14.-(1) Εν περιπτώσει παραβάσεως υπό τινος ιατρού των κανονισμών των εκδοθέντων συμφώνως προς την παράγραφον (η) ή (θ) του άρθρου 11(2) του παρόντος Νόμου ή των όρων αδείας εκδοθείσης δυνάμει των κανονισμών των γενομένων συμφώνως προς την ως είρηται παράγραφον (θ), ο Υπουργός δύναται, τηρουμένου του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου, και συμφώνως προς αυτό, να δώση οδηγίαν εν σχέσει προς τον εν λόγω ιατρόν απαγορεύουσαν εις αυτόν να αναγράφη συνταγήν, να χορηγή και προμηθεύη φάρμακα και να εξουσιοδοτή την χορήγησιν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων ως ήθελε καθορισθή εν τη οδηγία.
(2) Εάν ο Υπουργός είναι της γνώμης ότι ιατρός τις, οδοντίατρος ή κτηνίατρος μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εδαφίου ανέγραψε ή αναγράφει συνταγάς, εχορήγησε ή χορηγεί, επρομήθευσε ή προμηθεύει, εξουσιοδότησε ή εξουσιοδοτεί την χορήγησιν ή προμήθειαν οιουδήποτε ελεγχομένου φαρμάκου κατά ανεύθυνον τρόπον, δύναται τηρουμένων των άρθρων 15 ή 16 του παρόντος Νόμου και συμφώνως προς ταύτα, να δίδη οδηγίαν εν σχέσει προς τον εν λόγω ιατρόν, οδοντίατρον ή κτηνίατρον απαγορεύουσαν εις αυτόν να αναγράφη συνταγάς, να χορηγή και προμηθεύη τα τοιαύτα ελεγχόμενα φάρμακα καθώς και να εξουσιοδοτή την χορήγησιν και προμήθειαν τοιούτων ελεγχομένων φαρμάκων ως ήθελε καθορισθή εν τη οδηγία.
(3) Τοιαύτη παράβασις ως αναφέρεται εν τω εδαφίω (1) ανωτέρω δεν συνιστά αδίκημα ουχ ήττον συνιστά αδίκημα η παράβασις οδηγίας δυνάμει του εδαφίου (1) ή (2) ανωτέρω.