3.-(1) Καθιδρύεται Αρχή υπό την επωνυμία «Εθνική Αρχή Στοιχημάτων», η οποία αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, έχει όλες τις ιδιότητες νομικού προσώπου και διέπεται από τον παρόντα Νόμο.
(2) Η Αρχή ασκεί τα καθήκοντα, τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της παρέχονται από τον παρόντα Νόμο.
(3) Η Αρχή διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (εφεξής «το Διοικητικό Συμβούλιο») και ενεργεί μέσω αυτού και το Διοικητικό Συμβούλιο διαχειρίζεται την περιουσία και τους πόρους της Αρχής και ασκεί τα καθήκοντα, τις εξουσίες και αρμοδιότητές της.
(4) Ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής διορίζεται ανεξάρτητο πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας, κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου στους κλάδους των νομικών ή οικονομικών ή του εμπορίου και εγνωσμένης πείρας στον αντίστοιχο κλάδο.
(5) Ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο -
(α) Ένας εκπρόσωπος-
(i) Του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας,
(ii) του Υπουργείου Οικονομικών,
(iii) του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. και
(β) τρεις (3) ιδιώτες εγνωσμένου κύρους και εντιμότητας με εξειδικευμένες γνώσεις, συναφείς με τις αρμοδιότητες της Αρχής.
(6) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (5) του παρόντος άρθρου και των διατάξεων του άρθρου 100, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής, ως αυτή συγκροτήθηκε δυνάμει των περί Στοιχημάτων Νόμων του 2012 και ως υφίσταται κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, θεωρούνται και αποτελούν τον Πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο έως την ημερομηνία κατά την οποία θα έληγε η θητεία τους, εάν οι εν λόγω Νόμοι δεν καταργούνταν.
(7) Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και οποιοδήποτε πρόσωπο υπηρετεί στην Αρχή δεν υπέχουν αστική ευθύνη σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος Νόμου, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη έγινε κακόπιστα.
4. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής απαγορεύεται να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον σε σχέση με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής.
5. Η θητεία του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής είναι τριετής και δύναται να ανανεώνεται άπαξ για δεύτερη συνεχόμενη τριετία, σύμφωνα με το παρόν Μέρος, και, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δεν υπολογίζεται η θητεία που προβλέπεται στο εδάφιο (6) του άρθρου 3.
6.-(1) Οι όροι υπηρεσίας και η αντιμισθία του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής καταβάλλεται αμοιβή ανά συνεδρία, το ύψος της οποίας καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3) Η δαπάνη για την καταβολή της αντιμισθίας του Προέδρου και της αμοιβής των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής βαραίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής.
7. Η θέση του Προέδρου της Αρχής χηρεύει σε περίπτωση-
(α) Θανάτου του· ή
(β) γραπτής παραίτησής του προς το Υπουργικό Συμβούλιο· ή
(γ) που κηρύσσεται έκπτωτος από το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 8.
8. Το Υπουργικό Συμβούλιο κηρύσσει έκπτωτο τον Πρόεδρο ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, όταν ο Πρόεδρος ή μέλος του-
(α) Κηρυχθεί σε πτώχευση ή έλθει σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του, κατά τους ισχύοντες στη Δημοκρατία νόμους· ή
(β) κηρυχθεί διανοητικά ανίκανος, κατά τους ισχύοντες στη Δημοκρατία νόμους· ή
(γ) καταδικασθεί για σχετικό αδίκημα· ή
(δ) αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του, λόγω φυσικής αναπηρίας ή ασθένειας· ή
(ε) αποκτήσει οικονομικό ή άλλο συμφέρον που δυνατό να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του και δεν υποβάλει την παραίτηση του· ή
(στ) καταχραστεί τη θέση του, με αποτέλεσμα τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον και δεν υποβάλει την παραίτηση του· ή
(ζ) κατόπιν εισήγησης της Αρχής, σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες της Αρχής για τρεις (3) συνεχείς φορές.
9.-(1) Η Αρχή διαθέτει γραφείο και προσωπικό, η δε δομή, τα τμήματα και η λειτουργία της καθορίζονται σε κανονισμούς του Υπουργικού Συμβουλίου:
(2) Η Αρχή δύναται να διορίζει και να συμβάλλεται με, υπό όρους και προϋποθέσεις όπως δυνατό να καθορίσει, οποιουσδήποτε επιθεωρητές και αντιπροσώπους που κρίνονται αναγκαίοι για την αποτελεσματική εκτέλεση των λειτουργιών της και πραγμάτωση των καθηκόντων της, νοουμένου ότι οι διορισμοί και οι συμβάσεις γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου ή δεν προσκρούουν σε αυτές.
10. Το οικονομικό έτος της Αρχής αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
11. Η Αρχή τηρεί πλήρεις και επακριβείς λογαριασμούς, που ελέγχονται από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και υποβάλλονται στον Υπουργό.
12. Η Αρχή καταρτίζει και υποβάλλει ετήσια έκθεση και οικονομικές καταστάσεις για το προηγούμενο οικονομικό έτος, σύμφωνα με τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο.
13.-(1) Η Αρχή καταρτίζει και υποβάλλει ετήσιο προϋπολογισμό για το επόμενο οικονομικό έτος, σύμφωνα με τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο.
(2) Το καθαρό κέρδος για κάθε οικονομικό έτος της Αρχής και το συσσωρευμένο πλεόνασμα προηγούμενων ετών, εξαιρουμένου της εισφοράς ποσοστού του ένα τοις εκατό (1%) που εισπράττεται από την Αρχή για σκοπούς ενίσχυσης των μηχανισμών και προγραμμάτων προστασίας των νεαρών ατόμων και παθολογικών παικτών, σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του άρθρου 74, κατανέμονται ως ακολούθως:
(α) Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) των καθαρών κερδών μεταφέρεται στο αποθεματικό κεφάλαιο,
(β) ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) των καθαρών κερδών μεταφέρεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας· και
(γ) το συσσωρευμένο πλεόνασμα μεταφέρεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(3) Η Αρχή δύναται, μετά από έγκριση του Υπουργού, να μεταφέρει ισόποσο ή μέρος του αποθεματικού κεφαλαίου, ως αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), στον προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους.
14.-(1) Ο Πρόεδρος προΐσταται της Αρχής, συγκαλεί συνεδρίες και υπογράφει τα πρακτικά και κάθε άλλο σημαντικό έγγραφο.
(2) Ο Πρόεδρος μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων και την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής και εκπροσωπεί την Αρχή ενώπιον δικαστικών ή άλλων αρχών:
(3) Ο Πρόεδρος συγκαλεί σε συνεδρία το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, όποτε κρίνει τούτο σκόπιμο, τουλάχιστον μία φορά κάθε μήνα, και, σε περίπτωση που ζητηθεί γραπτώς από δύο (2) τουλάχιστον ΅έλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, τα οποία καθορίζουν συγχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα, συγκαλεί συνεδρία το συντομότερο δυνατό.
(4) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και αποστέλλεται προς όλα τα ΅έλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία:
(5) Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον Πρόεδρο και κοινοποιείται μαζί ΅ε την πρόσκληση σε συνεδρία:
(6) Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής βρίσκεται σε απαρτία όταν στη συνεδρία παρίσταται ο Πρόεδρος και τουλάχιστον τρία (3) από τα ΅έλη του.
(7) Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής λαμβάνονται με πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
(8) Κατά την εξέταση αιτήσεων υποβαλλομένων βάσει του παρόντος Νόμου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δύναται, όποτε κρίνει τούτο σκόπιμο, να καλέσει τον αιτητή να παρίσταται αυτοπροσώπως και/ή με δικηγόρο.
15. Οι αρμοδιότητες της Αρχής είναι οι ακόλουθες:
(α) Η σύνταξη προσχεδίων κανονισμών, οι οποίοι υποβάλλονται στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργού·
(β) η σύνταξη και έκδοση κανονισμών της Αρχής και οδηγιών για την καλύτερη εφαρμογή του παρόντος Νόμου, οι οποίες οδηγίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται και η Αρχή εποπτεύει την εφαρμογή τους από τους αδειούχους αποδέκτες Κλάσης Α ή Β και τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους∙
(γ) η έκδοση οδηγιών προς τους αδειούχους αποδέκτες Κλάσης Α ή Β και εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους και κατόχους άδειας υποστατικού, για την εφαρμογή προληπτικών μέτρων για την παρεμπόδιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σύμφωνα με τον περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο, σε συνεργασία με τη Συμβουλευτική Αρχή Καταπολέμησης Αδικημάτων Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, οι οδηγίες, δε, είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται και η Αρχή εποπτεύει την εφαρμογή τους από τους αδειούχους αποδέκτες Κλάσης Α ή Β και τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους·
(δ) η διενέργεια κατάλληλων ελέγχων και η εποπτεία των κατόχων άδειας αποδέκτη Κλάσης Α ή Β, άδειας εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου και άδειας υποστατικού, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι συμμορφώνονται με τους όρους της αντίστοιχης άδειάς τους, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των κανονισμών καθώς και με τις οδηγίες της Αρχής·
(ε) η εξέταση αιτήσεων για άδεια αποδέκτη Κλάσης Α ή Β, άδεια εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου και άδεια υποστατικού και η έκδοση αντίστοιχων αδειών, σύμφωνα με τα Μέρη ΙΙΙ και ΙV·
(στ) η διενέργεια ελέγχων σε μη αδειούχα υποστατικά, σε συνεργασία με τις αρμόδιες διωκτικές αρχές και η εξασφάλιση σχετικών δικαστικών διαταγμάτων για το κλείσιμο των υποστατικών στα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι διεξάγεται παράνομο στοίχημα ή άλλο αδίκημα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 79, 83, 84, 85, 86 και 87·
(ζ) ο έλεγχος και η εποπτεία της αγοράς και η καταστολή, σε συνεργασία με τις διωκτικές αρχές, της διεξαγωγής παράνομου στοιχήματος ή άλλου σχετικού αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο·
(η) ο καθορισμός με κανονισμό της Αρχής της διαδικασίας υποβολής και εξέτασης παραπόνων από την Αρχή για αδειούχο αποδέκτη Κλάσης Α ή Β ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο ή αδειούχο υποστατικό·
(θ) η συνεργασία και συζήτηση με τις εθνικές διοργανώτριες αρχές και τους διεθνείς οργανισμούς, αναφορικά με θέματα ρύθμισης του στοιχήματος·
(ι) η συνεργασία και συζήτηση με διεθνείς οργανισμούς για θέματα που αφορούν στην προστασία νεαρών προσώπων και ευάλωτων ομάδων από το στοίχημα και η εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων πρόληψης και προστασίας·
(ια) η συνεργασία και ο διάλογος με οργανισμούς και κρατικές υπηρεσίες, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας σύστασης συμβουλευτικών επιτροπών·
(ιβ) η τοποθέτηση σε θέματα συμμόρφωσης προς τον Νόμο και η γνωστοποίηση της θέσης της Αρχής στους ενδιαφερόμενους αδειούχους αποδέκτες·
(ιγ) η σύνταξη και διατήρηση κώδικα πρακτικής σε σχέση με τη διαφήμιση διεξαγωγής στοιχημάτων·
(ιδ) η εκτίμηση των αποτελεσμάτων του φορολογικού καθεστώτος αναφορικά με το στοίχημα και η διαμόρφωση σχετικών εισηγήσεων·
(ιε) η διαμόρφωση εισηγήσεων αναφορικά με αναγκαίες τροποποιήσεις της υφιστάμενης νομοθεσίας σχετικά με το στοίχημα και συναφείς τομείς·
(ιστ) η εκπόνηση μελετών σε τακτά χρονικά διαστήματα, η διαβούλευση με τον πολίτη για την επίδραση του στοιχήματος σε νεαρά πρόσωπα και ευάλωτες ομάδες και στο κοινό και η επάλληλη υποβολή εισηγήσεων προς τις αρμόδιες υπηρεσίες για τη λήψη μέτρων για την προστασία νεαρών προσώπων, ευάλωτων ομάδων και του κοινού·
(ιζ) η έκδοση κανονισμών και οδηγιών σχετικά με μηχανισμούς προστασίας των νεαρών ατόμων και παθολογικών παικτών, η οποία δύναται να λαμβάνει προκαταρκτικά υπόψη τις απόψεις αρμόδιων υπηρεσιών ή άλλων ενδιαφερόμενων φορέων προς αυτό τον σκοπό·
(ιη) η παρακολούθηση των εξελίξεων όσον αφορά το παράνομο στοίχημα, η εκπόνηση στατιστικών μελετών και η ετοιμασία εισηγήσεων για την πάταξή του·
(ιθ) η ενημέρωση των παροχέων διαδικτυακών υπηρεσιών με ηλεκτρονικό τρόπο για κάθε διεύθυνση ιστοσελίδας διαδικτύου μέσω της οποίας προσφέρονται υπηρεσίες στοιχήματος που δεν καλύπτονται από άδεια αποδέκτη Κλάσης Β ή/και υπηρεσίες που απαγορεύονται από τον παρόντα Νόμο·
(κ) η είσπραξη της εισφοράς που καταβάλλεται από αδειούχο αποδέκτη Κλάσης Α ή Β, σύμφωνα με το Μέρος VIII·
(κα) η επιβολή κυρώσεων σε πρόσωπο που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.