43.—(1) Αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον εργολήπτη, καμία πειθαρχική δίωξη δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή συνεχισθεί εναντίον του για λόγους που σχετίζονται με την ποινική δίωξη μέχρις ότου αυτή πάρει οριστικό τέλος.
(2) Εργολήπτης που διώκεται για ποινικό αδίκημα και δε βρίσκεται ένοχος δεν μπορεί να διωχτεί πειθαρχικά για την ίδια κατηγορία, μπορεί όμως να διωχτεί για πειθαρχικό αδίκημα που προκύπτει από τη διαγωγή του, η οποία σχετίζεται με την ποινική υπόθεση, αλλά δεν εγείρει το ίδιο επίδικο θέμα όπως εκείνο της κατηγορίας κατά την ποινική δίωξη.
(3) Όταν εγγεγραμμένος εργολήπτης καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα που κατά την κρίση του Συμβουλίου ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, είτε η καταδίκη επικυρωθεί ύστερα από έφεση ή δεν ασκηθεί έφεση, το Συμβούλιο λαμβάνει το γρηγορότερο αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση και του δικαστηρίου στο οποίο ασκήθηκε έφεση και, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης και αφού δώσει στον ενδιαφερόμενο εργολήπτη την ευκαιρία να υποβάλει οποιεσδήποτε παραστάσεις επιθυμεί, προβαίνει στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις.