6.-(1) Άνευ επηρεασμού των προνοιών του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου σχετικά με την εκτέλεση αποφάσεων του Δικαστηρίου, περιουσιακά στοιχεία τα οποία βαρύνονται με διάταγμα εκδοθέν δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου πωλούνται, διατίθενται ή ρευστοποιούνται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης του πιστωτή και το οποίο καλείται διάταγμα πώλησης.
(2) Το Δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος με βάση τις πρόνοιες του εδαφίου (1) δύναται να επιβάλει οποιουσδήποτε όρους τους οποίους κρίνει αναγκαίους για τη διασφάλιση των συμφερόντων όλων των ενδιαφερόμενων μερών, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι διάδικοι.
(3) Το Δικαστήριο, προτού εκδώσει την απόφαση του σε αίτηση η οποία υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1), οφείλει να εξασφαλίσει τις απόψεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών, περιλαμβανομένων του Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου Εταιρειών, των Συμβούλων της Εταιρείας ή άλλου νομικού προσώπου, με σκοπό την εξακρίβωση του συμφέροντος του οφειλέτη και του συμφέροντος όλων όσων δυνατό να έχουν συμφέρον στα βαρυνόμενα περιουσιακά στοιχεία ή δυνατό να επηρεάζονται από την πώληση, ρευστοποίηση ή διάθεση τους. Για το σκοπό αυτό το Δικαστήριο δύναται να δώσει οποιεσδήποτε οδηγίες οι οποίες υπό τις περιστάσεις κρίνονται σκόπιμες και αναγκαίες.
(4) Το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται αίτηση για την έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος δύναται, αν αυτό περιλαμβάνεται στην αίτηση του πιστωτή, να διατάξει την πώληση, ρευστοποίηση ή διάθεση των περιουσιακών στοιχείων για τα οποία εκδίδεται το επιβαρυντικό διάταγμα και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι πρόνοιες των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου:
Νοείται ότι η έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος συνοδευομένου με διάταγμα πώλησης θα λογίζεται τρόπος εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου.