112.-(1) Η απόφαση σε κάθε δίκη δυνάμει του Νόμου αυτού απαγγέλλεται ή η ουσία της επεξηγείται σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου είτε αμέσως μετά το πέρας της δίκης είτε σε μεταγενέστερο χρόνο για τον οποίο δίδεται ειδοποίηση είτε στους διαδίκους ή τους δικηγόρους τους, αν υπάρχουν.
(2) Ο κατηγορούμενος, αν τελεί υπό κράτηση, προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ή, αν δεν τελεί υπό κράτηση υποχρεώνεται από το Δικαστήριο να παραστεί προς ακρόαση της έκδοσης της απόφασης, εκτός όπου το Δικαστήριο προέβηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης στην απουσία του κατηγορούμενου δυνάμει των άρθρων 63 ή 89 ή όπου η αυτοπρόσωπη παράσταση του ενόσω διαρκεί η δίκη δεν απαιτήθηκε και η ποινή είναι μόνο χρηματική ή αυτός αθωώνεται.
(3) Καμιά απόφαση που εκδόθηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο δεν λογίζεται άκυρη λόγω μόνο της απουσίας οποιουδήποτε διαδίκου ή του δικηγόρου του κατά την ημέρα που γνωστοποιήθηκε η έκδοση της ή λόγω οποιασδήποτε παράλειψης να παρασχεθεί στους διαδίκους ή στους δικηγόρους τους ή σε οποιοδήποτε από αυτούς, ειδοποίηση για την ημέρα αυτή ή λόγω οποιουδήποτε μειονεκτήματος στην παροχή τέτοιας ειδοποίησης.
113.-(1) Κάθε απόφαση καταχωρείται γραπτά και σε υποθέσεις όπου χωρεί έφεση, περιλαμβάνει το σημείο ή σημεία που θα εκδικαστούν, την απόφαση για αυτά και την αιτιολογία της, χρονολογείται και υπογράφεται από το Δικαστή ή όταν το Δικαστήριο απαρτίζεται από περισσότερους από ένα Δικαστές, από τον Πρόεδρο του ή με την εντολή του Προέδρου από οποιοδήποτε άλλο μέλος του Δικαστηρίου, κατά το χρόνο της απαγγελίας της.
(2) Απόφαση που υπογράφτηκε με τον τρόπο αυτό δεν μεταβάλλεται ή αναθεωρείται από το Δικαστή ή το Δικαστήριο που την έκδωσε εκτός για διόρθωση γραφικού λάθους.
114. Όταν Δικαστής, που εκδίκασε υπόθεση εμποδίζεται λόγω ασθένειας ή άλλης αναπόφευκτης αιτίας να εκδώσει την απόφαση του, η απόφαση αυτή, αν έχει καταγραφεί και υπογραφεί από το Δικαστή, δύναται να εκδοθεί και απαγγελθεί σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου από οποιοδήποτε άλλο Δικαστή.
115. Με αίτηση του κατηγορούμενου, δίνεται σε αυτόν χωρίς καθυστέρηση αντίγραφο της απόφασης ατελώς.
116. Κάθε φορά που δίνονται οδηγίες όπως κάποιο πρόσωπο τεθεί υπό περιορισμό υπό όρους που καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Δικαστής ή ο Δικαστής που προεδρεύει αποστέλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο αντίγραφο των σημειώσεων των αποδείξεων οι οποίες λήφθηκαν κατά τη δίκη με γραπτή έκθεση που περιλαμβάνει οποιεσδήποτε συστάσεις ή παρατηρήσεις για την υπόθεση ως ο Δικαστής ήθελε θεωρήσει σκόπιμο να κάμει.
117.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού η έκτιση ποινής φυλάκισης αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία αυτή διαβάζεται, η περίοδος όμως αυτή, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει άλλως, μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός που καταδικάστηκε τελούσε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού σε προφυλάκιση.
(2) Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.