Επιβολή διοικητικών κυρώσεων

17.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι πρόσωπο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/6 και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/4, δύναται να προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:

(α) Να διατάξει ή συστήσει στον παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον·

(β) να επιβάλει στον παραβάτη, αναλόγως της φύσεως, της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο έως είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000)·

(γ) να ανακαλέσει ή αναστείλει την ισχύ της άδειας, σε περίπτωση κατά την οποία, παρά τις επιβαλλόμενες υποδειχθείσες διορθωτικές ενέργειες στις οποίες ο κάτοχος της άδειας όφειλε να συμμορφωθεί, διαπιστωθεί επαναλαμβανόμενη παραβίαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/6 και του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/4.

(2) Το Συμβούλιο, προτού επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ειδοποιεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή του να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, γνωστοποιώντας σε αυτό τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντάς του το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης.

(3) Το Συμβούλιο επιβάλλει το διοικητικό πρόστιμο με γραπτή και αιτιολογημένη απόφασή του που καθορίζει την παράβαση, την οποία διαβιβάζει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο και δια της οποίας πληροφορεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο περί του δικαιώματός του να προσβάλει την απόφαση με ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό.

(4) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής του διοικητικού προστίμου, το Συμβούλιο λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.