ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.142/2004)

 

9 Αυγούστου, 2006

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΠΕΤΡΟΣ  ΣΙΑΚΟΛΑΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Μ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής ζητά όπως απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 4/12/2003, με την οποία τον πληροφορούσαν ότι δεν μπορούσαν να επανεξετάσουν το αίτημά του για παραχώρηση σ' αυτόν εξουσιοδότησης για την ετοιμασία λογαριασμών και προσδιορισμών φορολογητέου εισοδήματος για σκοπούς επιβολής φόρου εισοδήματος, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 11/10/2001, ζήτησε από τον Υπουργό Οικονομικών όπως του παραχωρηθεί άδεια ετοιμασίας λογαριασμών και προσδιορισμών φορολογητέου εισοδήματος για σκοπούς επιβολής φόρου εισοδήματος.  Στις 29/1/2002, ο Υπουργός Οικονομικών, αφού έλαβε υπόψη του σημείωμα που ετοιμάστηκε από αρμόδιο λειτουργό και σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, απέρριψε το αίτημά του και τον ειδοποίησε ανάλογα στις 31/1/2002. 

 

Χωρίς ο αιτητής να υποβάλει νέα στοιχεία, ζήτησε, το Μάιο του 2002, μέσω του Προέδρου της Δημοκρατίας, επανεξέταση του αιτήματός του.  Υπέβαλε, επίσης, στις 2/7/2002, παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως.  Το παράπονό του εξετάστηκε από την Επίτροπο, η οποία, με έκθεσή της, ημερομηνίας 21/2/2003, προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, εισηγήθηκε επανεξέταση του αιτήματος.  Ακολούθησε μεταξύ Υπουργείου Οικονομικών και Επιτρόπου Διοικήσεως αλληλογραφία, το ζήτημα δε έληξε με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ημερομηνίας 25/7/2003, σύμφωνα με την οποία υποδεικνύετο ότι ο Υπουργός Οικονομικών στερείται αρμοδιότητας για παραχώρηση εξουσιοδότησης ως το αίτημα μετά την τροποποίηση που επήλθε με τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο του 2002, (Ν. 118(Ι)/2002).

 

Με νέα επιστολή του ο αιτητής, ημερομηνίας 29/7/2003, ζήτησε από τον Υπουργό Οικονομικών, με αναφορά στην ΄Εκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, επανεξέταση του αιτήματός του, το οποίο και απορρίφθηκε  με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής:-

 

«3 Ενόψει της κατάργησης της διάταξης της νομοθεσίας με την οποία ο Υπουργός Οικονομικών παραχωρούσε τη σχετική εξουσιοδότηση, καθώς και του όρου στη νέα διάταξη ότι τα εξουσιοδοτημένα από τον Υπουργό Οικονομικών άτομα θα 'πρεπε να ενεργούσαν ως ανεξάρτητοι λογιστές για τους σκοπούς των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων κατά την έναρξη ισχύος του Νόμου, το Υπουργείο Οικονομικών ζήτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κατά πόσο: 

 

(ι)  η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό, μετά από την επανεξέταση αιτημάτων μετά την 1.1.2003, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 38 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (Ν.118(Ι)/2002) και

 

(ιι)  στην περίπτωση που θα ήταν δυνατή η παραχώρηση της εξουσιοδότησης, κατά πόσο τα άτομα, τα οποία θα εξουσιοδοτηθούν, θα έχουν το δικαίωμα να ετοιμάζουν και πιστοποιούν λογαριασμούς και προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος για σκοπούς επιβολής φόρου εισοδήματος αφού δεν ενεργούσαν στην πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο κατά την ημερομηνία έναρξης του Νόμου 118(Ι)/2002, όπως διαλαμβάνεται στις διατάξεις του άρθρου 38 του Νόμου.

 

4.  Ο Γενικός Εισαγγελέας απάντησε ότι από το νέο Νόμο προκύπτει σαφώς πως ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.  Συνεπώς, τα αιτήματα για επανεξέταση αρνητικών απαντήσεων που δόθηκαν με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν την τροποποίηση του, διέπονται από το ισχύον δίκαιον και ως εκ τούτου ο Υπουργός Οικονομικών στερείται αρμοδιότητας να επιληφθεί των αιτημάτων αυτών, η δε παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Οικονομικών μετά την 1.1.2003, αντίκειται στη σχετική διάταξη του άρθρου 38 του Ν. 118(Ι)/2002.

 

5.  Συναφώς, η Επίτροπος Διοικήσεως με την επιστολή της με ημερομηνία 3.10.2003 σας έχει ήδη πληροφορήσει ότι ενόψει της νομοθετικής τροποποίησης η οποία έχει επέλθει (Ν.118(Ι)/2002) και της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα για το κατά πόσον, μετά απ' αυτήν, θα ήταν νόμιμη η επανεξέταση του αιτήματός σας από τον Υπουργό Οικονομικών, δεν είναι δυνατόν να εμμένει στην υλοποίηση των εισηγήσεων της.»

 

 

 

Με την ένστασή τους, οι καθ' ων η αίτηση έθεσαν προδικαστικά ζήτημα εκπρόθεσμου της προσφυγής, το οποίο, όμως, εγκατέλειψαν, για να εγείρουν με τη γραπτή τους αγόρευση ζήτημα εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης.  Τα γεγονότα, υπέβαλαν, και τα στοιχεία του φακέλου καταδεικνύουν ότι η απόφαση της 4/12/2003 στερείται εκτελεστότητας.  Δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, ώστε να είναι δεκτική προσβολής δι' αιτήσεως ακυρώσεως.  Κατά το χρόνο επανεξέτασης του αιτήματος, υπέβαλαν, δεν υπήρχε αρμοδιότητα στον Υπουργό Οικονομικών για έγκριση του αιτήματος.  Το γεγονός ότι η Επίτροπος Διοικήσεως εισηγήθηκε επανεξέταση του αιτήματος του αιτητή δεν επιδρά και ούτε  δημιουργεί συνθήκες παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας. 

 

Ο κ. Χριστοφίδης για τον αιτητή, στην προδικαστική αυτή ένσταση των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι, με την προσφυγή, προσβάλλεται η παράλειψη των καθ' ων να επανεξετάσουν, η οποία συντελέστηκε προτού τεθεί σε ισχύ το νέο νομοθετικό πλαίσιο, κατ' επίκληση του οποίου το αίτημα απορρίφθηκε.  Εάν, υπέβαλε, οι καθ' ων η αίτηση επανεξέταζαν την υπόθεση του αιτητή έγκαιρα, και, εν πάση περιπτώσει, εντός τριάντα ημερών, όπως προβλέπει το ΄Αρθρο 29 του Συντάγματος, δε θα υπήρχε η συνεχιζόμενη παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, η οποία και νομιμοποιεί τον αιτητή στην καταχώριση της παρούσας.

 

΄Εχω μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις των μερών και, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω, βρίσκω ότι η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση ευσταθεί.

 

Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, με την οποία το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε, ημερομηνίας 31/1/2002, δεν έχει προσβληθεί. 

 

Το ΄Αρθρο 46 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961, (Ν. 58/61), (όπως τροποποιήθηκε)[1], στη βάση του οποίου εξετάστηκε και απορρίφθηκε στις 31/1/2002 το αίτημα του αιτητή, έχει, με το Ν. 118(Ι)/2002, καταργηθεί. 

 

Στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, σελ. 609, αναφέρονται τα εξής:-

 

«Μια από τις σταθερότερες κατευθύνσεις του δημόσιου δικαίου, που βρήκε γόνιμο έδαφος στη δικαιοδοσία που ασκείται με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 146 του Συντάγματος, είναι η αρχή της αναδρομής της ακύρωσης.  ΄Οπως δέχθηκε από την αρχή το Ανώτατο Δικαστήριο και έκτοτε εφήρμοσε με συνέπεια, η ακύρωση διοικητικής πράξης συνεπάγεται στροφή στο παρελθόν, στο χρόνο έκδοσης της.  Η αναδρομικότητα έχει δύο σοβαρές συνέπειες.  Η διοίκηση επανακρίνει με γνώμονα το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη ή σημειώθηκε η ακυρωθείσα παράλειψη και όχι το υφιστάμενο κατά το χρόνο της επανεξέτασης, που πραγματοποιούνται οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση.

 

Η άλλη διάσταση της αναδρομής είναι ότι οι νομοθετικές αλλαγές που δυνατό να επήλθαν στο αναμεταξύ ή η μεταγενέστερη μεταβολή συνθηκών αφήνουν άθικτη την υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να κρίνει την υπόθεση με το καθεστώς του χρόνου που αρχικά εκδόθηκε η πράξη.  Η νομολογία στα ζητήματα αυτά είναι αρκετά ογκώδης.  Απηχεί, ωστόσο, χωρίς διακυμάνσεις ή παρεκκλίσεις, τους παραπάνω κανόνες.  Ενδεικτικά και μόνο θα παραπέμψουμε στις αποφάσεις Χαρής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147, Λύωνας κ.ά.  ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145.»

 

 

 

Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπάρχει ακυρωτική απόφαση, ώστε η Διοίκηση να είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει, υπό το φως του νομικού καθεστώτος που ίσχυε πριν από την τροποποίηση, η οποία επήλθε την 1/1/2003 με το Ν. 118(Ι)/2002.  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την εξέταση του αιτήματος για επανεξέταση.  Τον εν λόγω χρόνο, ο Υπουργός Οικονομικών δεν είχε αρμοδιότητα να παραχωρήσει εξουσιοδότηση στον αιτητή.  Συνεπώς, η απόφασή του δεν ήταν παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων, ρυθμιστικών των δικαιωμάτων του αιτητή, για να είναι εκτελεστή και, ως τέτοια, δεκτική προσβολής δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος - (βλ. Vassiliades Pharmacies Ltd ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 436. Δημοκρατίας ν. Vassiliades Pharmacies Ltd (1999) 3 Α.Α.Δ. 621). 

 

Ο αιτητής, με την επιστολή του ημερομηνίας 29/7/2003, με την οποία ζητά επανεξέταση, προβάλλει την ύπαρξη νέου στοιχείου, το οποίο, εκ παραδρομής, δεν ανέφερε όταν υπέβαλε την αίτησή του.  Ούτε αυτό το γεγονός διαφοροποιεί την κατάσταση, αφού, με τη νέα νομοθετική ρύθμιση, δεν παρέχεται δυνατότητα στον Υπουργό για παραχώρηση άδειας ως η ζητούμενη. 

 

Η αποδοχή της προδικαστικής ένστασης οδηγεί στην απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                        Δ.

 

/ΜΠ



[1] Το εν λόγω ΄Αρθρο αρχικά αριθμείτο ως ΄Αρθρο 53.  Αναριθμήθηκε σε 46 με το Ν. 60/69.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο