ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 131/2020)
(Υπόθ. Αρ. 1374/2017)
19 Μαρτίου, 2025
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΩΣΗΦ ΒΑΒΛΙΤΗ
Εφεσείωv
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Εφεσίβλητων
-----------------------
Π. Σπανός με Ε. Χρυσάνθου (κα) (ασκούμενη δικηγόρος), για Μάρκος Π. Σπανός & Σία, για Εφεσείοντα
Π. Βασιλείου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Ο Εφεσείων συμπλήρωσε την ηλικία των 63 ετών στις 16.8.2013 και υπέβαλε αίτηση για σύνταξη γήρατος στις 9.8.2016, απαιτώντας την έναρξη της σύνταξης του στην ηλικία των 63 ετών και 6 μηνών, δηλαδή στις 16.2.2014.
Οι Εφεσίβλητοι, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες των άρθρων 35(1)(β) και 64 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(Ι)/2010) και των Κανονισμών 3(1)(β), 3(1)(3) και 3(5) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμών του 2010 (Κ.Δ.Π. 288/2010), χωρίς να έχουν υποχρέωση και για υποβοήθηση των ασφαλισμένων, 3 μήνες πριν τη συμπλήρωση της ηλικίας των 63 ετών κάθε ασφαλισμένου προσώπου, του αποστέλλουν - όπως και στον Εφεσείοντα - επιστολή στην ταχυδρομική του διεύθυνση, μαζί με έντυπο αίτησης για σύνταξη γήρατος, με την προτροπή όπως υποβάλει έγκαιρα την αίτηση του. Με αυτά τα δεδομένα, ο Εφεσείων θα έπρεπε να είχε υποβάλει την αίτηση του για σύνταξη γήρατος, το αργότερο μέχρι τις 16.5.2014 (δηλ. εντός 3 μηνών από την ημερομηνία που απαιτήθηκε η χορήγηση της σύνταξης, δηλ. στις 16.2.2014), ή μέχρι 16.5.2015 (δηλ. εντός της παράτασης των 12 μηνών, νοουμένου ότι αποδείκνυε ότι η καθυστέρηση οφείλετο σε εύλογη αιτία).
Ωστόσο, ο Εφεσείων, παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις πιο πάνω προθεσμίες, με αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι να κρίνουν ότι το δικαίωμα του για σύνταξη γήρατος, στη βάση της αίτησης του ημερ. 9.8.2016, παραγράφηκε για την περίοδο από 16.2.2014 μέχρι 8.5.2016. Κατά συνέπεια, του χορηγήθηκε σύνταξη γήρατος από 9.5.2016 και αποστάληκε στον Εφεσείοντα επιστολή έγκρισης της αίτησης του ημερ. 20.7.2017.
Ο Εφεσείων προσέβαλε την νομιμότητα της εν λόγω απόφασης των Εφεσίβλητων, με την καταχώριση της Προσφυγής 1374/2017.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντα, ότι το Άρθρο 64(1)(2) του Ν. 59(Ι)/2010, ως και ο Κανονισμός 3 της ΚΔΠ 288/2010, παραβιάζουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στο Άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κατέληξε ως ακολούθως:
«Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ο αιτητής είναι παραδεκτό ότι δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα την αίτηση του για σύνταξη γήρατος, και σύμφωνα με την ισχύουσα Νομοθεσία (ανωτέρω) αυτό "συνεπάγεται σε παραγραφή του δικαιώματος για την παροχή, για οποιαδήποτε ημέρα για την οποία εξέπνευσε η προθεσμία υποβολής αίτησης". Το δικαίωμα του αιτητή σε σύνταξη γήρατος, το οποίο στη βάση των νομολογηθέντων στην Λαούτας (ανωτέρω), συνιστά δικαίωμα το οποίο παρέχεται "σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα περί συντάξεων νομοθεσία", παραγράφηκε για την περίοδο από 16/2/2014 μέχρι 8/5/2016 και χορηγήθηκε στον αιτητή σύνταξη γήρατος από τις 9/5/2016. Συναφώς ο περιορισμός στη σύνταξη του αιτητή είναι για περιορισμένη χρονική διάρκεια και δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει τεθεί σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση του από τον περιορισμό. Κατά συνέπεια δεν έχει επηρεαστεί ο πυρήνας του δικαιώματος του αιτητή σε σύνταξη και τα όσα έχουν αποφασιστεί στην Αυγουστή κ.ά. (ανωτέρω), σφραγίζουν την τύχη της παρούσας προσφυγής.
Πρόσθετα, η εξεταζόμενη υπόθεση, αποτελεί περίπτωση στην οποία για να διατυπωθεί η βούληση του διοικητικού οργάνου με την έκδοση διοικητικής πράξης, σύμφωνα με την ισχύουσα Νομοθεσία, απαιτείται η υποβολή αίτησης από τον ενδιαφερόμενο διοικούμενο, όπου αναφέρεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση της πράξης και συνιστά όρο για την έκδοση της.
Στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επ. Π. Σπηλιωτοπούλου, Τόμος 1, 14η Έκδοση, σελ. 104, παράγραφος 90, ως τέτοια περίπτωση αναφέρεται η "υπαγωγή σε κοινωνικοασφαλιστικό καθεστώς (ΣΕ 2891/1995)". Στο ίδιο σύγγραμμα αναφέρεται επίσης, ότι "ο χρόνος υποβολής της αίτησης περιορίζει την προτεραιότητα για την ικανοποίηση του ίδιου αιτήματος, όπου έχει διατυπωθεί από περισσότερους διοικουμένους" και "Κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται (εκτός εάν υπάρχει αντίθετη διάταξη) με βάση το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά τον χρόνο θεμελιώσεως του δικαιώματος και υποβολής της αιτήσεως (ΣΕ 671/1997)".
Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε σε απόρριψη της Προσφυγής και επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση έξι (6) λόγων Έφεσης.
Όλοι οι λόγοι Έφεσης περιστρέφονται γύρω από τη βασική θέση του Εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως α) ο περιορισμός στη σύνταξη του είναι για περιορισμένη χρονική διάρκεια, β) τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Κουτσελίνη - Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 361, δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση αλλά γ) τυγχάνει εφαρμογής η υπόθεση Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.ά. Α.Ε. 177/2018 ημερ. 10.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:C122, δ) οι προαναφερθείσες σχετικές νομοθετικές πρόνοιες δεν παραβιάζουν το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και συνεπώς ε) νόμιμα παραγράφηκε το δικαίωμα του Αιτητή σε σύνταξη γήρατος για την περίοδο 16.2.2014 μέχρι 8.5.2016, εφόσον η εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης αποτελούσε όρο για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τη σχετική Νομοθεσία.
Λόγω της συνάφειας των λόγων Έφεσης, προχωρούμε στην σωρευτική εξέταση τους, ως άμεσα σχετικοί και αλληλένδετοι μεταξύ τους.
Στα πλαίσια αυτών, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε πως η παραγραφή του δικαιώματος σύνταξης του Εφεσείοντα για την περίοδο από 16.2.2014 - 8.5.2016 (σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 3(5) της ΚΔΠ 288/2010), συνεπάγεται στέρηση των παραγραφέντων δικαιωμάτων του διά παντός και όχι για περιορισμένη χρονική διάρκεια. Τούτο γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πλήρη και οριστική στέρηση της σύνταξης που ο Εφεσείων θα ελάμβανε κατά την εν λόγω περίοδο της παραγραφής. Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά μειωμένο ποσό σύνταξης για την ως άνω περιορισμένη περίοδο, αλλά παραγραφή της σύνταξης της συγκεκριμένης περιόδου, στο διηνεκές. Συνεπώς, προέβαλε τη θέση πως η περίπτωση του Εφεσείοντα δεν προσομοιάζει με τα γεγονότα της υπόθεσης Αυγουστή (ανωτέρω) - όπου είχε λάβει χώρα μείωση του ποσού της σύνταξης για περιορισμένη χρονική διάρκεια - αλλά προσομοιάζει με τα γεγονότα της υπόθεσης Κουτσελίνη (ανωτέρω), όπου έλαβε χώρα πλήρης ή μερική αποστέρηση της σύνταξης στο διηνεκές.
Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσίβλητων, υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις πιο πάνω εισηγήσεις του Εφεσείοντα.
Εξετάσαμε τις εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών, όπως προβλήθηκαν ενώπιον μας.
Κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε στο στάδιο αυτό, τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες που ρυθμίζουν το επίδικο ζήτημα, ως ακολούθως:
Άρθρο 35 Ν.59(Ι)/2010
«Θεσμοθετημένη σύνταξη
35.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, πρόσωπο δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν -
(α) συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και ταυτόχρονα ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ή
(β) συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών, ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και, ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων της βασικής ασφάλισής του δεν υπολείπεται του 70% του αριθμού των ετών που εμπίπτουν στην περίοδο αναφοράς, η οποία ισχύει στην περίπτωσή του, ή
(γ) κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών (63) ετών δικαιούταν σύνταξη ανικανότητας, ή
(δ) είναι ηλικίας μεταξύ εξήντα τριών (63) και εξήντα πέντε (65) ετών και θα δικαιούταν σύνταξη ανικανότητας, εάν δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών.
(2) Η θεσμοθετημένη σύνταξη καταβάλλεται εφ΄ όρου ζωής, από την ημέρα που ο ασφαλισμένος ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1).
Αιτήσεις και πληρωμές παροχών
64.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, η χορήγηση οποιασδήποτε παροχής προϋποθέτει την υποβολή αίτησης από το πρόσωπο που δικαιούται την παροχή.
(2) Κανονισμοί ρυθμίζουν την προθεσμία υποβολής της αίτησης για παροχή, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να παραταθεί η προθεσμία υποβολής αίτησης για παροχή, τον τρόπο υποβολής της αίτησης και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες, είτε έχει υποβληθεί αίτηση είτε όχι, την παραγραφή του δικαιώματος για λήψη της παροχής λόγω παράλειψης ή καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης ή στην είσπραξη της πληρωμής της παροχής.
(3) Ανεξάρτητα από τις άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, με Κανονισμούς ρυθμίζονται επίσης ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής των παροχών, ο χρόνος έναρξης καταβολής των παροχών που χορηγούνται για πρώτη φορά, ο χρόνος τερματισμού της πληρωμής παροχών, ο χρόνος από τον οποίο ισχύουν τυχόν αλλαγές στο ύψος των παροχών και ο υπολογισμός του ποσού των παροχών για χρονικές περιόδους μικρότερες ή μεγαλύτερες της μιας εβδομάδας.»
«Κανονισμός 3, ΚΔΠ 288/2010
3.-(1) Κάθε αίτηση για χορήγηση παροχής υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η παράγραφος (2).
(2) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (3), η αναφερόμενη στην παράγραφο (1) προθεσμία είναι -
..................................
β) για σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας, σύνταξη χηρείας, επίδομα ορφανίας, επίδομα αγνοουμένου, παροχή λόγω αναπηρίας και παροχή λόγω θανάτου, χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημέρα για την οποία απαιτείται η χορήγηση της παροχής·
..................................
(3) Προκειμένου για οποιαδήποτε από τις παροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β) και (γ) της παραγράφου (2), η αντίστοιχη προθεσμία παρατείνεται μέχρι δώδεκα (12) μήνες από την αφετηρία της, εάν ο αιτητής αποδείξει ότι η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης οφειλόταν σ' εύλογη αιτία, η οποία υφίστατο σ' όλο το χρονικά διάστημα από την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την υποβολή της αίτησης.
..................................
(5) Η παράλειψη υποβολήςαίτησηςμέσα στην προθεσμία που προβλέπει ο παρών Κανονισμός, για τις παροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β), (γ) και (δ) της παραγράφου (2), συνεπάγεται παραγραφή του δικαιώματος για την παροχή, για οποιαδήποτε ημέρα για την οποία εξέπνευσε η προθεσμία υποβολής αίτησης.
..................................
(7) Η αίτηση για οποιαδήποτε παροχή υποβάλλεται στον καθορισμένο από το Διευθυντή για την παροχή αυτή τύπο, εκτός εάν αυτός αποφασίσει διαφορετικά για οποιαδήποτε ειδική περίπτωση
(8) Ο ατητής οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που αφορούν στην υποβολή αιτήσεων και να προσκομίζει τα στοιχεία και έγγραφα που ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέταση της αίτησης για παροχή.»
Υπό το φως των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων και των καθιερωμένων νομολογιακών αρχών επί του θέματος, καταλήξαμε πως οι πιο πάνω εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα δεν ευσταθούν, για τους λόγους που εξηγούμε ως ακολούθως:
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως το δικαίωμα σύνταξης του Εφεσείοντα, περιορίστηκε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και όχι στο διηνεκές. Το γεγονός ότι δεν πρόκειται για μείωση του ποσού της σύνταξης αλλά για παραγραφή όλου του ποσού που αναλογεί στη συγκεκριμένη περίοδο, ισοδυναμεί μεν με οριστική απώλεια του δικαιώματος κατά την εν λόγω περίοδο της παραγραφής, όμως ουδόλως συνιστά απώλεια του στο διηνεκές. Πρόκειται ουσιαστικά, για περιορισμό του δικαιώματος σύνταξης κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου της παραγραφής.
Είναι επιπλέον σημαντικό να τονισθεί, πως ο Εφεσείων όχι μόνο δεν τήρησε την προθεσμία των 3 μηνών, αλλά ούτε και επικαλέστηκε οποιαδήποτε εύλογη αιτία ώστε να αιτηθεί την παράταση της, σύμφωνα με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, παρά την ενημερωτική επιστολή που του αποστάληκε για σκοπούς έγκαιρης υποβολής της αίτησης του. Το γεγονός αυτό εκλαμβάνεται, όπως ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσίβλητων, ως σιωπηρή παραίτηση του Εφεσείοντα από το δικαίωμα σύνταξης κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σύμφωνα με το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Αναστ. Ι. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 9η έκδοση, σελ. 531:
«Η αδράνεια του διοικουμένου να δηλώσει (και εκδηλώσει) εντός εύλογου χρόνου, την σαφή βούλησή του για την απόλαυση δημόσιου δικαιώματος, πρέπει να εκλαμβάνεται ως σιωπηρή παραίτησή του (βλ. §§113, 7, 159, 3 και ΣΕ 744/1987, 206/1988...)»
Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το Σύγγραμμα Ε.Π. Σπηλιωτόπουλος, Β. Θ. Κονδύλης, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 16η έκδοση, Τόμος 1, σελ. 119, Παρ. 91:
«Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διατάξεις καθορίζουν προθεσμία για την υποβολή της αίτησης ή της αναφοράς ή γενικότερα για την επιχείρηση ορισμένης ενέργειας του διοικούμενου που απευθύνεται προς το διοικητικό όργανο. Οι προθεσμίες αυτές, αν δεν ορίζεται ρητά το αντίθετο, έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα (ΚΔΔ άρθρο 10 § 1), η δε πάροδος τους επιφέρει την απώλεια του δικαιώματος του διοικούμενου προς ενέργεια (ΣΕ 1208/1966).»
Περαιτέρω, τονίζεται πως ο Εφεσείων, δεν επικαλέστηκε πρωτόδικα, ούτε και τεκμηρίωσε, πως με τον εν λόγω περιορισμό, συνέτρεχε η περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του, με αποτέλεσμα να μην έχει επηρεασθεί ο πυρήνας του δικαιώματος του σε σύνταξη, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω) που υιοθέτησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:
«Υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρούμε ότι οι αποκοπές δια των Ν. 168(Ι)/12, Ν. 31(Ι)/13 και Ν. 94(Ι)/18και δια του Ν. 113(Ι)/2011, δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, ας σημειωθεί άλλωστε, όπως και οι προσφεύγουσες στην Κουφάκη, δεν έχουν θέσει τέτοιο ζήτημα. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος.»
Το γεγονός ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά μειώσεις ή στερήσεις που ήταν αναγκαίες λόγω του κινδύνου κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού συστήματος και οι οποίες λήφθηκαν μέσα στο πλαίσιο χρηματοοικονομικής κρίσης για περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως ίσχυε στις υποθέσεις Αυγουστή (ανωτέρω) και Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 175, δεν αλλοιώνει, ούτε διαφοροποιεί την εφαρμογή της νομικής αρχής που καθιερώθηκε σ' αυτές, περί επηρεασμού του πυρήνα του δικαιώματος και του κινδύνου της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Εν πάση περιπτώσει, υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν θεωρούμε πως εν προκειμένω ενέχει οποιαδήποτε σημασία ή επίπτωση η περαιτέρω συγκριτική ανάλυση των υποθέσεων Αυγουστή και Κουτσελίνη (ανωτέρω) - των οποίων τα γεγονότα ήταν διαφορετικά - εφόσον κάθε περίπτωση κρίνεται στη βάση, πάντοτε, των δικών της περιστατικών. Για όσο αξίζει, να αναφέρουμε πως στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω) επεξηγήθηκε η εξελικτική πορεία της σχετικής νομολογίας.
Επιπρόσθετα, κρίνουμε πως οι χρονικοί περιορισμοί που ο νομοθέτης έθεσε προς απαίτηση της σύνταξης γήρατος (ως ανωτέρω), είναι θεμιτοί, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία και συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι πιο πάνω νομικές αρχές, σε κάθε περίπτωση όπου βεβαίως, γίνεται επίκληση αυτών. Το πιο κάτω απόσπασμα σε σχέση με την επιβολή χρονικών περιορισμών, από την υπόθεση Π. Γιωργαλλά ν. Σ. Χατζηχριστοδούλου, Νομικό Ερώτημα 346 (2000) 1 ΑΑΔ, 2060, είναι σχετικό:
«Το επιβεβλημένο της επιβολής χρονικών περιορισμών στη διεκδίκηση δικαιωμάτων αναγνωρίστηκε από το δίκαιο της επιείκειας, προ πολλού χρόνου, με την καθιέρωση της αρχής ή του δόγματος "laches" (ολιγωρία), σύμφωνα με το οποίο ουσιαστική καθυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων, συνοδευόμενη από συνθήκες που καθιστούν άδικη την προβολή τους, παρεμβάλλει εμπόδιο στη διεκδίκησή τους.»
Όπως ορθά επισημάνθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσιβλήτων, η νομοθετική επιβολή χρονικών περιορισμών στην διεκδίκηση της σύνταξης γήρατος, εξυπηρετεί θεμιτό και απόλυτα αναγκαίο σκοπό, που δεν είναι άλλος από την διασφάλιση της σταθερότητας και βιωσιμότητας του Ταμείου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην αντίθετη περίπτωση μη επιβολής τέτοιας προθεσμίας, αυτό θα επηρέαζε την μακροοικονομική σταθερότητα του Ταμείου, ως και τον ορθολογιστικό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό διαχείρισης του, το οποίο ενέχει δημόσιο χαρακτήρα, εφόσον μέσω αυτού εξυπηρετείται η κοινωνική πολιτική του Κράτους. Σε σχέση με την ανάγκη διαφύλαξης της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου και της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του, σχετικό είναι το Άρθρο 76 του Ν.59(Ι)/2010, το οποίο ορίζει ως ακολούθως:
«Αναλογιστικές ανασκοπήσεις
76.-(1) Αναλογιστής, τον οποίο διορίζει ο Υπουργός, προβαίνει ανά τριετία σε ανασκόπηση της όλης εφαρμογής του παρόντος Νόμου και της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου:
Νοείται ότι, τέτοια ανασκόπηση δύναται, κατά την κρίση του Υπουργού, να διεξαχθεί και πριν από την πάροδο τριών (3) ετών από την τελευταία ανασκόπηση.
(2) Σε κάθε ανασκόπηση, ο αναλογιστής υποβάλλει έκθεση στον Υπουργό για την οικονομική κατάσταση του Ταμείου και για την επάρκεια ή μη των εισφορών, που καταβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, να καλύψουν τις παροχές και άλλες υποχρεώσεις του Ταμείου:
Νοείται ότι, ο Υπουργός προχωρεί αμέσως σε κατάθεση στη Βουλή των Αντιπροσώπων ενημερωτικής έκθεσης αναφορικά με τα αποτελέσματα της έκθεσης του αναλογιστή επί της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου:
Νοείται περαιτέρω ότι, τηρουμένων των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης, εφόσον καταδεικνύεται από τα συμπεράσματα οποιασδήποτε αναλογιστικής μελέτης ότι δεν διασφαλίζεται επαρκώς η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του Ταμείου, ο Υπουργός αφού προχωρήσει αμέσως σε διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, καταθέτει στη Βουλή των Αντιπροσώπων το αργότερο εντός ενός έτους νομοσχέδιο για την περαιτέρω ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του Ταμείου.»
Η σπουδαιότητα και σημαντικότητα της διατήρησης της βιωσιμότητας του Ταμείου, επιβεβαιώθηκε νομολογιακά και στην υπόθεση Α. Ιωσήφ ν. Διευθυντή των Κοινωνικών Υπηρεσιών (2014) 2 ΑΑΔ 590, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα.
«Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως νομοθεσίες όπως αυτές στις οποίες οι δύο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, πουθενά αλλού δεν στοχεύουν παρά μόνο στην καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας για την ευημερία των πολιτών. Η διαβίωση ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας μας, εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, από την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία Δημόσιων Ταμείων, όπως αυτών που προβλέπει ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος. Αποτελεί καθήκον όλων μας η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας αυτών των Ταμείων.»
Δεν συμφωνούμε ούτε και με το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα πως η «σύνταξη γήρατος ανήκε στον Εφεσείοντα και την εδικαιούτο, εφόσον την είχε πληρώσει διά των εισφορών του». Τούτο γιατί, όπως είναι νομολογημένο, το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η παρεχόμενη αναλογική σύνταξη, δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σ. Παύλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 584:
«Ο περιορισμός όμως αυτού του συνταξιοδοτικού δικαιώματος κρίνεται δικαιολογημένος για το λόγο ότι, η προερχόμενη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύνταξη, ως περιουσιακό δικαίωμα, έχει επίσης μια κοινωνική διάσταση. Η κοινωνική ή αναλογική σύνταξη καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο που σχηματίζεται αποκλειστικά από εισφορές είτε των ασφαλισμένων είτε του εργοδότη τους, υπολογιζόμενη επί των αποδοχών των εργαζομένων. Το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων όμως, πέραν της καταβολής σύνταξης αποσκοπεί στην παροχή ολοκληρωμένης κοινωνικής ασφάλισης, με την εκταμίευση διαφόρων επιδομάτων, όπως μητρότητας, ασθένειας κλπ, κοινωνικών βοηθημάτων, όπως γάμου, κηδείας κλπ, ή συντάξεων ανικανότητας ή χηρείας.
Συνακόλουθα το Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και η παρεχόμενη αναλογική σύνταξη δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα.»
Σ' ό,τι αφορά περαιτέρω, τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι εν' αντιθέσει με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, στην παρούσα περίπτωση ο περιορισμός επιβλήθηκε όχι διά Νόμου, αλλά διά της ΚΔΠ 288/2010 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση Νόμου, παραπέμπουμε σχετικά στο Σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά, Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες, 2η Έκδοση και στο ακόλουθο απόσπασμα στη σελ. 64, το οποίο απαντά και αντικρούει την πιο πάνω θέση:
«Ως εκ τούτου, όταν το Σύνταγμα χρησιμοποιεί τον όρο «νόμος» αναφορικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι ο όρος αυτός θα πρέπει να γίνεται αντιληπτός υπό την ουσιαστική του έννοια. Θα πρέπει, δηλαδή να γίνεται δεκτό ότι και τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας μπορούν να προβαίνουν στη διαμόρφωση ή/και τον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο βαθμό βέβαια που έχουν σαφή νομοθετική εξουσιοδότηση και σύμφωνα με τους όρους που το Σύνταγμα προβλέπει για την εν λόγω εξουσιοδότηση.
Εξάλλου, στην υπόθεση Malone v. The United Kingdom, το ΕΔΑΔ τόνισε ότι η φράση «σύμφωνα με τον νόμο» (in accordance with the law) περιλαμβάνει και δευτερογενή νομοθεσία, διατάγματα και νομολογία εθνικών δικαστηρίων. Συνεπώς, η φράση «υποβάλλονται διά νόμου» σχετικά με τους περιορισμούς δικαιωμάτων όπως επιτρέπονται από διάφορα άρθρα του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος, σημαίνει νόμο της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία δύναται «να εκχωρήσει την εξουσία της να νομοθετεί», σχετικά με λεπτομερείς διατάξεις για την εφαρμογή των περιορισμών εντός βέβαια του πλαισίου του σχετικού Νόμου».
Τέλος, η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει λόγο ακυρότητας περί παραβίασης, πέραν του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ως και του Άρθρου 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως με σαφήνεια προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, το σκεπτικό του Δικαστηρίου αφορά την παραβίαση όλων των προαναφερθέντων άρθρων, υιοθετώντας τις νομικές αρχές που
καθιερώθηκαν στην απόφαση Αυγουστή (ανωτέρω) και συνεπώς για τους ίδιους λόγους, προφανώς, απορρίφθηκε και η ισχυριζόμενη παραβίαση και των εν λόγω άρθρων, τα οποία επίσης αναγνωρίζουν την αρχή του σεβασμού της περιουσίας και αποκλείουν την επέμβαση στην ειρηνική απόλαυση της. Όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω), με αναφορά στην υπόθεση Χαραλάμπους (ανωτέρω):
«Εν κατακλείδι στην Χαραλάμπους αποφασίστηκε ότι η συγκεκριμένη μείωση, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν επηρέαζε τον πυρήνα του δικαιώματος επί του μισθού, ο οποίος (πυρήνας) παρέμεινε έτσι άθικτος και καθόλου δεν αδρανοποιήθηκε ώστε να πρόκειται για στέρηση ή περιορισμό, εκτός των αποδεκτών πλαισίων του Άρθρου 23. Η κατάληξη ήταν να απορριφθεί το παράπονο των αιτητών για παραβίαση του Άρθρου 23 ενώ, για τους ίδιους λόγους, απορρίφθηκε, afortiori,και η εισήγηση τους για παράβαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου.»
Καταλήγουμε, λοιπόν, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά ακολούθησε τις νομικές αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Αυγουστή (ανωτέρω) και οι αντίθετες εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα δεν ευσταθούν και απορρίπτονται, όπως και όλοι οι λόγοι Έφεσης.
Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος του Εφεσείοντα ύψους €4.000.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.