15.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εφόσον έχει έννομο συμφέρον και είναι εγκατεστημένο ή διαμένει στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, δύναται να υποβάλει, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της αναφερόμενης δημοσιοποίησης στο εδάφιο (7), του άρθρου 13, γραπτή ένσταση κατά της αίτησης καταχώρησης για εγγραφή της ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης.
(2) Η ένσταση υποβάλλεται στην Αρμόδια Αρχή με την καταβολή τέλους και πρέπει να στηρίζεται σε ένα τουλάχιστον από τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006.
(3) Ο ενιστάμενος προσδιορίζει ειδικά τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η ένστασή του, η οποία πρέπει να συνοδεύεται με πλήρη αποδεικτικά στοιχεία.
(4) Σε περίπτωση που τα στοιχεία τα οποία συνοδεύουν την ένσταση είναι ελλιπή ή ανεπαρκή, η Αρμόδια Αρχή δύναται να ζητήσει από τον ενιστάμενο να προσκομίσει οποιαδήποτε επιπρόσθετα στοιχεία εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών. Σε περίπτωση δε που ο ενιστάμενος παραλείπει ή αρνείται να πράξει τούτο η ένσταση απορρίπτεται.
(5) Ο ενιστάμενος δύναται να λάβει από την Αρμόδια Αρχή οποιαδήποτε πληροφορία μετά από έρευνα στο φάκελο, σχετικά με το περιεχόμενο της αίτησης καταχώρησης για εγγραφή ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης γεωργικού προϊόντος ή τροφίμου καθώς επίσης και το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
(6) Η Αρμόδια Αρχή αποστέλλει αντίγραφο της ένστασης στον αιτητή, ο οποίος, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία αποστολής της, έχει δικαίωμα να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή αντέκθεση με την οποία να αντικρούονται οι λόγοι της ένστασης. Σε περίπτωση που ο αιτητής παραλείψει να υποβάλει αντέκθεση, τότε θεωρείται ότι εγκαταλείπει την αίτησή του.
(7) Η ένσταση και η αντέκθεση, εάν υπάρχει, διαβιβάζονται από την Αρμόδια Αρχή στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εξέταση, η οποία της υποβάλλει πόρισμα, και η Αρμόδια Αρχή αποφασίζει τελεσίδικα για την τύχη της ένστασης.
(8) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί την απόφασή της στον αιτητή και στον ενιστάμενο.