ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:B325
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 327/18
29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2020
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΑΧΙΛΛΕΩΣ
Εφεσείοντα
και
Α Σ Τ Υ Ν Ο Μ Ι Α Σ
Εφεσίβλητης
--------------------
Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα
Ειρήνη Σάββα, Δημόσιος Κατήγορος Α, (για να ακούσει απόφαση) για Σ. Συμεού, για την Εφεσίβλητη
Εφεσείων παρών
-------------------------------------
H ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΕΞΑΓΕΤΑΙ ΚΕΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΘΥΡΩΝ
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ο Εφεσείοντας κρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ένοχος σε πέντε (5) κατηγορίες άσεμνης επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 (αρ. 84, 86, 88, 90 και 92 στο Κατηγορητήριο) και σε τρεις (3) κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, Ν.87(Ι)/2007 (κατηγορίες 87, 89 και 91 στο κατηγορητήριο).
Τα γεγονότα της υπόθεσης καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση και τα οποία συνιστούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που προέβη στην αξιολόγηση της παρουσιασθείσας μαρτυρίας ενώπιον του. Μεταφέρεται αυτούσιο το σχετικό μέρος:
"Η Παραπονούμενη τον Δεκέμβριο του 2012 παραπέμφθηκε προς παρακολούθηση στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων του Γ.Ν. ΧΧΧΧ. Η αιτία για την παραπομπή της ήταν ο σχολικός εκφοβισμός που δεχόταν στο Γυμνάσιο όπου φοιτούσε στην ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ και που είχε ως αποτέλεσμα τη μετεγγραφή της στο Γυμνάσιο ΧΧΧΧΧΧ στην ΧΧΧ. Η παρακολούθηση της Παραπονούμενης ανατέθηκε στην κλινική ψυχολόγο XXXXX Χρυσοστόμου υπό την εποπτεία της παιδοψυχιάτρου Δρ. XXXXX Δημοσθένους, η οποία ήταν η επιστημονική συντονίστρια του παιδοψυχιατρικού τμήματος του Γ.Ν. ΧΧΧΧ. Ο σχολικός εκφοβισμός που δέχθηκε η Παραπονούμενη, ο οποίος περιλάμβανε τόσο σωματική όσο και ψυχολογική κακοποίηση, ήταν σοβαρού βαθμού εφόσον η τελευταία προέβη δυο φορές μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012, σε απόπειρες αυτοκτονίας οι οποίες ήταν χειριστικού τύπου. Οι προαναφερόμενοι επιστήμονες διέγνωσαν ότι η Παραπονούμενη έπασχε από κατάθλιψη, ήταν ψυχικά τραυματισμένη, παρουσίαζε χαμηλή αυτοεκτίμηση και ήταν ευάλωτη.
Η Παραπονούμενη, η οποία κατοικούσε με την οικογένεια της στον ΧΧΧ, για τη μετάβαση της στο σχολείο στο οποίο μεταγράφηκε στην ΧΧΧ και ακολούθως από την ΧΧΧ στην ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ χρησιμοποιούσε λεωφορείο του ΧΧΧΧΧΧΧ. Ο Κατηγορούμενος ήταν ο ένας εκ των δύο οδηγών που εκτελούσαν εναλλάξ ανά εβδομάδα το δρομολόγιο από την ΧΧΧ προς την ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ. Το εν λόγω δρομολόγιο χρησιμοποιούσαν και οι μαθητές των σχολείων της ΧΧΧ που θα μετέβαιναν στην ΧΧΧΧΧΧΧΧ περιλαμβανομένης της Παραπονούμενης. Συγκεκριμένα το λεωφορείο που την παραλάμβανε από την ΧΧΧ έκανε στάση στην ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ για 30 - 45 λεπτά περίπου και στη συνέχεια συνέχιζε το δρομολόγιο του στα χωριά της περιοχής περιλαμβανομένου και του ΧΧΧΧ.
Η Παραπονούμενη σε κάποιες περιπτώσεις δέχθηκε επίθεση από μαθήτριες κατά τον χρόνο της στάσης του λεωφορείου στην ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ. Για τον λόγο αυτό ο πατριός της Παραπονούμενης ζήτησε από τον Κατηγορούμενο, με τον οποίο ήταν μακρινοί συγγενείς, να αφήνει την Παραπονούμενη να παραμένει εντός του λεωφορείου κατά τον χρόνο παραμονής της στην ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ προκειμένου να προστατευτεί από τυχόν επιθέσεις ή εκφοβισμό που μπορούσε να δεχθεί. Ο Κατηγορούμενος συμφώνησε όπως αφήνει την Παραπονούμενη να παραμένει εντός του λεωφορείου όταν εκτελεί ο ίδιος το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Ο άλλος οδηγός ωστόσο δεν αποδέχθηκε κάτι τέτοιο και δεν επέτρεπε στην Παραπονούμενη να παραμένει εντός του λεωφορείου όταν το δρομολόγιο εκτελείτο από αυτόν. Συγκεκριμένα όταν αποβιβαζόταν το επιβατικό κοινό στα γραφεία του ΧΧΧΧΧΧΧ, η Παραπονούμενη παρέμενε εντός του λεωφορείου το οποίο οδηγείτο στον ανοιχτό δημόσιο χώρο στάθμευσης που βρίσκεται απέναντι από τα γραφεία του ΧΧΧΧΧΧΧ σε απόσταση περίπου 50 μέτρων.
Ο Κατηγορούμενος σε δύο περιπτώσεις επενέβη και προστάτεψε την Παραπονούμενη όταν μαθήτριες, στη μία περίπτωση, και μαθητής στην άλλη, επιχείρησαν να την ενοχλήσουν.
Περί τον Μάρτιο - Απρίλιο του 2013 όταν το λεωφορείο οδηγήθηκε στον χώρο στάθμευσης και εντός αυτού βρίσκονταν μόνο ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη και αφού ο Κατηγορούμενος στάθμευσε το λεωφορείο, μετέβηκε στο πίσω μέρος του λεωφορείου και ζήτησε από την Παραπονούμενη να κλείσει τις κουρτίνες. Στη συνέχεια, κάλεσε την Παραπονούμενη να έρθει κοντά του και αφού της είπε ότι την αγαπά και την προστατεύει της ζήτησε ως «χάρη» να αυνανιστεί στην παρουσία της. Η Παραπονούμενη αρνήθηκε, αλλά ο Κατηγορούμενος αυνανίστηκε στην παρουσία της αγγίζοντας την ταυτόχρονα σε διάφορα μέρη του σώματος της. Όταν αυνανίστηκε και εκσπερμάτωσε της είπε να μην αναφέρει οτιδήποτε και να μην ανοίξει «ιστορίες» διότι είναι «πελλός». Μετά από τρεις συνολικά φορές που ο Κατηγορούμενος αυνανίστηκε στην παρουσία της Παραπονούμενης, της ζήτησε να του κάνει στοματικό έρωτα πράγμα το οποίο έπραξε η Παραπονούμενη αφού ο Κατηγορούμενος την έσπρωχνε από το κεφάλι. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές μέχρι τον Νοέμβριο του 2013. Το σπρώξιμο όμως στο κεφάλι γινόταν μόνο στις αρχές, καθώς στη συνέχεια η Παραπονούμενη εκτελούσε μηχανικά την επιθυμία του Κατηγορούμενου για στοματικό έρωτα. Κατά την περίοδο των εξετάσεων στο σχολείο και των θερινών διακοπών (Ιούνιος - Αύγουστος του 2013) δεν υπήρξε οποιοδήποτε περιστατικό μεταξύ του Κατηγορούμενου και της Παραπονούμενης, ενώ από τον Σεπτέμβριο του 2013 η Παραπονούμενη προσπαθούσε να αποφεύγει τον Κατηγορούμενο.
Παράλληλα, ο Κατηγορούμενος ξεκίνησε να επισκέπτεται την οικία της Παραπονούμενης και να αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με τους γονείς της. Μάλιστα, βοήθησε τη μητέρα της Παραπονούμενης να προσληφθεί σε ξενοδοχείο.
Τον Οκτώβριο του 2013 η Παραπονούμενη ανέφερε στη φίλη της Ν. Κ. ότι υφίσταται σεξουαλική κακοποίηση από τον Κατηγορούμενο, ζητώντας της όμως να μην πει οτιδήποτε. Παρά ταύτα η Ν. Κ. ανέφερε στην επισκέπτρια υγείας του σχολείου, XXXXX Βάσου, ότι η Παραπονούμενη κακοποιείται σεξουαλικά από τον Κατηγορούμενο, λέγοντας μάλιστα ότι ο Κατηγορούμενος χτύπησε και βίασε την Παραπονούμενη, καθώς και ότι η ίδια είδε μώλωπες στο σώμα της Παραπονούμενης. Η XXXXX Βάσου ενημέρωσε σχετικά τον σύμβουλο και τη διευθύντρια του σχολείου και μετά από κάποιες μέρες κάλεσε την Παραπονούμενη. Δεν αποκάλυψε στην Παραπονούμενη το τι της ανέφερε η Ν. Κ. και η Παραπονούμενη τη διαβεβαίωσε ότι όλα πάνε καλύτερα στη ζωή της, στο σπίτι και στο σχολείο. Η XXXXX Χρυσοστόμου ενημερώθηκε από το σχολείο για τα πιο πάνω και πληροφόρησε σχετικά τη Δρ. XXXXX Δημοσθένους.
Στις 05.12.13 η xxx Χρυσοστόμου είχε συνάντηση με την Παραπονούμενη στο Γ.Ν. ΧΧΧΧΧ στα πλαίσια της οποίας έγινε διερεύνηση των πληροφοριών που δόθηκαν από το σχολείο μέσω ανοικτών ερωτήσεων και χωρίς να αποκαλυφθεί στην Παραπονούμενη ότι γνώριζε τα όσα είχε εκμυστηρευτεί στη φίλη της Ν. Κ.. Η Παραπονούμενη αρχικά δεν ανέφερε οτιδήποτε. Στην πορεία ωστόσο της συνάντησης στην παρουσία τόσο της XXXXX Χρυσοστόμου, όσο και της Δρ. Δημοσθένους η Παραπονούμενη μετά από ενθάρρυνση και ψυχολογική υποστήριξη, με συστολή και δισταγμό αποκάλυψε στα προαναφερόμενα πρόσωπα ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον Κατηγορούμενο. Κατά την περιγραφή των γεγονότων διακατεχόταν από φόβο, ντροπή και θυμό. Ήταν αναστατωμένη και απέφευγε τη βλεμματική επαφή, έκλαιγε και με δυσκολία έβγαινε η φωνή της.
Κατά τον χρόνο της προαναφερόμενης συνάντησης παρόντες στο Γ.Ν. ΧΧΧΧ ήταν και οι γονείς της Παραπονούμενης, οι οποίοι βρίσκονταν σε διαφορετικό χώρο από τον χώρο που γινόταν η συνάντηση. Η μητέρα της Παραπονούμενης κρατούσε το κινητό τηλέφωνο της τελευταίας όταν υπήρξε κλήση προς αυτό από κάποιον άγνωστο αριθμό. Έδωσε το κινητό τηλέφωνο στον σύζυγο της ο οποίος το απάντησε και μία ανδρική φωνή ζήτησε να μιλήσει με τον ΧΧΧΧ. Ο πατριός της Παραπονούμενης ανέφερε στο συνομιλητή του ότι κάλεσε λάθος αριθμό. Όταν έκλεισε η γραμμή ζήτησε από τη σύζυγο του να ελέγξει κατά πόσο έχει καταχωρημένο στο δικό του τηλέφωνο τον αριθμό που κάλεσε την Παραπονούμενη διότι του φάνηκε γνώριμη η φωνή που είχε ακούσει προηγουμένως. Όντως διαπίστωσε ότι ο εν λόγω αριθμός ανήκει στον Κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν το πρόσωπο που τηλεφώνησε στην Παραπονούμενη. Οι γονείς της Παραπονούμενης ανέφεραν το εν λόγω συμβάν στις XXXXX Χρυσοστόμου και Δρ. Δημοσθένους.
Όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση της Παραπονούμενης με τις XXXXX Χρυσοστόμου και Δρ. XXXXX Δημοσθένους και αφού ενημερώθηκαν οι γονείς της, έγινε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινές φυλάκισης από 8 μήνες μέχρι 3 έτη. Συγκεκριμένα, επέβαλε στον Εφεσείοντα στην Κατηγορία 84 ποινή φυλάκισης 8 μηνών, στις Κατηγορίες 87 και 89 ποινή φυλάκισης 1 (ενός) έτους και 6 (έξι) μηνών στην Κατηγορία 91, ποινή φυλάκισης 3 (τριών) ετών και στην Κατηγορία 92 ποινή φυλάκισης 10 μηνών. Στις Κατηγορίες 86, 88 και 90 δεν επεβλήθηκε ποινή καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα γεγονότα τους εμπεριέχοντο στις Κατηγορίες 87, 89 και 91 αντίστοιχα στις οποίες και επεβλήθηκαν ποινές.
Ο Εφεσείοντας με επτά λόγους προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση που αφορά την καταδίκη του ως εσφαλμένη. Οι λόγοι έφεσης 1-3 αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.8 (Λόγος 1), Μ.Κ.5 και 6 (Λόγος 2), Μ.Κ.7 και 9 (Λόγος 3). Με τον τέταρτο λόγο κρίνεται εσφαλμένη η καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου χωρίς ενισχυτική μαρτυρία περιοριζόμενο στην ψευδή μαρτυρία της Μ.Κ.8, Παραπονούμενης. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ο Εφεσείοντας ως αναξιόπιστος μάρτυρας και με τον έκτο λόγο ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι αυτός έτυχε δίκαιας δίκης λόγω των ελλείψεων που παρατηρήθηκαν κατά το χρόνο διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία. Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται η καταδικαστική απόφαση ως ακροσφαλής και μη δικαιολογημένη από το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του.
ΛΟΓΟΙ 1 ΚΑΙ 4
Οι λόγοι 1 και 4 θα συνεξεταστούν λόγω του ότι συνδέονται αλλά και διότι αφορούν κοινά νομικά και άλλα σημεία.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα τόσο με το διάγραμμα όσο και με την ενώπιον μας αγόρευση του, εισηγήθηκε ότι η Μ.Κ.8, Παραπονούμενη, εψεύδετο όταν κατέθετε στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ότι έλεγε ψέματα, ισχυρίστηκε, αποτελούσε και μαρτυρία ενώπιον του, σύμφωνα με το Τεκμ. 27, σελ. 3 όπου αναφέρονται συλλεγείσες πληροφορίες σχετικά με αυτήν. Σύμφωνα δε με όσα καταγράφονται σ' αυτό, η παραπονούμενη Μ.Κ.8, "λέει συνεχώς ψέματα". Επίσης στη σελ. 40 (πίσω μέρος) του ίδιου τεκμηρίου αναφέρεται ότι σε συνάντηση που είχε η Μ.Κ.7, κλινική ψυχολόγος xxx Χρυσοστόμου με την παραπονούμενη στις 20.3.2015 "Συχνά ψεύδεται". Επίσης, αναφέρθηκε στην αλλοπρόσαλλη θέσης της παραπονούμενης σχετικά με τον χρόνο που άρχισε η σεξουαλική της παρενόχληση σε συνάρτηση με όσα ανέφερε στις 5.12.2013 στις Μ.Κ.7 και Μ.Κ.9 και λίγες ώρες μεταγενέστερα στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, Τεκμ. 8. Επίσης αναφέρθηκε και σε άλλα σημεία της προσφερθείσας μαρτυρίας προκειμένου να καταδείξει την αναξιοπιστία της παραπονούμενης. Με δεδομένη δε την αναξιοπιστία της παραπονούμενης, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, κατέληξε με αναφορά στη μαρτυρία της παραπονούμενης "ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της είναι τέτοια που το επέτρεπε να βασιστεί απόλυτα σ' αυτήν χωρίς οποιαδήποτε ενίσχυση".
Αντίθετα με τα όσα εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σωστό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης Μ.Κ.8 η οποία ενισχύετο από τη μαρτυρία των Μ.Κ.7 και Μ.Κ.9 και τέλος ότι η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν αποστερεί την δυνατότητα από το Δικαστήριο να βασιστεί μόνο στη μαρτυρία της παραπονούμενης και να καταδικάσει αφού προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του.
Με προσοχή εξετάσαμε τα όσα μας τέθησαν από αμφότερους τους συνήγορους και ανατρέξαμε, όπου αυτό ήταν αναγκαίο στα πρακτικά που τηρήθηκαν για την υπόθεση.
Όπως αναφέραμε στην ΧΧΧ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 177/2017 ημερ. 20.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B550:
".....Η κατά πάγια νομολογία η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η επέμβαση του Εφετείου είναι επιτρεπτή μόνο όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε παράλογα ή αυθαίρετα και ανυπόστατα συμπεράσματα που δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία (βλ. ενδεικτικά Ομήρου ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2018:B214, Ποιν. Εφ. 91/2017 ημερ. 2.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:B214 και Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 13-17/2017 ημερ. 4.7.2017 που παραπέμπουν και σε προηγούμενη επί του θέματος νομολογία). Είναι επίσης νομολογημένο ότι είναι αχρείαστη η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της μαρτυρίας, καθώς επίσης και η απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται και το οποίο βάσιμα δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (βλ. Ανδρόνικου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486)."
Η παραπονούμενη, Μ.Κ.8, με σχετική Διαταγή του Δικαστηρίου κρίθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 3(4) και 4(Ι) του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, Ν.95(Ι)/2001 ως μάρτυρας που χρήζει βοήθειας και ως αποτέλεσμα η οπτικογραφημένη κατάθεση της έγινε δεκτή ως η κυρίως εξέταση της (βλ. Τεκμ. 16Α και Β και Τεκμ. 8).
Το Τεκμ. 8 αποτελεί την απομαγνητοφωνημένη κατάθεση της Μ.Κ.8 και αποτελείται συνολικά από έξι (6) σελίδες συμπεριλαμβανομένων των ερωτήσεων της ανακριτού. Περαιτέρω έδωσε και προφορική μαρτυρία η οποία καταλαμβάνει 7 σελίδες των πρακτικών (σελ. 372-379). Η μάρτυρας αντεξετάστηκε για δύο ολόκληρες μέρες και η αντεξέταση της καταλαμβάνει περίπου 100 σελίδες των πρακτικών (βλ. σελ. 385-480). Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την μαρτυρία της Μ.Κ.8 αφιέρωσε 25 σελίδες από την απόφαση του εξονυχίζοντας, πραγματικά, κάθε πτυχή της μαρτυρίας της αλλά εξετάζοντας παράλληλα κάθε εισήγηση της Υπεράσπισης. Η μαρτυρία της προβλημάτισε το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως πολύ ορθά παρατήρησε ότι ο προβληματισμός θα έπρεπε να αντικριστεί μέσα στα πλαίσια των ιδιαιτεροτήτων της παραπονουμένης την επίδικη χρονική περίοδο και όχι με μια "ψυχρή" λογική. Όπως παρατήρησε "κλείνοντας το κεφάλαιο του κατά πόσο η Παραπονούμενη παρουσίαζε ροπή προς το ψέμα επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν γίνει αποδεκτή η θέση ότι η Παραπονούμενη έλεγε γενικότερα ψέματα, αυτό δεν οδηγεί άνευ ετέρου και σε συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός της περί σεξουαλικής κακοποίησης από τον Κατηγορούμενο αποτελεί ψέμα".
Την προσέγγιση αυτή την κρίνει ως ορθή και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα (βλ. σελ. 5 διαγράμματος) πλην όμως εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να προσεγγίσει τη μαρτυρία αυτή με ιδιαίτερη προσοχή και να αντιληφθεί τόσο την πληθώρα των ψεμάτων της παραπονούμενης καθώς και ότι η ιστορία της στερείτο παντελούς λογικής. Με όλο το σεβασμό προς τον συνήγορο, αυτό έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εξέτασε τη μαρτυρία της μέσω την ιδιαιτεροτήτων που παρουσίαζε, αλλά και την επιστημονική μαρτυρία που είχε στη διάθεση του. Αναφέρει εν προκειμένω στις σελ. 62-63 της απόφασης:
"Όσον αφορά τη θέση ότι η Παραπονούμενη συνήθιζε να λέει ψέματα και ότι επομένως και η παρούσα υπόθεση αποτελεί ένα κατασκεύασμα της Παραπονούμενης, σημειώνω καταρχάς ότι η Παραπονούμενη δεν αρνήθηκε ότι στα εφηβικά της χρόνια συνήθιζε να αποκρύβει πράγματα και να λέει ψέματα σε θέματα που αφορούσαν κυρίως το σχολείο. Επίσης όταν ο κ. Αλεξάνδρου υπέδειξε στην Παραπονούμενη την καταγραφή επί του Τεκμηρίου 27 ότι έλεγε ψέματα στη μητέρα της ότι πήγαινε να συναντήσει μία φίλη της ενώ στην πραγματικότητα συναντούσε το αγόρι της, η Παραπονούμενη δήλωσε με ειλικρίνεια ότι έλεγε ψέματα και σε σχέση με τα αγόρια. Τα πιο πάνω δεν οδηγούν, κατά την κρίση μου, σε συμπέρασμα ότι η Παραπονούμενη είναι ένα πρόσωπο το οποίο έχει ροπή προς το ψέμα και ότι κατά συνέπεια και η παρούσα υπόθεση αποτελεί ένα ψέμα της Παραπονούμενης. Το όλο ζήτημα θα πρέπει να αντικριστεί μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου. Όπως ανέφερα και στην αξιολόγηση των Μ.Κ.7 και 9, πέραν των περιπτώσεων που καταγράφηκαν αμέσως πιο πάνω, δεν καταδείχθηκε ότι η Παραπονούμενη αρεσκόταν γενικά στο να ψεύδεται, ούτε και παρουσιάστηκαν τέτοια στοιχεία από την Υπεράσπιση. Συγκεκριμένα, δεν τέθηκαν στην Παραπονούμενη ή στις Μ.Κ.7 και 9 οποιαδήποτε άλλα περιστατικά πέραν αυτών που καταγράφονται στο Τεκμήριο 27 από τα οποία να προκύπτει ότι τα ψέματα της Παραπονούμενης ήταν γενικού περιεχομένου. Επίσης σχετική επί του ζητήματος είναι και η δήλωση της Μ.Κ.7 ότι δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο παιδιά αυτής της ηλικίας να λένε ψέματα. Στη βάση επομένως των πιο πάνω δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η Παραπονούμενη ήταν ένα πρόσωπο που παθολογικά ψευδόταν ή είχε ροπή προς το ψέμα και ότι κατά συνέπεια δεν μπορεί κάποιος να βασιστεί στη μαρτυρία της."
Εξετάζοντας στο σύνολο της την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνουμε ότι αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη χωρίς κενά. Δεν διαπιστώσαμε παράλογα ή αυθαίρετα ή ακόμη ανυπόστατα συμπεράσματα. Όλα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν το αποτέλεσμα της λεπτομερούς ανάλυσης της ενώπιον του μαρτυρίας. Αναμφίβολα στο σύνολο της δοθείσας μαρτυρίας παρατηρούνται διαφορές ή μικροαντιφάσεις οι οποίες όμως δεν κλονίζουν τον κύριο κορμό της εκδοχής της Παραπονούμενης. Η εκδοχή της υποστηρίζετο από μαρτυρία, επιστημονική αλλά και πραγματική των Μ.Κ.7 και 9. Να σημειωθεί ότι η επιστημονική μαρτυρία των Μ.Κ.7 και 9 δεν αντικρούσθη από άλλη επιστημονική μαρτυρία καθότι δεν προσήχθη τέτοια μαρτυρία από τον Εφεσείοντα. Τονίζεται για μια ακόμη φορά ότι η μαρτυρία αξιολογείται συνολικά και όχι μικροσκοπικά ή αποσπασματικά όπως εδώ γίνεται προσπάθεια από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα. Χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι για αναίρεση της αξιοπιστίας (βλ. Κυπριανού ν. Αστυνομία (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Νεοφύτου ν. Αστυνομία (2011) 2 Α.Α.Δ. 409 και Μαλάσκα ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφ. 53/2013 ημερ. 20.1.2017), ECLI:CY:AD:2017:B12. Εδώ από την εξέταση της δοθείσας μαρτυρίας, κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήτο καθ΄ όλα ορθή. Δεν παρέχεται, ως αποτέλεσμα, η δυνατότητα επέμβασης μας.
Η αποδοχή της εκδοχής της Μ.Κ.8 χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας συνιστούν το παράπονο του Εφεσείοντα, αναφορικά με τον τέταρτο λόγο Έφεσης. Το θέμα έχει εξεταστεί από τη νομολογία μας:
"Το δικαστήριο δεν έχει οποιαδήποτε νομοθετική υποχρέωση αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας της μαρτυρίας παραπονούμενης που καλύπτει σεξουαλικά αδικήματα. Ενδείκνυται βεβαίως, ως θέμα πρακτικής, με βάση το Κοινοδίκαιο, να αναζητείται τέτοιας μορφής μαρτυρία. Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας, ακριβώς λόγω της φύσης των εγκλημάτων αυτής της μορφής. Παρά ταύτα, ένα δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί εξ ολοκλήρου στη μαρτυρία παραπονούμενης και να θεμελιώσει καταδίκη, αφού προηγουμένως προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους πιθανούς κινδύνους που ελλοχεύουν στη στήριξη, μόνο, σε τέτοια μαρτυρία. Παρέχεται δηλαδή δυνατότητα στο εκδικάζον δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία και μόνο του θύματος, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο.
Το εκδικάζον, λοιπόν δικαστήριο παραμένει πάντα ο κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας που αποδίδεται σε μια τέτοια μαρτυρία στην απουσία ενίσχυσής της. Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν αναιρεί το δικαίωμα εκδικάζοντος δικαστηρίου να αποδεχθεί ως βάσιμη τη μαρτυρία του θύματος. .."
(βλ. Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 45/2014 ημερ. 5.10.16), ECLI:CY:AD:2016:B470
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στην πιο πάνω αρχή και αφού εξονύχισε την μαρτυρία της παραπονούμενης - Μ.Κ.8 - και την έκρινε αξιόπιστη, εν συνεχεία αφού προειδοποίησε κατάλληλα τον εαυτό του κατάληξε ότι μπορεί να βασιστεί απόλυτα σ΄ αυτήν στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Περαιτέρω και σε σχέση με τις κατηγορίες με βάση το Νόμο 87(Ι)/2007, ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 4(3) ότι "για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία". Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αυτό καθοδηγήθηκε ορθά από τον Νόμο και τη Νομολογία και ενήργησε εντός των ορθών νομολογιακών πλαισίων.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 ο Εφεσείοντας προσβάλλει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τους Μ.Κ. 5, 6, 7 και 9. Οι Μ.Κ. 5 και 6 είναι ο πατριός και η μητέρα της παραπονούμενης Μ.Κ.8. Η Μ.Κ.7 είναι η Κλινική Ψυχολόγος η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο εργάζετο στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων Πάφου του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου. Η Μ.Κ.9 ήταν Παιδοψυχίατρος στο Τμήμα Παιδιών και Εφήβων του Υπουργείου Υγείας κατά τον επίδικο χρόνο.
Αναφορικά με τους Μ.Κ.5 και 6 στην αιτιολογία του λόγου Έφεσης αρ. 3 αναφέρεται ότι "υπήρχαν ουσιαστικότατες αντιφάσεις στην μαρτυρία και των δύο μαρτύρων μεταξύ τους καθώς και σε σύγκριση αυτής με την λοιπή μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικο Δικαστηρίου". Το ίδιο αναφορικά και με τους Μ.Κ.7 και 9. Προβάλλεται στην αιτιολογία ότι αυτές "οι οποίες κατάθεσαν ως εμπειρογνώμονες ... η σύγκριση της μαρτυρίας τους μεταξύ τους, παρουσιάζει ουσιαστικότατες και καίριες αντιφάσεις επί γεγονότων και αφετέρου παρουσιάζουν τέτοια κενά και ουσιαστικότατες ελλείψεις και/ή αδυναμίες τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ως επουσιώδεις και λανθασμένα κατέληξε στην απόφαση του".
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, ενώπιον μας κατά την προφορική του αγόρευση, μάς παρέπεμψε σε αποσπάσματα των πρακτικών προκειμένου να καταδείξει τις αντιφάσεις μεταξύ των μαρτυριών τους. Εξετάσαμε τα πρακτικά αυτά όπως και όλα όσα καταγράφονται στο διάγραμμα του ευπαίδευτου συνήγορου σε συνάρτηση με τα σχετικά τεκμήρια και ιδιαίτερα το Τεκμ. 27 το οποίο είναι ο φάκελος Υγείας της Μ.Κ.8 στον οποίο καταγράφονται, μεταξύ άλλων, οι παρατηρήσεις των Μ.Κ.7 και 9 όπως και διάφορα άλλα σχετικά έγγραφα. Από την εξέταση αυτή δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα από το Εφετείο ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν είπαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο την αλήθεια σ' ό,τι αφορά την ουσία της υπόθεσης, ως η επί τούτου εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα. Όσα σημεία δεν επιβεβαιώνοντο από άλλη μαρτυρία, όπως μέρος της μαρτυρίας της Μ.Κ.9 που δεν επιβεβαιώνεται από το Τεκμ. 27 σχετικά με την απόπειρα αυτοκτονίας της Παραπονούμενης στις 11.2.2013 ότι έγινε λόγω της κακοποίησης που δεχόταν από τον Κατηγορούμενο αλλά και συναντήσεις σχετικά με την κακοποίηση της Παραπονούμενης από τον Εφεσείοντα ότι έγιναν πριν τις 5.12.2013, απερρίφθησαν λόγω του ότι δεν υποστηρίζεται από άλλη μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ορθά αναφορικά με τους τέσσερις ως άνω μάρτυρες και με περισσή προσοχή, μπορούμε να πούμε, απέρριψε και δεν έδωσε σημασία σε μαρτυρία τους η οποία παρουσίαζε διαφοροποιήσεις μεταξύ τους και δεν υποστηρίζετο από αδιάσειστα στοιχεία.
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:
"Ως εκ των ανωτέρω, με εξαίρεση τα σημεία που έχουν προσδιοριστεί πιο πάνω ότι συνιστούν μη αποδεκτή μαρτυρία και τα σημεία στα οποία παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στις μαρτυρίες των Μ.Κ.7 και 9 μεταξύ τους και με τις μαρτυρίες των Μ.Κ.5 και 6, η μαρτυρία των Μ.Κ.7 και 9 κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη (Shahin Mohamed v. Δημοκρατίας και Ιωσηφίδη v. Αστυνομίας, ανωτέρω)."
Το ίδιο συνέβη και με τους Μ.Κ. 5 και 6. Το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία τους η οποία δεν αμφισβητήθηκε ή όπου αυτή συμφωνούσε με την υπόλοιπη μαρτυρία.
Δεν διστάζουμε να πούμε ότι ο χειρισμός του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήτο υποδειγματικός. Κατέγραψε όλες τις διαφοροποιήσεις που παρατήρησε στις μαρτυρίες των άνω μαρτύρων κατηγορίας και απέρριψε τα μέρη εκείνα τα οποία δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους ή άλλη ανεξάρτητη και ανύποπτου χρόνου μαρτυρία, όπως αυτή που περιέχετο στο Τεκμ. 27. Κρίνουμε υπό τις περιστάσεις ότι δεν χωρεί παρέμβαση μας και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την μαρτυρία του Εφεσείοντα ως αναξιόπιστη.
Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς αποχρώντα λόγο και χωρίς καμία αντίφαση στη μαρτυρία του την απέρριψε ως αναξιόπιστη.
Με όλο το σεβασμό, τα πιο πάνω δεν είναι ορθά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε με πλήρη σαφήνεια τους λόγους γιατί απέρριψε τη μαρτυρία του και έκρινε αυτόν αναξιόπιστο.
"Η εικόνα που αποκόμισα από τον Κατηγορούμενο δεν ήταν θετική. Θεωρώ ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει με ειλικρίνεια, αλλά αντιθέτως το περιεχόμενο της μαρτυρίας του δεικνύει ότι οι ισχυρισμοί του στερούνται πειστικότητας και προβλήθηκαν στην προσπάθεια του να αποκρύψει την αλήθεια.
Θα ξεκινήσω από το ζήτημα του τηλεφωνήματος που πραγματοποίησε ο Κατηγορούμενος προς το κινητό της Παραπονούμενης. Ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου ότι δεν γνωρίζει τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της Παραπονούμενης και ότι της τηλεφώνησε κατά λάθος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος αυτοαναιρείται, διότι ενώ ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου και ενώ κατά την κλήση που πραγματοποίησε δεν απάντησε το κινητό τηλέφωνο της η Παραπονούμενη, εντούτοις ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι της τηλεφώνησε. Δημιουργείται επομένως εύλογα το ερώτημα πώς γνώριζε ότι τηλεφώνησε στην Παραπονούμενη, εφόσον ο αριθμός τηλεφώνου της ήταν άγνωστος στον ίδιο και το τηλεφώνημα του δεν το απάντησε η Παραπονούμενη; Επισημαίνω ότι ούτε στις ανακριτικές καταθέσεις του, αλλά ούτε και στη δια ζώσης μαρτυρία του, ισχυρίστηκε ότι αναγνώρισε τη φωνή του Μ.Κ.5. Αντιθέτως η θέση του ήταν ότι απλώς ζήτησε τον ΧΧΧΧΧΧ και όταν του αναφέρθηκε ότι κάλεσε λάθος αριθμό, τότε έκλεισε το τηλέφωνο.
Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι μπέρδεψε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της Παραπονούμενης με αυτόν του συναδέλφου του ΧΧΧΧΧ διότι μοιάζουν πολύ οι αριθμοί στο τέλος τους. Και πάλι αναδεικνύεται η αντιφατικότητα των δηλώσεων του Κατηγορούμενου ο οποίος ενώ εμφαντικά και κατ' επανάληψη τόνισε ότι δεν γνωρίζει τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της Παραπονούμενης, εντούτοις την ίδια ώρα δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι ο αριθμός του τηλεφώνου της μοιάζει με τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του συναδέλφου του ΧΧΧΧΧ, προσδιορίζοντας μάλιστα ότι η ομοιότητα εντοπίζεται στα τελευταία ψηφία.
Πέραν των προαναφερόμενων, το υστερόβουλο των ισχυρισμών του Κατηγορούμενου αναδεικνύεται και από την αιτιολογία που έδωσε σε σχέση με τον λόγο για τον οποίο πραγματοποίησε την κλήση στο κινητό τηλέφωνο της Παραπονούμενης. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι σκοπός του ήταν να πραγματοποιήσει κλήση στο τηλέφωνο του συναδέλφου του για να του ζητήσει να «κόψει» τα εισιτήρια του επιβατικού κοινού ενόψει του ότι ο ίδιος είχε καθυστερήσει στη διαδρομή που εκτελούσε. Επομένως, εφόσον σκοπός του ήταν να τηλεφωνήσει του ΧΧΧΧΧ, τότε για ποιο λόγο καλούσε πίσω τις αναπάντητες κλήσεις που είχε δεχθεί. Σημειώνω ότι ο Κατηγορούμενος δεν ισχυρίστηκε ότι είχε δεχθεί αναπάντητη κλήση από τον ΧΧΧΧΧ. Ακόμα όμως και αν είχε δεχθεί αναπάντητη κλήση από τον ΧΧΧΧΧ τότε, αφ' ής στιγμής ήταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπό πίεση τη δεδομένη χρονική στιγμή διότι είχε καθυστερήσει στο δρομολόγιο του, το λογικά αναμενόμενο θα ήταν να σχηματίσει άμεσα τον αριθμό του ΧΧΧΧΧ ή να αναζητήσει τη συγκεκριμένη κλήση του συναδέλφου του και όχι να καλεί γενικά όλες τις αναπάντητες κλήσεις που είχε δεχθεί.
Εν πάση περιπτώσει ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου ότι δεν γνώριζε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της Παραπονούμενης καταρρίπτεται από τη μαρτυρία τόσο της Παραπονούμενης όσο και της Μ.Κ.6.
Ο Κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να πλήξει τον χαρακτήρα της Παραπονούμενης, ισχυρίστηκε ότι γνώριζε διάφορες ανήθικες ενέργειες της Παραπονούμενης οι οποίες σχετίζονταν με σεξουαλικές πράξεις. Στην κατάθεση του (Τεκμήριο 3) ανέφερε χαρακτηριστικά ότι γνώριζε ότι η Παραπονούμενη είναι επικίνδυνη και γι' αυτό απέφευγε να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί της. Περαιτέρω, ανέφερε ότι ήταν σε γνώση του οι φήμες που κυκλοφορούσαν ότι η Παραπονούμενη ήταν φορέας του AIDS και της ηπατίτιδας και γι' αυτό τον λόγο μάλιστα στις περιπτώσεις που έτυχε να επισκεφθεί την οικία της απέφευγε να πιεί ακόμα και καφέ. Διερωτάται κάποιος πως συμβαδίζουν οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του με την ενέργεια του να επιτρέπει στην Παραπονούμενη να παραμένει εντός του λεωφορείου όταν αυτός στάθμευε στην ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ. Από τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος θεωρούσε την Παραπονούμενη ως ένα επικίνδυνο πρόσωπο, λόγω ακριβώς των σεξουαλικών πράξεων που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, γνώριζε ότι επιδιδόταν η Παραπονούμενη, τότε το λογικά αναμενόμενο θα ήταν να μην επιτρέπει στην Παραπονούμενη να παραμένει εντός του λεωφορείου μόνη της. Παρά ταύτα, ανέλαβε ουσιαστικά υποχρέωση απέναντι στον Μ.Κ.5 να την προσέχει. Είναι άξιο απορίας πώς ο Κατηγορούμενος μπορούσε ταυτόχρονα να προσέχει και να αποφεύγει την Παραπονούμενη.
Το γεγονός της ανάληψης ευθύνης έναντι στον Μ.Κ.5 για την προστασία της Παραπονούμενης καταδεικνύει επίσης ότι ο ισχυρισμός του ότι εντόπισε την Παραπονούμενη γυμνή στο λεωφορείο μαζί με κάποιο άλλο μαθητή αποτελεί εκ των υστέρων εφεύρημα του. Η αναμενόμενη αντίδραση ενός ανθρώπου που ανέλαβε απέναντι σε κάποιο άλλο πρόσωπο, με το οποίο όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε οι σχέσεις τους ήταν άριστες, να προστατεύει τη θετή του κόρη θα ήταν η άμεση αναφορά του εν λόγω περιστατικού στον Μ.Κ.5. Παρά ταύτα, και ενώ παρήλθε ένας περίπου μήνας μέχρι την καταγγελία της Παραπονούμενης δεν ανέφερε οτιδήποτε στον Μ.Κ.5. Η ανακολουθία του Κατηγορούμενου προκύπτει και από τη δήλωση του ότι γνώριζε τον πατέρα του μαθητή που εντόπισε στο λεωφορείο του να είναι γυμνοί με την Παραπονούμενη και μάλιστα γνώριζε που κατοικούσε. Από τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος είχε υπόψη του όσα διαδίδονταν σε σχέση με την ανηθικότητα της Παραπονούμενης και με το ότι ήταν φορέας του AIDS, η ενέργεια στην οποία επιβαλλόταν να προβεί ήταν να πληροφορήσει σχετικά τον πατέρα του συγκεκριμένου μαθητή τον οποίο και γνώριζε έτσι ώστε να διακόψει ο τελευταίος τις σεξουαλικές σχέσεις που είχε με την Παραπονούμενη η οποία ήταν φορέας σεξουαλικώς μεταδιδόμενης νόσου. Ο Κατηγορούμενος ωστόσο ούτε και στον πατέρα του εν λόγω μαθητή ανέφερε οτιδήποτε.
Επιπροσθέτως, στην προσπάθεια του να καταδείξει ότι η καταγγελία της Παραπονούμενης έγινε εκδικητικά εις βάρος του λόγω του προαναφερόμενου συμβάντος υποστήριξε ότι την Τετάρτη πριν τη σύλληψη του, η οποία έγινε την Παρασκευή 06.12.13 συναντήθηκε με την Παραπονούμενη. Κατά την εν λόγω συνάντηση η τελευταία τον ρώτησε κατά πόσο ανέφερε οτιδήποτε στον Μ.Κ.5 και ο Κατηγορούμενος της απάντησε ότι θα τον πληροφορούσε σχετικά το Σαββατοκύριακο.
Επισημαίνω ότι ο Κατηγορούμενος ουδέν ανέφερε στις δύο ανακριτικές καταθέσεις του (Τεκμήρια 2 και 3) σε σχέση με τον ουσιώδη αυτό ισχυρισμό της συνάντησης και της συνομιλίας που είχε με την Παραπονούμενη στις 06.12.13, αλλά προέβαλε για πρώτη φορά τον εν λόγω ισχυρισμό στη μαρτυρία του. Τονίζω ταυτόχρονα ότι η συγκεκριμένη θέση δεν τέθηκε κατά τη μακρά αντεξέταση της Παραπονούμενης. Η αρχή ότι κατά την αντεξέταση πρέπει να τίθεται στους μάρτυρες η υπόθεση που θα προωθηθεί από τον αντίδικο και ότι παράλειψη τέτοιας υποβολής εξουδετερώνει τις θέσεις που θα προβληθούν για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία του αντιδίκου, έχει υιοθετηθεί κατ' επανάληψη στη νομολογία. Η προαναφερόμενη αρχή επαναλήφθηκε στη σχετικά πρόσφατη απόφαση Πέτρου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 41/2015 ημερ. 25.10.16, ECLI:CY:AD:2016:D497, όπου και λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η βασική της δε θέση ότι τα χρήματα των επιταγών τα έδιδε στον ΜΚ13 για να έχει τη δυνατότητα «να κλέβει» το συνέταιρο του, δεν τέθηκε καν στον ΜΚ13, όταν αυτός αντεξεταζόταν. Πρόκειτο για σοβαρή παράλειψη που ακριβώς αγγίζει τον πυρήνα της θέσης της υπεράσπισης. ΄Ηταν δηλαδή υποχρέωση της να του το υποβάλει ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να αντικρούσει τη θέση και παράλειψη τέτοιας υποβολής εξουδετερώνει τη θέση. (βλ. Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146).
Όπως ετέθη στην υπόθεση Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως. Αυτή δε η υποχρέωση καθίσταται ιδιαίτερα βαρύνουσα αν πρόκειται για ουσιώδη ισχυρισμό. (βλ. επίσης Adidas Sportshunfanbriken Adi DasslerKG v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383 και Τάκη ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599).»
Ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου ότι συναντήθηκε με την Παραπονούμενη την Τετάρτη πριν τη σύλληψη και ότι ρωτήθηκε από την τελευταία αν αποκάλυψε οτιδήποτε στον Μ.Κ.5 συνιστά ουσιώδη πτυχή της μαρτυρίας και της όλης υπερασπιστικής γραμμής του Κατηγορούμενου. Συνεπώς, από τη στιγμή που δεν τέθηκε στην Παραπονούμενη και δεν της δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσει, χωρίς μάλιστα να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για την εν λόγω παράλειψη, η εν λόγω θέση εξουδετερώνεται.
Ως εκ των ανωτέρω ουδεμία βαρύτητα μπορεί να δοθεί στη μαρτυρία του Κατηγορούμενου."
Συνεπώς η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου στερείται βάσεως και απορρίπτεται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο για βάσιμους λόγους οι οποίοι στηρίζοντο σε αναντίλεκτη και αναμφισβήτητη μαρτυρία αλλά και από τους ίδιους τους ισχυρισμούς του κατέληξε ότι ο Εφεσείων ήτο αναξιόπιστος. Συμπέρασμα καθ΄ όλα ορθό.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης, ως αποτέλεσμα, απορρίπτεται.
Παραπονείται ο Εφεσείων ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης καθότι η Αστυνομία κατά τον χρόνο διερεύνησης της υπόθεσης δεν παρέλαβε το κινητό της Παραπονούμενης παρόλο που πήρε δύο φωτογραφίες από αυτό, Τεκμ. 4. Παρέλειψε ως αποτέλεσμα να ελέγξει τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις του κινητού τηλεφώνου της Παραπονούμενης. Επίσης, η Αστυνομία δεν διερεύνησε τα όσα αναφέρθηκαν από την Μ.Υ.1 ως λεχθέντα εις αυτήν από την φίλη της Παραπονούμενης Ν. Κ. και περαιτέρω τις συγκρουόμενες εκδοχές των Μ.Κ.7 και Μ.Κ.9. Όλα τα πιο πάνω τέθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο τα αντιμετώπισε ως ακολούθως:
"................... .Καταρχάς παρατηρώ ότι είναι ορθή η θέση του κ. Αλεξάνδρου ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων (απόφαση Ε.Δ.Α.Δ στην Αίτηση 4268/04 Panovits v. Cyprus ημερ.11.12.08 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας Ποινική Εφ. 23/13 ημερ.22.05.14), ECLI:CY:AD:2014:B344. Στη Νικολάου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«....στην κατάλληλη περίπτωση σοβαρές παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου (Κάππελος, ανωτέρω). Όμως, για να οδηγηθούν τα πράγματα σε τέτοια εξέλιξη, οι παραλείψεις πρέπει να θέτουν τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της Κατηγορούσας Αρχής (Sofri and Others v. Italy (2004) Crim. L.R. 846) και, το βάρος απόδειξης, ότι όντως ο κατηγορούμενος έχει τεθεί σε μειονεκτική θέση, το φέρει η Υπεράσπιση και αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (Monat v. DPP (2001) 2 Cr. App.R.23).»
Εν προκειμένω τα δύο πρώτα ζητήματα που εγείρονται από την Υπεράσπιση έχουν σχολιαστεί κατά την αξιολόγηση των Μ.Κ.1-4, στην οποία παραπέμπω προς αποφυγή επαναλήψεων. Για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο συγκεκριμένο μέρος της απόφασης θεωρώ ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Ειδικά όσον αφορά το κινητό τηλέφωνο της Παραπονούμενης, επιπροσθέτως των όσων αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Κ.1-4, σημειώνω ότι όσες πληροφορίες βρίσκονταν στο κινητό τηλέφωνο της Παραπονούμενης μπορούσαν να εντοπιστούν και στο κινητό τηλέφωνο του Κατηγορούμενου εφόσον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, στις 05.12.13 κάλεσε την Παραπονούμενη λόγω αναπάντητης κλήσης που είχε δεχθεί προηγουμένως.
Όσον αφορά το θέμα της Ν. Κ. και των δηλώσεων της που καταγράφηκαν στην κατάθεση της Μ.Υ.1 επισημαίνω ότι δεν αποτελεί καθήκον της Αστυνομίας να προβαίνει στην αντιπαραβολή των καταθέσεων και να καλεί εκ νέου πρόσωπα που κατέθεσαν προκειμένου να τους υποβάλλει ουσιαστικά σε αντεξέταση. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές & Ουσιαστικές Πτυχές των κκ. Ηλιάδη και Σάντη σελ.866 ο ανακριτής κατά τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης οφείλει να ενεργεί αντικειμενικά. Τα ίδια κατ' αναλογία ισχύουν και για οποιοδήποτε αστυνομικό μέλος ανακριτικής ομάδας που λαμβάνει κατάθεση από κάποιον μάρτυρα. Σε κάθε περίπτωση οι καταθέσεις τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και ο Κατηγορούμενος μέσω του συνηγόρου του είχε το δικαίωμα να αντεξετάσει και αντεξέτασε επί των εν λόγω θεμάτων. Συνεπώς, δεν παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του. Άλλωστε το ουσιώδες σε σχέση με τη Ν. Κ. είναι το ότι η Παραπονούμενη της ανέφερε ότι κακοποιείτο από τον Κατηγορούμενο, γεγονός το οποίο είναι αδιαμφισβήτητο από την Υπεράσπιση. Ο λόγος τώρα για τον οποίο η Ν. Κ. ανέφερε στη Μ.Υ.1 ισχυρισμούς που δεν περιλαμβάνονται στη δική της κατάθεση (Τεκμήριο 7) είναι δευτερεύουσας σημασίας που ουδόλως επηρεάζουν τον Κατηγορούμενο, εφόσον οι εν λόγω δηλώσεις δεν πρόσθεσαν οτιδήποτε εις βάρος του.
Καταληκτικά σημειώνω ότι μέσα από την ακροαματική διαδικασία προκύπτει ξεκάθαρα ότι δεν υπήρξε οποιοσδήποτε επηρεασμός της υπεράσπισης του Κατηγορούμενου. Οι ισχυρισμοί του δε σε σχέση με το ότι είχε δεχθεί αναπάντητη κλήση και ότι εντόπισε γυμνή την Παραπονούμενη μαζί με έναν άλλο μαθητή στο λεωφορείο εξετάστηκαν και για τους λόγους που εξηγούνται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου κρίθηκαν ως αναξιόπιστοι. Στην Αθανάση ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) τονίστηκε ότι το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγηση της στο σύνολο. Λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«Τελικά, η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. ..........
Σε κάθε όμως περίπτωση, ισχυρισμός που προβάλλεται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε και κατ΄ αφηρημένο τρόπο (inabstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (inconcreto).»
Η παράλειψη εξέτασης ουσιωδούς στοιχείου της υπόθεσης υπό των Ανακριτικών Αρχών, δηλαδή στοιχείου που είναι ουσιώδες ή απαραίτητο για να κριθεί η αξιοπιστία κάποιων μαρτύρων, μπορεί να οδηγήσει ένα Δικαστήριο στο συμπέρασμα μη επαρκούς απόδειξης της υπόθεσης ή ότι ο Κατηγορούμενος στερήθηκε του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (βλ. Κίτα (Αλ Καπόνε) ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 209 και Αχιλλέως κ.α. ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 632). Στην Κάππελος ν. Αστυνομία (2007) 2 Α.Α.Δ. 241 παραμερίστηκε από το Εφετείο η καταδίκη διότι δεν εξετάστηκε η πλαστική σακούλα όπου ευρίσκοντο τα ναρκωτικά, για γενετικό υλικό. Η παράλειψη αυτή συνοδευόμενη από ορισμένες άλλες παραλείψεις, δημιούργησε, κατά το Εφετείο, ερωτηματικά ως προς την ενοχή του Κατηγορουμένου. Βέβαια, η τελική αξιολόγηση των όποιων παραλείψεων των Ανακριτικών Αρχών επαφίεται στο Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει την κάθε περίπτωση στη βάση των δικών της γεγονότων (βλ. Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 208/2015, ημερ. 12.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B229).
Εξετάσαμε με προσοχή το παράπονο του Εφεσείοντα και δεν συμφωνούμε μαζί του ότι οι πιο πάνω παραλείψεις αποστέρησαν απ' αυτόν οτιδήποτε που αφορούσε στο δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Όπως πολύ ορθά παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο σχετικά με το κινητό τηλέφωνο της Παραπονούμενης οποιεσδήποτε πληροφορίες/μαρτυρία ή οτιδήποτε σχετικό υπήρχε σ' αυτό σχετικά με επικοινωνίες με το κινητό τηλέφωνο του Εφεσείοντα υπήρχαν και στο κινητό τηλέφωνο του Εφεσείοντα. Αυτό δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητήθηκε ούτε και ενώπιον μας σοβαρά. Συνεπώς, μπορούσε, εάν υπήρχαν στοιχεία βοηθητικά γι΄ αυτόν να παρουσιάσει την δική του συσκευή κινητού τηλεφώνου. Δεν το έπραξε. Ο δε ισχυρισμός του ότι κάλεσε στο κινητό τηλέφωνο της Παραπονούμενης, μετά από αναπάντητη κλήση που είχε ο ίδιος από αυτήν, ουδέποτε το ανέφερε στις καταθέσεις του, ουδέποτε το αποκάλυψε στην Αστυνομία και ουδέποτε ζήτησε διερεύνηση τέτοιου θέματος. Συναφώς, δεν μπορεί τώρα εκ των υστέρων να ισχυρίζεται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης. Όσον αφορά το δεύτερο θέμα σε σχέση με τα όσα αναφέρθηκα από την Ν.Κ. στην Μ.Υ.1 συμφωνούμε το τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο.
Ο λόγος έφεσης αρ. 6 δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Ο έβδομος λόγος αφορά την καταδίκη του Εφεσείοντα η οποία, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, είναι ακροσφαλής και δεν δικαιολογείται από το σύνολο της μαρτυρίας καθότι αυτή παρουσίαζε αντιφάσεις, κενά, αδυναμίες, ελλείψεις και χωρίς οποιαδήποτε ενισχυτική μαρτυρία λόγω και της φύσης των κατηγοριών.
Το θέμα των ισχυριζόμενων αντιφάσεων στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας το έχουμε εξετάσει νωρίτερα στην απόφαση μας και το απορρίψαμε. Συνεπώς, δεν θα επανέλθουμε. Όλα τα υπόλοιπα δεν αναπτύχθηκαν ούτε μέσω του Διαγράμματος αλλά ούτε και δια της προφορικής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα ενώπιον μας. Παρέμειναν όλα στην γενικότητα και αοριστία τους και συνεπώς δεν μπορούν να εξεταστούν in abstracto. Εν πάση περιπτώσει από την εξέταση της πρωτόδικης απόφασης δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε μεμπτό και συνεπώς και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ