37Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, εγγυητής τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για επαληθεύσιμα χρέη πτωχεύσαντα.
(2)(α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει την επαλήθευση εντός της καθορισμένης προθεσμίας όπως προνοείται στο Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση·
(β) ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση και την εν λόγω αποδοχή ή απόρριψη δυνάμει του Κανονισμού 21 του Δεύτερο Δεύτερου Παραρτήματος:
(3) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η επαλήθευση περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με:
(α) Την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 37Α:
(β) το ποσό του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα προς τον συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, το οποίο στο παρόν άρθρο αναφέρεται ως "οφειλόμενο χρέος".
(4) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση του πιστωτή, κατά την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δε δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με εγγύηση.
(5) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην επαλήθευση.
(6) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της πτώχευσης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει πληρωμές ως τέτοιο κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές·
(β) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση που περιουσία η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής θα δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:
(7) Τυχόν καταμερισμός υποχρεώσεων από τον πιστωτή μεταξύ των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.
(8)(α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημα τους, του συνόλου των:
(ί) Λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρώμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου· και
(ίί) το σύνολο των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης:
(β) σε περιπτώσεις στις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ πτωχεύσαντα και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από την εν λόγω αρχική σύμβαση.
(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) ισχύουν μόνο για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015 και θα έχουν εφαρμογή μόνο σε σχέση με χρέη για τα οποία συνάφθηκαν συμβάσεις εγγύησης πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015:
(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται για μη εξασφαλισμένα χρέη προς συγκεκριμένο πιστωτή κατά τη διαδικασία πτώχευσης, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:
(α) Της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή· ή
(β) το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:
(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την πάροδο δυο ετών από την ημερομηνία της γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή:
(12) Όταν οποιοσδήποτε εγγυητής, κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (5), σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της περιουσίας του πτωχεύσαντα, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών.
(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον του πτωχεύσαντα ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος του πτωχεύσαντα:
(14) Σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 22 ή 31 ή αποκατάστασης του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27 πιστωτής δεν δύναται να επιβάλει την υποχρέωση εγγυητή σε σχέση με την ευθύνη του αναφορικά με χρέος, στο βαθμό που το εν λόγω χρέος αποτελεί εξασφαλισμένο χρέος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:
(15) Σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 22 ή 31 ή αποκατάστασης του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27, ο εγγυητής θα είναι υπεύθυνος για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για ανεξασφάλιστο πιστωτή, μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ποσών έχουν αποπληρωθεί από τον πτωχεύσαντα ή εγγυητή.
(16) Η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27Α δεν επηρεάζει τα αποτελέσματα της εφαρμογής του παρόντος άρθρου.