Αδικήματα

33.-(1) Κανένα πρόσωπο δε δικαιούται-

(α) να ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη ή με οποιοδήποτε τρόπο να ενεργεί ως κτηματομεσίτης.

(β) να προβάλλεται ή διαφημίζεται ως κτηματομεσίτης ή να επαγγέλλεται με οποιοδήποτε όνομα, επωνυμία ή τίτλο στον οποίο περιέχονται οι λέξεις “κτηματομεσίτης”, “κτηματομεσιτικοί σύμβουλοι”, “κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις” ή “κτηματομεσιτεία” ή άλλες ταυτόσημες ή παρόμοιες φράσεις ή λέξεις σε οποιαδήποτε γλώσσα ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αφήνει να νοηθεί ότι πραγματοποιεί κτηματομεσιτεία.

(γ) να διενεργεί ξεναγήσεις οποιουδήποτε προσώπου που επιθυμεί την αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είναι εγγεγραμμένη στο όνομά του ή στο όνομα συγγενικού του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας προσώπου μέχρι δευτέρου βαθμού ή στο όνομα προσώπου για τη διαχείριση της περιουσίας του οποίου κατέχει γενικό πληρεξούσιο ή στο όνομα εταιρείας της οποίας είναι διευθυντής, εκτελεστικός σύμβουλος ή υπάλληλος.

(δ) να διαφημίζει ή προβάλλει ή προτείνει οποιαδήποτε κτηματική αγορά ή πώληση ή άλλη κτηματική συναλλαγή αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είναι εγγεγραμμένη στο όνομά του ή στο όνομα συγγενικού του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας προσώπου μέχρι δευτέρου βαθμού ή στο όνομα προσώπου για τη διαχείριση της περιουσίας του οποίου κατέχει γενικό πληρεξούσιο ή στο όνομα εταιρείας της οποίας είναι διευθυντής, εκτελεστικός σύμβουλος ή υπάλληλος.

(ε) εν γνώσει του να δημοσιεύει ή διευθετεί τη δημοσίευση διαφημίσεων στις οποίες δεν αναγράφονται κατά τρόπο σαφή και πλήρη το όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του ιδιοκτήτη της κατά τον ουσιώδη χρόνο.

(στ) να αξιώνει ή εισπράττει ή αποκτά δικαιώματα δυνάμει σύμβασης αναφορικά με οποιαδήποτε αμοιβή αναφορικά με υπηρεσίες που παρασχέθηκαν ή θα παρασχεθούν και έχουν σχέση, άμεση ή έμμεση, με την εργασία του κτηματομεσίτη.

εκτός εάν το πρόσωπο αυτό είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης και κατέχει ισχύουσα ετήσια άδεια άσκησης του επαγγέλματος που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 17 ή εμπίπτει εντός των προνοιών του άρθρου 15 και δεν του έχει επιβληθεί απαγόρευση δυνάμει του άρθρου 16.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), δεν αποτελεί άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη ή άλλως πως πραγματοποίηση κτηματομεσιτείας:

(α) Η διαφήμιση, προβολή ή πρόταση από επιχειρηματία ανάπτυξης γης και οικοδομών οποιασδήποτε κτηματικής αγοράς ή πώλησης ή άλλη κτηματική συναλλαγή αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί προϊόν επιχειρηματικής του δραστηριότητας που προέκυψε μετά από σύμβαση αντιπαροχής με τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του ακινήτου·

(β) οποιαδήποτε ενέργεια που γίνεται δυνάμει διατάγματος δικαστηρίου ή από διαχειριστή/παραλήπτη, προσωρινό διαχειριστή ή εκκαθαριστή εταιρείας ή από διαχειριστή ή παραλήπτη προσώπου που τελεί υπό πτώχευση·

(γ) οποιαδήποτε ενέργεια που γίνεται από ασκούμενο κτηματομεσίτη ή από υπάλληλο αδειούχου κτηματομεσίτη με οδηγίες του αδειούχου κτηματομεσίτη στον οποίο εργοδοτείται.

(3) Πρόσωπο το οποίο ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3), πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαγόρευση, καθήκον ή υποχρέωση που επιβάλλεται από ή δυνάμει οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών διαπράττει αδίκημα και υπόκειται, αν δεν προβλέπεται ειδικά άλλη ποινή, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση συνεχιζόμενου αδικήματος, σε πρόσθετη χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα τριανταπέντε ευρώ για κάθε ημέρα ή μέρος της ημέρας κατά την οποία η παράβαση ή η παράλειψη συνεχίζεται μετά τη διάπραξη του αδικήματος.

(5) Όταv διαπράττεται αδίκη΅α δυvά΅ει τoυ παρόvτoς Νόμου ή oπoιωvδήπoτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενων καvovισ΅ώv, θεωρείται ότι συ΅΅ετείχε στη διάπραξη και ότι είvαι έvoχoς αυτoύ και ΅πoρεί vα διωχθεί, vα δικαστεί και vα τι΅ωρηθεί αvάλoγα, τo καθέvα από τα ακόλoυθα πρόσωπα-

(α) κάθε πρόσωπo τo oπoίo πράγ΅ατι διεvεργεί τηv πράξη ή παράλειψη η oπoία συvιστά τo πoιvικό αδίκη΅α.

(β) κάθε πρόσωπo τo oπoίo διεvεργεί ή παραλείπει vα πράξει κάτι ΅ε σκoπό vα καταστήσει δυvατή τη διάπραξη τoυ πoιvικoύ αδική΅ατoς από άλλo ή vα παράσχει συvδρo΅ή στη διάπραξη τoυ αδική΅ατoς από άλλo.

(γ) κάθε πρόσωπo τo oπoίo πρoάγει, παρέχει συvδρo΅ή σε άλλo ή παρακιvεί αυτό στη διάπραξη τoυ αδική΅ατoς.

(δ) κάθε πρόσωπo τo oπoίo ζητεί από άλλo ή διεγείρει ή πρoσπαθεί vα πείσει άλλo πρόσωπo vα διαπράξει τo πoιvικό αδίκη΅α.

(ε) κάθε πρόσωπo τo oπoίo διεvεργεί oπoιαδήπoτε πράξη πρoπαρασκευαστική στη διάπραξη τoυ πoιvικoύ αδική΅ατoς.

(6) Όταν νο΅ικό πρόσωπο διαπράττει αδίκη΅α δυνά΅ει του παρόντος Νόμου, κάθε διευθυντής, γρα΅΅ατέας ή άλλος αξιω΅ατούχος του νο΅ικού αυτού προσώπου ή oπoιoδήπoτε πρoσώπo τo oπoίo ε΅φαvιζόταv ότι εvεργεί ΅ε oπoιαδήπoτε τέτoια ιδιότητα, το οποίο εξουσιοδοτεί ή παρακινεί ή επιτρέπει την τέλεση της πράξης ή την παράλειψη η οποία συνιστά το αδίκη΅α, τo πρόσωπo αυτό, καθώς και τo vo΅ικό πρόσωπo είvαι έvoχo τoυ αδική΅ατoς αυτoύ και σε περίπτωση καταδίκης τoυ υπόκειται στις πoιvές πoυ πρoβλέπει o παρώv Νό΅oς για τo συγκεκρι΅έvo αδίκη΅α.