131.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό.
(2) Δεν χωρεί έφεση από αθωωτική απόφαση παρά μόνο με τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό.
132.-(1) Πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο από Κακουργιοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο ή σε οποιαδήποτε περίοδο φυλάκισης ή σε χρηματική ποινή που υπερβαίνει τις είκοσι λίρες δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 135 και 136, να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου-
(α) κατά της καταδίκης του ως δυνάμει δικαιώματος για οποιοδήποτε λόγο έφεσης ο οποίος συνεπάγεται νομικό ζήτημα μόνο
(β) με την άδεια Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ο οποίος δεν προήδρευσε κατά τη δίκη) κατά της καταδίκης του για οποιοδήποτε λόγο έφεσης ο οποίος συνεπάγεται πραγματικό ζήτημα μόνο ή ζήτημα μεικτό νομικό και πραγματικό ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο ο οποίος φαίνεται στο Δικαστή που εξετάζει την αίτηση για άδεια έφεσης ότι είναι επαρκής λόγος έφεσης
(γ) με την άδεια Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ο οποίος δεν προήδρευσε κατά τη δίκη) εναντίον της ποινής που του επιβλήθηκε στην καταδίκη του εκτός αν η ποινή είναι καθορισμένη από το νόμο.
(2) Όταν πρόσωπο δικαιούμενο να ασκήσει έφεση ως δυνάμει δικαιώματος επί νομικού σημείου όπως προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού επιθυμεί να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δίνει ειδοποίηση έφεσης προκαλώντας την παράδοση της στον Αρχιπρωτοκολλητή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία απαγγέλθηκε η καταδίκη.
(3) Όταν πρόσωπο επιθυμεί να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου όπως προβλέπεται στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, υποβάλλει αίτηση για άδεια έφεσης προκαλώντας παράδοση της αίτησης στον Αρχιπρωτοκολλητή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία απαγγέλθηκε η καταδίκη.
(4) Όταν ο εφεσείοντας κρατείται σε οποιαδήποτε φυλακή ή ίδρυμα ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο τελεί υπό κράτηση, θεωρείται ότι συμμορφώνεται επαρκώς προς τις διατάξεις του εδαφίου (2) ή (3) του άρθρου αυτού, αν παραδώσει την ειδοποίηση έφεσης ή την αίτηση για άδεια έφεσης, ανάλογα με την περίπτωση, στο λειτουργό που έχει την επιτήρηση του για διαβίβαση στον Αρχιπρωτοκολλητή.
133.-(1) Κάθε πρόσωπο που βρέθηκε ένοχο από Επαρχιακό Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε περίοδο φυλάκισης ή σε χρηματική ποινή που υπερβαίνει τις δέκα λίρες δύναται, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 135 και 136, να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου-
(α) κατά της καταδίκης του, ως δυνάμει δικαιώματος για οποιοδήποτε λόγο ο οποίος συνεπάγεται νομικό ζήτημα μόνο
(β) με άδεια Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον της καταδίκης του ή της ποινής.
(2) Όταν πρόσωπο, δικαιούμενο να ασκήσει έφεση ως δυνάμει δικαιώματος όπως προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, επιθυμεί να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δίνει ειδοποίηση έφεσης προκαλώντας την παράδοση της στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου που καταδίκασε τον εφεσείοντα εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία απαγγέλθηκε η ποινή.
(3) Όταν πρόσωπο επιθυμεί να ασκήσει έφεση όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, αυτό ζητά άδεια έφεσης προκαλώντας παράδοση της αίτησης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου που καταδίκασε τον αιτούμενο εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία απαγγέλθηκε η ποινή.
(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 132 εφαρμόζονται, επιφερομένων των αναγκαίων προσαρμογών, σε ειδοποιήσεις έφεσης και αιτήσεις για άδεια έφεσης δυνάμει του άρθρου αυτού.
134. Εξαιρούμενης της περίπτωσης καταδίκης που συνεπάγεται τη θανατική ποινή, ο χρόνος εντός του οποίου ειδοποίηση έφεσης ή αίτηση για άδεια έφεσης δύναται να δοθεί, δύναται, κατόπι απόδειξης βάσιμου λόγου, να παραταθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο.
135. Πρόσωπο το οποίο βρέθηκε ένοχο και καταδικάστηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο βάσει ομολογίας ενοχής δικαιούται μόνο να ζητήσει άδεια για άσκηση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου-
(α) κατά της ποινής εκτός αν η ποινή είναι καθορισμένη από το νόμο
(β) κατά της καταδίκης για το λόγο ότι τα πραγματικά γεγονότα που εκτίθενται στο Κατηγορητήριο ή το Κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο τα οποία αυτός παραδέχτηκε δεν αποκαλύπτουν ποινικό αδίκημα.
136. Δεν χωρεί έφεση ή αίτηση για άδεια έφεσης όταν πρόσωπο καταδικάστηκε να εκτίσει ποινή φυλάκισης για παράλειψη να συμμορφωθεί σε διάταγμα για την πληρωμή οποιασδήποτε χρηματικής ποινής ή άλλου χρηματικού ποσού, την εξεύρεση εγγυητών, την ανάληψη προσωπικής υποχρέωσης ή την παροχή οποιασδήποτε εγγύησης.
137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας
(β) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής.
(2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την πρόκληση παράδοσης ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση ή στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας όπου συνεδρίασε το Κακουργιοδικείο κατά της αποφάσεως του οποίου ασκείται η έφεση εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.
(3) Κάθε ειδοποίηση έφεσης δυνάμει του άρθρου αυτού είναι στον καθορισμένο τύπο0 υπογράφεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή από τέτοιο πρόσωπο ως αυτός ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό και εκθέτει πλήρως τους λόγους επί τους οποίους αυτή βασίζεται.
(4) Σε περίπτωση άσκησης από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έφεσης κατά απόφασης Κακουργιοδικείου, τα έξοδα του εφεσιβλήτου, όπως θα καθοριστούν από τον Αρχιπρωτοκολλητή, καταβάλλονται από τη Δημοκρατία.
- ΚΕΦ.155
- 54(I)/1998
137Α. Κάθε απόφαση δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 17, 48 ή 92 η οποία είτε διατάσσει τη φυλάκιση του κατηγορουμένου ή διατάσσει την απόλυσή του, υπόκειται σε έφεση και εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (4) του άρθρου 132 και των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 137, αναλόγως της περιπτώσεως.
138. Κάθε ειδοποίηση έφεσης και κάθε αίτηση για άδεια έφεσης-
(α) είναι στον καθορισμένο τύπο
(β) υπογράφεται από τον εφεσείοντα ή το δικηγόρο του
(γ) εκθέτει πλήρως τους λόγους επί τους οποίους αυτή βασίζεται
(δ) κατονομάζει κάποια διεύθυνση εντός των δημοτικών ορίων της κύριας πόλης της Επαρχίας στην οποία αυτός δικάστηκε όπου όλες οι ειδοποιήσεις, κλήσεις, διατάγματα, και άλλες γραπτές κοινοποιήσεις δύναται να αφήνονται για αυτόν, και καμιά ειδοποίηση έφεσης ή αίτησης για άδεια έφεσης είναι έγκυρη εκτός αν πληρεί τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού.
139.-(1) Μετά την παραλαβή ειδοποίησης έφεσης ή αίτησης για άδεια έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου, ο Αρχιπρωτοκολλητής καταχωρεί αυτή και αμέσως ζητά από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου να του διαβιβάσει τα έγγραφα και τεκμήρια που καθορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου αυτού.
(2) Μετά την παραλαβή ειδοποίησης έφεσης ή αίτησης για άδεια έφεσης από απόφαση μέλους Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου καταχωρίζει αυτή και αμέσως, διαβιβάζει στον Αρχιπρωτοκολλητή τα έγγραφα και τεκμήρια που καθορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου αυτού.
(3) Τα έγγραφα και τεκμήρια που θα διαβιβαστούν όπως προβλέπεται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου αυτού είναι τα ακόλουθα:
(α) το Κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο ή το κατηγορητήριο ανάλογα με την περίπτωση
(β) οι σημειώσεις αποδείξεων
(γ) οποιαδήποτε κατάθεση η οποία δυνατό να δόθηκε από τον εφεσείοντα ή τον αιτούμενο ενώπιον του Δικαστηρίου
(δ) όλα τα έγγραφα τα οποία δυνατόν να κατατέθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία την φύλαξη των οποίων έχει το Δικαστήριο ή κυρωμένα αντίγραφα οποιουδήποτε από αυτά του οποίου τη φύλαξη δεν έχει το Δικαστήριο
(ε) τέτοια τεκμήρια, άλλα ή έγγραφα τα οποία δύνανται ευχερώς να αποσταλούν
(στ) όταν η έφεση είναι από απόφαση μέλους Επαρχιακού Δικαστηρίου η ειδοποίηση έφεσης ή η αίτηση για άδεια έφεσης, ανάλογα με την περίπτωση.
(4) Τα έγγραφα και τεκμήρια που καθορίζονται στο εδάφιο (3) του άρθρου αυτού μαζί με την ειδοποίηση έφεσης ή την αίτηση για άδεια έφεσης δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού απαρτίζουν τον φάκελο δικογραφίας (στο παρόν Μέρος αναφέρεται ως “ο φάκελος δικογραφίας”).
140.-(1) Στην περίπτωση αίτησης για άδεια έφεσης, ο Αρχιπρωτοκολλητής, αμέσως μόλις αυτό καταστεί ευχερές μετά την παραλαβή του φακέλου δικογραφίας, παρουσιάζει αυτόν σε δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου που συνεδριάζει όχι επί ακροατηρίου (σε περίπτωση έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου, αυτός να μην είναι ο Δικαστής που προήδρευσε στη δίκη) για εξέταση της αίτησης και λήψη απόφασης επί αυτής.
(2) Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού μελετήσει τον φάκελο δικογραφίας, δύναται-
(α) να αρνηθεί άδεια για έφεση
(β) να ορίσει ημερομηνία για να παρουσιαστεί ενώπιον του, ο αιτούμενος ή ο δικηγόρος του και να δείξει λόγο για τον οποίο πρέπει να χορηγηθεί άδεια έφεσης. Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την ημερομηνία που ορίστηκε, ακούει τον αιτούμενο ή το δικηγόρο του μονομερώς και είτε αρνείται ή χορηγεί την άδεια έφεσης
(γ) να χορηγήσει άδεια έφεσης για όλους ή για οποιοδήποτε από τους λόγους που εκτίθενται στην αίτηση για άδεια έφεσης ως ήθελε οριστεί στην άδεια αυτή ή για το λόγο ότι υπήρξε ουσιωδώς πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης, ακόμα και αν πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης δεν εκτίθεται ως λόγος έφεσης στην αίτηση για άδεια έφεσης:
Νοείται ότι αν χορηγηθεί άδεια έφεσης για το λόγο ότι υπήρξε ουσιωδώς πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης και τέτοιος λόγος δεν ορίζεται μεταξύ των λόγων έφεσης, ο Δικαστής που χορηγεί την άδεια ορίζει τις αιτίες επί των οποίων βασίζεται ο λόγος αυτός.
(3) Όταν, κατά τη γνώμη του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο οποίος αρνείται τη χορήγηση άδειας έφεσης, η αίτηση για τέτοια άδεια ήταν επιπόλαια, αυτός δύναται να διατάξει όπως η ποινή φυλάκισης, που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο που την εξεδίκασε αρχίζει να εκτίεται από την ημερομηνία της άρνησης αυτής, ανεξάρτητα του ότι ο κατάδικος, εν τω μεταξύ, τελούσε σε φυλάκιση.
(4) Κάθε διάταγμα Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου για αίτηση άδειας έφεσης καταγράφεται από αυτόν στο φάκελο δικογραφίας και είναι οριστικό και αμετάκλητο και κοινοποιείται από τον Αρχιπρωτοκολλητή στον αιτούμενο ή το δικηγόρο του και, όταν δεν χορηγείται άδεια έφεσης και ο αιτούμενος τελεί σε φυλάκιση, στον υπεύθυνο λειτουργό της φυλακής με κοινοποίηση στο φυλακισμένο.
141.-(1) Ο Αρχιπρωτοκολλητής, αμέσως όταν αυτό ήθελε είναι ευχερές μετά την παράδοση ή την παραλαβή ειδοποίησης έφεσης ή μετά τη χορήγηση άδειας έφεσης, ανάλογα με την περίπτωση-
(α) ορίζει το χρόνο ακρόασης της έφεσης
(β) ειδοποιεί για αυτό στην περίπτωση ιδιωτικής μήνυσης το μηνυτή ή το δικηγόρο του και σε κάθε άλλη περίπτωση το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
(γ) διαβιβάζει στον υπεύθυνο της αστυνομίας της επαρχίας στην οποία βρίσκεται ο τόπος που κατονομάζεται από τον εφεσείοντα ως διεύθυνση επίδοσης ειδοποιήσεων, γραπτή ειδοποίηση για το χρόνο που έχει οριστεί για να επιδοθεί στον εφεσείοντα όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού.
(2) Επίδοση της ειδοποίησης όπως προβλέπεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού γίνεται από αστυνομικό ή από λειτουργό του Δικαστηρίου ή από τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ήθελε διατάξει Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου με επίδοση της ειδοποίησης στον εφεσείοντα ή αφήνοντας αυτή στη διεύθυνση επίδοσης του εφεσείοντα και πιστοποιητικό της επίδοσης που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του λειτουργού αυτού ή προσώπου αποτελεί απόδειξη ότι η ειδοποίηση επιδόθηκε κανονικά.
(3) Αν φαίνεται στον Αρχιπρωτοκολλητή ότι οποιαδήποτε ειδοποίηση έφεσης εναντίον καταδίκης η οποία φέρεται ότι βασίζεται σε λόγο έφεσης που επάγεται νομικό ζήτημα μόνο, δεν αποδεικνύει οποιοδήποτε ουσιώδη λόγο έφεσης, ο Αρχιπρωτοκολλητής δύναται, αντί να προχωρήσει όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού να παραπέμψει την έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο για συνοπτική εκδίκαση, και όταν η υπόθεση παραπέμπεται με αυτό τον τρόπο, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται, αν θεωρεί ότι η έφεση είναι επιπόλαια ή προς παρενόχληση, και ότι δύναται να εκδικαστεί χωρίς να την αναβάλει για πλήρη ακρόαση, να απορρίψει την έφεση συνοπτικά, χωρίς να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο να παραστεί κατά την ακρόαση ή να εμφανιστεί εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε αυτή.
142. Εφεσείοντας ή αιτούμενος δύναται να εγκαταλείψει την έφεση ή αίτηση του ειδοποιώντας για την εγκατάλειψη αυτή τον Αρχιπρωτοκολλητή και, αμέσως μετά τη λήψη της ειδοποίησης αυτής από τον Αρχιπρωτοκολλητή, η έφεση ή η αίτηση, ανάλογα με την περίπτωση, θεωρείται ότι απορρίφτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
143.-(1) Κάθε εφεσείοντας, ανεξάρτητα του ότι τελεί υπό κράτηση δικαιούται να είναι παρών κατά την ακρόαση της έφεσης αν εξέφρασε τέτοια επιθυμία στην ειδοποίηση έφεσης, ή στην αίτηση για άδεια έφεσης.
(2) Κατά την ακρόαση της έφεσης ο εφεσείοντας ή ο δικηγόρος του ακούεται πρώτος προς υποστήριξη της έφεσης και ύστερα ο εφεσίβλητος ή ο δικηγόρος του, αν είναι παρών, ακούεται εναντίον αυτής.
(3) Αν ο εφεσείοντας ή ο δικηγόρος του δεν εμφανιστεί προς υποστήριξη της έφεσης του, το Δικαστήριο εξετάζει την έφεση και δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα επί αυτής ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
(4) Αν, κατά την ακρόαση έφεσης, ο εφεσίβλητος ή ο δικηγόρος του δεν είναι παρών, το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα που να επηρεάζει αυτόν δυσμενώς, εκτός αν είναι ικανοποιημένο ότι αυτός ειδοποιήθηκε για την ημερομηνία που ορίστηκε για την ακρόαση της έφεσης.
(5) Όταν ασκείται έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, δύναται να εκδοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ένταλμα που να διατάσσει όπως ο κατηγορούμενος συλληφθεί και προσαχθεί ενώπιον του και δύναται να φυλακίσει αυτόν εφόσον εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης ή να τον απολύσει με εγγύηση.
144. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακούει και κρίνει την έφεση μόνο επί των λόγων που εκτίθενται στην ειδοποίηση έφεσης ή στο διάταγμα που χορηγεί την άδεια έφεσης:
Νοείται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται όταν κατά την ακρόαση έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης.
145.-(1) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται-
(α) να απορρίψει την έφεση
(β) να επιτρέψει την έφεση και να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση αν θεωρεί ότι η καταδικαστική απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για το λόγο ότι ήταν, αφού ληφθεί υπόψη η απόδειξη που προσάχθηκε, αδικαιολόγητη ή ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίκασε, έπρεπε να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος ή για το λόγο ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης:
Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης
(γ) να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα
(δ) να διατάξει νέα δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου που επέβαλε ποινή ή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία επί του ζητήματος.
(2) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά ποινής, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να αυξήσει, μειώσει ή μετατρέψει την ποινή.
(3) Κατά την εκδίκαση έφεσης που ασκήθηκε από ή με έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας-
(α) από αθωωτική απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται-
(ι) να ακυρώσει την απόφαση αυτή και να καταδικάσει και επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα ηδύνατο να καταδικαστεί βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε
(ιι) να διατάξει όπως διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα ή όπως ο κατηγορούμενος επαναδικασθεί
(ιιι) να απορρίψει την έφεση
(β) από απόφαση για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται-
(ι) να αυξήσει την ποινή
(ιι) να απορρίψει την έφεση.
146. Κατά την ακρόαση έφεσης και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής πριν από την τελική απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 δύναται-
(α) να καλέσει το Δικαστήριο που εκδίκασε να παράσχει οποιεσδήποτε πληροφορίες τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρεί αναγκαίες πέρα από αυτές που παρέχονται από το φάκελο δικογραφίας
(β) να ακούσει περαιτέρω μαρτυρία και να επιφυλάξει την απόφαση μέχρις ότου ακουστεί η περαιτέρω αυτή μαρτυρία
(γ) να δεκτεί μαρτυρία που αποκλείστηκε πλημμελώς από το Δικαστήριο που εκδίκασε, οποτεδήποτε είναι της γνώμης ότι, αν η μαρτυρία αυτή δεν είχε αποκλειστεί, αυτή θα επηρέαζε τη διαπίστωση πραγματικού γεγονότος που έγινε από το Δικαστήριο αυτό, το οποίο ήταν ουσιώδες για την υπόθεση και, κατά τη λήψη της μαρτυρίας αυτής, να προβεί σε τέτοια διαπίστωση πραγματικού γεγονότος όπως κατά τη γνώμη του έπρεπε να γινόταν από το Δικαστήριο που εκδίκασε, αν η μαρτυρία αυτή δεν είχε αποκλειστεί
(δ) όταν είναι της γνώμης ότι μαρτυρία έγινε δεκτή λανθασμένα από το Δικαστήριο που εκδίκασε, να προβεί σε τέτοια διαπίστωση πραγματικού γεγονότος όπως κατά τη γνώμη του έπρεπε να γινόταν από το Δικαστήριο αυτό, αν η μαρτυρία αυτή δεν γινόταν δεκτή
(ε) όταν η έφεση είναι απόφαση μέλους του Επαρχιακού Δικαστηρίου, να διατάξει τη λήψη περαιτέρω μαρτυρίας είτε γενικά είτε επί κάποιου συγκεκριμένου σημείου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο επέβαλε την ποινή.
147.-(1) Ο χρόνος κατά τον οποίο ο καταδικασθείς τελούσε υπό κράτηση ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της έφεσης, υπολογίζεται εκτός αν το Δικαστήριο ήθελε διατάξει διαφορετικά, ως μέρος του χρόνου της ποινής στην οποία αυτός υπόκειται.
(2) Αν η έφεση επιτραπεί και ακυρωθεί η καταδίκη, ο εφεσείοντας αφήνεται αμέσως ελεύθερος και οποιαδήποτε ήδη χρηματική ποινή που καταβλήθηκε επιστρέφεται..
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα και να δώσει τέτοιες οδηγίες σε σχέση με την περαιτέρω διαδικασία και την κράτηση του εφεσείοντα ή την απόλυση του με εγγύηση ή την αναστολή της πληρωμής οποιασδήποτε χρηματικής ποινής ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.
148.-(1) Δικαστήριο το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, και με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πρέπει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης οποιουδήποτε προσώπου.
(2) Σε κάθε τέτοια περίπτωση ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου ή ο Δικαστής που εκδικάζει, ανάλογα με την περίπτωση, ετοιμάζει έκθεση του νομικού ζητήματος που επιφυλάχτηκε με τα περιστατικά υπό τα οποία αυτό εγέρθηκε και διαβιβάζει αντίγραφο αυτής στον Αρχιπρωτοκολλητή.
(3) Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει και αποφασίζει για το νομικό ζήτημα που επιφυλάχτηκε και δύναται-
(α) αν το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο-
(ι) να επικυρώσει την καταδίκη
(ιι) να ακυρώσει την καταδίκη όποτε στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος αθωώνεται
(ιιι) να διατάζει όπως η απόφαση του Δικαστηρίου ακυρωθεί και όπως αντί αυτής, εκδοθεί απόφαση από το Δικαστήριο όπως έπρεπε να εκδιδόταν κατά τη δίκη
(β) αν το Δικαστήριο δεν έχει εκδώσει την απόφαση του, να επαναπέμψει σε αυτό την υπόθεση μαζί με την γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το νομικό ζήτημα που επιφυλάχτηκε.
149.-(1) O Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και οποιοσδήποτε διάδικος που δεν είναι ικανοποιημένος από την απόφαση Δικαστή που ασκεί συνοπτική ποινική δικαιοδοσία λόγω του ότι είναι εσφαλμένη επί νομικού σημείου ή λόγω του ότι είναι καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας ή των εξουσιών του Δικαστή δύναται, εντός του χρόνου που προσδιορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, να ζητήσει γραπτώς από το Δικαστή που έκδωσε την απόφαση να παραπέμψει με υπόμνημα το ζήτημα εκθέτοντας τα γεγονότα και τους λόγους της απόφασης αυτής, για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(2) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι η αίτηση είναι επιπόλαια, αυτός δύναται να αρνηθεί να παραπέμψει το ζήτημα αλλά, σε κάθε τέτοια περίπτωση, κατόπι παράκλησης του αιτούμενου, αυτός υπογράφει και παραδίνει σε αυτόν πιστοποιητικό για την άρνηση αυτή:
Νοείται ότι ο Δικαστής πρέπει να μην αρνηθεί να παραπέμψει ζήτημα όταν η αίτηση για το σκοπό αυτό υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(3) Αν ο Δικαστής αρνείται να παραπέμψει ζήτημα, είναι νόμιμο για τον αιτούμενο να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο με ένορκη δήλωση επί των γεγονότων διάταγμα που καλεί το Δικαστή ως επίσης και τον άλλο διάδικο στη διαδικασία να δείξουν λόγο γιατί το ζήτημα δεν θα έπρεπε να παραπεμφθεί με υπόμνημα και το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να καταστήσει το διάταγμα αυτό απόλυτο ή να ακυρώσει αυτό και ο Δικαστής, αφού επιδοθεί σε αυτόν το απόλυτο αυτό διάταγμα, παραπέμπει το ζήτημα με υπόμνημα ανάλογα.
(4) Ζήτημα που παραπέμπεται με υπόμνημα πρέπει να είναι σε τέτοιο τύπο ως ήθελε καθοριστεί0 υπογράφεται από το Δικαστή και αφήνεται στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου εντός δεκατεσσάρων ημερών μετά την ημερομηνία της υποβολής της αίτησης για αυτό ή της επίδοσης απόλυτου διατάγματος όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου αυτού.
(5) Ο αιτούμενος εντός δέκα ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που μνημονεύεται στο εδάφιο (4) του άρθρου αυτού προσέρχεται για παραλαβή του ζητήματος που παραπέμφθηκε και το διαβιβάζει στον Αρχιπρωτοκολλητή και, εντός της ίδιας προθεσμίας ειδοποιεί για αυτό γραπτώς, υπογράφοντας ο ίδιος ή ο δικηγόρος του, τον άλλο διάδικο στη διαδικασία, μαζί με αντίγραφο της αίτησης και επίσημο αντίγραφο του ζητήματος που παραπέμφθηκε.
(6) Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει και αποφασίζει επί του σημείου που εγείρεται στο ζήτημα που παραπέμφθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού και δύναται-
(α) να ακυρώσει, επικυρώσει ή τροποποιήσει την απόφαση σε σχέση με την οποία το ζήτημα παραπέμφθηκε
(β) να επαναστείλει το ζήτημα στο Δικαστή μαζί με τη γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί αυτού
(γ) αν το ζήτημα που παραπέμφθηκε αφορά αθωωτική απόφαση, αυτό το ίδιο να καταδικάσει και επιβάλει τέτοια ποινή όπως έπρεπε να είχε επιβληθεί κατά τη δίκη
(δ) να προκαλέσει την επιστροφή του ζητήματος προς τροποποίηση οπότε στην περίπτωση αυτή αυτό τροποποιείται ανάλογα και εκδίδεται απόφαση μετά την τροποποίηση αυτού
(ε) να εκδώσει τέτοιο άλλο διάταγμα όπως απαιτεί η δικαιοσύνη.
(7) Όταν η αίτηση για παραπομπή ζητήματος με υπόμνημα υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αυτή πρέπει να υποβάλλεται εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία της απόφασης σε σχέση με την οποία υποβάλλεται η αίτηση.
(8) Κάθε καταδικασθείς από Επαρχιακό Δικαστήριο, ο οποίος ζητά από το Δικαστήριο αυτό την παραπομπή ζητήματος με υπόμνημα, θεωρείται ότι εγκατάλειψε οποιοδήποτε δικαίωμα να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο άδεια άσκησης έφεσης.
150. Αν ειδοποίηση, κλήση, διάταγμα ή άλλη γραπτή επικοινωνία που δίνεται ή εκδίδεται για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του Μέρους αυτού, αφήνεται στη διεύθυνση που κατονομάζεται από οποιοδήποτε πρόσωπο σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους αυτού, θεωρείται ότι λήφθηκε από το πρόσωπο αυτό και ότι περιήλθε σε γνώση του.
151.-(1) Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία σε κάθε διαδικασία δυνάμει του Μέρους αυτού να επιδικάζει όπως καταβληθούν από τους διαδίκους σε αυτή ή στους διαδίκους σε αυτή τέτοια έξοδα ως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιμο:
Νοείται ότι δεν εκδίδεται τέτοιο διάταγμα εναντίον Νομικού Λειτουργού.
(2) Οποιαδήποτε έξοδα που επιδικάστηκαν δυνάμει του άρθρου αυτού είναι εισπρακτέα κατά τον τρόπο που προβλέπεται για την είσπραξη χρηματικών ποινών δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού.
152. Κάθε απόφαση ή διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του Μέρους αυτού συντάσσεται και καταχωρείται σε βιβλίο που τηρείται για τον εν λόγω σκοπό0 υπογράφεται από έναν από τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αντίγραφο αυτή πιστοποιημένο από τον Αρχιπρωτοκολλητή ως γνήσιο συνάπτεται από αυτόν στο φάκελο της δικογραφίας.
153. Καμιά απόφαση, διαπίστωση γεγονότος, ποινή ή διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίκασε δεν ανατρέπεται ή μεταβάλλεται κατά την έφεση λόγω οποιασδήποτε ένστασης εναντίον οποιουδήποτε κατηγορητηρίου, κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, κλήσης ή εντάλματος για οποιοδήποτε ισχυριζόμενο ουσιαστικό ή τυπικό μειονέκτημα σε αυτό εκτός αν η ένσταση αυτή εγέρθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου του οποίου η απόφαση εκκαλείται, ούτε λόγω οποιασδήποτε ασυμφωνίας μεταξύ του κατηγορητηρίου αυτού, του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε κακουργιοδικείο, κλήσης, ή εντάλματος και της μαρτυρίας που προσάχθηκε προς υποστήριξη αυτών εκτός αν η ένσταση αυτή εγέρθηκε παρόμοια και το Δικαστήριο που εκδίκασε αρνήθηκε να αναβάλει την ακρόαση της υπόθεσης ανκαι αποδείχτηκε ότι με την ασυμφωνία αυτή ο εφεσείοντας εξαπατήθηκε ή παραπλανήθηκε:
Νοείται ότι αν ο εφεσείοντας δεν αντιπροσωπεύετο από δικηγόρο κατά την ακρόαση ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει όπως εγερθεί οποιαδήποτε τέτοια ένσταση.