Πρόσθετες και ισοδύναμες απαιτήσεις ασφάλειας, εξαιρέσεις και διασφαλιστικά μέτρα

11.-(1) Εάν η Αρμόδια Αρχή ή μια ομάδα κρατών μελών συμπεριλαμβανομένης της Κυπριακής Δημοκρατίας κρίνει ότι οι ισχύουσες απαιτήσεις ασφαλείας πρέπει να βελτιωθούν σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω ειδικών τοπικών συνθηκών, και εάν έχει αποδειχθεί η ανάγκη αυτή, τότε μπορεί να ληφθούν μέτρα για τη βελτίωση των απαιτήσεων ασφαλείας με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (4).

(2) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί, με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (4), να θεσπίζει μέτρα που επιτρέπουν την εφαρμογή απαιτήσεων ισοδύναμων προς ορισμένες ειδικές απαιτήσεις της Οδηγίας 2009/45/ΕΚ και κατ’ επέκταση του παρόντος Νόμου, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω ισοδύναμες απαιτήσεις είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικές με τις απαιτήσεις αυτές.

(3) Εφόσον δεν υποβαθμίζεται το επίπεδο ασφαλείας, η Αρμόδια Αρχή μπορεί, με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (4), να θεσπίσει μέτρα για να εξαιρεί πλοία από ορισμένες ειδικές απαιτήσεις της Οδηγίας 2009/45/ΕΚ και κατ’ επέκταση του παρόντος Νόμου, προκειμένου για την εκτέλεση εσωτερικών δρομολογίων στη Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των αρχιπελαγικών περιοχών των προφυλαγμένων από τις συνθήκες της ανοιχτής θάλασσας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις λειτουργίας, όπως μικρότερο σημαντικό ύψος κύματος, περιορισμένη χρονική περίοδος του έτους, δρομολόγιο μόνον κατά τη διάρκεια της ημέρας ή με κατάλληλες κλιματικές ή καιρικές συνθήκες ή περιορισμένη διάρκεια πλού ή εγγύτητα προς υπηρεσίες διάσωσης.

(4) Κατά την εφαρμογή των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3) η Αρμόδια Αρχή ακολουθεί την εξής διαδικασία:

(α) Κοινοποιεί στην Επιτροπή τα μέτρα που προτίθεται να θεσπίσει και περιλαμβάνει στην εν λόγω κοινοποίηση επαρκείς διευκρινίσεις που βεβαιώνουν ότι διατηρείται επαρκώς το επίπεδο ασφαλείας·

(β) εάν, εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή εκδώσει εκτελεστικές πράξεις που περιέχουν απόφασή της η οποία κρίνει τα προτεινόμενα μέτρα ως μη δικαιολογημένα η Αρμόδια Αρχή τροποποιεί ή δεν θεσπίζει τα προτεινόμενα μέτρα·

(γ) τα θεσπιζόμενα μέτρα καθορίζονται με Απόφαση του Υφυπουργού Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανακοινώνονται με όλες τις σχετικές διευκρινίσεις στην Επιτροπή για σκοπούς ενημέρωσης των άλλων κρατών μελών·

(δ) κάθε μέτρο αυτού του είδους εφαρμόζεται σε όλα τα επιβατηγά πλοία της ίδιας κατηγορίας ή στα σκάφη που εκτελούν δρομολόγια υπό τους ίδιους καθοριζόμενους όρους, χωρίς διακρίσεις λόγω της σημαίας τους ή της εθνικότητας ή της έδρας του έχοντος την εκμετάλλευσή τους·

(ε) τα μέτρα που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (3) ισχύουν μόνο για όσο χρόνο το πλοίο ή το σκάφος εκτελεί δρομολόγια υπό τους καθοριζόμενους όρους.

(5)(α) Όταν η Αρμόδια Αρχή κρίνει ότι ένα επιβατηγό πλοίο ή σκάφος που εκτελεί εσωτερικό δρομολόγιο στη Δημοκρατία, παρά το ότι πληροί τις διατάξεις της Οδηγίας 2009/45/ΕΚ και κατ’ επέκταση του παρόντος Νόμου δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια της ζωής, της περιουσίας ή του περιβάλλοντος, η λειτουργία του εν λόγω πλοίου ή σκάφους μπορεί να ανασταλεί, ή να επιβληθούν περαιτέρω μέτρα ασφαλείας, μέχρις ότου εκλείψει ο κίνδυνος.

(β) Στις ανωτέρω περιστάσεις η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση, την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη για την απόφασή της, εκθέτοντας τεκμηριωμένα τους σχετικούς λόγους.

(γ) Εάν η Επιτροπή-

(i) εξετάσει κατά πόσον η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής να αναστείλει τη λειτουργία του εν λόγω πλοίου ή σκάφους ή να επιβάλλει τα πρόσθετα μέτρα ασφαλείας είναι ή όχι δικαιολογημένη λόγω σοβαρού κινδύνου για την ασφάλεια της ζωής ή της περιουσίας ή του περιβάλλοντος, και

(ii) εκδώσει εκτελεστικές πράξεις που περιέχουν την απόφασή της σχετικά με το αν η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής να αναστείλει τη λειτουργία του εν λόγω πλοίου ή σκάφους ή να επιβάλλει τα πρόσθετα μέτρα ασφαλείας είναι ή όχι δικαιολογημένη λόγω σοβαρού κινδύνου για την ασφάλεια της ζωής ή του περιβάλλοντος, και αποφασίσει, ότι η αναστολή ή τα μέτρα δε δικαιολογούνται,

η Αρμόδια Αρχή οφείλει να ανακαλέσει την αναστολή ή τα μέτρα.