ΜΕΡΟΣ VIII ΦΟΡΟΣ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΟΣ
Φόρος στοιχήματος

74.-(1) Κάθε αδειούχος αποδέκτης Κλάσης Α ή Β καταβάλλει προς τη Δημοκρατία φόρο στοιχήματος και προς την Αρχή εισφορά, αναφορικά με στοιχήματα που διενεργήθηκαν από αυτόν και τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

(2) Το ποσό του φόρου στοιχήματος το οποίο εισπράττεται από την Αρχή και καταβάλλεται από αυτήν στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, σε κάθε λογιστική περίοδο ανέρχεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί των καθαρών αποδοχών από στοίχημα αδειούχου αποδέκτη Κλάσης Α ή Β για την αντίστοιχη λογιστική περίοδο.

(3) Το ποσό το οποίο καταβάλλεται στην Αρχή ως εισφορά ανέρχεται σε τρία τοις εκατό (3%) επί των καθαρών αποδοχών από στοίχημα αδειούχου αποδέκτη Κλάσης Α ή Β για κάθε λογιστική περίοδο και κατανέμεται ως ακολούθως:

(α) Ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των καθαρών αποδοχών από στοίχημα καταβάλλεται στον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού, ο οποίος αυτόματα κατανέμει ολόκληρο το ποσό ως ακολούθως:

(i) Ποσοστό ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στην κυπριακή ομοσπονδία που οργανώνει το ετήσιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και διατίθεται για σκοπούς ενίσχυσης των ποδοσφαιρικών ομάδων και των ακαδημιών τους∙

(ii) ποσοστό μισό τοις εκατό (0,5%) στις υπόλοιπες κυπριακές ομοσπονδίες ομαδικών αθλημάτων για σκοπούς ενίσχυσης των ομάδων και των ακαδημιών τους,

νοουμένου ότι οι πιο πάνω ομάδες έχουν εκπληρώσει τις φορολογικές τους υποχρεώσεις των φορολογικών ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου∙

(β) ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί των καθαρών αποδοχών από στοίχημα διατίθεται για σκοπούς ενίσχυσης των μηχανισμών και προγραμμάτων προστασίας των νεαρών ατόμων και παθολογικών παικτών.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, κάθε ημερολογιακός μήνας αποτελεί μία λογιστική περίοδο.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, το ποσό των καθαρών αποδοχών από στοίχημα αδειούχου αποδέκτη Κλάσης Α ή Β, για συγκεκριμένη λογιστική περίοδο, ισούται με “Χ” μείον “Υ”, όπου -

(α) “Χ” είναι τα συνολικά ποσά που καταβλήθηκαν στον αδειούχο αποδέκτη Κλάσης Α ή Β και εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο στη συγκεκριμένη λογιστική περίοδο σε σχέση με στοιχήματα που διενεργήθηκαν από αυτόν· και

(β) “Y” είναι τα συνολικά ποσά που καταβλήθηκαν από τον αδειούχο αποδέκτη Κλάσης Α ή Β τη συγκεκριμένη περίοδο ως κέρδη στους παίκτες, ανεξαρτήτως του πότε έγιναν ή κρίθηκαν τα στοιχήματα.

(6) Κατά τον υπολογισμό του ποσού που οφείλεται σε παίκτη σε σχέση με στοίχημα, συνυπολογίζεται οποιοδήποτε άλλο ωφέλημα που εξασφαλίστηκε από τον παίκτη και δεν συνυπολογίζονται τα έξοδα του αδειούχου αποδέκτη Κλάσης Α ή Β .

(7) Σε περίπτωση που παίκτης συμμετέχει σε στοίχημα στο πλαίσιο προσφοράς που του επιτρέπει να μην καταβάλει κανένα ποσό ή να καταβάλει ποσό μικρότερο από το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει αν δεν υπήρχε η προσφορά, θεωρείται, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ότι οφείλει να πληρώσει αυτό το ποσό στον αδειούχο αποδέκτη Κλάσης Α ή Β και εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο κατά τον χρόνο που έγινε το στοίχημα.

(8) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) -

(α) Η αναφορά στην καταβολή ποσών σε παίκτη περιλαμβάνει αναφορά στη διατήρηση ποσών για λογαριασμό του εν λόγω παίκτη, σε περίπτωση που αυτός δύναται να τα αποσύρει σε πρώτη ζήτηση· και

(β) η επιστροφή ποσού στοιχήματος θεωρείται ως πληρωμή κερδών.

Προθεσμία καταβολής φόρου στοιχήματος και εισφοράς

75. Κάθε αδειούχος αποδέκτης Κλάσης Α ή Β, μέχρι το τέλος του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί την κάθε λογιστική περίοδο κατά το τέλος κάθε λογιστικής περιόδου, καταβάλλει στη Δημοκρατία οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό φόρου στοιχήματος και στην Αρχή την εισφορά, σύμφωνα με το παρόν Μέρος.

Χρηματική επιβάρυνση για καθυστέρηση πληρωμής

76.-(1) Σε περίπτωση που ο οφειλόμενος φόρος στοιχήματος ή η οφειλόμενη εισφορά δεν καταβληθεί από τον αποδέκτη Κλάσης Α ή Β εμπρόθεσμα, σύμφωνα με το άρθρο 75, τότε προστίθεται σε αυτόν ή αυτή χρηματική επιβάρυνση ίση με ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί του ποσού του οφειλόμενου φόρου ή της οφειλόμενης εισφοράς και ο οφειλόμενος φόρος ή η οφειλόμενη εισφορά συν η αντίστοιχη χρηματική επιβάρυνση καθίστανται πληρωτέα μαζί με τόκο υπερημερίας, ο οποίος υπολογίζεται βάσει του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας στο δημόσιο, το οποίο ορίζεται σε Διάταγμα το οποίο εκδίδεται από τον Υπουργό Οικονομικών, δυνάμει του περί Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου.

(2) Οποιαδήποτε χρηματική επιβάρυνση και τόκος που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου εισπράττονται ως οφειλόμενος φόρος στοιχήματος ή ως οφειλόμενη εισφορά.

(3) Σε περίπτωση που αποδέκτης εξακολουθεί να παραλείπει να αποπληρώσει φόρο στοιχήματος ή εισφορά για συγκεκριμένη λογιστική περίοδο, για χρονικό διάστημα πέραν των εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία έναρξης της οφειλής, η Αρχή δύναται να προβεί σε εξαργύρωση της προβλεπόμενης στο εδάφιο (2) του άρθρου 32 τραπεζικής εγγύησης στο ύψος του οφειλόμενου ποσού.

Ανάκτηση φόρου στοιχήματος, εισφοράς, τόκου ή/και χρηματικής επιβάρυνσης

77. Οποιοσδήποτε φόρος στοιχήματος, εισφορά, τόκος υπερημερίας και χρηματική επιβάρυνση που είναι καταβλητέα, σύμφωνα με τα άρθρα 74 έως 76, δύναται να ανακτηθούν από την Αρχή διά της χρήσης των δεόντων ένδικων μέσων, η οποία ακολούθως, σε περίπτωση που τα ανακτηθέντα αφορούν μη πληρωμή φόρου στοιχήματος, τα καταβάλλει στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας ως χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία, στην περίπτωση δε που τα ανακτηθέντα αφορούν τη μη πληρωμή εισφοράς τα παρακρατεί η ίδια και τα διαθέτει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 74.

Επιστροφή φόρου στοιχήματος και εισφοράς

78. Σε περίπτωση που, με τη σύμφωνη γνώμη της Αρχής, αποδειχθεί ότι αποδέκτης Κλάσης Α ή Β έχει καταβάλει φόρο στοιχήματος ή εισφορά πέραν του οφειλόμενου ποσού ή εάν διαφοροποιηθεί η βεβαίωση του φόρου, λόγω ασκηθείσας προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα ο αποδέκτης να παρουσιάζεται ότι έχει καταβάλει φόρο στοιχήματος πέραν του οφειλόμενου ποσού, η Αρχή επιστρέφει στον αποδέκτη το ποσό που έχει εισπραχθεί καθ’ υπέρβαση, μαζί με τον αναφερόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 76 τόκο υπερημερίας, όπως εκάστοτε ισχύει, από την πρώτη μέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία είσπραξης αυτού:

Νοείται ότι, δεν καταβάλλεται τόκος υπερημερίας εάν η καθ' υπέρβαση πληρωμή οφείλεται σε σφάλμα του αποδέκτη Κλάσης Α ή Β, σε περίπτωση δε που το ποσό που έχει εισπραχθεί καθ’ υπέρβαση αφορά φόρο στοιχήματος, η Αρχή ανακτά το ποσό από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και το επιστρέφει στον αποδέκτη Κλάσης Α ή Β.