6.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο προτίθεται-
(α) να αποκτήσει ή να διαθέσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή διαχειριστή· ή
(β) να αυξήσει ή να μειώσει, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή του σε διαχειριστή, ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, να φθάσει ή να υπερβεί ή να μειωθεί κάτω από το είκοσι τοις εκατόν (20%), το τριάντα τοις εκατόν (30%) ή το πενήντα τοις εκατόν (50%) του μετοχικού κεφαλαίου του διαχειριστή ή, ώστε ο διαχειριστής να καταστεί ή να παύσει να είναι θυγατρική του,
γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα το ύψος της συμμετοχής η οποία θα προκύψει με τον τρόπο αυτό.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα, εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της κατά το εδάφιο (1) πλήρους συμπληρωμένης γνωστοποίησης της αγοράς ή της αύξησης της ειδικής συμμετοχής, δύναται να μην επιτρέψει την αγορά ή αύξηση της ειδικής συμμετοχής, εάν, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διασφάλισης της ορθής και συνετούς διοίκησης του διαχειριστή, δεν έχει ικανοποιηθεί ότι οι προτεινόμενοι μέτοχοι αυτού έχουν καλή φήμη και, σε περίπτωση που κατόπιν της απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής διορίζονται νέα μέλη διοικητικού οργάνου διαχειριστή, η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι αυτοί πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας, σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και ότι οι παράγραφοι (ε), (στ), (ζ) και (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Διαχειριστών Πιστώσεων και Αγοραστών Πιστώσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, συνεχίζουν να πληρούνται και η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίσει προθεσμία για την υλοποίηση της προτεινόμενης απόκτησης.
(3) Διαχειριστής ευθύς ως λάβει γνώση ότι οποιαδήποτε αγορά, αύξηση ή μείωση των συμμετοχών στο κεφάλαιό του, όπου οι συμμετοχές υπερβαίνουν ή μειώνονται κάτω από οποιαδήποτε από τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) όρια ή όπου οι συμμετοχές καθιστούν ή παύουν να καθιστούν την εταιρεία θυγατρική, πληροφορεί την Κεντρική Τράπεζα.