ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:D498

(2015) 1 ΑΑΔ 1563

9 Ιουλίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

KAI ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ  ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ

TOY 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΗΛΙΑΔΗ

ΔΙ' ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ PROHIBITION KAI CERTIORARI,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 30.2, 34, 35, 54, 58, 61

ΚΑΙ 179 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 19, 20(2), 21, 22, 23(3) ΤΟΥ

ΝΟΜΟΥ 116(Ι)/2005, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 4(δ)(iv) ΤΗΣ ΚΔΠ 406/2011 ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 116-2005-03 ΤΟΥ 2011 ΚΑΙ ΤΟ

ΑΡΘΡΟ 4 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 116(Ι)/2005 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ

ΜΕ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ

ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 148(Ι)/2002,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 32370/2014

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.5.2015,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 32370/2014 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 17.6.2015,

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΗΛΙΑΔΗ

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ (α) ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ (β) ΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ PROHIBITION.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 80/2015)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, που στόχο θα είχε την ακύρωση δύο ενδιάμεσων αποφάσεων που εκδόθηκαν από Κακουργιοδικείο, στο πλαίσιο Ποινικής Υπόθεσης ― Απορριπτική κατάληξη ― Η προσέγγιση  του Κακουργιοδικείου, αφήνοντας το θέμα να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, ήταν σύννομη ― Η εξουσία, που παρέχεται δυνάμει των παραμέτρων και νομικών αρχών εφαρμογής του προνομιακού εντάλματος Certiorari, είναι η εξέταση του σύννομου της διαδικασίας, στοιχείο που στην προκειμένη ενυπήρχε.

 

Με την αίτηση επιζητήθηκε η παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari που στόχο θα είχε την ακύρωση δύο ενδιάμεσων αποφάσεων που εκδόθηκαν από Κακουργιοδικείο, στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης.

 

Ο αιτητής, ως τέως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., και ταυτοχρόνως ως διευθύνων σύμβουλος της ιδίας Τράπεζας, αντιμετωπίζει, μαζί με άλλους πέντε κατηγορουμένους, μεταξύ άλλων, κατηγορία η οποία εδράζεται στο αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς κατά παράβαση του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005 (Ν. 116(Ι)/2005).

 

Στο πλαίσιο εκδίκασης της εν λόγω υπόθεσης μετά την απάντηση στις κατηγορίες και πριν την προσαγωγή οποιασδήποτε μαρτυρίας υποβλήθηκε αρχικώς προδικαστική ένσταση ότι οι κατηγορίες 2 και 6, που αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, ο αιτητής, θα πρέπει να ακυρωθούν καθότι δεν αποκαλύπτουν αδικήματα γνωστά στο Νόμο.

 

Σύμφωνα με την σχετική εισήγηση από το ίδιο το άρθρο δεν καθορίζεται ποια ήταν η πράξη, στην οποία είχε προβεί ο αιτητής, και παράλληλα, ο ισχυρισμός περί μη «δημοσίευσης σημαντικού γεγονότος» δεν προσδιορίζει πράξη, αλλά συνιστά επιθετικό προσδιορισμό, ανυπαρξία της οποίας εκθεμελιώνει το ίδιο το αδίκημα. Τέλος, η εισήγηση ήταν ότι, η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, δεν καθορίζεται σε Νόμο. Στηριζόμενος ο συνήγορος στο Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, υποστήριξε ότι η διάταξη, επί της οποίας στηρίζεται το αδίκημα, όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο και συγκεκριμένα στη 2η κατηγορία, δεν έχει εκδοθεί από την αρμόδια, επί τούτου, νομοθετική εξουσία.

 

Το επιχείρημα που προηγήθηκε και πρωτοδίκως είναι ότι, η έκδοση κανονισμών γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και παράλληλα, κατ' εξουσιοδότηση Νόμου όπως προσδιορίζεται στο Νόμο Ν. 99(Ι)/1999. Συνεπώς, σύμφωνα με την εισήγηση η έκδοση οδηγιών από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που τέθηκαν σε εφαρμογή από της δημοσιεύσεως τους, χωρίς να προηγηθεί η κατάθεση και η έγκριση των ιδίων από τη νομοθετική εξουσία, είναι άκυρη. Η παραβίαση αυτή εκθεμελιώνει, κατά την εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή, τη βάση επί της οποίας στηρίχτηκε η κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει ο αιτητής.

 

Αναφορικά με την 6η κατηγορία που επίσης αντιμετωπίζει ο αιτητής, και εδράζεται στην παραβίαση των Άρθρων 11 και 15 του Νόμου Ν. 116(Ι)/2005, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες γίνεται λόγος και που εάν καθίσταντο δημόσια γνωστές θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την τιμή των χρηματοοικονομικών μέσων, δεν προσδιορίζεται δια Νόμου αλλά εναπόκειται στην κρίση της Επιτροπής. Διερωτήθηκε ο συνήγορος τι σημαίνει η λέξη «αισθητά», σε βαθμό που η ανυπαρξία πράξης, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 12 του Συντάγματος, θεμελιώνει τη βάση μιας κατηγορίας παραβιάζοντας την αρχή του Nullum Crimen, Nulla Poena Cine Lege.

 

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα ότι, παρόλο που όλοι οι συνήγοροι υπεράσπισης εκλάμβαναν ως δεδομένο ότι μια πιθανή μη ισχύς της Κ.Δ.Π. 406/2011, εκβαραθρώνει ολόκληρη τη 2η κατηγορία, εξέφρασε την άποψη ότι η φερόμενη επίδραση του εν λόγω ζητήματος δεν ήταν καταλυτικής φύσεως, ανεξαρτήτως ποια τελικώς θα είναι η κατάληξη του για την ισχύ ή όχι της Κ.Δ.Π. 406/2011, καθότι το συγκεκριμένο αδίκημα της 2ης κατηγορίας εδράζεται και επί του Άρθρου 19 του Ν. 116(Ι)/2005, το οποίο απαγορεύει τη χειραγώγηση της αγοράς.

 

Έκρινε καταληκτικά ότι δεν ήταν το κατάλληλο στάδιο για εξέταση του εγερθέντος ζητήματος.

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στην προβληθείσα και ενώπιον του Κακουργιοδικείου επιχειρηματολογία.

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η νομολογία επιτάσσει ότι, η διαδικασία για παραχώρηση αδείας για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

2.  Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου.

 

3.  Το Κακουργιοδικείο επί του προκειμένου θεώρησε ότι η εξουσία που παρέχεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να εκδίδει οδηγίες, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση με την Κ.Δ.Π. 406/2011, ήταν ορθή καθότι η σχετική εξουσιοδότηση καλυπτόταν από το Άρθρο 22 του Νόμου Ν. 116(Ι)/2005.

 

4.  Το αν η ερμηνεία που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο επί του προκειμένου είναι νομικά ορθή, θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο έφεσης, που δεν είναι τώρα το κατάλληλο στάδιο.

 

5.  Το ίδιο θα έπρεπε να λεχθεί και αναφορικά με την εισήγηση του εσυνηγόρου ως προς το κατά πόσο η λέξη που χρησιμοποιήθηκε στο κατηγορητήριο και αφορά την «ανακοίνωση σημαντικού γεγονότος» ή την επεξήγηση του όρου «αισθητός επηρεασμός της τιμής των χρηματοοικονομικών μέσων» και πάλι εμπίπτει στη σφαίρα της νομικής ανάλυσης της ορθότητας της κατάληξης του Κακουργιοδικείου.

 

6.  Η διεργασία, η οποία, απαιτεί την προσκόμιση μαρτυρίας, ανάλυση από το Κακουργιοδικείο των δεδομένων και κατάληξη σε συμπεράσματα τα οποία και πάλι θα μπορούν να κριθούν μέσα στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση.

 

7.  Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ο αιτητής έχει, εκ πρώτης όψεως, τεκμηριώσει και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας.

 

8.  Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ' εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

9.  Και, αν ακόμα, στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, η άδεια δεν χορηγείται στις περιπτώσεις όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο θεραπείας, εκτός όπου καταδεικνύεται με επάρκεια η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

 

10. Τα θέματα τα οποία ηγέρθησαν μέσα από το πλαίσιο της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερ. 26 Μαΐου 2015 και έχουν ως έρεισμα τη μη αποκάλυψη αδικήματος και την έκδοση οδηγιών απ' ευθείας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είναι θέματα τα οποία θα μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο της διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου και θα μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης.

 

11. Η καθυστέρηση που ενδεχομένως θα προκληθεί αφενός και η ταλαιπωρία που θα υποστεί ένας κατηγορούμενος, δεν αποτελούν στοιχεία τα οποία μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν αντικείμενο έκδοσης προνομιακού εντάλματος καθότι, το τι εξετάζεται είναι κατά πόσο η ενέργεια του κατώτατου δικαστηρίου είναι έκνομη και όχι κατά πόσο αυτή ασκήθηκε μέσα σε ορθά νομικά πλαίσια.

 

12. Το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου εδραζόταν στο γεγονός ότι, μετά την έκδοση της πρώτης ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου ο αιτητής, μαζί με άλλους συγκατηγορούμενους του, είχαν πληροφορηθεί και ήγειραν θέμα ως προς την ισχύ ή όχι της Κ.Δ.Π. 406/2011, η οποία αποτελεί τη βάση της 2ης κατηγορίας που αντιμετωπίζει ο αιτητής.

 

13. Όπως αναφέρεται στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, όταν διαπιστώθηκε, μετά από έκδοση απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, το συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έπασχε και αντικατεστάθη με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η ιδία η Επιτροπή ανακάλεσε την Κ.Δ.Π. 406/2011 και προχώρησε στη θέσπιση της Κ.Δ.Π. 469/2012, η οποία δημοσιεύθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2012.

 

14. Ήταν η εισήγηση των δικηγόρων ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι, στο μεσοδιάστημα 17 Οκτωβρίου 2011 έως 26 Νοεμβρίου 2012, ενόψει της ανάκλησης, δεν βρισκόταν σε ισχύ οποιαδήποτε οδηγία και δη η Κ.Δ.Π. 406/2011 στην οποία στηρίζεται η 2η κατηγορία.

15.  Ενόψει της απουσίας νομοθετικής διάταξης σε ισχύ κατά την τέλεση της πράξης, με το νομικό κενό που παρουσιάστηκε, υπήρξε, όπως ήταν η εισήγηση, παραβίαση του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος, συνεπώς η διαδικασία θα έπρεπε να είχε τερματιστεί καθότι το Δικαστήριο δεν είχε πλέον δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.

 

16. Πάνω στην ίδια βάση στηρίχτηκε και η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε και στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης, ότι η ανάκληση της Κ.Δ.Π. 406/2011 εκθεμελιώνει, κατά την εισήγηση, τη δικαιοδοτική βάση επί της οποίας στηρίζεται η 2η κατηγορία.

 

17. Παρέμεινε η κατηγορία χωρίς τον προσδιορισμό του αδικήματος που καλείται να αντιμετωπίσει ο αιτητής και δεν ήταν αρκετή η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή, ότι η υπόθεση μπορούσε να διασωθεί έστω και με αναφορά μόνο στο Άρθρο 19 και 22, παράγραφος (3) του Νόμου Ν. 116(Ι)/2005.

 

18. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε την εισήγηση περί εκβαράθρωσης της 2ης κατηγορίας. Από την απόφαση του Κακουργιοδικείου και την παράθεση του κειμένου της 2ης κατηγορίας προέκυπτε ότι δόθηκε σημασία στο συνδετικό μόριο, "και". Αυτό, κατά την άποψη του Κακουργιοδικείου, ήταν επαρκές για να προσδώσει δικαιοδοσία εξέτασης της κατηγορίας, εδραζόμενης μόνο στο Άρθρο 19 του Νόμου.

 

19. Αυτή είναι μία νομική κατάληξη, η ορθότητα της οποίας θα πρέπει να εξεταστεί στο τελικό στάδιο που θα είναι η έφεση σε ενδεχόμενη καταδίκη.

 

20. Μια άλλη πτυχή του θέματος που ηγέρθη εδραζόταν στο γεγονός ότι η εγερθείσα ένσταση δεν αποφασίστηκε επί της ουσίας, αλλά αφέθηκε να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

21. Ο κατάλληλος χρόνος για την εξέταση αιτήσεων για παραμερισμό του κατηγορητηρίου είναι το στάδιο πριν δοθεί η απάντηση του κατηγορουμένου. Τούτο μπορεί να είναι βολικό αλλά όχι, όμως, απαραίτητο.

 

22. Σε περιπτώσεις που είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει δικαιοδοσία ή σοβαρό μειονέκτημα στο κατηγορητήριο, το δικαστήριο θα πρέπει να ενεργήσει άμεσα, ακόμη και μετά την απάντηση του κατηγορουμένου, όπως στην προκείμενη υπόθεση, είτε ακόμη και μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή.

23.  Πλην, όμως, σε αμφισβητούμενη και όχι ξεκάθαρη υπόθεση μπορεί το δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του αιτήματος σε μεταγενέστερο στάδιο ήτοι, της έκδοσης απόφασης.

 

24. Συναφώς, η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι, αφήνοντας το θέμα να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, σύννομη. Η εξουσία, όμως, που παρέχεται δυνάμει των παραμέτρων και νομικών αρχών εφαρμογής του προνομιακού εντάλματος Certiorari, είναι,  η εξέταση του σύννομου της διαδικασίας. Τούτο ενυπήρχε.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

 

Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696,

 

Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464,

 

Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965,

 

Exxon Mobil Cyprus κ.ά. ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 449.

 

Αίτηση.

 

Ε. Ευσταθίου με Π. Σταύρου και Δ. Νικολετόπουλο, ασκούμενο δικηγόρο, για τον Αιτητή.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari που στόχο έχει την ακύρωση δύο ενδιάμεσων αποφάσεων που εκδόθηκαν από το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στη Λευκωσία, στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης 32370/2014, ημερομηνιών 26 Μαΐου 2015 και 17 Ιουνίου 2015, αντιστοίχως.

 

Ο αιτητής, ως τέως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., και ταυτοχρόνως ως διευθύνων σύμβουλος της ιδίας Τράπεζας, αντιμετωπίζει, μαζί με άλλους πέντε κατηγορουμένους, μεταξύ άλλων, κατηγορία η οποία εδράζεται στο αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς κατά παράβαση του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005 (Ν. 116(Ι)/2005).

 

Στο πλαίσιο εκδίκασης της εν λόγω υπόθεσης μετά την απάντηση στις κατηγορίες και πριν την προσαγωγή οποιασδήποτε μαρτυρίας υποβλήθηκε αρχικώς προδικαστική ένσταση ότι οι κατηγορίες 2 και 6, που αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, ο αιτητής, θα πρέπει να ακυρωθούν καθότι δεν αποκαλύπτουν αδικήματα γνωστά στο Νόμο.

 

Τα επιχειρήματα τα οποία προβλήθηκαν στο πλαίσιο της εκδίκασης της υπόθεσης πρωτοδίκως, έχουν επαναληφθεί και ενώπιον μου από τους ευπαίδευτους συνηγόρους και έτσι θα προχωρήσω σε παράθεση τους με ανάλογη αναφορά, όταν και εφόσον χρειάζεται, στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Κατ' αρχήν, ο ευπαίδευτος συνήγορος επανέλαβε τη θεμελιακή αρχή του Nullum Crimen, Nulla Poena Cine Lege που επιβάλλει ότι ουδέν έγκλημα υφίσταται και ουδεμία ποινή επιβάλλεται άνευ Νόμου. Αυτό το δόγμα προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ουσιαστικού ποινικού δικαίου ενσωματώνονται στο Άρθρο 12 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Η σπουδαιότητα της εν λόγω αρχής ουδόλως τίθεται υπό αμφισβήτηση και ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι, στην προκείμενη περίπτωση η αρχή αυτή παραβιάζεται για τους εξής λόγους: Από το ίδιο το άρθρο δεν καθορίζεται ποια ήταν η πράξη, στην οποία είχε προβεί ο αιτητής, και παράλληλα, ο ισχυρισμός περί μη «δημοσίευσης σημαντικού γεγονότος» δεν προσδιορίζει πράξη, αλλά συνιστά επιθετικό προσδιορισμό, ανυπαρξία της οποίας εκθεμελιώνει το ίδιο το αδίκημα. Τέλος, η εισήγηση ήταν ότι, η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, δεν καθορίζεται σε Νόμο. Στηριζόμενος ο κ. Ευσταθίου στο Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, υποστήριξε ότι η διάταξη, επί της οποίας στηρίζεται το αδίκημα, όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο και συγκεκριμένα στη 2η κατηγορία, δεν έχει εκδοθεί από την αρμόδια, επί τούτου, νομοθετική εξουσία.

 

Στο σημείο αυτό, για σκοπούς πληρέστερης εικόνας, θεωρώ κατάλληλο στάδιο να σκιαγραφήσω το νομοθετικό πλαίσιο επί του οποίου στηρίζεται η 2η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο αιτητής.

 

Όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, ο Νόμος 116(Ι)/2005 στο Μέρος IV - Διατάξεις Σχετικά με τη Χειραγώγηση της Αγοράς, προσδιορίζει ως τίτλο του Άρθρου 19 την "Απαγόρευση Χειραγώγησης", ήτοι:

 

"19. Απαγορεύεται σε κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο να χειραγωγεί την αγορά."

 

Το Άρθρο 20 του Νόμου, έχει ως πλαγιότιτλο, "Χειραγώγηση της Αγοράς", προσδιορίζοντας στην υποπαράγραφο (1) ποιες πράξεις νοούνται ως χειραγώγηση της αγοράς. Το κατηγορητήριο δεν εδράζεται στην υποπαράγραφο (1) του Άρθρου 20 αλλά στην υποπαράγραφο (2), η οποία αναφέρει:

 

"20(2) Η Επιτροπή, επιπρόσθετα από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, έχει, κατά την απόλυτη της κρίση, την ευχέρεια να αποφασίζει κατά πόσο οποιαδήποτε πράξη συνιστά χειραγώγηση της αγοράς."

 

Στο πλαίσιο της προσφερόμενης δυνατότητας με βάση την παράγραφο (2) του Άρθρου 20 του Νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχονται με βάση το Άρθρο 22 του Νόμου, προχώρησε και έκδωσε την Οδηγία ΟΔ116-2005-03 του 2011, η οποία δημοσιεύθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2011, και αποτελεί την Κ.Δ.Π. 406/2011. Στην εν λόγω Οδηγία στην παράγραφο (4) με πλαγιότιτλο «Μέθοδοι Χειραγώγησης» αναφέρονται τα εξής:

 

"4. Μέθοδοι που συνιστούν πράξη χειραγώγησης της αγοράς κατά την έννοια του Άρθρου 20 του Νόμου αποτελούν ενδεικτικά οι εξής:

 

..........................

 

(δ) Μέθοδοι χειραγώγησης της αγοράς που βρίσκονται σε πληροφορίες:

 

............................

 

(iv) Παράλειψη δημοσίας ανακοίνωσης σημαντικών γεγονότων ή συμφερόντων ή ελλιπής ανακοίνωση τέτοιων πληροφοριών."

 

Το επιχείρημα που προηγήθηκε και πρωτοδίκως είναι ότι, η έκδοση κανονισμών γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και παράλληλα, κατ' εξουσιοδότηση Νόμου όπως προσδιορίζεται στο Νόμο 99(Ι)/1999. Συνεπώς, η έκδοση οδηγιών από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, που τέθηκαν σε εφαρμογή από της δημοσιεύσεως τους, χωρίς να προηγηθεί η κατάθεση και η έγκριση των ιδίων από τη νομοθετική εξουσία, είναι άκυρη. Η παραβίαση αυτή εκθεμελιώνει, κατά την εισήγηση του κ. Ευσταθίου, τη βάση επί της οποίας στηρίχτηκε η κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει ο αιτητής.

 

Αναφορικά με την 6η κατηγορία που επίσης αντιμετωπίζει ο αιτητής, και εδράζεται στην παραβίαση των Άρθρων 11 και 15 του Νόμου 116(Ι)/2005, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες γίνεται λόγος και που εάν καθίσταντο δημόσια γνωστές θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά την τιμή των χρηματοοικονομικών μέσων, δεν προσδιορίζεται δια Νόμου αλλά εναπόκειται στην κρίση της Επιτροπής. Διερωτήθηκε ο συνήγορος τι σημαίνει η λέξη «αισθητά», σε βαθμό που η ανυπαρξία πράξης, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 12 του Συντάγματος, θεμελιώνει τη βάση μιας κατηγορίας παραβιάζοντας την αρχή του Nullum Crimen, Nulla Poena Cine Lege.

 

Προτού απαντήσω στο εγερθέν θέμα, θεωρώ ότι είναι κατάλληλο στάδιο να προσδιοριστεί ποίος είναι ο ρόλος τον οποίο καλείται να διαδραματίσει το Δικαστήριο, ασκώντας τη συνταγματικά προσδιορισθείσα εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 155.4, να επιλαμβάνεται προνομιακών ενταλμάτων τα οποία από τη φύση τους εδράζονται στο κατάλοιπο εξουσίας.

 

Η νομολογία επιτάσσει ότι, η διαδικασία για παραχώρηση αδείας για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Το Κακουργιοδικείο επί του προκειμένου θεώρησε ότι η εξουσία που παρέχεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να εκδίδει οδηγίες, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση με την Κ.Δ.Π. 406/2011, ήταν ορθή καθότι η σχετική εξουσιοδότηση καλυπτόταν από το Άρθρο 22 του Νόμου 116(Ι)/2005.

Το αν η ερμηνεία που δόθηκε από το Κακουργιοδικείο επί του προκειμένου είναι νομικά ορθή, θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο έφεσης, που δεν είναι τώρα το κατάλληλο στάδιο. Το ίδιο θα μπορούσα να πω, και μάλιστα μετ' επιτάσεως, εξετάζοντας την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου ως προς το κατά πόσο η λέξη που χρησιμοποιήθηκε στο κατηγορητήριο και αφορά την «ανακοίνωση σημαντικού γεγονότος» ή την επεξήγηση του όρου «αισθητός επηρεασμός της τιμής των χρηματοοικονομικών μέσων» και πάλι εμπίπτει στη σφαίρα της νομικής ανάλυσης της ορθότητας της κατάληξης του Κακουργιοδικείου. Η διεργασία, η οποία, απαιτεί την προσκόμιση μαρτυρίας, ανάλυση από το Κακουργιοδικείο των δεδομένων και κατάληξη σε συμπεράσματα τα οποία και πάλι θα μπορούν να κριθούν μέσα στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση.

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ο αιτητής έχει, εκ πρώτης όψεως, τεκμηριώσει και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696). Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ' εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. επίσης Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464). Σημειώνεται περαιτέρω ότι, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965, και, αν ακόμα, στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, η άδεια δεν χορηγείται στις περιπτώσεις όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο θεραπείας, εκτός όπου καταδεικνύεται με επάρκεια η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, τα θέματα τα οποία ηγέρθησαν μέσα από το πλαίσιο της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερ. 26 Μαΐου 2015 και έχουν ως έρεισμα τη μη αποκάλυψη αδικήματος και την έκδοση οδηγιών απ' ευθείας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είναι θέματα τα οποία θα μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο της διαδικασίας που διεξάγεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου και θα μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε το συνταγματικό του δικαίωμα να γνωρίζει με ακρίβεια το τι έχει να αντιμετωπίσει και το γεγονός ότι θα υποχρεωθεί να υποστεί τη διαδικασία μιας ποινικής υπόθεσης, η οποία, ενδεχομένως, στο τέλος, να οδηγηθεί σε αποτυχία για την Κατηγορούσα Αρχή και υπέρμετρη ταλαιπωρία για τον ίδιο. Η καθυστέρηση που ενδεχομένως θα προκληθεί αφενός και η ταλαιπωρία που θα υποστεί ένας κατηγορούμενος, δεν αποτελούν στοιχεία τα οποία μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν αντικείμενο έκδοσης προνομιακού εντάλματος καθότι, όπως τόνισα προηγουμένως, το τι εξετάζεται είναι κατά πόσο η ενέργεια του κατώτατου δικαστηρίου είναι έκνομη και όχι κατά πόσο αυτή ασκήθηκε μέσα σε ορθά νομικά πλαίσια.

 

Το δεύτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου                                συνηγόρου εδραζόταν στο γεγονός ότι, μετά την έκδοση της πρώτης ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου ο αιτητής, μαζί με άλλους συγκατηγορούμενους του, είχαν πληροφορηθεί και ήγειραν θέμα ως προς την ισχύ ή όχι της Κ.Δ.Π. 406/2011, η οποία αποτελεί τη βάση της 2ης κατηγορίας που αντιμετωπίζει ο αιτητής.

 

Όπως αναφέρεται στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, όταν διαπιστώθηκε, μετά από έκδοση απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι, το συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έπασχε και αντικατεστάθη με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η ιδία η Επιτροπή ανακάλεσε την Κ.Δ.Π. 406/2011 και προχώρησε στη θέσπιση της Κ.Δ.Π. 469/2012, η οποία δημοσιεύθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2012. Ήταν η εισήγηση των ευπαίδευτων δικηγόρων ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι, στο μεσοδιάστημα 17 Οκτωβρίου 2011 έως 26 Νοεμβρίου 2012, ενόψει της ανάκλησης, δεν βρισκόταν σε ισχύ οποιαδήποτε οδηγία και δη η Κ.Δ.Π. 406/2011 στην οποία στηρίζεται η 2η κατηγορία. Ενόψει της απουσίας νομοθετικής διάταξης σε ισχύ κατά την τέλεση της πράξης, με το νομικό κενό που παρουσιάστηκε υπήρξε, όπως ήταν η εισήγηση, παραβίαση του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος, συνεπώς η διαδικασία θα έπρεπε να είχε τερματιστεί καθότι το Δικαστήριο δεν είχε πλέον δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.

 

Πάνω στην ίδια βάση στηρίχτηκε και η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε ενώπιον μου από τον ευπαίδευτο συνήγορο, ο οποίος επικαλέστηκε την υπόθεση Exxon Mobil Cyprus κ.ά. ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 449, για να υποστηρίξει ότι όλες οι πράξεις πάσχοντος, λόγω σύνθεσης, διοικητικού οργάνου είναι άκυρες.

 

Η ανάκληση της Κ.Δ.Π. 406/2011 εκθεμελιώνει, κατά την εισήγηση του κ. Ευσταθίου, τη δικαιοδοτική βάση επί της οποίας στηρίζεται η 2η κατηγορία. Παρέμεινε η κατηγορία χωρίς τον προσδιορισμό του αδικήματος που καλείται να αντιμετωπίσει ο αιτητής. Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου, υποστήριξε, ότι η υπόθεση μπορούσε να διασωθεί έστω και με αναφορά μόνο στο Άρθρο 19 και 22, παράγραφος (3) του Νόμου 116(Ι)/2005, δεν είναι αρκετό.

 

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθώ στην ίδια την κατηγορία, όπως είναι διατυπωμένη στο κατηγορητήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου:

 

"Δεύτερη Κατηγορία"

 

Χειραγώγηση της αγοράς, κατά παράβαση των Άρθρων 19 ως εξειδικεύονται από το Άρθρο 20 παράγραφος (2), και 23 παράγραφος (3) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005 (116(Ι)/2005) και του Άρθρου 4(δ)(iv) της σχετικής Οδηγίας 116-2005-03 του 2011 και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154."

 

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρόλο που όλοι οι συνήγοροι υπεράσπισης εκλάμβαναν ως δεδομένο ότι μια πιθανή μη ισχύς της Κ.Δ.Π. 406/2011, εκβαραθρώνει ολόκληρη τη 2η κατηγορία, εξέφρασε την άποψη ότι η φερόμενη επίδραση του εν λόγω ζητήματος δεν ήταν καταλυτικής φύσεως, ανεξαρτήτως ποια τελικώς θα είναι η κατάληξη του για την ισχύ ή όχι της Κ.Δ.Π. 406/2011, καθότι το συγκεκριμένο αδίκημα της 2ης κατηγορίας εδράζεται και επί του Άρθρου 19 του Ν. 116(Ι)/2005, το οποίο απαγορεύει τη χειραγώγηση της αγοράς.

 

Παρατηρώ, συναφώς ότι, το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε την εισήγηση περί εκβαράθρωσης της 2ης κατηγορίας, έστω και αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απουσία της Κ.Δ.Π. 406/2011 θα επηρέαζε την εξέταση της κατηγορίας. Από την απόφαση του Κακουργιοδικείου και την παράθεση του κειμένου της 2ης κατηγορίας διαπιστώνω ότι δόθηκε σημασία στο συνδετικό μόριο, "και". Αυτό, κατά την άποψη του Κακουργιοδικείου, ήταν επαρκές για να προσδώσει δικαιοδοσία εξέτασης της κατηγορίας, εδραζόμενης μόνο στο Άρθρο 19 του Νόμου. Αυτή είναι μία νομική κατάληξη, η ορθότητα της οποίας θα πρέπει να εξεταστεί στο τελικό στάδιο που θα είναι η έφεση σε ενδεχόμενη καταδίκη.

 

Μια άλλη πτυχή του θέματος που ηγέρθη εδράζεται στο γεγονός ότι η εγερθείσα ένσταση δεν αποφασίστηκε επί της ουσίας, αλλά αφέθηκε να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading and Evidence Practice, 2015, παρ. 1-312, ο κατάλληλος χρόνος για την εξέταση αιτήσεων για παραμερισμό του κατηγορητηρίου είναι το στάδιο πριν δοθεί η απάντηση του κατηγορουμένου. Τούτο μπορεί να είναι βολικό αλλά όχι, όμως, απαραίτητο. Σε περιπτώσεις που είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει δικαιοδοσία ή σοβαρό μειονέκτημα στο κατηγορητήριο, το δικαστήριο θα πρέπει να ενεργήσει άμεσα, ακόμη και μετά την απάντηση του κατηγορουμένου, όπως στην προκείμενη υπόθεση, είτε ακόμη και μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή. Πλην, όμως, σε αμφισβητούμενη και όχι ξεκάθαρη υπόθεση μπορεί το δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του αιτήματος σε μεταγενέστερο στάδιο ήτοι, της έκδοσης απόφασης.

 

Συναφώς, η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι, αφήνοντας το θέμα να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, σύννομη. Η εξουσία, όμως, που μου παρέχεται δυνάμει των παραμέτρων και νομικών αρχών εφαρμογής του προνομιακού εντάλματος Certiorari, είναι, όπως ανέφερα πιο πάνω, η εξέταση του σύννομου της διαδικασίας. Τούτο ενυπάρχει.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, θεωρώ ότι η αίτηση πρέπει να αποτύχει και απορρίπτεται.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο