19. Κατά την εκδίκαση των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 9 και 15 και στην επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, ως επιβαρυντικές οι ακόλουθες περιστάσεις:
(α) Η διάπραξη του αδικήματος εξέθεσε εξ υπαίτιας ή ανυπαίτιας σοβαρής μορφής αμέλειας σε κίνδυνο τη ζωή του θύματος∙
(β) το αδίκημα διεπράχθη εις βάρος παιδιού ευάλωτης θέσης, όπως για παράδειγμα παιδιού με διανοητική ή σωματική αναπηρία, σε κατάσταση εξάρτησης ή σε κατάσταση σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας∙
(γ) το αδίκημα διεπράχθη από μέλος της οικογένειας του θύματος, από πρόσωπο που συγκατοικεί με το θύμα ή από πρόσωπο που έχει κάνει κατάχρηση θέσεως εμπιστοσύνης, επιρροής ή εξουσίας·
(δ) το αδίκημα διεπράχθη από τουλάχιστον δύο πρόσωπα που ενέργησαν από κοινού·
(ε) κατά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος χρησιμοποιήθηκε βία ή προκλήθηκε βλάβη στο θύμα∙
(στ) το ποινικό αδίκημα διεπράχθη στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 63Β του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(ζ) ο δράστης έχει καταδικασθεί στο παρελθόν για αδικήματα του ίδιου τύπου·
(η) το αδίκημα διεπράχθη από δημόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.