αλλαγή στην ιδιοκτησία των μετοχών κάποιας εταιρείας όσο και ουσιώδης αλλαγή στη φύση της επιχειρήσεως της εταιρείας· ή
(β) αν σε οποιοδήποτε χρόνο αφότου η κλίμακα των δραστηριοτήτων της εταιρείας έχει σμικρυνθεί ή γίνει αμελητέα και πριν από οποιαδήποτε ουσιώδη επαναδραστηριοποίηση της επιχείρησης υπάρξει αλλαγή στην ιδιοκτησία των μετοχών της εταιρείας, καμιά ζημιά η οποία προέκυψε πριν από την αλλαγή της ιδιοκτησίας των μετοχών της εταιρείας δε μεταφέρεται στα επόμενα έτη μετά από τέτοια αλλαγή:
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου αλλαγή στην ιδιοκτησία των μετοχών της εταιρείας υπάρχει-
(α) εάν ένα πρόσωπο αποκτά πέραν του μισού του συνήθους μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, ή
(β) εάν δύο ή περισσότερα πρόσωπα μαζί ή ξεχωριστά αποκτούν τουλάχιστο 5% του συνήθους μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ούτως ώστε όλοι μαζί να αποκτούν πέραν του μισού του συνήθους μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας:
Νοείται ότι δεν υπάρχει αλλαγή στην ιδιοκτησία των μετοχών της εταιρείας εάν η αλλαγή αφορά δωρεά γενόμενη υπό γονέως προς τέκνο, μεταξύ συζύγων ή συγγενών μέχρι δευτέρου βαθμού συγγενείας ή προς εταιρεία όλοι οι μέτοχοι της οποίας είναι μέλη και εξακολουθούν για μία πενταετία μετά τη δωρεά αυτή να είναι μέλη της οικογένειας του διαθέτη.
(3) Κανένα ποσό ζημιάς βάσει του παρόντος άρθρου δύναται να γίνει αποδεκτό αναφορικά με ένα φορολογικό έτος για το οποίο το υπόχρεο σε φορολογία πρόσωπο καθυστερεί την υποβολή λογαριασμών για το έτος τούτο για χρονική περίοδο πέραν των έξι ετών από την ημερομηνία κατά την οποία όφειλε να υποβάλει τους λογαριασμούς του εν λόγω έτους.
(4) Τηρουμένων και σύμφωνα με τις διατάξεις των ακολούθων εδαφίων, ζημιές, μπορούν να εκχωρούνται υπό εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας («η εκχωρούσα εταιρεία») και, κατά την υποβολή απαίτησης υπό άλλης εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας («η αιτούσα εταιρεία») μπορεί να επιτραπεί στην αιτούσα εταιρεία συμψηφισμός ζημιών συγκροτήματος όπως προβλέπεται στο εδάφιο (7).
(5) Συμψηφισμός ζημιών συγκροτήματος θα παραχωρείται στην περίπτωση όπου η εκχωρούσα εταιρεία και η αιτούσα εταιρεία είναι μέλη του ιδίου συγκροτήματος για ολόκληρο το φορολογικό έτος:
(6) Πληρωμή για συμψηφισμό ζημιών συγκροτήματος-
(α) δεν θα λαμβάνεται υπόψη στον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της εκχωρούσας ή της αιτούσας εταιρείας, και
(β) δεν θα θεωρείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως διανομή μερίσματος ή ως εκπίπτουσα δαπάνη.
(7) Εάν σε οποιοδήποτε φορολογικό έτος η εκχωρούσα εταιρεία έχει πραγματοποιήσει ζημιά από τη διεξαγωγή επιχείρησης, το ποσό της εν λόγω ζημιάς μπορεί να συμψηφιστεί για τους σκοπούς του εταιρικού φόρου έναντι του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος της αιτούσας εταιρείας στο αντίστοιχο φορολογικό της έτος:
Νοείται ότι στον προσδιορισμό της ζημιάς η οποία μπορεί να εκχωρηθεί, κανένα ποσό ζημιάς από μεταφορά από προηγούμενο έτος δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.
(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) πληρωμή για συμψηφισμό ζημιών συγκροτήματος σημαίνει πληρωμή που γίνεται από την αιτούσα εταιρεία στην εκχωρούσα εταιρεία δυνάμει συμφωνίας μεταξύ τους αναφορικά με ποσό που εκχωρείται υπό μορφή συμψηφισμού ζημιών συγκροτήματος, η οποία δεν υπερβαίνει το εν λόγω ποσό·
(β) δυο εταιρείες θα θεωρούνται ότι είναι μέλη συγκροτήματος αν η μια είναι κατά εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%) εξαρτημένη της άλλης ή και οι δυο, η καθεμιά ξεχωριστά, είναι κατά εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%) εξαρτημένες τρίτης εταιρείας·
(γ) μια εταιρεία θα θεωρείται ότι είναι κατά εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%) εξαρτημένη άλλης εταιρείας εάν και εφόσον όχι ολιγότερο από εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%) του συνήθους μετοχικού κεφαλαίου της με δικαίωμα ψήφου κατέχονται άμεσα ή έμμεσα από την άλλη εταιρεία και η άλλη εταιρεία δικαιούται σε όχι ολιγότερο από εβδομήντα πέντε
τοις εκατόν (75%) των -
(i) κερδών τα οποία είναι διαθέσιμα για διανομή, και
(ii) στοιχείων ενεργητικού της εξαρτημένης εταιρείας τα οποία θα ήταν διαθέσιμα για διανομή στους μετόχους κατά τη διάλυσή της·
(δ) στην εξακρίβωση κατά πόσο μια εταιρεία είναι κατά εβδομήντα πέντε τοις εκατόν (75%) εξαρτημένη άλλης εταιρείας, η άλλη εταιρεία θα θεωρείται ότι δεν είναι ιδιοκτήτης-
(i) οποιουδήποτε μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει άμεσα σε μια εταιρεία εάν το κέρδος από την πώληση των μετοχών θα εθεωρείτο ως εμπορικό· ή
(ii) οποιουδήποτε μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει έμμεσα, και το οποίο κατέχεται άμεσα από εταιρεία για την οποία το κέρδος από την πώληση του θα ήταν εμπορικό· ή
(iii) οποιουδήποτε μετοχικού κεφαλαίου που κατέχει άμεσα ή έμμεσα σε εταιρεία που δεν είναι κάτοικος «κράτους μέλους ή άλλης χώρας με την οποία η Δημοκρατία έχει συνομολογήσει διμερή ή πολυμερή σύμβαση για αποφυγή διπλής φορολογίας ή για ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών.
(9) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ζημιές που υπέστη ένα πρόσωπο από επιχείρηση που διεξάγεται εκτός της Δημοκρατίας, είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε όχι, θα αφαιρούνται ως έκπτωση από το εισόδημα του προσώπου αυτού από άλλες πηγές για το ίδιο έτος, και στην έκταση που δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να συμψηφιστεί πλήρως, το υπόλοιπο τέτοιας ζημιάς μεταφέρεται και, τηρουμένων των διατάξεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, θα συμψηφίζεται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα του προσώπου αυτού.
Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου ο όρος 'επιχείρηση' περιλαμβάνει εκμίσθωση ιδιοκτησίας.
(10) Σε περίπτωση που ιδιοκτήτης επιχείρησης, περιλαμβανομένου και συνεταιρισμού, μετατρέπει την επιχείρησή του σε εταιρεία, οποιεσδήποτε συσσωρευμένες ζημιές του ιδιοκτήτη δύνανται να μεταφέρονται στην εταιρεία.
(11) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, στην περίπτωση μεταφοράς εργασιών ή μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από ένα πιστωτικό ίδρυμα σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νομου, οποιεσδήποτε συσσωρευμένες ζημιές του μεταφέροντος ή μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος κατά το χρονικό σημείο της μεταφοράς των εργασιών ή της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων μεταφέρονται και να συμψηφίζονται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος, για περίοδο μέχρι και δεκαπέντε έτη από το τέλος του έτους, κατά το οποίο έγινε η μεταφορά.
14. Προς εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος οποιουδήποτε ατόμου το οποίο-
(1) έχει ασφαλίσει τη ζωή του αντί καθορισμένου ή δυναμένου να καθορισθεί ποσού πληρωτέου κατά το θάνατο του με ασφαλιστήριο, όπως αυτό ορίζεται στον περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο, ή
(2) έχει καταβάλει συνεισφορές σε Ταμείο Συντάξεων Χηρών και
Ορφανών που ιδρύθηκε δυνάμει οποιουδήποτε σε ισχύ στη Δημοκρατία νόμου, ή δυνάμει συγκριτικά παρόμοιου νόμου εκτός της Δημοκρατίας, ή
(3) έχει καταβάλει συνεισφορές σε εγκεκριμένο για σκοπούς του παρόντος άρθρου από τον Έφορο Ταμείο Συντάξεων ή Προνοίας ή οποιοδήποτε άλλο Ασφαλιστικό Ταμείο που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία ή εκτός της Δημοκρατίας, ή
(4) έχει καταβάλει ασφάλιστρα ή κάποια άλλη συνεισφορά σε ασφαλιστική εταιρεία για την έκδοση εγκεκριμένου ασφαλιστικού συμβολαίου που προνοεί για την παροχή ετησίας ισοβίου προσόδου, του οποίου συμβολαίου ο τύπος έτυχε της εγκρίσεως του Εφόρου και το οποίο έχει ως κύριο αντικειμενικό σκοπό την παροχή ετησίας ισοβίου προσόδου στο άτομο αυτό κατά το γήρας του, ή
(5) έχει καταβάλει ασφάλιστρα ή άλλες συνεισφορές σε ασφαλιστική εταιρεία για Σχέδιο Σύνταξης, ή Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης το οποίο εγκρίνεται από τον Έφορο, ή
(6) έχει καταβάλει συνεισφορά δυνάμει του εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία Γενικού Σχεδίου Υγείας Νόμου ή δυνάμει συγκριτικά παρόμοιου Νόμου σε ισχύ εκτός της Δημοκρατίας, θα χορηγείται έκπτωση ίση προς το ετήσιο ποσό των υπό του ατόμου αυτού καταβληθέντων ασφαλίστρων, ή άλλη έκπτωση ίση προς το ποσό των ασφαλίστρων ή συνεισφορών, ανάλογα με την περίπτωση:
(i) ότι, στην περίπτωση ασφαλιστικού συμβολαίου ζωής εξασφαλίζοντος κατά το θάνατο την πληρωμή καθορισμένου ή δυναμένου να προσδιορισθεί ποσού, το ποσό της έκπτωσης δεν θα υπερβαίνει το επτά τοις εκατόν (7%) επί του ποσού αυτού, εξαιρουμένου οποιουδήποτε πρόσθετου ευεργετήματος υπό μορφή φιλοδωρήματος ή άλλως· και
(ii) ότι η έκπτωση αυτή, αναφορικά με ασφάλιστρα και συνεισφορές, δεν θα μπορεί να υπερβεί το ένα πέμπτο του φορολογητέου εισοδήματος τέτοιου ατόμου όπως αυτό έχει προσδιορισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου προτού αφαιρεθούν από αυτό οι εκπτώσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο· και
(iii) ότι στην περίπτωση εξαργύρωσης ασφαλιστικού συμβολαίου ζωής εντός τριών ετών από της ημερομηνίας του συμβολαίου, προστίθεται στο εισόδημα του ατόμου τούτου το τριάντα τοις εκατόν (30%) των ασφαλίστρων αναφορικά με τα οποία παραχωρήθηκε έκπτωση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το είκοσι δε τοις εκατόν (20%) τέτοιων ασφαλίστρων εάν η εξαργύρωση γίνει εντός του τετάρτου, του πέμπτου και του έκτου έτους από την ημερομηνία του ασφαλιστικού συμβολαίου·
(iv) ότι εντός του εδαφίου (1) εμπίπτουν και τα ασφαλιστήρια που έγιναν από άτομο για ασφάλιση της ζωής συζύγου προ της έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου και αναφορικά με τα οποία παραχωρείτο έκπτωση δυνάμει των διατάξεων του προηγουμένως ισχύοντος νόμου περί φορολογίας του εισοδήματος.
14Α. Αναφορικά με τις διατάξεις του εδαφίου (25) του άρθρου 8 και του εδαφίου (9) του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που ο Έφορος στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης διαπιστώσει ότι απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής φόρου ή επιβολή μηδενικού φόρου με βάση τις διατάξεις του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) του 2015 είναι λανθασμένη λόγω πράξεων του προσώπου οι οποίες αποδεδειγμένα δεν είναι γνήσιες ή είναι εικονικές, έχει εξουσία όπως παρά τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου, προχωρήσει σε επιβολή στο πρόσωπο αυτό, του ορθού ποσού φόρου.
15. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ο φόρος προσδιορίζεται στις καθοριζόμενες περιπτώσεις όπως προβλέπεται στο παρόν Μέρος.
16. (1) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, επιδιδόμενης σε ασφαλιστικές εργασίες γενικού κλάδου, τα κέρδη ή οφέλη από τις εν λόγω εργασίες επί των οποίων είναι καταβλητέος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25, εξακριβώνονται με τον ακόλουθο τρόπο-
(α) αθροίζονται όλα τα ποσά των ακαθαρίστων ασφαλίστρων, τόκων, προμηθειών και άλλων εισοδημάτων,
(β) από το άθροισμα του (α) αφαιρούνται οποιαδήποτε ασφάλιστρα επιστρέφονται στους ασφαλισμένους και τα ασφάλιστρα για αντασφαλίσεις,
(γ) από το άθροισμα του (α) και (β) αφαιρείται το αποθεματικό για απαράγραφους κινδύνους κατά το τέλος του φορολογικού έτους και προστίθενται τα υπολογιζόμενα με όμοιο τρόπο αποθεματικά για απαράγραφους κινδύνους που εκκρεμούν κατά την έναρξη του φορολογικού έτους, και
(δ) από το ποσό που εξευρίσκεται στο (γ) αφαιρούνται οι καθαρές απαιτήσεις, οι δαπάνες καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εκπτώσεις που επιτρέπονται δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν το ποσό της ζημιάς το οποίο, αν ήταν κέρδος ή όφελος θα φορολογείτο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι τόσο που να μην μπορεί να συμψηφισθεί ολόκληρο με το εισόδημα της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές για το ίδιο φορολογικό έτος, το ποσό της ζημιάς αυτής, στην έκταση που δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να συμψηφιστεί, μεταφέρεται και-συμψηφίζεται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«απαιτήσεις» σημαίνει το ποσό το οποίο προκύπτει όταν στο ποσό των αποζημιώσεων οι οποίες καταβλήθηκαν δυνάμει ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους προστεθεί ή αφαιρεθεί, ανάλογα, το ποσό της αύξησης ή της μείωσης των πληρωτέων αποζημιώσεων κατά τη διάρκεια του ιδίου φορολογικού έτους·
«αποθεματικά για απαραγράφους κινδύνους» περιλαμβάνουν το αποθεματικό για μη κερδηθέν εισόδημα και το αποθεματικό για μη λήξαντες κινδύνους και λογίζονται με τις μεθόδους τις οποίες ήθελε υιοθετήσει η ασφαλιστική επιχείρηση. Αυτές οι μέθοδοι θα εφαρμόζονται από έτος σε έτος με συνέπεια, εκτός αν υπάρχει επαρκής δικαιολογία για μεταβολή τους από την ασφαλιστική επιχείρηση και για τούτο ικανοποιείται ο Έφορος:
Νοείται ότι ο Έφορος μπορεί να μην αποδεχθεί οποιαδήποτε μέθοδο ή μεταβολή της μεθόδου που ακολουθείται από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν αποδεδειγμένα δε συνάδει με γενικά παραδεκτές ασφαλιστικές και λογιστικές αρχές. Για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής μπορεί να απαιτήσει από την ασφαλιστική επιχείρηση την υποβολή τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία·
«ασφαλιστική επιχείρηση» και «εργασίες γενικού κλάδου» έχουν την ίδια έννοια η οποία αποδίδεται στους όρους αυτούς στον περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«δαπάνες» περιλαμβάνουν προμήθειες και, στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας η έδρα βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, δίκαιη αναλογία των δαπανών της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης οι οποίες δέον όπως μη υπερβαίνουν τα τρία τοις εκατόν (3%) του ποσού των ασφαλίστρων στη Δημοκρατία μετά την αφαίρεση του ποσού του καταβληθέντος για αντασφαλίσεις· και
«καθαρές απαιτήσεις» σημαίνει τις απαιτήσεις μειωμένες κατά το ποσό το οποίο ανακτήθηκε κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους σε σχέση με αυτές δυνάμει αντασφαλίσεως.
17. (1) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης επιδιδομένης σε ασφαλιστικές εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων, τα κέρδη ή οφέλη εκ των εργασιών αυτών επί των οποίων είναι καταβλητέος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 εξακριβώνονται με τον ακόλουθο τρόπο-
(α) αθροίζονται όλα τα ποσά των ακαθαρίστων ασφαλίστρων και του καθαρού εισοδήματος από επενδύσεις,
(β) από το άθροισμα του (α) αφαιρούνται τα ποσά οποιωνδήποτε ασφαλίστρων για αντασφαλίσεις, καθαρών απαιτήσεων, των εξαγορών, των δαπανών καθώς και οποιωνδήποτε άλλων εκπτώσεων δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου, και
(γ) από το ποσό που εξευρίσκεται στο (β) αφαιρούνται τα ποσά των αποθεμάτων για υποχρεώσεις αναφορικά με όλες τις εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων στη Δημοκρατία κατά το τέλος του φορολογικού έτους και προστίθενται στο ποσό τούτο τα ποσά των αποθεμάτων για υποχρεώσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη του φορολογικού έτους.
(2) Όταν δεν προκύπτει φόρος ή ο καταβλητέος φόρος επί των κερδών ή οφελών από ασφαλιστικές εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων, δεν υπερβαίνει το ενάμιση τοις εκατόν (1.5%) του ακαθαρίστου ποσού ασφαλίστρων, εξαιρουμένων των συνεισφορών σε οποιοδήποτε εγκεκριμένο Ταμείο Συντάξεων ή Προνοίας ή άλλο Ταμείο, το οποίο διαχειρίζεται προς όφελος των μελών αυτού, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει τη διαφορά υπό μορφή φόρου εισοδήματος.
(3) Στην περίπτωση των εισοδημάτων της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων και των εισοδημάτων από τη διαχείριση οποιουδήποτε εγκεκριμένου Ταμείου Συντάξεως ή Προνοίας ή άλλου Ταμείου εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Όταν το ποσό της ζημιάς το οποίο, αν ήταν κέρδος ή όφελος θα φορολογείτο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι τόσο που να μην μπορεί να συμψηφισθεί ολόκληρο με το εισόδημα της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές για το ίδιο φορολογικό έτος, το ποσό της ζημιάς αυτής, στην έκταση που δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να συμψηφιστεί, μεταφέρεται και συμψηφίζεται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«απαιτήσεις» σημαίνει το ποσό το οποίο προκύπτει όταν στο ποσό των αποζημιώσεων οι οποίες καταβλήθηκαν δυνάμει ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους προστεθεί ή αφαιρεθεί, ανάλογα, το ποσό της αύξησης ή της μείωσης των πληρωτέων αποζημιώσεων κατά τη διάρκεια του ιδίου φορολογικού έτους·
«ασφαλιστική επιχείρηση», «αναλογιστής», «εργασίες γενικού κλάδου» και «Έφορος Ασφαλίσεων» έχουν την ίδια έννοια η οποία αποδίδεται στους όρους αυτούς περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«δαπάνες» περιλαμβάνουν προμήθειες και, στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας η έδρα βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, δίκαιη αναλογία των δαπανών της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης οι οποίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν το δυο τοις εκατόν (2%) του ποσού των ασφαλίστρων στη Δημοκρατία μετά την αφαίρεση του ποσού του καταβληθέντος για αντασφαλίσεις·
«καθαρές απαιτήσεις» σημαίνει τις απαιτήσεις μειωμένες κατά το ποσό το οποίο ανακτήθηκε κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους σε σχέση με αυτές δυνάμει αντασφαλίσεως ·
«καθαρό εισόδημα από επενδύσεις» περιλαμβάνει οποιοδήποτε κέρδος ή ζημιά από τη διάθεση επενδύσεων του αποθέματος μακροπροθέσμων κλάδων καθώς και αύξηση ή μείωση στην αξία των επενδύσεων καθόσον αφορά ασφάλειες συνδεδεμένες με συγκεκριμένες επενδύσεις (unit linked policies)· και
«υποχρεώσεις» περιλαμβάνουν και ωφελήματα προς τους ασφαλισμένους και εξακριβώνονται μετά από ετήσια έρευνα από αναλογιστή, η οποία εγκρίνεται από τον Έφορο Ασφαλίσεων. Τόσο οι υποχρεώσεις, όσο και τα οποιαδήποτε αποθεματικά τα οποία αφορούν στις υποχρεώσεις μακροπροθέσμων κλάδων, θα εξακριβώνονται δια της αναλογιστικής μεθόδου την οποίαν ήθελε υιοθετήσει η ασφαλιστική επιχείρηση. Η μέθοδος αυτή, ως επίσης και οι συντελεστές προεξόφλησης ή άλλοι συντελεστές οι οποίοι δεν αφορούν προεξοφλήσεις, θα εφαρμόζονται από έτος σε έτος με συνέπεια, εκτός αν υπάρχει επαρκής δικαιολογία για μεταβολή τούτων από την ασφαλιστική επιχείρηση και προς τούτο θα ικανοποιείται ο Έφορος:
Νοείται ότι ο Έφορος μπορεί να μην αποδεχθεί οποιαδήποτε μέθοδο ή μεταβολή της μεθόδου που ακολουθείται από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν αποδεδειγμένα δεν συνάδει με γενικώς παραδεκτές ασφαλιστικές και λογιστικές αρχές. Για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής μπορεί να απαιτήσει από την ασφαλιστική επιχείρηση την υποβολή τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία.
18. (1) Στην περίπτωση ιδιοκτήτη πλοίου ή αεροσκάφους, θα λογίζεται ότι αποτελούν τα κέρδη ή οφέλη της επιχείρησης του ως ιδιοκτήτη πλοίου ή αεροσκάφους, αν αυτός προσαγάγει ή μεριμνήσει όπως προσαχθεί στον Έφορο πιστοποιητικό όπως το αναφερόμενο στο εδάφιο (2), το ποσό το οποίο έχει τον ίδιο λόγο προς τα ποσά τα οποία είναι πληρωτέα για εισιτήρια ή ναύλα επιβατών, εμπορευμάτων ή ταχυδρομείων επιβιβαζόμενων ή φορτωνόμενων στη Δημοκρατία όπως ο λόγος των υπό του εν λόγω πιστοποιητικού δεικνυομένων συνολικών κερδών του κατά τη σχετική λογιστική περίοδο προς τα ακαθάριστα εισοδήματα του κατά την περίοδο αυτή.
(2) Το πιστοποιητικό το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου δέον να είναι πιστοποιητικό υπό της φορολογικής αρχής της χώρας στην οποία βρίσκεται η κύρια έδρα της επιχείρησης του ιδιοκτήτη του πλοίου ή αεροσκάφους και στο οποίο θα δηλώνονται τα πιο κάτω-
(i) ότι ο ιδιοκτήτης του πλοίου ή αεροσκάφους παρέσχε, προς ικανοποίηση της τέτοιας αρχής, λογαριασμό του συνόλου της επιχείρησής του· και
(ii) ο λόγος που έχουν τα κέρδη ή οφέλη του κατά τη σχετική λογιστική περίοδο προς το ακαθάριστο εισόδημα του ιδιοκτήτη του πλοίου ή του αεροσκάφους κατά την περίοδο αυτή, υπολογιζόμενα σύμφωνα με τον περί φορολογίας του εισοδήματος νόμο της χώρας αυτής, και αφαιρουμένου του τόκου επί κάθε χρηματικού ποσού δανεισθέντος και χρησιμοποιηθέντος προς κτήση των κερδών και οφελών αυτών.
(3) Αν τα κέρδη ή οφέλη ιδιοκτήτη πλοίου ή αεροσκάφους υπολογίσθηκαν με οποιαδήποτε βάση διαφορετική από τη βάση του λόγου των κερδών ή οφελών, που φαίνεται στο πιστοποιητικό όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2), σε οποιοδήποτε χρόνο μέσα σε δυο έτη από τη λήξη του φορολογικού έτους ο ιδιοκτήτης του πλοίου ή αεροσκάφους δικαιούται σε τέτοια αναθεώρηση η οποία θα απαιτείτο για την αναγνώριση του εν λόγω πιστοποιητικού και προς επιστροφή οποιουδήποτε φόρου ο οποίος καταβλήθηκε πέραν του κανονικού.
Νοείται ότι κέρδη ή οφέλη που προκύπτουν από την επιχείρηση εκμετάλλευσης πλοίων ή αεροσκαφών η οποία διεξάγεται από πρόσωπο μη κάτοικο της Δημοκρατίας, απαλλάσσονται από το φόρο, νοουμένου ότι ο Υπουργός Οικονομικών ικανοποιείται ότι ανάλογος απαλλαγή χορηγείται από τη χώρα στην οποία διαμένει το πρόσωπο αυτό σε πρόσωπα που είναι κάτοικοι της Δημοκρατίας.
(4) Στο άρθρο αυτό-
(α) ο όρος «ιδιοκτήτης πλοίου ή αεροσκάφους» σημαίνει οποιοδήποτε ιδιοκτήτη ή ναυλωτή πλοίων ή αεροσκαφών ο οποίος δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας· και
(β) ο όρος «επιχείρηση εκμετάλλευσης πλοίων ή αεροσκαφών» σημαίνει επιχείρηση που διεξάγεται από ιδιοκτήτη ή ναυλωτή πλοίων ή αεροσκαφών.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 118(I)/2002
- 41(I)/2010
20. Το εισόδημα ατόμου, το οποίο είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, από σύνταξη για υπηρεσίες οι οποίες είχαν παρασχεθεί εκτός της Δημοκρατίας, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ευρώ, υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή πέντε σεντ για κάθε λίρα:
20Α. Το εισόδημα ατόμου από σύνταξη χηρείας, το οποίο καταβάλλεται -
(α) με βάση το άρθρο 41 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου· ή/και
(β) με βάση σχέδιο συνταξιοδότησης, το οποίο διέπεται από Κανονισμούς που εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο· ή/και
(γ) από ταμείο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο του Εφόρου Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών
και το οποίο υπερβαίνει το εκάστοτε ποσό φορολογητέου εισοδήματος επί του οποίου επιβάλλεται δυνάμει του Δευτέρου Παραρτήματος, φόρος με συντελεστή προς μηδέν τοις εκατόν (0%), υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή προς είκοσι τοις εκατόν (20%):
20B.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου, η μεταβλητή αμοιβή ατόμου που εργοδοτείται στη Δημοκρατία-
(α) Από Διαχειριστή Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (εφεξής “ΔΟΕΕ”). ή
(β) από εταιρεία στην οποία ο ΔΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του Οργανισμού Εναλλακτικών Επενδύσεων (εφεξής “ΟΕΕ”) που διαχειρίζεται. ή
(γ) από ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ,
η οποία συνιστά συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας του ΟΕΕ (carried interest) υπόκειται σε φόρο συντελεστή ύψους οκτώ τοις εκατό (8%).
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση-
(α) Ατόμου που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία σε οποιαδήποτε τρία (3) από τα πέντε (5) φορολογικά έτη που προηγούνται του έτους στο οποίο άρχισε η εργοδότησή του στη Δημοκρατία· και
(β) ατόμου που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία κατά το έτος που προηγείται του έτους που άρχισε η εργοδότησή του και του οποίου η εργοδότηση στη Δημοκρατία, από ΔΟΕΕ ή από εταιρεία στην οποία ο ΔΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΕΕ που διαχειρίζεται ή από ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ, άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2018.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται-
(α) Μόνο στην περίπτωση ατόμου το οποίο με την έναρξη της εργοδότησής του από ΔΟΕΕ ή από εταιρεία στην οποία ο ΔΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΕΕ που διαχειρίζεται ή από ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ καθίσταται κάτοικος της Δημοκρατίας,
(β) μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων (identified staff), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 14 του περί Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου και σε κατηγορίες υπαλλήλων εταιρείας στην οποία ο ΔΟΕΕ ή ο ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ΟΕΕ που διαχειρίζεται ο ΔΟΕΕ ή του ίδιου του ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ, αντίστοιχα,
(γ) στην περίπτωση που το δικαίωμα συμμετοχής επί της δημιουργίας υπεραξίας του ΟΕΕ χορηγείται εφόσον η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του ΟΕΕ υπερβαίνει το ποσό της αρχικής επένδυσης των επενδυτών,
(δ) για κάθε άτομο για περίοδο δέκα (10) ετών, συνολικά, σε μία ή περισσότερες εργοδοτήσεις, περιλαμβανομένων του έτους έναρξης και του έτους τερματισμού της εργοδότησης:
Νοείται ότι, μετά τη συμπλήρωση της περιόδου των δέκα (10) ετών, συνεχόμενων ή μη, το άτομο φορολογείται με βάση τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και του Μέρους V.
(4) Το ελάχιστο ποσό φόρου που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ανέρχεται στις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ανά έτος.
(5) Η αμοιβή ατόμου που φορολογείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν προστίθεται σε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα για σκοπούς φορολόγησης του εισοδήματος.
(6) Σε περίπτωση που η συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας του ΟΕΕ καταβάλλεται υπό μορφή τίτλων, η αξία της ισούται με την αγοραία αξία των παραχωρηθέντων τίτλων κατά την ημερομηνία που η κυριότητά τους περιέρχεται στο άτομο μείον οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε από το άτομο για την απόκτησή τους.
(7) Άτομο το οποίο εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται, για κάθε φορολογικό έτος που εμπίπτει στην περίοδο που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), να επιλέγει να φορολογείται είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και του Μέρους V:Νοείται ότι, στην περίπτωση που άτομο επιλέξει να φορολογηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι απαλλαγές που προβλέπονται στα εδάφια (21) και (23) του άρθρου 8 δεν τυγχάνουν εφαρμογής.
(8)(α) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «συμμετοχή επί της δημιουργίας υπεραξίας του ΟΕΕ (carried interest)» σημαίνει μερίδιο στα κέρδη του ΟΕΕ που περιέρχεται στους υπαλλήλους του ΔΟΕΕ ή της εταιρείας στην οποία ο ΔΟΕΕ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΕΕ που διαχειρίζεται ή του ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ, είτε άμεσα από τον ίδιο τον ΟΕΕ είτε μέσω του ΔΟΕΕ, ως αμοιβή για τη διαχείριση του ΟΕΕ, αλλά δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε μερίδιο στα κέρδη του ΟΕΕ που περιέρχεται στους εν λόγω υπαλλήλους ως αναλογική απόδοση επί οποιασδήποτε επένδυσής τους στον ΟΕΕ.
(β) Όροι που χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο και δεν ορίζονται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο και τον περί Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο.
20Γ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου, η μεταβλητή αμοιβή ατόμου, που εργοδοτείται στη Δημοκρατία-
(α) Από Εταιρεία Διαχείρισης. ή
(β) από εταιρεία στην οποία η Εταιρεία Διαχείρισης έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (εφεξής “ΟΣΕΚΑ”) που διαχειρίζεται. ή
(γ) από εσωτερικά διαχειριζόμενο ΟΣΕΚΑ,
η οποία συνιστά αμοιβή απόδοσης (performance fee) υπόκειται σε φόρο συντελεστή ύψους οκτώ τοις εκατό (8%).
(2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση-
(α) Aτόμου που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία σε οποιαδήποτε τρία (3) από τα πέντε (5) φορολογικά έτη που προηγούνται του έτους στο οποίο άρχισε η εργοδότησή του στη Δημοκρατία· και
(β) ατόμου που ήταν κάτοικος στη Δημοκρατία κατά το έτος που προηγείται του έτους που άρχισε η εργοδότησή του και του οποίου η εργοδότηση στη Δημοκρατία, από Εταιρεία Διαχείρισης ή από εταιρεία στην οποία η Εταιρεία Διαχείρισης έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται ή από εσωτερικά διαχειριζόμενο ΟΣΕΚΑ, άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2018.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται-
(α) Mόνο στην περίπτωση ατόμου το οποίο με την έναρξη της εργοδότησής του από Εταιρεία Διαχείρισης ή από εταιρεία στην οποία η Εταιρεία Διαχείρισης έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται ή από εσωτερικά διαχειριζόμενο ΟΣΕΚΑ καθίσταται κάτοικος της Δημοκρατίας,
(β) μόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων (identified staff), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 123Α του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου και σε κατηγορίες υπαλλήλων εταιρείας στην οποία η Εταιρεία Διαχείρισης ή ο εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΣΕΚΑ έχει αναθέσει δραστηριότητες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή κινδύνων, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται η Εταιρεία Διαχείρισης ή του ίδιου του εσωτερικά διαχειριζόμενου ΟΣΕΚΑ, αντίστοιχα,
(γ) στην περίπτωση που η αμοιβή απόδοσης χορηγείται εφόσον η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του ΟΣΕΚΑ υπερβαίνει το ποσό της αρχικής επένδυσης των επενδυτών,
(δ) για κάθε άτομο για περίοδο δέκα (10) ετών, συνολικά, σε μία ή περισσότερες εργοδοτήσεις, περιλαμβανομένων του έτους έναρξης και του έτους τερματισμού της εργοδότησης:
(4) Το ελάχιστο ποσό φόρου που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου ανέρχεται στις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ανά έτος.
(5) Η αμοιβή ατόμου που φορολογείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν προστίθεται σε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα για σκοπούς φορολόγησης του εισοδήματος.
(6) Σε περίπτωση που η αμοιβή απόδοσης καταβάλλεται υπό μορφή τίτλων, η αξία της ισούται με την αγοραία αξία των παραχωρηθέντων τίτλων κατά την ημερομηνία που η κυριότητά τους περιέρχεται στο άτομο μείον οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε από το άτομο για την απόκτησή τους.
(7) Άτομο το οποίο εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται, για κάθε φορολογικό έτος που εμπίπτει στην περίοδο που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), να επιλέγει να φορολογείται είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και του Μέρους V:
(8) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) Ο όρος «αμοιβή απόδοσης» σημαίνει μεταβλητή αμοιβή που συνδέεται με την απόδοση του ΟΣΕΚΑ και μπορεί να βασίζεται σε στοιχεία, όπως ένα μερίδιο των κεφαλαιακών κερδών, ή με την αύξηση της αξίας των κεφαλαίων της καθαρής αξίας ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ ή με την αύξηση οποιουδήποτε τμήματος της καθαρής αξίας ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ σε σύγκριση με κατάλληλο δείκτη κινητών αξιών ή άλλο μέτρο απόδοσης επενδύσεων·
(β) ο όρος «απόδοση του ΟΣΕΚΑ» περιλαμβάνει την αύξηση της αξίας των κεφαλαίων και κάθε έσοδο που συνδέεται με τα στοιχεία ενεργητικού του ΟΣΕΚΑ, όπως μερίσματα, και μπορεί να εκτιμηθεί σε σχέση με έναν στόχο απόδοσης.
(γ) όροι που χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο και δεν ορίζονται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμο.
21. Το ακαθάριστο ποσό οποιωνδήποτε δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, αποζημιώσεως ή άλλου εισοδήματος που αποκτάται από πηγές εντός της Δημοκρατίας από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, το οποίο δεν επιδίδεται σε οποιαδήποτε επιχείρηση στη Δημοκρατία, ως αντιπαροχή για τη χρήση, ή για το προνόμιο της χρήσης, οποιουδήποτε συγγραφικού δικαιώματος, δικαιώματος εκμεταλλεύσεως, σχεδίου, μυστικού τρόπου κατασκευής ή τύπου, εμπορικού σήματος, μεθόδου ή άλλης παρόμοιας ιδιοκτησίας, ή ως αντιπαροχή για τεχνική βοήθεια, υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή δέκα σεντ κατά λίρα:
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εταιρεία θεωρείται "συνδεδεμένη" με άλλη εταιρεία εφόσον, τουλάχιστον:
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εταιρεία θεωρείται "συνδεδεμένη" με άλλη εταιρεία εφόσον, τουλάχιστον:
(i) η πρώτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης εταιρείας, ή
(ii) η δεύτερη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης εταιρείας, ή
(iii) μια τρίτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης εταιρείας.
22. Το ακαθάριστο ποσό οποιουδήποτε μισθώματος για την προβολή κινηματογραφικών ταινιών στη Δημοκρατία (είτε το μίσθωμα αυτό είναι καθορισμένο είτε συνίσταται σε ποσοστό των ακαθάριστων εισπράξεων) το οποίο αποκτά οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή πέντε σεντ κατά λίρα.
(i) από εταιρεία που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη εισοδήματα που καταβάλλονται μέσω μόνιμης εγκατάστασης αυτής που βρίσκεται σε κράτος άλλο από Kράτος μέλος; ή
(ii) από μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία εταιρείας που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία και όταν το εισόδημα αυτό αντιπροσωπεύει εκπιπτόμενη δαπάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Nόμου, για την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εταιρεία θεωρείται "συνδεδεμένη" με άλλη εταιρεία εφόσον, τουλάχιστον:
(i) η πρώτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της δεύτερης εταιρείας, ή
(ii) η δεύτερη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης εταιρείας, ή
(iii) μια τρίτη εταιρεία κατέχει άμεσα ελάχιστη συμμετοχή 25% στο μετοχικό κεφάλαιο τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης εταιρείας.
23. Το ακαθάριστο εισόδημα το οποίο αποκτά οποιοδήποτε άτομο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία από την άσκηση στη Δημοκρατία οποιουδήποτε επαγγέλματος ή επιτηδεύματος, η αμοιβή προσώπων, τα οποία δεν είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία, που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας στο κοινό και οι ακαθάριστες εισπράξεις οποιουδήποτε θεατρικού ή μουσικού ομίλου ή άλλης ομάδας προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες ψυχαγωγίας στο κοινό, περιλαμβανομένων ποδοσφαιρικών ομάδων και άλλων αθλητικών αποστολών από το εξωτερικό, που προκύπτουν από παραστάσεις στη Δημοκρατία, υπόκεινται σε φορολογία με συντελεστή δέκα σεντ για κάθε λίρα:
Νοείται ότι όταν δυνάμει του παρόντος άρθρου επιβάλλεται φορολογία επί του ομίλου ή της ομάδας τα συνιστώντα αυτόν μέλη δεν υπόκεινται σε φορολογία.
23Α. Το ακαθάριστο πόσο ή άλλο εισόδημα που αποκτάται από πηγές εντός της Δημοκρατίας, από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, το οποίο δεν πηγάζει από μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ως αντιπαροχή για υπηρεσίες που ασκούνται στη Δημοκρατία αναφορικά με την εξόρυξη, εξερεύνηση ή εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας, του υπέδαφους ή των φυσικών πόρων, καθώς και την εγκατάσταση και εκμετάλλευση αγωγών και άλλων εγκαταστάσεων στο έδαφος, στο βυθό της θάλασσας ή πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή πέντε τοις εκατόν (5%).
24. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο συνάπτει οποιαδήποτε σύμβαση με οποιοδήποτε άτομο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία ή με οποιαδήποτε εταιρεία η οποία δεν επιδίδεται στη διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησης στη Δημοκρατία, σε σχέση με δοσοληψίες της φύσεως που εκτίθενται στα άρθρα 21, 22, 23 και 23Α, οφείλει να παρακρατεί φόρο με το συντελεστή που καθορίζεται στα εν λόγω άρθρα από οποιεσδήποτε εισπράξεις που διενεργούνται εκ μέρους του τέτοιου ατόμου ή εταιρείας ή από οποιαδήποτε πληρωμή έγινε ή που θα γίνει προς το εν λόγω άτομο ή εταιρεία και να αποστείλει αυτόν αμέσως στον Έφορο, μαζί με κατάσταση η οποία να παρέχει πλήρη στοιχεία των συνθηκών συνεπεία των οποίων έγινε η παρακράτηση και δείχνοντας πώς υπολογίστηκε ο παρακρατηθείς φόρος.
(1Α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), όταν το πρόσωπο που διενεργεί την πληρωμή σε σχέση με δοσοληψίες της φύσεως που εκτίθενται στα άρθρα 23 και 23Α, δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία και δεν έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, και η πληρωμή επιβαρύνει συνδεδεμένο πρόσωπο το οποίο είναι κάτοικος της Δημοκρατίας ή έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο φόρος παρακρατείται με βάση τις διατάξεις του εδάφιου (1) και αποστέλλεται στον Έφορο από το συνδεδεμένο πρόσωπο μέσα στο μήνα που ακολουθεί το μήνα στον οποίο το ποσό επιβαρύνει το συνδεδεμένο πρόσωπο, μαζί με κατάσταση η οποία παρέχει πλήρη στοιχεία των συνθηκών συνεπεία των οποίων έγινε η παρακράτηση και παρουσιάζοντας τον τρόπο υπολογισμού του παρακρατηθέντος φόρου.
(2) Οποιοσδήποτε φόρος που απαιτείται να παρακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), θεωρείται ως φόρος που επιβλήθηκε επί του προσώπου από το οποίο απαιτείται όπως ο εν λόγω φόρος παρακρατηθεί και μπορεί να ανακτηθεί από αυτόν με οποιοδήποτε τρόπο που προβλέπεται σε οποιοδήποτε νόμο που διέπει την είσπραξη φόρων:
(3) Αν οποιοσδήποτε τέτοιος φόρος δεν παρακρατηθεί ή, αν αφού παρακρατηθεί, δεν αποσταλεί στον Έφορο μέσα στο μήνα ο οποίος ακολουθεί το μήνα στον οποίο έγινε η παρακράτηση, προστίθεται σ' αυτόν, ως τόκος, ποσό ίσο με το καταβλητέο σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής φόρου ποσό οι δε διατάξεις οποιουδήποτε νόμου που αφορά στην είσπραξη και ανάκτηση φόρων εφαρμόζονται αναφορικά με την είσπραξη και ανάκτηση του τόκου αυτού:
(4) Οι διατάξεις οποιουδήποτε νόμου που αφορούν ενστάσεις και προσφυγές εφαρμόζονται για οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου δυνάμει του παρόντος άρθρου, αλλά η καταβολή του απαιτηθέντος φόρου δεν αναστέλλεται εκκρεμούντος του αποτελέσματος τέτοιας ένστασης ή προσφυγής.
26. (1) Στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, περιλαμβανομένων προβλέψεων και αποθεματικών, τα οποία μεταβιβάζονται δυνάμει αναδιοργανώσεως δεν δημιουργούν κέρδη υποκείμενα σε φορολογία στη μεταβιβάζουσα εταιρεία.
(2) Η λήπτρια εταιρεία θα υπολογίζει τις νέες αποσβέσεις και οποιαδήποτε κέρδη ή ζημιές αναφορικά με τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, προβλέψεις και αποθεματικά, σύμφωνα με τους όρους που θα ίσχυαν στη μεταβιβάζουσα εταιρεία ή εταιρείες αν δεν είχε γίνει η αναδιοργάνωση.
27. Σε περίπτωση αναδιοργανώσεως στην οποία εμπλέκονται εταιρείες που είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία και ή εταιρείες που δεν είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία, οποιεσδήποτε συσσωρευμένες ζημιές της μεταβιβάζουσας εταιρείας η οποία είναι κάτοικος στη Δημοκρατία ή η οποία έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία θα μεταβιβάζονται στη λήπτρια εταιρεία που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία ή στη λήπτρια εταιρεία που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία αλλά έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία και οι διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου που αφορούν το συμψηφισμό ή τη μεταφορά των ζημιών θα εφαρμόζονται ανάλογα.
27Α. Σε περίπτωση αναδιοργάνωσης στην οποία εμπλέκονται υπερβαίνοντος εταιρείες που είναι κάτοικοι της Δημοκρατίας και/ή εταιρείες που δεν είναι κόστους κάτοικοι της Δημοκρατίας, οποιοδήποτε συσσωρευμένο υπερβαίνον κόστος δανεισμού και οποιαδήποτε συσσωρευμένη μη χρησιμοποιηθείσα ικανότητα κάλυψης των τόκων της μεταβιβάζουσας εταιρείας, η οποία είναι κάτοικος της Δημοκρατίας ή η οποία έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, μεταβιβάζονται στη λήπτρια εταιρεία που είναι κάτοικος της Δημοκρατίας ή στη λήπτρια εταιρεία που δεν είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, αλλά έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, και, οι διατάξεις του εδαφίου (16) του άρθρου 11 που αφορούν στη μεταφορά του συσσωρευμένου υπερβαίνοντος κόστους δανεισμού και της συσσωρευμένης μη χρησιμοποιηθείσας ικανότητας κάλυψης των τόκων εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν.
28. Όταν η λήπτρια εταιρεία, που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία ή, αν δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, συμμετέχει στο κεφάλαιο της μεταβιβάζουσας εταιρείας, οποιαδήποτε κέρδη προκύπτουν στη λήπτρια εταιρεία λόγω της ακύρωσης της συμμετοχής της δεν υπόκεινται σε φορολογία.
29. (1) Η παραχώρηση μετοχών στο κεφάλαιο της λήπτριας ή αποκτώσας εταιρείας σε μέτοχο της μεταβιβάζουσας ή αποκτώμενης εταιρείας σε αντάλλαγμα μετοχών στο κεφάλαιο της τελευταίας εταιρείας, δεν συνεπάγεται, αυτή καθαυτή, καμία φορολόγηση των κερδών ή οφελών αυτού του μετόχου.
(2) Οι μετοχές που παραχωρούνται θα έχουν την ίδια αξία για φορολογικούς σκοπούς όπως είχαν οι ανταλλασσόμενες μετοχές αμέσως πριν την αναδιοργάνωση.
(3) Η εφαρμογή του εδαφίου (1) δεν εμποδίζει τη φορολόγηση του κέρδους που προκύπτει από τη μεταγενέστερη μεταβίβαση των μετοχών που λήφθηκαν.
29Α. (1) Οι διατάξεις των άρθρων 26 μέχρι 29 εφαρμόζονται αναφορικά με αναδιοργάνωση για την οποία ο Έφορος ικανοποιείται ότι αυτή ενέχει πραγματικό εμπορικό ή οικονομικό σκοπό· ο Έφορος δύναται να μην χορηγήσει την απαλλαγή από το φόρο των κερδών που πραγματοποιούνται λόγω αναδιοργάνωσης, αν κρίνει ότι ο βασικός σκοπός ή ένας από τους βασικούς σκοπούς της αναδιοργάνωσης είναι η αποφυγή, η μείωση ή η αναβολή καταβολής φόρου ή η άμεση ή έμμεση κατανομή περιουσιακών στοιχείων οποιασδήποτε επιχείρησης σε οποιοδήποτε πρόσωπο χωρίς την καταβολή ή με τη μείωση ή την αναβολή της καταβολής φόρου και δύναται δε να ζητήσει την προσκόμιση στοιχείων τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία για την εξακρίβωση του σκοπού της αναδιοργάνωσης:
(2)(α) Κατά τη χορήγηση της απαλλαγής από το φόρο των κερδών που πραγματοποιούνται λόγω αναδιοργάνωσης, ο Έφορος μπορεί να επιβάλει όρους σε σχέση με τον αριθμό των μετοχών που θα εκδοθούν στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης και την περίοδο κατά την οποία οι μετοχές που εκδίδονται στα πλαίσια αναδιοργάνωσης οφείλονται να κρατηθούν από το λήπτη, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη:
(β) Σε περίπτωση που οι όροι που τίθενται από τον Έφορο δεν τηρούνται, η αναδιοργάνωση θεωρείται ότι δεν εμπίπτει στις διατάξεις των άρθρων 26 μέχρι 29 και οποιαδήποτε φορολογία δεν επιβλήθηκε λόγω της αναδιοργάνωσης καθίσταται άμεσα οφειλόμενη και απαιτείται όπως καταβληθεί είτε από τη μεταβιβάζουσα εταιρεία, αν δεν έχει διαλυθεί, είτε από τη λήπτρια εταιρεία ή από τα πρόσωπα στα οποία εκδόθηκαν ή μεταβιβάστηκαν οι μετοχές.
30. Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, «αναδιοργάνωση» σημαίνει συγχώνευση, μερική διάσπαση, μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού, ανταλλαγή μετοχών και μεταφορά του εγγεγραμμένου γραφείου, μεταξύ εταιρειών οι οποίες έχουν την κατοικία τους στη Δημοκρατία και ή εταιρειών που δεν έχουν την κατοικία τους στη Δημοκρατία και -
(α) 'συγχώνευση', σημαίνει πράξη με την οποία-
(i) μια ή περισσότερες εταιρείες, κατά τη διάλυσή τους χωρίς εκκαθάριση, μεταβιβάζουν το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, σε άλλη προϋπάρχουσα εταιρεία έναντι παραχώρησης στους μετόχους τους, μετοχών στο κεφάλαιο της άλλης εταιρείας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν (10%) της ονομαστικής αξίας των μετοχών, ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των μετοχών αυτών,
(ii) δυο ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν, κατά τη διάλυσή τους χωρίς εκκαθάριση, το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού τους, σε μια νέα εταιρεία που ιδρύουν, έναντι παραχώρησης στους μετόχους τους, μετοχών στο κεφάλαιο της νέας εταιρείας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν (10%) της ονομαστικής αξίας των μετοχών, ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των μετοχών αυτών,
(iii) μια εταιρεία, κατά τη διάλυσή της χωρίς εκκαθάριση, μεταβιβάζει το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της, στην εταιρεία η οποία κατέχει το σύνολο των μετοχών στο κεφάλαιο της·
(β) 'διάσπαση' σημαίνει πράξη με την οποία μια εταιρεία, κατά τη διάλυσή της χωρίς εκκαθάριση, μεταβιβάζει το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της, σε δύο ή περισσότερες προϋπάρχουσες ή νέες εταιρείες, έναντι αναλογικής παραχώρησης μετοχών στους μετόχους της, μετοχών στο κεφάλαιο των ληπτριών εταιρειών, και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν (10%) της ονομαστικής αξίας των μετοχών, ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των μετοχών αυτών·
(β1) 'μερική διάσπαση': σημαίνει πράξη με την οποία μια εταιρεία, χωρίς να διαλυθεί, μεταβιβάζει έναν ή περισσότερους κλάδους δραστηριοτήτων σε μία ή περισσότερες προϋπάρχουσες ή νέες εταιρείες, αφήνοντας τουλάχιστον έναν κλάδο δραστηριότητας στη μεταβιβάζουσα εταιρεία, έναντι αναλογικής παραχώρησης για τους μετόχους της, τίτλων παραστατικών του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών που λαμβάνουν τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού και ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν (10%) της ονομαστικής αξίας των μετοχών αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των μετοχών αυτών·
(γ) 'μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού' σημαίνει πράξη με την οποία μια εταιρεία, χωρίς τη διάλυσή της χωρίς εκκαθάριση, μεταβιβάζει το σύνολο ή ένα ή περισσότερους κλάδους της δραστηριότητας της σε μια άλλη εταιρεία έναντι ανταλλαγής μετοχών στο κεφάλαιο της λήπτριας εταιρείας·
(δ) 'ανταλλαγή μετοχών': σημαίνει την πράξη με την οποία μια εταιρεία αποκτά συμμετοχή στο κεφάλαιο άλλης εταιρείας σε ποσοστό το οποίο της παρέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας αυτής ή, έχοντας αποκτήσει μια τέτοια πλειοψηφική συμμετοχή, αποκτά μια περαιτέρω συμμετοχή, έναντι παραχώρησης για τους μετόχους της δεύτερης αυτής εταιρείας, σε αντάλλαγμα των μετοχών τους, μετοχών στο κεφάλαιο της πρώτης εταιρείας και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά το οποίο δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν (10%) της ονομαστικής αξίας των μετοχών αυτών ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των μετοχών αυτών·
(ε) 'μεταβιβάζουσα εταιρεία' σημαίνει εταιρεία που μεταβιβάζει τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της, ή που μεταβιβάζει το σύνολο ή ένα ή περισσότερους κλάδους της δραστηριότητας της·
(στ) 'λήπτρια εταιρεία' σημαίνει εταιρεία που δέχεται τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού, ή το σύνολο ή ένα ή περισσότερους κλάδους της δραστηριότητας της μεταβιβάζουσας εταιρείας·
(ζ) 'αποκτώμενη εταιρεία' σημαίνει εταιρεία στην οποία μια άλλη αποκτά συμμετοχή με ανταλλαγή μετοχών·
(η) 'αποκτώσα εταιρεία' σημαίνει εταιρεία που αποκτά συμμετοχή με ανταλλαγή μετοχών·
(θ) 'κλάδος δραστηριότητας' σημαίνει το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού ενός τμήματος μιας εταιρείας και τα οποία συνιστούν, από οργανωτική άποψη, αυτόνομη επιχείρηση, δηλαδή, ένα σύνολο ικανό να λειτουργήσει αυτοδύναμα·
(ι) 'μεταφορά του εγγεγραμμένου γραφείου' σημαίνει την πράξη με την οποία μια ευρωπαϊκή εταιρεία (SE) ή μια ευρωπαϊκή συνεργατική εταιρεία (SCE), χωρίς τη διάλυσή της ή τη σύσταση νέου νομικού προσώπου, μεταφέρει το εγγεγραμμένο γραφείο της από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος.
31. Σύνδικοι ή παραλήπτες, επίτροποι, εκτελεστές διαθήκης ή διαχειριστές περιουσίας ή κηδεμόνες εμπεπιστευμένοι με τη διεύθυνση, έλεγχο ή διαχείριση περιουσίας ή μιας επιχείρησης για λογαριασμό κάποιου προσώπου, θα υπόκεινται σε φορολογία αναφορικά με το εισόδημα που προκύπτει από τέτοια περιουσία ή επιχείρηση με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό όπως τέτοιο πρόσωπο θα φορολογείτο αν ελάμβανε προσωπικά τέτοιο εισόδημα, κάθε δε τέτοιος σύνδικος, παραλήπτης, επίτροπος, εκτελεστής διαθήκης ή διαχειριστής περιουσίας, ή κηδεμόνας θα είναι υπεύθυνος για τη διενέργεια όλων των αναγκαίων δυνάμει του παρόντος Νόμου για τη βεβαίωση και καταβολή του φόρου:
Νοείται ότι τίποτε που διαλαμβάνεται στο παρόν άρθρο δέν θα αποκλείει την επιβολή φορολογίας στο όνομα του προσώπου, το οποίο αντιπροσωπεύεται από τέτοιο σύνδικο, παραλήπτη, επίτροπο, εκτελεστή διαθήκης ή διαχειριστή περιουσίας, ή κηδεμόνα.
32. (1) Κάθε πρόσωπο που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, θα φορολογείται στο όνομα του πληρεξουσίου του, πράκτορα ή αντιπροσώπου, συνδίκου, παραλήπτη, διαχειριστή ή θεματοφύλακα του, είτε ο εν λόγω πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος, πράκτορας, σύνδικος, παραλήπτης, διαχειριστής ή θεματοφύλακας εισπράττει το εισόδημα είτε όχι, με τον ίδιο τρόπο και για το ίδιο ποσό όπως τέτοιο πρόσωπο που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία θα φορολογείτο αν ελάμβανε προσωπικά τέτοιο εισόδημα.
(2) Κάθε πρόσωπο που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία θα υπόκειται σε φορολογία αναφορικά με εισόδημα που προκύπτει, άμεσα ή έμμεσα, από οποιαδήποτε πληρεξουσιότητα, πρακτορεία, αντιπροσωπεία, συνεταιρισμό ή από πράξεις του συνδίκου ή παραλήπτη, διαχειριστή ή θεματοφύλακά του και τέτοια φορολογία θα γίνεται στο όνομα του πληρεξουσίου, πράκτορα, αντιπροσώπου, συνδίκου ή παραλήπτη, διαχειριστή ή θεματοφύλακα αυτού.
(3) Καμιά διάταξη του παρόντος άρθρου καθιστά πρόσωπο που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία υποκείμενο σε φορολογία στο όνομα μεσίτη ή παραγγελιοδόχου ή άλλου αντιπροσώπου σε περιπτώσεις στις οποίες ο εν λόγω μεσίτης, παραγγελιοδόχος ή άλλος αντιπρόσωπος δεν είναι εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, το οποίο ενεργεί τη γενική αντιπροσώπευση του μη κατοίκου στη Δημοκρατία προσώπου ή πρόσωπο υποκείμενο σε φορολογία ως να ήταν αντιπρόσωπος σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου αναφορικά με κέρδη ή οφέλη που προέκυψαν από πωλήσεις ή δοσοληψίες που διενεργήθηκαν μέσω του εν λόγω μεσίτη ή αντιπροσώπου.
33. (1) Αν-
(α) Μια επιχείρηση στη Δημοκρατία συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση ή τον έλεγχο ή το κεφάλαιο μιας επιχείρησης άλλου προσώπου· ή
(β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο δυο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων·
και σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές τίθενται ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές τους σχέσεις όροι που διαφέρουν από εκείνους οι οποίοι θα ετίθεντο μεταξύ ανεξαρτήτων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη ή οφέλη τα οποία, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, θα πραγματοποιούντο από μια από τις επιχειρήσεις, αλλά, λόγω των όρων αυτών, δεν πραγματοποιήθηκαν, μπορεί να περιληφθούν στα κέρδη ή οφέλη της επιχείρησης εκείνης και να φορολογηθούν ανάλογα.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται επίσης αναφορικά με οποιεσδήποτε συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) Ένα άτομο είναι συνδεδεμένο με άλλο άτομο αν το πρώτο άτομο είναι σύζυγος ή συγγενής του δεύτερου ατόμου, ή είναι σύζυγος συγγενή του δεύτερου ατόμου, ή είναι συγγενής του συζύγου ή της συζύγου του δεύτερου ατόμου·
(β) ένα πρόσωπο είναι συνδεδεμένο με οποιοδήποτε πρόσωπο με το οποίο διατηρεί συνεταιρισμό, και με το σύζυγο ή τη σύζυγο ή συγγενή οποιουδήποτε ατόμου με το οποίο διατηρεί συνεταιρισμό·
(γ) εταιρεία είναι συνδεδεμένη με άλλη εταιρεία-
(i) σε περίπτωση κατά την οποία το ίδιο πρόσωπο κατέχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου ή έχει δικαίωμα σε μερίδιο τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) του εισοδήματος και των δύο εταιρειών·
(ii) σε περίπτωση κατά την οποία το ίδιο πρόσωπο και πρόσωπα συνδεδεμένα μαζί του κατέχουν άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου ή έχουν δικαίωμα σε μερίδιο τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) του εισοδήματος και των δύο (2) εταιρειών·
(iii) σε περίπτωση κατά την οποία μία ομάδα δύο (2) ή περισσότερων προσώπων κατέχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου ή έχει δικαίωμα σε μερίδιο τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) του εισοδήματος της κάθε εταιρείας και οι ομάδες είτε αποτελούνται από τα ίδια πρόσωπα είτε δύναται να θεωρηθούν ότι αποτελούνται από τα ίδια πρόσωπα θεωρώντας, σε μια ή περισσότερες περιπτώσεις, ένα μέλος είτε της μιας είτε της άλλης ομάδας ότι αντικαθίσταται από άλλο πρόσωπο με το οποίο είναι συνδεδεμένο.
(δ) εταιρεία είναι συνδεδεμένη με άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο αυτό κατέχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου ή έχει δικαίωμα σε μερίδιο τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) του εισοδήματός της ή το πρόσωπο αυτό και συνδεδεμένα μαζί του πρόσωπα κατέχουν άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου ή έχουν δικαίωμα σε μερίδιο τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) του εισοδήματός της.
(ε) οποιαδήποτε δύο (2) ή περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν μαζί για να εξασφαλίσουν άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου ή δικαίωμα σε μερίδιο τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) του εισοδήματος εταιρείας θεωρούνται σε σχέση με την εν λόγω εταιρεία ότι είναι συνδεδεμένα το ένα με το άλλο και με οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί με οδηγίες οποιουδήποτε από αυτά για να εξασφαλίσει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των δικαιωμάτων ψήφου ή του μετοχικού κεφαλαίου ή δικαίωμα σε μερίδιο τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) του εισοδήματος της εταιρείας.
(4) στο παρόν άρθρο—
(α) «έλεγχος», σε σχέση με εταιρεία, σημαίνει την εξουσία προσώπου να εξασφαλίσει—
(i) μέσω κατοχής μετοχών ή δικαιώματος ψήφου στην εταιρεία ή σε σχέση με αυτή, ή σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, ή
(ii) δυνάμει οποιωνδήποτε εξουσιών που της παραχωρεί το καταστατικό ή άλλο έγγραφο που διέπει τη λειτουργία της εν λόγω εταιρείας ή οποιασδήποτε άλλης εταιρείας,
ότι οι υποθέσεις της πρώτης εταιρείας διεξάγονται σύμφωνα με τις επιθυμίες του προσώπου αυτού, και,
(β) [Διαγράφηκε]·
(γ) «συγγενής» σημαίνει σύζυγο και άτομο μέχρι τρίτου βαθμού συγγενείας είτε αυτό είναι άγαμο είτε είναι έγγαμο.
(5) Σε περίπτωση που ο Έφορος αυξήσει τα κέρδη ή οφέλη επιχείρησης που ασκείται από κάτοικο της Δημοκρατίας ή από πρόσωπο μη κάτοικο στη Δημοκρατία με μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, λόγω του ότι οι συναλλαγές του ή οι οικονομικές του σχέσεις με άλλο πρόσωπο κάτοικο της Δημοκρατίας ή με άλλο πρόσωπο μη κάτοικο στη Δημοκρατία με μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, που ασκεί επιχείρηση έγιναν με όρους οι οποίοι διαφέρουν από εκείνους που θα ετίθεντο μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων και εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του εδαφίου (1), παραχωρείται στο άλλο πρόσωπο έκπτωση ίση με την αύξηση των κερδών ή του οφέλους της επιχείρησης:
(6) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δύναται να εφαρμόζονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με τις Οδηγίες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης αναφορικά με τις Τιμές Τιμολόγησης Ελεγχόμενων Συναλλαγών για Πολυεθνικές Επιχειρήσεις και Φορολογικές Διοικήσεις, όπως αυτές εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(7) Συνδεδεμένα πρόσωπα, κατά την έννοια του εδαφίου (3), τα οποία-
(α) είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία. ή
(β) έχουν μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία και δεν είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία.
τηρούν Φάκελο Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών και Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών Ελεγχόμενων Συναλλαγών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Φάκελος Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών και Προέγκριση Μεθοδολογίας Τιμολόγησης Ελεγχόμενων Συναλλαγών) Κανονισμούς του 2022, αναφορικά με ελεγχόμενες συναλλαγές τους.
(8) Ο Φάκελος Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών αποτελείται, κατά περίπτωση, από το Βασικό Φάκελο Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών και τον Κυπριακό Φάκελο Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών.
(9) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (7) πρόσωπα απαλλάσσονται από την υποχρέωση-
(α) τήρησης Κυπριακού Φακέλου Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών, κατά την οποία οι ελεγχόμενες συναλλαγές τους αθροιστικώς, ανά κατηγορία, δεν υπερβαίνουν ή δεν θα υπερέβαιναν, με βάση την αρχή των ίσων αποστάσεων, τις επτακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€750.000) ανά φορολογικό έτος.
(β) τήρησης Βασικού Φακέλου Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών, σε περίπτωση κατά την οποία δεν αποτελούν την Τελική Μητρική Οντότητα ή Παρένθετη Μητρική Οντότητα, όπως οι όροι αυτοί ορίζονται στο Τμήμα Ι του Παραρτήματος ΙΙΙ του περί Διοικητικής Συνεργασίας στον Τομέα της Φορολογίας Νόμου.
(10) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (7) πρόσωπα υποβάλλουν στο Τμήμα Φορολογίας, ηλεκτρονικά, Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών Ελεγχόμενων Συναλλαγών για κάθε φορολογικό έτος μαζί με τη δήλωση εισοδήματος:
(11) Ο Φάκελος Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών τίθεται στη διάθεση του Εφόρου οποτεδήποτε ζητηθεί, εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σχετικού αιτήματος του Εφόρου στα προβλεπόμενα στο εδάφιο (7) πρόσωπα ή σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο αυτών που ενεργεί ως αντιπρόσωπός τους για το σκοπό αυτό.
(12) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να προβλέπουν το πλαίσιο εφαρμογής των προβλεπόμενων στο εδάφιο (6) Οδηγιών, το πλαίσιο τήρησης και το περιεχόμενο του Φακέλου Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών και του Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών Ελεγχόμενων Συναλλαγών, ως επίσης τον τρόπο τεκμηρίωσης των τιμών των ελεγχόμενων συναλλαγών:
(13) Ο Έφορος δύναται με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να εξειδικεύει το ακριβές περιεχόμενο και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Φάκελο Τεκμηρίωσης Τιμών Ελεγχόμενων Συναλλαγών και στο Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο φάκελος θεωρείται μη πλήρης ή μη επαρκής, τις αποδεκτές μεθόδους καθορισμού των τιμών των ελεγχόμενων συναλλαγών και τις μεθόδους καθορισμού του αποδεκτού εύρους των τιμών ή του περιθωρίου κέρδους.
33Α.(1) Για τον υπολογισμό του οφειλόμενου εταιρικού φόρου δεν λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή με κύριο σκοπό ή έναν από τους κύριους σκοπούς, την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος που ματαιώνει το αντικείμενο ή τον σκοπό των εφαρμοστέων φορολογικών διατάξεων και οι οποίες δεν είναι γνήσιες, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών στοιχείων και περιστάσεων:
(2) Σε περίπτωση που ρύθμιση ή σειρά ρυθμίσεων δεν λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο οφειλόμενος εταιρικός φόρος υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
33Β.-(1) Στο εισόδημα εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας ή μόνιμης εγκατάστασης στη Δημοκρατία εταιρείας μη κατοίκου της Δημοκρατίας, ανάλογα με την περίπτωση, προστίθεται ποσό ίσο με τη διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων κατά τη χρονική στιγμή της εξόδου αυτών και της αξίας τους για φορολογικούς σκοπούς, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Eταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας, η οποία μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία από την έδρα της στη μόνιμη εγκατάσταση που διατηρεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον η Δημοκρατία δεν έχει πλέον το δικαίωμα φορολόγησης των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων λόγω της μεταβίβασηςˑ
(β) εταιρείας μη κατοίκου της Δημοκρατίας με μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, η οποία μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία από τη μόνιμη εγκατάσταση που διατηρεί στη Δημοκρατία στην έδρα της ή σε άλλη μόνιμη εγκατάσταση που διατηρεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον η Δημοκρατία δεν έχει πλέον το δικαίωμα φορολόγησης των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων λόγω της μεταβίβασηςˑ
(γ) εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας, η οποία μεταφέρει τη φορολογική της κατοικία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, περιουσιακά δε στοιχεία, τα οποία παραμένουν ουσιωδώς συνδεδεμένα με μόνιμη εγκατάσταση που δύναται να δημιουργηθεί στη Δημοκρατία μετά την μεταφορά της φορολογικής κατοικίας και για τα οποία η Δημοκρατία διατηρεί δικαίωμα φορολόγησης δεν υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρουˑ
(δ) εταιρείας μη κατοίκου της Δημοκρατίας με μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, η οποία μεταφέρει την επιχείρηση που ασκείται από τη μόνιμη εγκατάσταση που διατηρεί στη Δημοκρατία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, εφόσον η Δημοκρατία δεν έχει πλέον το δικαίωμα φορολόγησης των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων λόγω της μεταβίβασης.
(2) Σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (1), το ποσό που προστίθεται στο εισόδημα εταιρείας κάτοικου της Δημοκρατίας ή μόνιμης εγκατάστασης στη Δημοκρατία εταιρείας μη κάτοικου της Δημοκρατίας υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Σε περίπτωση που η μεταβίβαση στη Δημοκρατία περιουσιακών στοιχείων ή η μεταφορά στη Δημοκρατία της φορολογικής κατοικίας εταιρείας ή επιχείρησης που ασκείται μέσω μόνιμης εγκατάστασης γίνεται από άλλο κράτος μέλος, ως αρχική φορολογική αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων για σκοπούς του παρόντος Νόμου θεωρείται η αξία ως αυτή έχει ορισθεί από το κράτος μέλος από το οποίο έγινε η μεταβίβαση ή η μεταφορά, εκτός εάν αυτή δεν αντικατοπτρίζει την αγοραία αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων.
(4) Σε περίπτωση που περιουσιακά στοιχεία, τα οποία έχουν μεταβιβασθεί εκτός Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α), (β), (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) πρόκειται να επανέλθουν στη Δημοκρατία εντός περιόδου δώδεκα (12) μηνών, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση κινητών αξιών, περιουσιακών στοιχείων που παρέχονται ως εξασφάλιση ή όταν η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων πραγματοποιείται για την κάλυψη κεφαλαιακών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας ή για σκοπούς διαχείρισης ρευστότητας.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
“αγοραία αξία” σημαίνει το ποσό έναντι του οποίου περιουσιακό στοιχείο δύναται να ανταλλαγεί ή οι αμοιβαίες υποχρεώσεις μπορούν να διακανονιστούν μεταξύ εθελουσίως ενεργούντων μη συνδεδεμένων αγοραστών και πωλητών σε απευθείας συναλλαγή·
“μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων” σημαίνει πράξη με την οποία η Δημοκρατία χάνει το δικαίωμα φορολόγησης των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία παραμένουν υπό τη νομική ή την οικονομική κυριότητα του ίδιου προσώπουˑ
“μεταφορά της φορολογικής κατοικίας” σημαίνει πράξη με την οποία πρόσωπο παύει να είναι κάτοικος της Δημοκρατίας, ενώ αποκτά φορολογική κατοικία σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώραˑ
“μεταφορά της επιχείρησης που ασκείται μέσω μόνιμης εγκατάστασης” σημαίνει πράξη με την οποία πρόσωπο παύει να υπόκειται σε φόρο στη Δημοκρατία, ενώ ταυτόχρονα υπόκειται σε φόρο σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα, χωρίς να καθίσταται κάτοικος για φορολογικούς σκοπούς στο εν λόγω κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα.
33Γ.-(1) Συνδεδεμένα πρόσωπα, κατά την έννοια του εδαφίου (3) του άρθρου 33, τα οποία-
(α) είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία. ή
(β) τα οποία έχουν μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία και δεν είναι κάτοικοι στη Δημοκρατία.
δύναται να υποβάλλουν στον Έφορο αίτηση προέγκρισης μεθοδολογίας τιμολόγησης ελεγχόμενων συναλλαγών, αναφορικά με συγκεκριμένες ελεγχόμενες συναλλαγές τους που βρίσκονται σε εξέλιξη ή που πρόκειται να πραγματοποιηθούν μελλοντικά.
(2) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες αναφορικά με τη διαδικασία υποβολής και διεκπεραίωσης αίτησης προέγκρισης μεθοδολογίας τιμολόγησης ελεγχόμενων συναλλαγών, καθώς και οποιαδήποτε άλλα θέματα τα οποία χρήζουν ή είναι δεκτικά καθορισμού σε σχέση με την προέγκριση μεθοδολογίας τιμολόγησης ελεγχόμενων συναλλαγών:
(3) Ο Έφορος δύναται με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να καθορίζει ειδικότερα θέματα για την εφαρμογή της διαδικασίας προέγκρισης μεθοδολογίας τιμολόγησης ελεγχόμενων συναλλαγών, το ειδικότερο περιεχόμενο της αίτησης προέγκρισης μεθοδολογίας τιμολόγησης ελεγχόμενων συναλλαγών, τη διαδικασία συνεννόησης με τις αρμόδιες αρχές άλλων εμπλεκομένων κρατών, τον τύπο και το περιεχόμενο των αποφάσεων του Εφόρου, καθώς και οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα.
34. (1) Αν το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα διακηρύξει ότι έγινε ειδικά καθοριζόμενη στο εν λόγω διάταγμα σύμβαση με την Κυβέρνηση οποιασδήποτε χώρας εκτός της Δημοκρατίας με σκοπό να παρασχεθεί έκπτωση λόγω διπλής φορολογίας αναφορικά με το φόρο εισοδήματος και οποιοδήποτε άλλο φόρο παρόμοιας φύσης, που επιβάλλεται από τους νόμους της εν λόγω χώρας, και ότι είναι σκόπιμο όπως η σύμβαση αυτή τεθεί σε ισχύ, τέτοια σύμβαση θα ισχύει σε σχέση με φόρο εισοδήματος ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιέχεται σε οποιοδήποτε Νόμο.
(2) Διάταγμα που έγινε δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να ανακληθεί με μεταγενέστερο διάταγμα.
35. (1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα εφαρμόζονται όταν, με βάση σύμβαση που έγινε δυνάμει του άρθρου 34, Ο φόρος πληρωτέος σε εισόδημα στη χώρα με την Κυβέρνηση της οποίας έγινε η σύμβαση, θα εκπίπτει υπό μορφή πίστωσης έναντι του φόρου του πληρωτέου στη Δημοκρατία αναφορικά με το εισόδημα αυτό, στο παρόν δε άρθρο ο όρος «αλλοδαπός φόρος» σημαίνει κάθε φόρο που είναι πληρωτέος στη χώρα με την οποία έγινε η σύμβαση, ο οποίος δυνάμει της σύμβασης θα εκπίπτει υπό μορφή πίστωσης.
(2) Το ποσόν του φόρου που επιβάλλεται στο εισόδημα θα μειώνεται με το ποσό της πίστωσης.
(3) Το ποσό της πίστωσης δεν θα υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα εξευρίσκετο αν το εισόδημα υπολογιζόταν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και φορολογείτο με φορολογικό συντελεστή ο οποίος εξευρίσκεται αν διαιρεθεί ο φόρος ο επιβλητέος (πριν να χορηγηθούν εκπτώσεις για πιστώσεις με βάση τη σύμβαση που έγινε δυνάμει του άρθρου 34 του παρόντος Νόμου) επί του συνολικού εισοδήματος του προσώπου το οποίο δικαιούται το εισόδημα με το ποσό του συνολικού εισοδήματος του προσώπου αυτού.
(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3), το συνολικό ποσό πίστωσης το οποίο θα μπορεί να επιτραπεί ως έκπτωση σε οποιοδήποτε φορολογικό έτος αναφορικά με αλλοδαπό φόρο με βάση σύμβαση που έγινε δυνάμει του άρθρου 34 δεν θα υπερβαίνει το συνολικό φόρο τον καταβλητέο από αυτόν για το υπό εξέταση φορολογικό έτος.
(5) Κατά τον υπολογισμό του ποσού του εισοδήματος -
(α) δεν θα επιτρέπεται έκπτωση αναφορικά με αλλοδαπό φόρο είτε τέτοιος φόρος αναφέρεται στο ίδιο είτε σε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα·
(β) σε περιπτώσεις στις οποίες ο επιβλητέος φόρος εξαρτάται από το ποσό που λήφθηκε στη Δημοκρατία, τέτοιο ποσό θα επαυξάνεται με το ανάλογο ποσό του αλλοδαπού φόρου αναφορικά με το εισόδημα αυτό·
(γ) σε περιπτώσεις στις οποίες το εισόδημα περιλαμβάνει μερίσματα εταιρειών και δυνάμει της σύμβασης αλλοδαπός φόρος μη επιβλητέος άμεσα ή με παρακράτηση πάνω στα μερίσματα πρέπει να ληφθεί υπόψη για να αποφασισθεί κατά πόσο θα χορηγηθεί οποιαδήποτε πίστωση έναντι του φόρου αναφορικά με τα μερίσματα αυτά, το ποσό του εισοδήματος θα επαυξάνεται με το ποσό του αλλοδαπού φόρου που δεν επιβάλλεται με αυτό τον τρόπο, ο οποίος πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού της πίστωσης:
Νοείται ότι ανεξάρτητα από οτιδήποτε διαλαμβάνεται στις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος εδαφίου, θα αφαιρείται από το θεωρητικό ποσό του αλλοδαπού εισοδήματος κάθε ποσό κατά το οποίο ο αλλοδαπός φόρος υπερβαίνει την αντίστοιχη πίστωση.
(6) Οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (5) θα εφαρμόζονται για τον υπολογισμό του θεωρητικού συνολικού εισοδήματος με σκοπό όπως καθορισθεί ο συντελεστής που αναφέρεται στο εδάφιο (3)· θα εφαρμόζονται δε με τον ίδιο τρόπο σε τέτοιους υπολογισμούς αναφορικά με κάθε εισόδημα στην περίπτωση του οποίου δέον να χορηγηθεί πίστωση για αλλοδαπό φόρο δυνάμει της εκάστοτε σε ισχύ σύμβασης που έγινε δυνάμει του άρθρου 34.
(7) Οσάκις-
(α) η σύμβαση προβλέπει, αναφορικά με μερίσματα ορισμένων τάξεων, όχι όμως με μερίσματα άλλων τάξεων, ότι αλλοδαπός φόρος, που δεν επιβάλλεται άμεσα ή με παρακράτηση πάνω σε μερίσματα, θα λαμβάνεται υπόψη για να αποφασισθεί κατά πόσο θα χορηγηθεί πίστωση έναντι του φόρου αναφορικά με τα μερίσματα αυτά· και
(β) πληρώνονται μερίσματα που δεν εμπίπτουν σε κάποια τάξη για την οποία έγινε τέτοια πρόβλεψη στη σύμβαση, τότε, αν τα μερίσματα πληρώνονται σε εταιρεία η οποία ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, όχι ολιγότερο του πενήντα τοις εκατόν των μετοχών με δικαίωμα ψήφου της εταιρείας που καταβάλλει τα μερίσματα, θα χορηγείται πίστωση ως εάν τα μερίσματα ενέπιπταν σε κάποια τάξη για την οποία έχει γίνει τέτοια πρόβλεψη στη σύμβαση.
(8) Η πίστωση που χορηγείται δυνάμει τέτοιας σύμβασης έναντι του φόρου που επιβάλλεται στο εισόδημα οποιουδήποτε προσώπου για οποιοδήποτε φορολογικό έτος δεν θα παρέχεται αν το πρόσωπο αυτό ήθελε επιλέξει έτσι για το υπό εξέταση έτος.
(9) Απαιτήσεις για έκπτωση υπό μορφή πίστωσης θα υποβάλλονται το αργότερο μέσα σε έξι έτη από το τέλος του οικείου φορολογικού έτους, σε περίπτωση δε διαφοράς ως προς το ποσό που εκπίπτει, η απαίτηση θα υπόκειται σε ένσταση και προσφυγή με τον ίδιο τρόπο όπως και η φορολογία.
(10) Όταν το ποσό οποιασδήποτε πίστωσης που χορηγείται δυνάμει σύμβασης καθίσταται υπέρμετρο ή ανεπαρκές ως αποτέλεσμα της τροποποίησης του ποσού του φόρου του πληρωτέου στη Δημοκρατία ή αλλού, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου οι οποίες περιορίζουν το χρόνο μέσα στον οποίο μπορεί να επιβληθεί φορολογία ή να υποβληθούν αιτήσεις για έκπτωση, δεν θα εφαρμόζονται σε φορολογίες ή απαιτήσεις οι οποίες αποτελούν αναγκαίο επακόλουθο της τροποποίησης που έγινε, εφόσον οι φορολογίες αυτές και απαιτήσεις γίνονται πριν την παρέλευση έξι ετών από το χρόνο στον οποίο είχαν γίνει, στη Δημοκρατία ή αλλού, όλες οι φορολογίες, τροποποιήσεις ή άλλες επιλύσεις οι οποίες ήταν ουσιώδεις για να αποφασισθεί κατά πόσο πρέπει να χορηγηθεί κάποια πίστωση.
36. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 34, όταν ο Έφορος ικανοποιείται ότι καταβλήθηκε φόρος εισοδήματος πάνω σε εισόδημα που κτήθηκε σε ξένη χώρα με την οποία δεν έχει συναφθεί σύμβαση για αποφυγή διπλής φορολογίας, και αυτό το εισόδημα υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου, ο Έφορος χορηγεί έκπτωση από το φόρο που είναι καταβλητέος δυνάμει του παρόντος Νόμου, για το εν λόγω εισόδημα, η οποία δεν θα υπερβαίνει το ποσό του φόρου ο οποίος καταβλήθηκε στη ξένη χώρα για το εισόδημα αυτό.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ακολουθείται, στο βαθμό που είναι πρακτικά δυνατό, η καθορισμένη στο άρθρο 35 διαδικασία.
(3) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, κέρδη προσώπου από μόνιμη εγκατάσταση εξωτερικού απαλλάσσονται από το φόρο:
(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) δεν εφαρμόζονται -
(α) Αν η μόνιμη εγκατάσταση άμεσα ή έμμεσα επιδίδεται περισσότερο από πενήντα τοις εκατόν (50%) σε δραστηριότητες οι οποίες απολήγουν σε εισόδημα από επένδυση· και
(β) η επιβάρυνση του αλλοδαπού φόρου πάνω στο εισόδημα της μόνιμης εγκατάστασης είναι σημαντικά ολιγότερη από τη φορολογική επιβάρυνση του προσώπου που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία ή του προσώπου που ελέγχει τη μόνιμη εγκατάσταση και κατοίκου στη Δημοκρατία.
(5) Η αμοιβή από την παροχή μισθωτών υπηρεσιών εκτός της Δημοκρατίας για συνολική περίοδο στο φορολογικό έτος πέραν των ενενήντα ημερών σε εργοδότη που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία ή σε μόνιμη εγκατάσταση εκτός της Δημοκρατίας εργοδότη που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία απαλλάσσεται από το φόρο.
Για σκοπούς υπολογισμού των ημερών παροχής μισθωτών υπηρεσιών εκτός της Δημοκρατίας -
(α) η ημέρα αναχώρησης από τη Δημοκρατία λογίζεται ως ημέρα εκτός της Δημοκρατίας·
(β) η ημέρα άφιξης στη Δημοκρατία λογίζεται ως ημέρα στη Δημοκρατία·
(γ) η άφιξη στη Δημοκρατία και αναχώρηση από τη Δημοκρατία την ίδια ημέρα λογίζεται ως μια ημέρα στη Δημοκρατία· και
(δ) η αναχώρηση από τη Δημοκρατία και επιστροφή στη Δημοκρατία την ίδια ημέρα λογίζεται ως μια ημέρα εκτός της Δημοκρατίας.
(7) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, όταν εταιρεία κάτοικος στη Δημοκρατία ή εταιρεία που δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία αλλά έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, λαμβάνει μερίσματα από εταιρεία που είναι κάτοικος σε άλλο κράτος μέλος και τα μερίσματα αυτά υπόκεινται σε φορολογία δυνάμει του παρόντος Νόμου, ο φόρος επί των μερισμάτων αυτών που καταβλήθηκε στο άλλο κράτος μέλος, ο οποίος χορηγείται ως έκπτωση από το φόρο που είναι καταβλητέος δυνάμει του παρόντος Νόμου, περιλαμβάνει και την αναλογία του φόρου που καταβλήθηκε επί των κερδών της πληρώνουσας το μέρισμα εταιρείας και κάθε χαμηλότερου επιπέδου εξαρτημένης αυτής εταιρείας, από τα οποία προέρχεται το μέρισμα:
36Α.(1) Εταιρεία μη κάτοικος της Δημοκρατίας ή μόνιμη εγκατάσταση εξωτερικού που διατηρεί εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας, τα κέρδη της οποίας δεν φορολογούνται ή απαλλάσσονται του φόρου στη Δημοκρατία, θεωρείται ως ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Στην περίπτωση εταιρείας μη κατοίκου της Δημοκρατίας, η εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας, είτε μόνη είτε από κοινού με τις συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις, έχει, άμεση ή έμμεση, συμμετοχή σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) των δικαιωμάτων ψήφου ή έχει την άμεση ή έμμεση κυριότητα επί ποσοστού άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) του κεφαλαίου ή δικαιούται να εισπράττει ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) των κερδών της εν λόγω . εταιρείας και
(β) ο πραγματικός εταιρικός φόρος που καταβλήθηκε επί των κερδών της εταιρείας μη κατοίκου της Δημοκρατίας ή της μόνιμης εγκατάστασης εξωτερικού που διατηρεί εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας είναι χαμηλότερος του πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που θα επιβαλλόταν στην εν λόγω εταιρεία ή στη μόνιμη εγκατάσταση, εάν τέτοια κέρδη φορολογούνταν στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου (β):
(i) Η μόνιμη εγκατάσταση ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας, που δεν φορολογείται ή απαλλάσσεται του φόρου στην περιοχή δικαιοδοσίας της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας, δεν λαμβάνεται υπόψη· και
(ii) ο εταιρικός φόρος που θα επιβαλλόταν στη Δημοκρατία υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Σε περίπτωση που εταιρεία μη κάτοικος της Δημοκρατίας ή μόνιμη εγκατάσταση εξωτερικού που διατηρεί εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας αντιμετωπίζεται ως ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία, στο φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας προστίθεται το μη διανεμηθέν εισόδημα της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας το οποίο προκύπτει από μη γνήσιες ρυθμίσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή με ουσιαστικό σκοπό την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος βάσει του παρόντος Νόμου.
(3) Για τους σκοπούς των εδαφίων (2) και (6), μη διανεμηθέν εισόδημα, θεωρείται το μετά του φόρου λογιστικό κέρδος της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας, όπως αυτό καθορίζεται στις οικονομικές καταστάσεις αυτής, οι οποίες ετοιμάζονται με βάση αποδεκτές από τον Έφορο λογιστικές αρχές και το οποίο δεν διανεμήθηκε στην εταιρεία κάτοικο της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους στο οποίο τα εν λόγω κέρδη περιλαμβάνονται, καθώς και κατά τους επόμενους επτά (7) μήνες από το τέλος της φορολογικής αυτής περιόδου, όπως ορίζεται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου:
(α) Λογιστικά κέρδη που δεν υπερβαίνουν τις επτακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€750.000) και εισόδημα από μη εμπορική δραστηριότητα που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€75.000)· ή
(β) λογιστικά κέρδη που δεν υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%) των δαπανών λειτουργίας της για τη φορολογική περίοδο.
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) της πέμπτης επιφύλαξης του εδαφίου (3), οι λειτουργικές δαπάνες δεν περιλαμβάνουν το κόστος των αγαθών που πωλούνται εκτός της χώρας της οποίας είναι φορολογικός κάτοικος η εταιρεία μη κάτοικος της Δημοκρατίας ή στην οποία βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση εξωτερικού που διατηρεί η εταιρεία κάτοικος της Δημοκρατίας, καθώς και τις πληρωμές σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις.
(5) Το εισόδημα ή η ζημία, ανάλογα με την περίπτωση, που προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας υπολογίζεται σύμφωνα με το ποσοστό των κερδών που δικαιούται να εισπράττει από την ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία:
(6) Το μη διανεμηθέν εισόδημα ή η ζημία, ανάλογα με την περίπτωση, περιλαμβάνεται στο φορολογικό έτος της εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας, στη διάρκεια του οποίου λήγει το φορολογικό έτος της ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας στο οποίο προέκυψε το εισόδημα ή η ζημία.
(7) Σε περίπτωση που ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία διανέμει κέρδη στην εταιρεία κάτοικο της Δημοκρατίας, τα οποία περιλαμβάνονται στο φορολογητέο εισόδημα της εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας και δεν απαλλάσσονται του φόρου δυνάμει του άρθρου 8, τα ποσά του εισοδήματος που είχαν περιληφθεί στο φορολογητέο εισόδημα σε προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με τα εδάφια (2) έως (4), ανεξάρτητα εάν κατά το εν λόγω φορολογικό έτος απαλλάχθηκαν του φόρου δυνάμει του άρθρου 8, αφαιρούνται από το φορολογητέο εισόδημα κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου επί των διανεμηθέντων κερδών κατά το τρέχον έτος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν προκύπτει διπλή φορολόγηση:
(8) Σε περίπτωση διάθεσης από εταιρεία κάτοικο της Δημοκρατίας της συμμετοχής της σε ελεγχόμενη αλλοδαπή εταιρεία ή της επιχείρησης που ασκεί μέσω μόνιμης εγκατάστασης που διατηρεί εκτός της Δημοκρατίας, οποιοδήποτε μέρος του προϊόντος διάθεσης το οποίο περιλήφθηκε στο φορολογητέο εισόδημα σε προηγούμενο φορολογικό έτος, σύμφωνα με το εδάφια (2) έως (4), ανεξάρτητα εάν κατά το εν λόγω έτος απαλλάχθηκε του φόρου δυνάμει του άρθρου 8, αφαιρείται από το φορολογητέο εισόδημα κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου επί του προϊόντος διάθεσης κατά το τρέχον έτος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν προκύπτει διπλή φορολόγηση.
(9) Ο αλλοδαπός φόρος που καταβλήθηκε επί του εισοδήματος ελεγχόμενης αλλοδαπής εταιρείας, το οποίο προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα εταιρείας κατοίκου της Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, παραχωρείται ως έκπτωση από το φόρο που είναι καταβλητέος δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 και των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 36.
(10) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «συνδεδεμένη επιχείρηση», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το εδάφιο (16) του άρθρου 11.
(11) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης στη Δημοκρατία εταιρείας μη κατοίκου της Δημοκρατίας.
36Β. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, θιγόμενο πρόσωπο δύναται να υποβάλει ένσταση επί αμφισβητούμενου ζητήματος στον Έφορο Φορολογίας και ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής κάθε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.
36Γ.-(1) Η ένσταση, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 36Β, υποβάλλεται εντός τριών (3) ετών από την ημερομηνία παραλαβής της πρώτης κοινοποίησης του μέτρου το οποίο εγείρει ή θα εγείρει αμφισβητούμενο ζήτημα, ανεξάρτητα εάν το θιγόμενο πρόσωπο έχει κάνει χρήση των μέσων θεραπείας που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο οποιουδήποτε εκ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.
(2) Το θιγόμενο πρόσωπο υποβάλλει την ένσταση, με τις ίδιες πληροφορίες ταυτόχρονα, σε όλες τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και ορίζει σε αυτήν τα άλλα κράτη μέλη τα οποία αφορά η υπόθεση.
(3) Ο Έφορος Φορολογίας δέχεται τις ενστάσεις στην ελληνική ή στην αγγλική γλώσσα.
(4) Ο Έφορος Φορολογίας βεβαιώνει το θιγόμενο πρόσωπο και τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών για την παραλαβή της ένστασης εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής αυτής και ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τη γλώσσα ή τις γλώσσες που προτίθεται να χρησιμοποιήσει για σκοπούς επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
(5)(α) Ο Έφορος Φορολογίας αποφασίζει σχετικά με την αποδοχή ή την απόρριψη ένστασης εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της ή εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής οποιασδήποτε συγκεκριμένης πρόσθετης πληροφορίας ζητήσει, η οποία θεωρείται αναγκαία για την επί της ουσίας εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης, όποια εκ των δύο είναι μεταγενέστερη, και, ενημερώνει αμελλητί τα θιγόμενα πρόσωπα και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σχετικά με την απόφασή του.
(β) Ο Έφορος Φορολογίας δύναται να αποφασίσει εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της ένστασης ή εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής οποιασδήποτε συγκεκριμένης πρόσθετης πληροφορίας ζητήσει, η οποία θεωρείται αναγκαία για την επί της ουσίας εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης, όποια εκ των δύο είναι μεταγενέστερη, να επιλύσει το αμφισβητούμενο ζήτημα μονομερώς, χωρίς τη συμμετοχή των άλλων αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και ενημερώνει το θιγόμενο πρόσωπο και τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών σχετικά με την απόφασή του.
(6) Σε περίπτωση που ο Έφορος Φορολογίας δεν αποφανθεί επί της ένστασης εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο εδάφιο (5), η ένσταση λογίζεται ότι έχει γίνει δεκτή από τον Έφορο Φορολογίας.
(7) Ο Έφορος Φορολογίας, με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει το έντυπο υποβολής ένστασης που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
(8) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να προβλέπουν για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και ειδικότερα για τα ακόλουθα:
(α) Tον καθορισμό της διαδικασίας υποβολής και εξέτασης ένστασης και λήψης απόφασης επί αυτής·
(β) τη διαδικασία φιλικού διακανονισμού·
(γ) την επίλυση διαφορών από συμβουλευτική επιτροπή·
(δ) το διορισμό συμβουλευτικής επιτροπής και των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων αυτής, όπως οι όροι αυτοί προβλέπονται στην Οδηγία 2017/1852, καθώς και τους κανόνες λειτουργίας αυτής·
(ε) τη διαδικασία κατάρτισης καταλόγου ανεξάρτητων προσωπικοτήτων·
(στ) τον καθορισμό επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, όπως ο όρος αυτός προβλέπεται στην Οδηγία 2017/1852, καθώς και τη λειτουργία της·
(ζ) τον καταμερισμό των εξόδων που προκύπτουν στο πλαίσιο της διαδικασίας·
(η) τη διαδικασία παροχής πληροφοριών και αποδεικτικών μέσων από θιγόμενο πρόσωπο και τη διαδικασία ακρόασης·
(θ) τη διαδικασία παροχής γνώμης από συμβουλευτική επιτροπή ή επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών·
(ι) την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου·
(ια) τη θέσπιση διαδικασιών για τη διαγραφή από τον κατάλογο ανεξάρτητων προσωπικοτήτων οποιουδήποτε διορισθέντος προσώπου, σε περίπτωση που το πρόσωπο παύει να είναι ανεξάρτητο.
(9) Ο Έφορος Φορολογίας δύναται να καθορίζει με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κάθε σχετικό με τις διαδικασίες για την εφαρμογή των Κανονισμών που προβλέπονται στο εδάφιο (8), ζήτημα.
36Δ. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους λογίζεται ότι τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2019 και εφαρμόζονται αναφορικά με κάθε ένσταση που υποβάλλεται από την 1η Ιουλίου 2019 και εντεύθεν επί αμφισβητούμενου ζητήματος που αφορά το εισόδημα ή το κεφάλαιο που αποκτήθηκε σε φορολογικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2018 ή μετά την ημερομηνία αυτή:
37. Ο Έφορος μπορεί, με έγγραφη ειδοποίησή του, να απαιτήσει από κάθε πρόσωπο όπως του παράσχει τέτοια στοιχεία αναφορικά με το εισόδημα του προσώπου αυτού, τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ή όπως εμφανισθεί ενώπιον αυτού και δώσει μαρτυρία, ενόρκως ή με άλλο τρόπο, αναφορικά με το εισόδημα του και προσαγάγει λογαριασμούς, βιβλία, ή άλλα έγγραφα που βρίσκονται στη φύλαξή του ή τον έλεγχο του και τα οποία σχετίζονται με το εισόδημα του.
38. Λογαριασμοί και προσδιορισμοί του φορολογητέου εισοδήματος οι οποίοι προσάγονται στον Έφορο ή συνοδεύουν φορολογικές δηλώσεις που υποβάλλονται στον Έφορο δυνατό να μη ληφθούν υπόψη εάν δεν ετοιμάστηκαν από πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα για να διοριστεί ως ελεγκτής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου:
Νοείται ότι οποιοδήποτε άτομο που έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό Οικονομικών, να ενεργεί ως ανεξάρτητος λογιστής για τους σκοπούς των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων, και ενεργεί στην πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο κατά την ημερομηνία έναρξης του παρόντος Νόμου, θα συνεχίσει να έχει το δικαίωμα να ετοιμάζει και να πιστοποιεί λογαριασμούς και προσδιορισμούς για σκοπούς φόρου εισοδήματος.
40. Για τους σκοπούς των άρθρων 9, 41,42 και 44 ο όρος «αποδοχές» σημαίνει κάθε εισόδημα που αποκτά κάποιο άτομο από κέρδη ή οφέλη όπως αυτά ειδικότερα καθορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 5, και περιλαμβάνουν και οποιεσδήποτε συντάξεις.
41. Ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιέχεται στον παρόντα Νόμο, για κάθε φορολογικό έτος θα επιβάλλεται φόρος πάνω σε όλες τις αποδοχές κάθε τέτοιου έτους και κατά την πληρωμή των αποδοχών ή κάποιου ποσού έναντι αποδοχών κατά το φορολογικό έτος, θα παρακρατείται από το πρόσωπο που καταβάλλει τις αποδοχές φόρος σύμφωνα με Κανονισμούς που γίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 44 και σύμφωνα με αυτούς, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κατά το χρόνο που γίνεται η πληρωμή δεν έχει επιβληθεί καμιά φορολογία πάνω στις αποδοχές, και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι αποδοχές αποτελούν, στο σύνολο ή μερικώς, αποδοχές φορολογικού έτους διαφορετικού από το έτος στο οποίο γίνεται η πληρωμή.
43. (1) Ανεξάρτητα από οτιδήποτε διαλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο, η υπαγωγή σε φορολογία κερδών ή εισοδημάτων που αποκτά ένα πρόσωπο που διαμένει ή εργάζεται στις υπό Βρετανική Κυριαρχία Περιοχές των Βάσεων και η υπαγωγή σε φορολογία Δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ελληνικών και Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Δημοκρατία και άλλων προσώπων.
κερδών ή εισοδημάτων που αποκτώνται στη Δημοκρατία από οποιοδήποτε μέλος των Ενόπλων Δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου ή του πολιτικού προσωπικού των Δυνάμεων αυτών ή κάποιας Αναγνωρισμένης Στρατιωτικής Οργάνωσης, ή των Ενόπλων Δυνάμεων της Δημοκρατίας της Ελλάδας και της Τουρκικής Δημοκρατίας στη Δημοκρατία, θα διέπεται από τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης ή, κατά περίπτωση, στη συμφωνία για την εφαρμογή της Συνθήκης Συμμαχίας που υπογράφτηκε στη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου, 1960 και θα επιβάλλεται και εισπράττεται φόρος με βάση τις διατάξεις αυτές.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) ο όρος «Συνθήκη Εγκαθίδρυσης» σημαίνει τη Συνθήκη που αφορά στην Εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Κύπρου που υπογράφτηκε στη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου, 1960, περιλαμβάνει δε και την Ανταλλαγή Διακοινώσεων η οποία υπογράφτηκε κατά την ίδια ημερομηνία·
(β) οι όροι που χρησιμοποιούνται στο εδάφιο (1) θα έχουν την έννοια που αποδίδεται σ' αυτούς στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης ή, κατά περίπτωση, στη Συμφωνία περί Εφαρμογής της Συνθήκης Συμμαχίας που υπογράφτηκε στη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου, 1960.
44. (1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει Κανονισμούς που αναφέρονται στη βεβαίωση, επιβολή, είσπραξη και ανάκτηση του φόρου στις αποδοχές όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 40 οι οποίοι μπορούν να περιλαμβάνουν διατάξεις-
(α) που να απαιτούν από κάθε πρόσωπο που πληρώνει αποδοχές ή κάποιο ποσό έναντι αποδοχών, όπως παρακρατήσει, κατά το χρόνο της πληρωμής των αποδοχών, φόρο που υπολογίζεται με βάση πίνακες που ετοιμάζονται από τον Έφορο και καθιστούν τα πρόσωπα, που είναι υπόχρεα σε παρακράτηση, υπόλογα έναντι του Εφόρου·
(β) για την προσαγωγή και επιθεώρηση, από τον Έφορο ή άλλο δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον Έφορο πρόσωπο, μισθολογίων και άλλων εγγράφων ή καταστάσεων με σκοπό να ικανοποιηθεί ο Έφορος ότι ο φόρος έχει παρακρατηθεί και παρακρατείται σύμφωνα με τους Κανονισμούς και ότι εκκαθαρίσεις του παρακρατούμενου φόρου υποβάλλονται κανονικά·
(γ) για την είσπραξη και ανάκτηση, είτε με παρακράτηση από εισόδημα που καταβάλλεται σε οποιοδήποτε από τα επόμενα έτη είτε με κάποιο άλλο τρόπο, φόρου αναφορικά με αποδοχές στις οποίες ο παρών Νόμος εφαρμόζεται, και ο οποίος φόρος δεν παρακρατήθηκε ή διαφορετικά ανακτήθηκε κατά τη διάρκεια του έτους, και οι πίνακες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) θα συντάσσονται με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται, εφόσον αυτό είναι δυνατό, η παρακράτηση όλου του φόρου του πληρωτέου στις αποδοχές ενός ατόμου για οποιοδήποτε φορολογικό έτος από τις αποδοχές οι οποίες καταβλήθηκαν σ' αυτό κατά το εν λόγω έτος.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να θεσπίζει Κανονισμούς για την εφαρμογή των συμβάσεων που γίνονται δυνάμει του άρθρου 34 .
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να θεσπίζει Κανονισμούς για την εφαρμογή γενικά των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για τέτοια άλλα θέματα για τα οποία ο παρών Νόμος απαιτεί ή προνοεί τη θέσπιση Κανονισμών και δύναται επίσης να θεσπίζει Κανονισμούς για κάθε θέμα εφόσον η θέσπιση τέτοιων Κανονισμών κρίνεται σκόπιμη για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
(4) Οι μη συμμορφούμενοι ή παραβαίνοντες τις διατάξεις οποιουδήποτε Κανονισμού που θεσπίστηκε δυνάμει του παρόντος άρθρου θα είναι ένοχοι αδικήματος κατά του παρόντος Νόμου.
(5) Οι Κανονισμοί που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο κατατίθενται για έγκριση στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
44Α. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Διάταγμά του να καθορίσει τέλη -
(i) Για την έκδοση από τον Έφορο βεβαίωσης ή πιστοποιητικού, με το οποίο επιβεβαιώνεται ότι πρόσωπο είναι κάτοικος της Δημοκρατίας˙
(ii) για την έκδοση από τον Έφορο γνωμάτευσης επί φορολογικών θεμάτων,
(iii) για την έκδοση από τον Έφορο προέγκρισης μεθοδολογίας τιμολόγησης ελεγχόμενων συναλλαγών.
45. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου ή των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, όλες οι διοικητικές οδηγίες του Εφόρου οι οποίες περιέχονται σε εγκυκλίους και αφορούν οποιεσδήποτε γενικής φύσεως εκπτώσεις, χαλαρώσεις ή άλλες παραχωρήσεις που χορηγούνται με βάση τον παρόντα Νόμο ή τον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμο, δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και ισχύουν από την ημερομηνία της δημοσίευσής τους.
46. (1) Ανεξάρτητα από οτιδήποτε προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, στην περίπτωση εταιρείας, που συστάθηκε στη Δημοκρατία καθώς και στην περίπτωση εταιρείας που ενεγράφη δυνάμει του άρθρου 347 του περί Εταιρειών Νόμου και η οποία έχει τον έλεγχο και τη διεύθυνση της επιχείρησης της στη Δημοκρατία ή έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία και των οποίων οι μετοχές ανήκουν άμεσα ή έμμεσα κατ' αποκλειστικότητα σε αλλοδαπούς, και οι οποίες κατά το φορολογικό έτος που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου, 2001 είχαν και εξακολουθούν να έχουν εισόδημα, ή αναμένεται να έχουν εισόδημα, το οποίο δεν έχει προκύψει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001 λόγω της φύσεως των εργασιών τους, από πηγές αποκλειστικά εκτός της Δημοκρατίας,
(α) από τη διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησης το αντικείμενο της οποίας βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας· ή
(β) από την επένδυση κεφαλαίων σε χρεόγραφα, μετοχές, ομόλογα ή σε κάθε φύσεως δάνεια· ή
(γ) από οποιαδήποτε δικαιώματα επί της πνευματικής ιδιοκτησίας· ή
(δ) από ακίνητη ιδιοκτησία,
δύνανται, εφόσον εξακολουθούν να πληρούν όλες τις πιο πάνω προϋποθέσεις, να επιλέξουν να φορολογούνται στα φορολογικά έτη 2003,2004 και 2005 με φορολογικό συντελεστή 4,25 τοις εκατόν (4,25%) επί του φορολογητέου εισοδήματός τους, μετά την αφαίρεση οποιουδήποτε φόρου που καταβάλλεται εκτός της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι όταν τέτοια εταιρεία είναι τράπεζα ή χρηματοδοτική εταιρεία η οποία διεξάγει επιχείρηση η οποία συνεπάγεται την κτήση εισοδήματος από πηγές εντός της Δημοκρατίας μετά από άδεια που εκδόθηκε σύμφωνα με τις εκάστοτε διατάξεις οποιουδήποτε σε ισχύ Νόμου και κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις όπως ήθελαν καθορισθεί με Κανονισμούς δυνάμει του παρόντος Νόμου, τότε το εισόδημα που πηγάζει στη Δημοκρατία υπόκειται σε φορολογία σύμφωνα με τους συντελεστές που εκτίθενται στην παράγραφο 2 του Δεύτερου Παραρτήματος.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) το εισόδημα από επενδύσεις κεφαλαίων θεωρείται ότι προέρχεται από πηγές εκτός της Δημοκρατίας αν, ανεξάρτητα από τον τόπο της επένδυσης και των μερών της σχετικής σύμβασης, τα εν λόγω κεφάλαια χρησιμοποιούνται για δραστηριότητες εκτός της Δημοκρατίας.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος «φορολογητέο εισόδημα» σημαίνει το φορολογητέο εισόδημα όπως αυτό προσδιορίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου προτού αφαιρεθούν από αυτό οι εκπτώσεις ή απαλλαγές που καθορίζονται στα άρθρα 8(19), 8(20), 8(22), 13(4), (5), (6), (7), (8), 26,27, 28,29, 30, 35 και 36:
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 13, ζημιά που προέκυψε κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε φορολογικού έτους μέχρι και το έτος 2000 δε θα μεταφέρεται και δε θα συμψηφίζεται με το εισόδημα οποιουδήποτε φορολογικού έτους μετά την πάροδο πέντε ετών από το τέλος του φορολογικού έτους μέσα στο οποίο η ζημιά προέκυψε.
(5) Η επιλογή που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εφόσον γίνει, είναι ανέκκλητος για το χρονικό διάστημα των τριών ετών 2003, 2004 και 2005.
47. Οι περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμοι του 1961-2002 διά του παρόντος καταργούνται χωρίς να επηρεάζεται οτιδήποτε έγινε ή παραλείφθηκε να γίνει δυνάμει τούτων:
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Άρθρο 2)
Κατάλογος των εταιρειών που αναφέρονται στον ορισμό «εταιρεία» στο άρθρο 2.
1. Οι εταιρείες του βελγικού δικαίου που αποκαλούνται ’societe anonyme’/‘naamloze vennootschap’, ‘societe en commandite par actions’/‘commanditaire vennootschap op aandelen’, ‘societe privee a responsabilite limitee’/‘besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid’ ‘societe cooperative a responsabilite limite’/‘cooperatieve vennootschap met beperkte aansprakelijkheid’, ‘societe cooperative a responsabilite illimitee’/‘cooperatieve vennootschap met onbeperkte aansprakelijkheid’, ‘societe en nom collectif’/‘vennootschap onder firma’, ‘societe en commandite simple’/‘gewone commanditaire vennootschap’, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που έχουν υιοθετήσει μία από τις παραπάνω νομικές μορφές, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του βελγικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στο Βέλγιο·
2. οι εταιρείες του δανικού δικαίου που αποκαλούνται ‘aktieselskab’ και ‘anpartsselskab’. Οι άλλες εταιρείες που υπόκεινται στο φόρο σύμφωνα με το νόμο για τη φορολόγηση εταιρειών, στο βαθμό που το φορολογητέο εισόδημά τους υπολογίζεται και φορολογείται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας που εφαρμόζονται στις ‘aktieselskaber’·
3. οι εταιρείες του γερμανικού δικαίου που αποκαλούνται ‘Aktiengesellschaft’, ‘Kommanditgesellschaft auf Aktien’, ‘Gesellschaft mit beschrankter Haftung’, ‘Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit’, ‘Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaft’, ‘Betriebe gewerblicher Art von juristischen Personen des offentlichen Rechts’, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του γερμανικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στη Γερμανία·
4. οι εταιρείες του ελληνικού δικαίου που αποκαλούνται ‘ανώνυμη εταιρεία’, ‘εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.)’, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του ελληνικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στην Ελλάδα·
5. οι εταιρείες του ισπανικού δικαίου που αποκαλούνται ‘sociedad anσnima’, ‘sociedad comanditaria por acciones’, ‘sociedad de responsabilidad limitada’, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που λειτουργούν υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου και άλλες οντότητες που έχουν συσταθεί βάσει του ισπανικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών (‘impuesto sobre sociedades’) στην Ισπανία·
6. οι εταιρείες του γαλλικού δικαίου που αποκαλούνται ‘societe anonyme’, ‘societe en commandite par actions’, ‘societe a responsabilite limitee’, ‘societe par actions simplifiees’, ‘societe d'assurances mutuelles’, ‘caisses d'epargne et de prevoyance’, ‘societes civiles’ που υπόκεινται αυτόματα στο φόρο εταιρειών, οι ‘cooperatives’, ‘unions de cooperatives’, οι δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του γαλλικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στη Γαλλία·
7. οι εταιρείες που έχουν συσταθεί ή είναι εγγεγραμμένες σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο, τα νομικά πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα υπό το καθεστώς του ‘Industrial and Provident Societies Act’, οι ‘building societies’ που είναι εγγεγραμμένες υπό το καθεστώς των ‘Building Societies Acts’ και οι ‘Trustee Savings Banks’ κατά την έννοια του ‘Trustee Savings Banks Act, 1989’·
8. οι εταιρείες του ιταλικού δικαίου που αποκαλούνται ‘societa per azioni’, ‘societa in accomandita per azioni’, ‘societa a responsibilite limitata’, ‘societa cooperative’, ‘societa di mutua assicurazione’, και οι δημόσιες και ιδιωτικές οντότητες των οποίων οι δραστηριότητες είναι, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, εμπορικές·
9. οι εταιρείες του δικαίου του Λουξεμβούργου που αποκαλούνται ‘societe anonyme’, ‘societe en commandite par actions’, ‘societe a responsabilite limitee’, ‘societe cooperative’, ‘societe cooperative organisee comme une societe anonyme’, ‘association d'assurances mutuelles’, ‘association d' epargne-pension’, ‘entreprise de nature commerciale, industrielle ou miniere de l'Etat, des communes, des syndicats de communes, des etablissements publics et des autres personnes morales de droit public’, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου του Λουξεμβούργου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στο Λουξεμβούργο·
10. οι εταιρείες του ολλανδικού δικαίου που αποκαλούνται ‘naamloze vennnootschap’, ‘besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid’, ‘Open commanditaire vennootschap’, ‘Cooperatie’, ‘onderlinge waarborgmaatschappij’, ‘Fonds voor gemene rekening’, ‘vereniging op cooperatieve grondslag’, ‘vereniging welke op onderlinge grondslag als verzekeraar of kredietinstelling optreedt’, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του ολλανδικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στην Ολλανδία·
11. οι εταιρείες του αυστριακού δικαίου που αποκαλούνται ‘Aktiengesellschaft’, ‘Gesellschaft mit beschrankter Haftung’, ‘Versicherungsvereine auf Gegenseitigkeit’, ‘Erwerbs- und Wirtschaftsgenossenschaften’, ‘Betriebe gewerblicher Art von Korperschaften des offentlichen Rechts’, ‘Sparkassen’, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του αυστριακού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στην Αυστρία·
12. οι εμπορικές ή οι εμπορικού χαρακτήρα αστικές εταιρείες, οι συνεταιρισμοί και οι δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί βάσει του πορτογαλικού δικαίου,
13. οι εταιρείες του φινλανδικού δικαίου που αποκαλούνται ‘osakeyhtio/aktiebolag’, ‘osuuskunta/andelslag’, ‘saastφpankki/sparbank’ και ‘vakuutusyhtio/forsakringsbolag’·
14. οι εταιρείες του σουηδικού δικαίου που αποκαλούνται ‘aktiebolag’, ‘forsakringsaktiebolag’, ‘ekonomiska foreningar’, ‘sparbanker’, ‘omsesidiga forsakringsbolag’·
15. οι εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου·
16. οι εταιρείες του Τσεχικού δικαίου που αποκαλούνται: 'akciova spolecnost', 'komanditni spolecnost', 'spolecnost s ruce- nim omezenym'·
17. οι εταιρείες του δικαίου της Εσθονίας που αποκαλούνται: 'taisuhing', 'usaldusuhing', 'osauhing', 'aktsiaselts', 'tulundu- suhistu'·
18. οι εταιρείες του δικαίου της Λεττονίας που αποκαλούνται : "akciju sabiedrba", "sabiedrba ar ierobeotu atbildbu"·
19. οι εταιρείες του δικαίου της Λιθουανίας που αποκαλούνται :"individualios (personalins) mons", "tikrosios kins bendrijos", "komaditins (pasitikjimo) kins bendrijos", "akcins bendrovs", "udarosios akcins bendrovs", "investicins bendrovs", "valstybs mons", "savivaldybs mons", "ems kio bendrovs", "kooperatins bendrovs (kooperatyvai)"·
20. οι εταιρείες του Ουγγρικού δικαίου που αποκαλούνται: "kozkereseti tarsasag","betteti tarsasag", "kozoz vallat", korlatolt felelossegu" tarsasag", reszvenytarsasag", egyesules", "szovetkezet"·
21. οι εταιρείες του δικαίου της Μάλτας που αποκαλούνται : "Kumpaniji ta Responsabilita Limitata", "Sojetajiet en commandite li l-kapital taghom maqsum fazzjonijiet"·
22. οι εταιρείες του Πολωνικού δικαίου που αποκαλούνται: 'spolka akcyjna', 'spolka z ograniczona odpowiedzialnoscia', 'spolka komandytowo-akcyjna [Σ.Σ.: Η φράση 'spolka komandytowo-akcyjna' τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016]·
23. οι εταιρείες του Σλοβενικού δικαίου που αποκαλούνται : "delnika druba", "komanditna druba", "druba z omejeno odgovornostjo";
24. οι εταιρείες του δικαίου της Σλοβακίας που αποκαλούνται : "Akciov"· spolonos", "Spolonos s ruen£m obmedzenum", "Verejn" obchodn" spolonos", "Komanditn"' spolonos".
25. οι εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του κανονισμού αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας και της οδηγίας 2001/86/EK του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001 για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας όσον αφορά τον ρόλο των εργαζομένων και οι συνεταιριστικές εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας και της οδηγίας 2003/72/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για τη συμπλήρωση του καταστατικού του ευρωπαϊκού συνεταιρισμού όσον αφορά τον ρόλο των εργαζομένων.
26. Οι εταιρείες του Κροατικού δικαίου που αποκαλούνται: "dioničko društvo", "društvo s ograničenom odgovornošću", καθώς και εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του Κροατικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στην Κροατία.
27. Οι εταιρείες του βουλγαρικού δικαίου που αποκαλούνται “събирателното дружество”, “командитното дружество”, “дружеството с ограничена отговорност”, “акционерното дружество”, “командитното дружество с акции”, “неперсонифицирано дружество”, “кооперации”, “кооперативни съюзи”“държавни предприятия” και έχουν συσταθεί δυνάμει του βουλγαρικού δικαίου και έχουν εμπορικό χαρακτήρα [Σ.Σ.: Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου λογίζεται ότι τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2007]˙
28. Οι εταιρείες του ρουμανικού δικαίου που αποκαλούνται: “societăţi pe acţiuni”, “societăţi în comandită pe acţiuni”, “societăţi cu răspundere limitată”, “societate in nume colectiv”, “societate in comandita simpla” [Σ.Σ.: Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου λογίζεται ότι τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016].
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(Άρθρο 25)
ΚΛΙΜΑΚΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΤΟΥ ΚΑΤΑΒΛΗΤΕΟΥ ΦΟΡΟΥ
1. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Παραρτήματος, οι φορολογικοί συντελεστές για άτομα εκτίθενται στον ακόλουθο Πίνακα:
α) Για το φορολογικό έτος 2007:
Φορολογητέο Εισόδημα |
Φορολογικός Συντελεστής |
Για κάθε λίρα μέχρι £10.750 | 0% |
Για κάθε λίρα πάνω από £10.750 μέχρι £15.750 | 20% |
Για κάθε λίρα πάνω από £15.750 μέχρι £20.600 | 25% |
Για κάθε λίρα πάνω από £20.600 | 30% |
β) Από το φορολογικό έτος 2008 και μετέπειτα: | |
Φορολογητέο Εισόδημα |
Φορολογικός Συντελεστής |
Για κάθε ευρώ μέχρι €19.500 | 0% |
Για κάθε ευρώ πάνω από €19.500 μέχρι €28.000 | 20% |
Για κάθε ευρώ πάνω από €28.000 μέχρι €36.300 |
25% |
Για κάθε ευρώ πάνω από €36.300 μέχρι €60.000 |
30% |
Για κάθε ευρώ πάνω από €60.000 |
35% |
2. Οι Εταιρείες, υπόκεινται σε εταιρικό φόρο με συντελεστή δώδεκα και μισό τοις εκατόν (12,5%) για κάθε ευρώ φορολογητέου εισοδήματος.
3. Κατά τον προσδιορισμό του πληρωτέου φόρου για τα φορολογικά έτη 2003 και 2004, το φορολογητέο εισόδημα εταιρείας ή οργανισμού δημοσίου δικαίου που υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου λιρών θα υπόκειται σε πρόσθετο φόρο με συντελεστή πέντε τοις εκατόν (5%) για κάθε λίρα φορολογητέου εισοδήματος.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 230(Ι)/2002] τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2003.
Εκ λάθους της Βουλής και/ή εκ παραδρομής αναφέρεται όπως τροποποιηθεί το εδάφιο (3) με τη διαγραφή της λέξης "προκαταβολής", αντί του εδαφίου (2) του άρθρου 17 του βασικού νόμου.
O παρών Nόμος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 195(Ι)/2004] τίθεται σε ισχύ από την 1η Mαΐου, 2004.
H ισχύς του παρόντος Nόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 92(Ι)/2005] αρχίζει από το φορολογικό έτος 2005.
H ισχύς του παρόντος Nόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 113(Ι)/2006] αρχίζει από το φορολογικό έτος 2006.
H ισχύς του παρόντος Nόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 80(Ι)/2007] αρχίζει από το φορολογικό έτος 2007.
O παρών Nόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 138(Ι)/2007] τίθεται σε ισχύ από το φορολογικό έτος 2007.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 45(Ι)/2009] λογίζεται ότι τίθεται σε ισχύ από το φορολογικό έτος 2008.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 74(Ι)/2009] λογίζεται ότι αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2009.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 110(Ι)/2009] λογίζεται ότι τέθηκε σε ισχύ από το φορολογικό έτος 2009.
O παρών Nόμος [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 41(Ι)/2010] τίθεται σε ισχύ από το φορολογικό έτος που αρχίζει την 1η Iανουαρίου, 2010.
(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 133(Ι)/2010] αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2011, εκτός του άρθρου 3(β), του οποίου η ισχύς αρχίζει έξι μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Το άρθρο 2 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 133(Ι)/2010],με το οποίο τροποποιείται το εδάφιο (1) του άρθρου 9 του βασικού νόμου ώστε να μην εκπίπτονται από το φορολογητέο εισόδημα κάθε προσώπου οι δαπάνες που δεν υποστηρίζονται από τιμολόγια και αποδείξεις είσπραξης προς ικανοποίηση του Εφόρου, θα ισχύει για τις φορολογικές οφειλές που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους 2011 και των φορολογικών ετών που ακολουθούν το φορολογικό έτος 2011.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 116(Ι)/2011] αρχίζει από το φορολογικό έτος 2011.
Οι διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 116(Ι)/2011] ισχύουν για εργοδότηση, η οποία αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2012 και μετά.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 197(Ι)/2011] αρχίζει από το φορολογικό έτος 2012.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.102(I)/2012] τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2012.
Η έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 19(Ι)/2013] θεωρείται ότι άρχισε την 25η Μαρτίου 2013.
Η έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.26(I)/2013] θεωρείται ότι άρχισε την 25η Μαρτίου 2013.
Η έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ. δηλ. του Ν. 27(Ι)/2013] θεωρείται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2013.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 17(Ι)/2014] αρχίζει από το φορολογικό έτος 2014.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 134(Ι)/2014] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 2013.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 170(Ι)/2014] αρχίζει από το φορολογικό έτος 2014.
15. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 187(Ι)/2015] λογίζεται ότι τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015, εξαιρουμένου -
(α) των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 3 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 187(Ι)/2015] οι οποίες τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016,
(β) των διατάξεων της πρώτης επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 187(Ι)/2015], η οποία προστίθεται αμέσως μετά την τρίτη επιφύλαξη της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 του βασικού νόμου, οι οποίες λογίζεται ότι τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2012,
(γ) των διατάξεων των άρθρων 8, 9, 10 και 12 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 187(Ι)/2015] οι οποίες τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016 και
(δ) (i) των διατάξεων της παραγράφου (α) του άρθρου 14 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 187(Ι)/2015], οι οποίες τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016,
(ii) των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 14 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 187(Ι)/2015], αναφορικά με τις εταιρείες του βουλγαρικού δικαίου, οι οποίες λογίζεται ότι τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2007, και
(iii) των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 14 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 187(Ι)/2015], αναφορικά με εταιρείες του ρουμανικού δικαίου, οι οποίες λογίζεται ότι τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2016.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 212(I)/2015] αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και λήγει δύο (2) έτη μετά την ημερομηνία αυτή.
5. Η έναρξη της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 110(Ι)/2016] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιουλίου 2016, εξαιρουμένων των διατάξεων του άρθρου 4 αυτού, που τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
5. (1) Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 135(Ι)/2016] τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 135(Ι)/2016], καταργούνται σε περίοδο τριών (3) χρόνων από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 135(Ι)/2016], εκτός εάν πριν από τη συμπλήρωση των τριών (3) χρόνων τεθεί σε ισχύ Νόμος, ο οποίος να τις διατηρεί σε ισχύ επ’ αόριστο είτε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 119(Ι)/2017] λογίζεται ότι τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 134(Ι)/2017] αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2019.
Η έναρξη της ισχύος του περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικού) Νόμου του 2018 [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 51(Ι)/2018] λογίζεται ότι άρχισε τη 2α Ιανουαρίου 2000.
Η έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 28(Ι)/2019] λογίζεται ότι άρχισε την 25η Μαρτίου 2013.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 63(Ι)/2019] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2019.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 152(Ι)/2019] αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2020.
3.-(1) Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου (γ) του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 65(Ι)/2020] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2015.
(2) Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου (α) του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 65(Ι)/2020] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2020.
(3) Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 65(Ι)/2020] αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2021.
5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 80(Ι)/2020] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2020.
(2) Η ισχύς του άρθρου 11Β, το οποίο εισάγεται με το άρθρο 3 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 80(Ι)/2020], αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2022.
Η ισχύς του παρόντος Νομου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 95(Ι)/2020] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2020.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδη του Ν. 179(Ι)/2020] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2020.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 31(Ι)/2021] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2021.
4. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 193(Ι)/2021] τίθεται σε ισχύ την 31η Δεκεμβρίου 2022.
3. Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 89(Ι)/2022] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2019.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 101(Ι)/2022] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2022.
3.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), οι παράγραφοι (α), (β) και (γ) του άρθρου 2 τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 121(Ι)/2022] στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Η ισχύς της παραγράφου (δ) του άρθρου 2 λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2022.
3. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 122(Ι)/2022] τίθεται σε ισχύ τη 14η Φεβρουαρίου 2022 και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2023.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 51(Ι)/2023] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2022.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 45(Ι)/2024] λογίζεται ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2023.