33.(1) Το δικαστήριο δύναται, έπειτα από αίτηση μέλους της οικογένειας ή της αστυνομίας ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή του Επιτρόπου ή άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε απ' αυτούς, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου ή απομάκρυνσης θύματος, μέχρις ότου καταχωρισθεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα το οποίο προνοείται στον παρόντα Νόμο.
(2) Το δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα καθ’ οιονδήποτε χρόνο έπειτα από αίτηση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε προσώπου που είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την αναγκαιότητα προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(3)(α) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το δικαστήριο.
(β) Κατά την ορισμένη από το δικαστήριο ημέρα και ώρα το δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα το παρατείνει μέχρι οκτώ επιπρόσθετες ημέρες.
(γ) Το δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ διατάγματος για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως η συνολική περίοδος ισχύος του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ημέρες πριν από την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου.
(δ) Το δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου να εκδώσει ή παρατείνει διάταγμα αποκλεισμού ή απομάκρυνσης θύματος με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.