20.-(1) Για σκοπούς πειθαρχικού ελέγχου των υπαλλήλων του Οργανισμού αρμοδιότητα έχει τριμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται από τα ακόλουθα μέλη:
(α) Το Επίτροπο ως πρόεδρο·
(β) το Βοηθό Επίτροπο· και
(γ) ένα δημόσιο υπάλληλο που διορίζεται μετά από αίτημα που υποβάλλεται από τον Επίτροπο προς την αρμόδια αρχή του εν λόγω δημόσιου υπαλλήλου.
(2) Πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία, σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται να εκδικάζονται συνοπτικά, εκδικάζονται από τον Επίτροπο.
(3) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται με πλειοψηφία.
(4) Υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη, εάν-
(α) διαπράξει αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ή
(β) ενεργήσει ή παραλείψει να ενεργήσει κατά τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμών ή δυνάμει οποιασδήποτε διοικητικής πράξης εκδίδεται βάσει αυτών ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης ή οδηγίας εκδόθηκε ή δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(5) Οι διαδικασίες με βάση τις οποίες ασκείται πειθαρχικός έλεγχος στους υπαλλήλους του Οργανισμού καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται βάσει του άρθρου 49.
(6) Πρόσωπο το οποίο καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και το οποίο παραλείπει να προσέλθει, χωρίς εύλογη αιτία, κατά τον χρόνο και στον τόπο που αναφέρονται στη σχετική κλήση ή αρνείται να παράσχει οποιεσδήποτε πληροφορίες απαιτούνται νόμιμα από αυτό σε πειθαρχική διαδικασία είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500).
(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «αρμόδια αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.