Διοικητικές κυρώσεις και διορθωτικά μέτρα

20.-(1) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλει οποιαδήποτε διοικητική κύρωση και/ή να λάβει οποιοδήποτε διορθωτικό μέτρο που προβλέπεται στο εδάφιο (2) σε αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή σε διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου ή με οποιαδήποτε οδηγία, εγκύκλιο και/ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης οδηγίας που συνιστά διοικητική πράξη, ή παραλείπει να συμμορφωθεί με απαίτηση, δεσμευτική διοικητική διάταξη, σύσταση και/ή κατευθυντήριες γραμμές της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Οι διοικητικές κυρώσεις και τα διορθωτικά μέτρα που επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(α) Εντολή με την οποία ο διαχειριστής πιστωτικών διευκολύνσεων ή ο αγοραστής πιστωτικών διευκολύνσεων, υποχρεούται σε διόρθωση της παράβασης, παύση της σχετικής συμπεριφοράς και αποχή από μελλοντική επανάληψή της·

(β) διοικητικό πρόστιμο που κυμαίνεται από χίλια ευρώ (€1.000) έως διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται, πρόσθετο διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, που κυμαίνεται από εκατό ευρώ (€100) έως τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης·

(γ) ανάκληση ή αναστολή σε περίπτωση που δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενοι στο εδάφιο (3) του άρθρου 4Α λόγοι ανάκλησης άδειας άσκησης των δραστηριοτήτων διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων.

(3) Οι διοικητικές κυρώσεις και/ή τα διορθωτικά μέτρα εφαρμόζονται αποτελεσματικά.

(4) Κατά τον προσδιορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων και/ή διορθωτικών μέτρων που επιβάλλει, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

(α) Η βαρύτητα και διάρκεια της παράβασης·

(β) η έκταση της ευθύνης του υπαίτιου για την παράβαση διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων·

(γ) η οικονομική ισχύς του διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή του αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων που είναι υπαίτιος για την παράβαση, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τον συνολικό κύκλο εργασιών·

(δ) η σημασία των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημίων που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης του διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή του αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων στον βαθμό που τα εν λόγω κέρδη ή ζημίες είναι δυνατόν να προσδιοριστούν·

(ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που είναι δυνατόν να προσδιοριστούν·

(στ) ο βαθμός συνεργασίας του διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή του αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων που είναι υπαίτιος για την παράβαση με τις αρμόδιες αρχές·

(ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου για την παράβαση διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων·

(η) οποιεσδήποτε πραγματικές ή δυνητικές συστημικές συνέπειες της παράβασης.

(5) Οι διοικητικές κυρώσεις και τα διορθωτικά μέτρα που προβλέπονται στα εδάφια (1) έως (3) δύναται να λαμβάνονται εναντίον των μελών του διοικητικού συμβουλίου αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων, τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα, πριν λάβει οποιαδήποτε απόφαση όσον αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή διορθωτικών μέτρων που προβλέπονται στα εδάφια (1) έως (3), παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης στον διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων.

(7) Κάθε απόφαση για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ή διορθωτικών μέτρων, που προβλέπονται στα εδάφια (1) έως (3), είναι επαρκώς αιτιολογημένη και υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή σε λήψη άλλων αναγκαίων δικαστικών μέτρων.

(8) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να λάβει δικαστικά μέτρα με σκοπό την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου στη Δημοκρατία.

(9) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλει οποιοδήποτε διοικητικό μέτρο εναντίον προσώπου για το οποίο η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι ενεργεί εις βάρος της ορθής και συνετούς διοίκησης του διαχειριστή πιστωτικών διευκολύνσεων, ως ακολούθως:

(α) Με τη δημοσιοποίηση ανακοίνωσης στην οποία προσδιορίζεται το υπεύθυνο νομικό πρόσωπο, καθώς και η φύση της παράβασης·

(β) με διαταγή προς το υπαίτιο πρόσωπο να παύσει την άσκηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς·

(γ) με την πληρωμή διοικητικού χρηματικού προστίμου μέχρι και του διπλάσιου του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος δύναται να προσδιοριστεί, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ενώ σε περίπτωση που το αποκομισθέν όφελος δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί, με την επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, το οποίο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000).

(10) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλει οποιοδήποτε διοικητικό μέτρο εναντίον προσώπου το οποίο δεν παρέχει τη γνωστοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 6 ή για το οποίο η Κεντρική Τράπεζα κρίνει ότι ενεργεί εις βάρος της ορθής και συνετούς διοίκησης του αγοραστή πιστωτικών διευκολύνσεων ή του διαχειριστή, ως ακολούθως:

(α) Με τη δημοσιοποίηση ανακοίνωσης στην οποία προσδιορίζεται το υπεύθυνο νομικό πρόσωπο, καθώς και η φύση της παράβασης·

(β) με διαταγή προς το υπαίτιο πρόσωπο να παύσει την άσκηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς·

(γ) με την πληρωμή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρι και του διπλάσιου του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος δύναται να προσδιοριστεί, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ενώ σε περίπτωση που το αποκομισθέν όφελος δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί, με την επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, το οποίο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€250.000).

(11) Η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο αγοράζει ή αυξάνει άμεσα ή έμμεσα την ειδική συμμετοχή σε διαχειριστή παρά τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 6 και την εκπεφρασμένη αντίθεση της ιδίας, δύναται να αποφασίσει-

(α) την αναστολή της άσκησης των εκλογικών δικαιωμάτων ψήφου· ή

(β) την ακύρωση των ψήφων ή/και για τη διάθεση της συμμετοχής εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.