34.(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος με βάση τον παρόντα Νόμο, διάταγμα, το οποίο θα ισχύει για την περίοδο και με τους όρους που δυνατό να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει σε αυτό να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή το χώρο διαμονής του θύματος ή σε χώρους όπου συχνάζουν παιδιά.
(2) Το δικαστήριο στο διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδει ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του διατάγματος αυτού.
(3) Κατά την πιο πάνω εξέταση, το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορούμενου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός όπου δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.
(4) Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.
(5) Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής του παρόντος άρθρου ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(6) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού και το οποίο, ενώ το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ, παραβαίνει οποιοδήποτε από τους όρους που περιλαμβάνονται σ' αυτό διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη.