ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1573/08)

 

22  Νοεμβρίου,  2011

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΠΑΝΤΕΛΗ Κ. ΠΑΥΛΗ,

 

Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Γ. Π. Φαίδωνος, για την Αιτήτρια.

Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή αξιώνοντας την ακόλουθη θεραπεία:-

 

«Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της Καθ΄ης  η Αίτηση, η οποία περιέχεται στην επιστολή της ημερομηνίας 05/08/2008 διά της οποίας αρνήθηκε το αίτημα της Αιτήτριας ημερ. 06/06/2008 να ανακαλέσει/άρη την απαλλοτρίωση, που δημοσιεύθηκε την 29/12/1990 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως Α.Δ.Π. 2018 και με την οποία απαλλοτριώθηκαν τα ακίνητα της Αιτήτριας με αριθμούς τεμαχίων 502 και 503 του Φύλλου/Σχεδίου LV/20 στο χωριό Καλαβασός Λάρνακος και/ή διά της οποίας ηρνήθει και/ή παρέλειψε να ανακαλέση/άρη την απαλλοτρίωση του άνω τεμαχίου 502 και να προσφέρει/επιστρέψει στην Αιτήτρια το άνω Τεμάχιο 503, είναι άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Τα τεμάχια υπ΄ αρ. 502 και 503 Φ/Σχ. LV/20,  στο χωριό Καλαβασός, ιδιοκτησία αρχικά της αιτήτριας απαλλοτριώθηκαν από τη Δημοκρατία με διάταγμα απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 29.12.1990, αφού βέβαια προηγήθηκε  η σχετική Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 2.3.1990.  Οι λόγοι της απαλλοτρίωσης ήταν η διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών και η συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων, καθώς και η διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου στην Καλαβασό.

 

Τότε η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση κατά της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, η οποία όμως απορρίφθηκε.  Επειδή δεν αποδέχτηκε την προσφερθείσα αποζημίωση ως προβλέπεται από το άρθρο 9 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/1962,  δεν ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση των τεμαχίων επ΄ ονόματι της Απαλλοτριούσας Αρχής. ΄Ετσι, κινήθηκε η διαδικασία από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με επιστολή του προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για παραπομπή της υπόθεσης στο δικαστήριο, για καθορισμό της αποζημίωσης που θα έπρεπε να καταβληθεί.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο αριθμός παραπομπής της υπόθεσης που δόθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση (Παραπομπή υπ΄ αρ. 35/94) είναι λανθασμένος, αφού αναφέρεται σε άλλο αιτητή και σε άλλο τεμάχιο.

 

Την 1.8.1997, έγινε επίταξη του τεμαχίου 502. Μετά την πάροδο 18 περίπου χρόνων από την απαλλοτρίωση, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός.  ΄Ετσι με επιστολή μέσω του δικηγόρου της προς τον Υπουργό Συγκοινωνιών και ΄Εργων, ζήτησε την ανάκληση της απαλλοτρίωσης και την επιστροφή των ακινήτων της, εφ΄ όσον μάλιστα δεν της καταβλήθηκε τοις μετρητοίς και προκαταβολικά δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.

 

Στις 5.8.2008 οι καθ΄ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα της αιτήτριας υπογραμμίζοντας ότι ο σκοπός της δημόσιας ωφέλειας για την οποία η απαλλοτριούσα αρχή είχε προχωρήσει στην αναγκαστική απαλλοτρίωση των τεμαχίων, δεν είχε εκλείψει, αλλά παραμένει όπως όταν ζητήθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση.  Συγκεκριμένα μεταξύ των σκοπών της απαλλοτρίωσης είναι η διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών, αλλά και η διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων, καθώς και η διατήρηση της στρωματογραφίας του αρχαιολογικού χώρου.  Γι΄ αυτό το λόγο, επισημαίνεται στην επιστολή του Τμήματος Αρχαιοτήτων δεν υιοθετείται η επιστροφή των τεμαχίων αυτών.  Ως προς την καταβολή της αποζημίωσης διευκρινίζεται στην πιο πάνω επιστολή, ότι το θέμα δεν είναι εντός της αρμοδιότητας του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αλλά του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών.  Η πιο πάνω απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Όπως  έχουμε δει και στην αιτουμένη θεραπεία η αιτήτρια ζητά από τη μια ανάκληση ή άρση της απαλλοτρίωσης και από την άλλη επιστροφή του τεμαχίου, βάσει του ΄Αρθρου 23 του Συντάγματος.  Θα πρέπει από την αρχή να λεχθεί ότι δεν έχει ουσιαστικά επισημανθεί από την αιτήτρια οποιοσδήποτε λόγος που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της απαλλοτρίωσης και συνεπώς θεωρώ ότι το μόνο αίτημα που υπάρχει είναι η ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση να επιστρέψουν το απαλλοτριωθέν ακίνητο μια και, κατά τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, δεν έχει επιτευχθεί, παρά την πάροδο τόσο χρόνων, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.

 

Πράγματι, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Εφ΄ όσον, ισχυρίζεται, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει επιτευχθεί, παρά την πάροδο πέραν των τριών ετών, οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να της επιστρέψουν την απαλλοτριωθείσα περιουσία.  Σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, κανένα μέτρο που να καθιστά το σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτό δεν έχει ληφθεί και καμιά ενέργεια που να σκοπεύει την υλοποίηση του σκοπού δεν έχει γίνει, όπως νομολογιακά καθιερώθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 166.

 

Το πιο πάνω επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.  Σύμφωνα με το άρθρο 3(2)(η) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 15/1962, οι αρχαιολογικές ανασκαφές ή η συντήρηση ή αξιοποίηση αρχαίων μνημείων ή αρχαιοτήτων ή η ανάπτυξη των πέριξ κειμένων χώρων, αποτελούν σκοπό δημόσιας ωφέλειας, για τον οποίο η ιδιοκτησία δύναται να απαλλοτριωθεί βάσει του ΄Αρθρου 23.3 του Συντάγματος.

 

Το καθοριστικό κριτήριο για τυχόν επιστροφή ακίνητης ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε σύμφωνα με την υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, δεν είναι αν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί εντός των προβλεπόμενων τριών ετών, αλλά αν ο σκοπός αυτός είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος και η διοίκηση, αναλόγως της περιπτώσεως, έχει προβεί σε ενέργειες οι οποίες είναι ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.  Ο πρώην ιδιοκτήτης βαρύνεται να αποδείξει ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που αναλόγως της περιπτώσεως θα κρίνονταν ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.

 

Στην παρούσα υπόθεση έχουμε σημαντικές αρχαιότητες της ΄Υστερης Εποχής του Χαλκού, οι οποίες βρίσκονται εντός των απαλλοτριωθέντων ακινήτων.  Το γεγονός αυτό από μόνο του δηλώνει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει κατ΄ ουδένα λόγο εγκαταλειφθεί.  Η διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων και της στρωματογραφίας του αρχαιολογικού χώρου είναι σκοποί αυθύπαρκτοι που δεν απαιτούν οποιοδήποτε περαιτέρω έργο για να θεωρηθεί ότι υλοποιήθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.  Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει υλοποιηθεί μόνο και μόνο με τη διατήρηση του αρχαιολογικού χώρου.  Ακύρωση της απαλλοτρίωσης θα αντιστοιχούσε σε παραβίαση των νόμων για την προστασία των αρχαιοτήτων.  Ανάλογη ήταν και η προσέγγισή μου στην υπόθεση Ραμόν ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 764/2007, ημερομηνίας 22.7.2009.

 

Η πολύ μεγάλη σημασία των επιδίκων τεμαχίων λόγω των ευρημάτων τα οποία ανάγονται στην ΄Υστερη Εποχή του Χαλκού, εξηγείται και στην έκθεση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ημερομηνίας 14.1.2010, με τίτλο «΄Εκθεση για την Αρχαιολογική σημασία της θέσης Καλαβασός - ΄Αγιος Δημήτριος και των τεμαχίων 502, 503 του Φ.Σχ. LV/20» η οποία κατατέθηκε στο δικαστήριο.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να απορριφθεί και η θέση της αιτήτριας ότι η στρωματογραφία δεν αποτελεί λόγο απαλλοτρίωσης.  Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω και στην υπόθεση Ραμόν ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, που ήταν παρόμοιας φύσης, η διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων και της στρωματογραφίας του αρχαιολογικού χώρου είναι σκοποί αυθύπαρκτοι που δεν απαιτούν οποιαδήποτε περαιτέρω έργα για να θεωρείται ότι υλοποιήθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.  Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει υλοποιηθεί μόνο και μόνο με τη διατήρηση του αρχαιολογικού χώρου.

 

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί δεν της έχει καταβληθεί η απαιτούμενη αποζημίωση κατά παράβαση του ΄Αρθρου 23.4 του Συντάγματος.

 

Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απάντησης που οι καθ΄ ων η αίτηση έδωσαν στην επιστολή τους ημερομηνίας 5.8.2008, διά της οποίας αρνήθηκαν να της προσφέρουν ή να της επιστρέψουν το συγκεκριμένο τεμάχιο γιατί δεν έχει πραγματοποιηθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.  Τυχόν αξίωση της αιτήτριας για επιστροφή λόγω μη καταβολής της σχετικής αποζημίωσης δεν καλύπτεται από το αρχικό της αίτημα.  Δεν μπορεί η αιτήτρια από τη μια να υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη απαλλοτρίωση δεν έχει ολοκληρωθεί λόγω της μη καταβολής αποζημίωσης και από την άλλη, στην ίδια προσφυγή, να αξιώνει ακύρωση της απόφασης να μην της επιστραφεί το τεμάχιο λόγω μη επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης.

 

Εν πάση περιπτώσει και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί όπως φαίνεται από τα γεγονότα, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, με επιστολή του ημερομηνίας 3.5.1993 την πληροφορούσε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13Α του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 15/1962, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν.92(Ι)/1992, επειδή η αξία της ιδιοκτησίας της που απαλλοτριώθηκε δεν υπερέβαινε το ποσό των £1.000, αν μέσα σε 30 ημέρες από την ημερομηνία αυτή δεν γνωστοποιούσε την αποδοχή της, θα την ενέγραφε στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην επιφύλαξη του άρθρου 13Α παρέχεται το δικαίωμα στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να αποταθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο για καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης.

 

Η αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 18.5.1993 αρνήθηκε το ποσό αυτό, αμφισβητώντας, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη αρχαίων στο κτήμα της.  Στις 10.7.2006 ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων, απαντώντας σε ανάλογη επιστολή της για καταβολή αποζημίωσης, την πληροφόρησε ότι αρμόδιο είναι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

 

Καθοριστικής σημασίας είναι το άρθρο 9 του Ν.15/62 το οποίο αναφερόμενο στον καθορισμό αποζημιώσεως από το δικαστήριο, προβλέπει ότι αν μέχρι τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτριώσεως δεν επέλθει συμφωνία για το ύψος της αποζημίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή ή κάθε ενδιαφερόμενος μπορούν να ζητήσουν με αίτησή τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο όπως προβεί στον καθορισμό της καταβλητέας για την απαλλοτρίωση αποζημίωσης.  Η αιτήτρια επέλεξε να μην προσφύγει στο δικαστήριο και να ζητήσει  καθορισμό της αποζημίωσης.

 

Ανάλογα με όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω για την ολοκλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης και τη διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων, απορρίπτονται και οι όποιοι ισχυρισμοί της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και έκδοσης της υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης.

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση οι καθ΄ ων η αίτηση παραβίασαν την αρχή της αναλογικότητας που είναι συμφυής και απορρέει από το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος και από το άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99.

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι υπό τις περιστάσεις και λόγω της παρόδου 18 χρόνων και της πλήρους αδράνειας των καθ΄ων η αίτηση εξαλείφθηκε νομικώς και ή de facto η δημόσια ωφέλεια των σκοπών και λόγων της απαλλοτρίωσης.  Ακόμα κι΄ αν έτσι είχαν τα πράγματα, δεν βλέπω πώς αυτό παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

 

Όπως αναφέρει το άρθρο 52 του Ν.158(Ι)/1999, η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας οφείλει να λαμβάνει υπ΄ όψιν όλα τα άμεσα αναμεμειγμένα στην υπόθεση συμφέροντα, ενώ τα μέσα που χρησιμοποιεί θα πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό.  Επέμβαση στα δικαιώματα των πολιτών επιτρέπεται μόνο στην έκταση που αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.

 

Όπως είδαμε προηγουμένως η διοίκηση δεν χρησιμοποίησε μεθόδους δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο σκοπό ούτε και εν κατακλείδι αδράνησε στην πραγματοποίησή του. Όπως τονίσαμε και πιο πάνω, με τη διάσωση των αρχαιοτήτων έχει επιτελεστεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης χωρίς να απαιτούνται οποιαδήποτε περαιτέρω έργα.

 

Τέλος, η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθότι δεν εκδόθηκε νόμιμα και νομότυπα από το αρμόδιο όργανο, δηλαδή το Υπουργικό Συμβούλιο, ή τον Υπουργό, αλλά μόνο από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων ο οποίος και δεν έχει τέτοια εξουσία.

 

Η αιτήτρια προέβαλε τον πιο πάνω ισχυρισμό χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία, ούτε και συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις.  Παρά ταύτα, επισημαίνω ότι, όπως προκύπτει από την αιτούμενη θεραπεία, προσβάλλεται η παράλειψη επιστροφής στην αιτήτρια των συγκεκριμένων ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν με διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο νόμιμα εκδόθηκε, όπως απαιτείται από το εδάφιο 4 του άρθρου 6, από το Υπουργικό Συμβούλιο, κάτι που εξάλλου  δεν αμφισβητείται.  Δεν έχω αντιληφθεί με ποιο τρόπο η αιτήτρια προσπαθεί να εμπλέξει το Υπουργικό Συμβούλιο στην έκδοση της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης για επιστροφή των απαλλοτριωθέντων ακινήτων της, εφ΄ όσον καμιά νομοθετική πρόνοια δεν απαιτεί την έκδοσή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.   Νομίμως το Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων  στην επιστολή του ημερομηνίας 5.8.2008, απάντησε στο δικηγόρο της αιτήτριας, ότι το αίτημά της για επιστροφή των τεμαχίων δεν μπορεί να υιοθετηθεί από το Τμήμα Αρχαιοτήτων.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ                 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο