19.—(1) Οι συνεδρίες του Συμβουλίου συγκαλούνται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού από τον Αντιπρόεδρο του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δύο, από ένα εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου, το οποίο ορίζεται επί τούτω από τον Πρόεδρο.
(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται προς όλα τα μέλη του Συμβουλίου δύο τουλάχιστον ημέρες πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(3) Κατ' εξαίρεση σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται μετά από πρόσκληση που επιδίδεται στα μέλη σε εύλογο χρόνο πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(4) Η πρόσκληση σε συνεδρία δύναται να γίνει με επιστολή, τηλεγράφημα, τηλεμήνυμα, φωτομήνυμα ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.
(5) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου συγκαλεί το Συμβούλιο σε συνεδρία οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο, υποχρεούται όμως να το πράξει αν τούτο ζητηθεί γραπτώς από δύο τουλάχιστον μέλη του Συμβουλίου που καθορίζουν ταυτοχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.
(6) Συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται οπωσδήποτε δύο φορές το μήνα.
(7) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρος του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού ο Αντιπρόεδρος του ή σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δυο, από ένα εκ των λοιπών μελών του Συμβουλίου που επιλέγεται προς τούτο από τα παριστάμενα μέλη κατά τη συνεδρία.
(8) Ο Προεδρεύων της συνεδρίας και δύο άλλα μέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία, οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του προεδρεύσαντος της συνεδρίας.
(9) Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ένα μέλος του μόνιμου προσωπικού της Επιτροπής που ορίζεται προς τούτο από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, ο οποίος έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών.
(10) Τα πρακτικά της συνεδρίας τηρούνται μυστικά, εκτός αν αποφασισθεί διαφορετικά από το Συμβούλιο, από αρμόδιο δικαστήριο ή από αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.
(11) Η χηρεία θέσεως μέλους του Συμβουλίου ή ελάττωμα περί το διορισμό του δεν επιφέρει ακυρότητα των πράξεων ή των διαδικασιών του Συμβουλίου.