47.—(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται ποινικό αδίκημα δυνάμει , των άρθρων 24, 25, 26 ή 34(7) μπορεί, κατόπιν ex-parte αίτησης, να διατάξει την αναστολή κάθε εργασίας ή έργου σχετικού με το εκδικαζόμενο αδίκημα, ή και τη διενέργεια ή την αποφυγή διενέργειας οποιασδήποτε πράξης, μέσα σε τέτοια χρονική περίοδο την οποία ήθελε εύλογα καθορίσει το δικαστήριο, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη.
(2) Επιπρόσθετα με την επιβολή της ποινής η οποία προβλέπεται από τον παρόντα Νόμο, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), μπορεί να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο-
(α) Να διακόψει ή να αναστείλει τις εργασίες αναφορικά με το οικοδομικό ή και τεχνικό έργο που σχετίζεται με το ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε μέχρις ότου εξασφαλιστεί από το Συμβούλιο η σχετική άδεια συνέχισης των εργασιών αυτών, ή και
(β) να διενεργήσει ή να αποφύγει τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα, μέσα σε τέτοια χρονική περίοδο την οποία ήθελε κρίνει αναγκαία να καθορίσει στο διάταγμα το δικαστήριο με σκοπό την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή και των Κανονισμών.
(3) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μέσα στη χρονική περίοδο που τυχόν καθορίζεται σ' αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος, και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.