ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.130/20)
10 Μαρτίου, 2025.
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]
AYLIN ARAKELIAN,
Εφεσείουσα,
ν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
Κ. Κουπαρή (κα), για Εφεσείουσα
Σ. Καρασαμάνης, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητους
-------------------------
Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά απόρριψη από το Διοικητικό Δικαστήριο της προσφυγής της Εφεσείουσας, με την οποία επεδίωκε να ακυρώσει απόφαση των Εφεσίβλητων. Συγκεκριμένα, η Εφεσείουσα είχε αποταθεί στη Διοίκηση με σχετική αίτηση ημερ.18.12.14 για απόκτηση της Κυπριακή Ιθαγένειας, αίτηση που οι Εφεσίβλητοι απέρριψαν.
Επιβάλλεται η παράθεση του ιστορικού της υπόθεσης.
Η Εφεσείουσα με καταγωγή από το Ιράν, αφίχθηκε στην Κύπρο το 2006 μέσω κατεχομένων. Ακολούθως, υπέβαλε αίτημα για πολιτικό άσυλο στις 26.7.06 και της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής μέχρι 3.6.09. Το αίτημα της για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε στις 29.2.08 και στη συνέχεια, η Εφεσείουσα υπέβαλε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 12.5.09. Στις 12.2.09 τέλεσε γάμο με τον ευρωπαίο πολίτη και απέσυρε το αίτημά της για άσυλο. Στις 20.7.09 υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως εξαρτώμενη ευρωπαίου πολίτη, το οποίο της παραχωρήθηκε μέχρι 19.2.14. Στις 20.8.12 ζήτησε έγκριση από τον Υπουργό Εσωτερικών για παραμονή και εργασία στην Κυπριακή Δημοκρατία ως σύζυγος Ευρωπαίου πολίτη η συμβίωση της οποίας διήρκεσε πέραν των τριών χρόνων, η οποία άδεια επίσης της παραχωρήθηκε. Στις 30.10.13 εκδόθηκε το διαζύγιο της με τον σύζυγό της. Στις 18.12.14 υπέβαλε αίτηση με το έντυπο Μ127 για απόκτηση της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση και στις 8.6.15 κατέθεσε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για άρνηση απάντησης πέραν των τριών μηνών. Η αίτηση της εξετάστηκε στις 25.9.15 και απορρίφθηκε. Ακολούθησε η προσφυγή, η οποία, όπως αναφέραμε, απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τους λόγους ακύρωσης, ασχολήθηκε με τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο, 2002 (Ν.141(Ι)/02) και κατέληξε πως η Εφεσείουσα δεν ικανοποίησε το Δικαστήριο, ότι η Διοίκηση δεν ενήργησε δεόντως ή ότι ενήργησε εκτός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας ή ότι η απόφαση της Διοίκησης ήταν κακόπιστη ή καταχρηστική.
Η Εφεσείουσα επανέρχεται επί του θέματος προβάλλοντας τέσσερις λόγους έφεσης, ότι εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο κατέληξε πως δεν υπήρξε κακοπιστία (πρώτος λόγος), ότι δεν υπήρξε πλάνη και/ή ότι η αιτιολογία ήταν επαρκής (δεύτερος λόγος), ότι διατυπώθηκε λανθασμένο συμπέρασμα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Διοίκηση ενήργησε ορθά αφού η συμπεριφορά της ήταν ασυνεπής και αντιφατική και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (τρίτος λόγος) και ότι έσφαλε, να θεωρήσει ότι υπήρξε δέουσα έρευνα, ότι η αιτιολογία ήταν ανεπίτρεπτη και εκ των υστέρων και ότι υφίσταται «πλάνη περί δέσμιας αρμοδιότητας και/ή περί τον Νόμο και/ή περί τα πράγματα» (τέταρτος λόγος).
Οι λόγοι έφεσης είναι αλληλένδετοι και εν πολλοίς επάλληλοι, ως εκ τούτου επιβάλλεται να εξετασθούν σε κοινό πλαίσιο.
Το πρωταρχικό που θα πρέπει να διασαφηνισθεί είναι βεβαίως το νομικό πλαίσιο που διέπει θέματα πολιτογράφησης, καθώς και η νομολογία που έχει ερμηνεύσει και αναλύσει τις σχετικές πρόνοιες.
Οι διατάξεις που αφορούν την απόκτηση από αλλοδαπό της ιδιότητας του Πολίτη της Δημοκρατίας, δυνάμει πολιτογράφησης, καθορίζονται από το Άρθρο 111 του ως άνω Νόμου 141(Ι)/02, (σε συνδυασμό με τον Τρίτο Πίνακα), το οποίο έχει ως εξής:
«111.0 Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης. Το πρόσωπο αυτό, στο οποίο χορηγείται το πιστοποιητικό πολιτογράφησης, μόλις δώσει επίσημη διαβεβαίωση πίστεως στην Δημοκρατία, στον τύπο που καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, καθίσταται πολίτης της Δημοκρατίας κατόπιν πολιτογράφησης, από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγείται σ' αυτόν το πιο πάνω πιστοποιητικό:
Νοείται ότι, με πρόταση του Υπουργού σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση ή κατηγορία περιπτώσεων, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης, εκτός εάν ο αιτητής αποκηρύξει την ιδιότητα του πολίτη οποιασδήποτε άλλης χώρας την οποία αυτός κατέχει.»
Ο Τρίτος Πίνακας έχει ως ακολούθως:
«ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗ
1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:
(α) Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και
(β) κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:
Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενα τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης τους η διαμονή του να είναι συνεχής,
(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και
(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ' αυτόν πιστοποιητικού—
(i) να διαμένει στη Δημοκρατία,
(ii) να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία [...]».
Με βάση τη νομολογία που στηρίζει την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω, έχουν διατυπωθεί αρχές, οι οποίες συνοψίζονται, στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Hamdan v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.141/18, 6.3.24:
«Η πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του Κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα που επιθυμεί, με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης (Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ.18, 21).
Δεν αναγνωρίζεται απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρά μονάχα προσδοκία πως, διά της δέουσας υποβολής αίτησης, το αίτημα θα αξιολογηθεί προσηκόντως και θα τύχει ανάλογης, καλόπιστης, και εξατομικευμένης κρίσης, κατ' ενάσκηση, πάντα, της παρεχόμενης προς τη Διοίκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας (Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496, 500-501, Amer ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 66, 69, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, 315-316, Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, 2587).»
Σε επίσης πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Rahimzadeh ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.119/20, 25.2.25, επιβεβαιώθηκαν τα πιο πάνω και περαιτέρω εκρίθη ότι νομίμως η Διοίκηση βασίσθηκε, για απόρριψη αιτήματος πολιτογράφησης, σε πληροφορίες από κατάλληλες πηγές, για να εξετασθεί το κριτήριο του «καλού χαρακτήρα», με την ακόλουθη κατάληξη:
«Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε πως η πολύ ευρεία διακριτική εξουσία των Εφεσίβλητων να απορρίψουν την αίτηση του Εφεσείοντα ασκήθηκε ορθά, στη βάση επαρκούς πραγματικού ερείσματος ότι δεν πληρούσε το κριτήριο του καλού χαρακτήρα. Το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της παραμένει έγκυρο, αφού κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον μας που να αποδεικνύει το αντίθετο.»
Στην κρινόμενη περίπτωση, έτυχε ιδιαίτερης αμφισβήτησης από την Εφεσείουσα, το γεγονός πως μέρος της αιτιολογίας βασίσθηκε στο ότι απεδόθη στο προηγούμενο της γάμο με ευρωπαίο πολίτη, «αλλότριο κίνητρο».
Η αιτιολογία της απόρριψης, η οποία προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο και αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει ως εξής:
«(α) προσπαθήσατε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσετε παραμονή στη Δημοκρατία αρχικά υποβάλλοντας αίτηση για άσυλο και στη συνέχεια τελώντας γάμο με ευρωπαίο πολίτη με τον οποία τελικά χωρίσατε μόλις εξασφαλίσατε δικαίωμα παραμονής λόγω του γάμου σας,
(β) είχατε παρουσιάσει πλαστό διαβατήριο για να μεταβείτε στα κατεχόμενα μέσω Τουρκίας, πράξη που συνιστά ποινικό αδίκημα
(γ) δεν έχετε αποκτήσει περιουσία στη Κύπρο, επομένως η πρόθεση σας για μόνιμη παραμονή δεν είναι ξεκάθαρη και
(δ) δεν έχετε κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία .»
Στη Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε.181/12, 29.10.18, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση. Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια. Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου. Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η Έκδοση, σελ.124-126. Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα. Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας.
Ο ασκών την εξουσία, δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα, όταν η απόφαση του στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ.307).
Tο τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R.224).»
Στην υπό κρίση περίπτωση, εκείνο που θα μπορούσε να εκθεμελιώσει το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης διακριτικής ευχέρειας, είναι το κατά πόσο ηδύνατο η Εφεσείουσα να καταδείξει ότι υπήρξε κακοπιστία ή αυθαιρεσία της Διοίκησης.
Όμως κάτι τέτοιο δεν παρουσιάστηκε. Αν η Διοίκηση - ως μέρος της αιτιολογίας της - αναφέρθηκε και σε αξιολόγηση ενεργειών της Εφεσείουσας (γάμος-διαζύγιο, με Ευρωπαίο κ.ά), οι οποίες, εν συνόλω - και όχι μεμονωμένα, μπορούσαν να καταταχθούν εναντίον της στο επίδικο αίτημα, αυτό δεν ισοδυναμεί ούτε με κακοπιστία της Διοίκησης, ούτε με αυθαιρεσία. Και σίγουρα, δεν στοιχειοθετεί μη δέουσα έρευνα ή έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Όπως αναφέρεται πιο πάνω, λογική αμφιβολία, είναι αρκετή για την απόρριψη αιτήματος πολιτογράφησης, εφόσον ο ασκών την εξουσία ενεργεί καλόπιστα. Δεν έχει καταδειχθεί, εν προκειμένω, ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της Εφεσείουσας να καταδείξει κακή πίστη της Διοίκησης. Αντιθέτως. Όλα συνηγορούν προς μια καλόπιστη και χωρίς αυθαιρεσία εξέταση του αιτήματος. Προσθέτουμε πως δεν αποδεικνύεται αντιφατικότητα στις ενέργειες της Διοίκησης, εάν σε προηγούμενα στάδια, μεμονωμένα και όχι έχοντας το σύνολο των δεδομένων ενώπιόν της, η Διοίκηση παραχωρούσε άδεια παραμονής στην Εφεσείουσα, σαφώς, λειτουργούσασα σε διαφορετικό πλαίσιο νόμου και γεγονότων.
Σε συμφωνία με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε πως η απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας υπήρξε σύννομη, εύλογη, ήταν προϊόν δέουσας έρευνας και είχε επαρκή αιτιολογία, χωρίς να αποδεικνύεται κακοπιστία ή αυθαιρεσία της Διοίκησης.
Η Έφεση απορρίπτεται με €3.000- έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Σ.Θ.