ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 122/20)
26 Μαρτίου, 2025
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσείουσα,
v.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΡΔΑΛΗ
Εφεσίβλητου.
____________________
Κ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Ε. Λοϊζίδου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
_________________
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 16.7.20 ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση - στο πλαίσιο της Προσφυγής 1644/18 ημερομηνίας 23.10.18 («η Προσφυγή») - με την οποία το Ενδιαφερόμενο Μέρος («ΕΜ») διορίστηκε στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας (Ορθοπεδική), από 1.8.18 «... αντί και/ή στη θέση του αιτητή ...» [Εφεσίβλητου] (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες ακολουθούν).
Σύμφωνα με τα αδιαμφησβήτητα γεγονότα, μετά που ακολουθήθηκαν οι νενομισμένες διαδικασίες πλήρωσης της επίμαχης θέσης, υποβλήθηκαν δέκα αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των Εφεσίβλητου και ΕΜ. Εν συνεχεία, τέθηκε στην ΕΔΥ σχετική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής («ΣΕ»), ημερομηνίας 29.1.18 («η Έκθεση ΣΕ»). Με αυτή, η ΣΕ συνέστησε για επιλογή επτά υποψηφίους, μεταξύ των οποίων τον Εφεσίβλητο και το ΕΜ. Η ΕΔΥ σε συνεδρία ημερομηνίας 8.6.18, αφού έλαβε υπόψη την Έκθεση ΣΕ, κάλεσε σε προφορική συνέντευξη έξι από τους επτά υποψηφίους (συμπεριλαμβανομένων του Εφεσίβλητου και του ΕΜ).
Η προφορική συνέντευξη στην ΕΔΥ έλαβε χώραν την 13.7.18. Μετά από το πέρας των συνεντεύξεων, η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, πρότεινε για διορισμό το ΕΜ και έναν άλλον υποψήφιο, και αποχώρησε από τη συνεδρία. Η ΕΔΥ αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη και ασχολήθηκε με τη γενική αποτίμηση και σύγκριση των υποψηφίων. Η ΕΔΥ έκρινε ότι το ΕΜ και ο άλλος υποψήφιος που είχε προταθεί, υπερείχαν των υπολοίπων (και του Εφεσίβλητου), με αποτέλεσμα να επιλεχθούν ως οι πλέον κατάλληλοι για διορισμό. Επειδή ο έτερος επιλεγείς υποψήφιος δεν αποδέχτηκε την προσφορά διορισμού, τούτη ακυρώθηκε, με την ΕΔΥ να επιλέγει άλλον υποψήφιο για διορισμό από 2.10.18. Ο διορισμός δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 17.8.18, με τον Εφεσείοντα να αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να καταχωρίζει την Προσφυγή.
Το Διοικητικό Δικαστήριο, αφού εκτίμησε τις θέσεις των διαδίκων στις αγορεύσεις, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κρίνοντας ως πάσχουσα τη συγκρότηση και λειτουργία της ΣΕ, με επακόλουθο, ως έκρινε, να πάσχει και η τελική απόφαση της Εφεσείουσας η οποία στηρίχθηκε (και) στην αξιολόγηση των υποψηφίων από τη ΣΕ.
Απέληξε έτσι, διακρίνοντας μη τήρηση άρτιων πρακτικών αλλά και παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 32(1)(β) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 εν σχέσει προς τον διορισμό του τέταρτου μέλους της ΣΕ κ. Κοκκινόφτα («το τέταρτο μέλος»), με παρεπόμενο να κλονιστεί και κατ' επέκταση να ανατραπεί, το εφαρμοζόμενο τεκμήριο νομιμότητας.
Η Εφεσείουσα με τέσσερεις λόγους έφεσης εναντιώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση εισηγούμενη ότι εσφαλμένως το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε πως «... υπάρχει παντελής έλλειψη αναφοράς στην ιδιότητα υπό την οποία η Διοικητική Λειτουργός ... υπέγραψε και απέστειλε το συγκεκριμένο σημείωμα ημερομηνίας 15.2.17, [1] εφόσον δεν προκύπτει εάν αυτή ενεργούσε εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας ...» (λόγος έφεσης 1), ότι εξίσου λαθεμένα έκρινε πως «... πουθενά όμως δεν προβλέπεται η υφ' οιουδήποτε άλλου προσώπου απόφαση, εν είδει εισήγησης προς τον Γενικό Διευθυντή ... όπως ουσιαστικά συνέβη εν προκειμένω ...» (λόγος έφεσης 2), ότι αστόχως εξέλαβε πως «... αυτό που απαιτεί ο Νόμος ... είναι απόφαση επιλογής του τέταρτου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τον ίδιο τον Γενικό διευθυντή του οικείου Υπουργείου ...» και πως κάτι τέτοιο «... δεν εντοπίζεται ...» (λόγος έφεσης 3), και πως κακώς αποφάνθηκε ότι υπάρχει ζήτημα «... τήρησης άρτιου πρακτικού ...» ως προς την απόφαση επιλογής του τέταρτου μέλους «... που δεν «ικανοποιείται» ...» (λόγος έφεσης 4).
Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Το ίδιο, και τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Αρχίζουμε με τον λόγο έφεσης 1, ο οποίος, ως εκ του περιεχομένου του, αποτελεί την κύρια συνιστώσα της πρωτόδικης κρίσης και συστατικό στοιχείο της συλλογιστικής που αναπτύχθηκε εκεί για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Το Διοικητικό Δικαστήριο αναφέρθηκε σε επιστολή ημερομηνίας 10.3.17, («η Επιστολή 10.3.17») προς την Αναπληρώτρια Διευθύντρια και Πρόεδρο της ΣΕ («η Αναπληρώτρια Διευθύντρια») από συγκεκριμένη Διοικητική Λειτουργό («η Διοικητική Λειτουργός»), που υπέγραψε για την Γενική Διευθύντρια, και με την οποία η Αναπληρώτρια Διευθύντρια πληροφορείτο ότι «... η αρμόδια αρχή [2] ενέκρινε όπως συμμετάσχει ως τέταρτο μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο κ. Κοκκινόφτας ...»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, είπε και τα εξής αναφορικώς προς τη θεματική:
«[...] Σύμφωνα και με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 32(1)(β), ο Νόμος απαιτεί, όσον αφορά στο τέταρτο μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την απόφαση επιλογής του από τον Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και την έγκριση της εν λόγω απόφασης από την αρμόδια αρχή. Συνεπώς, απαιτείτο εν προκειμένω απόφαση επιλογής του Δρ. Κοκκινόφτα από την Γενική Διευθύντρια και, ακολούθως, η έγκριση αυτής από τον Υπουργό Υγείας. Ως έχω προαναφέρει, η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση επεσύναψε στην αγόρευσή της σημείωμα της Διοικητικής Λειτουργού xxxxx Γεωργίου προς τον Υπουργό Υγείας, ημερομηνίας 15.2.2017 [...]».
Προσθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο - με ειδική μνεία στο Σημείωμα 15.2.17 (που είχε σταλθεί στον Υπουργό Υγείας μέσω της Γενικής Διευθύντριας «... και της Πρώτης Διοικητικής Λειτουργού ...»), ανέφερε και τα ακόλουθα:
«[...] Ο Αν. Διευθυντής Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας με επιστολή του στα ερ. 100-109 εισηγείται σύμφωνα με το άρθρο 32(1)(β) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2015 (βλ. on top φακ.), το οποίο αναφέρει ότι «για την πλήρωση κενών θέσεων σε Τμήμα που υπάγεται σε Υπουργείο συνιστάται Επιτροπή από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος ή της Υπηρεσίας, που θα ενεργεί ως Πρόεδρος, και τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας τον Προϊστάμενο και ένας επιλέγεται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση», όπως επιλεγεί και εγκριθεί ως τέταρτο μέλος για τη διαδικασία πλήρωσης δυο κενών μόνιμων θέσεων Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος (Ορθοπεδικής), ο Δρ. Γεώργιος Κοκκινόφτας, Διευθυντής Κλινικής/Τμήματος (Ορθοπεδικής) στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Παρακαλώ για την έγκρισή σας [...]».
Στη βάση αυτών, το Διοικητικό Δικαστήριο υπογράμμισε τη φερόμενα παντελή έλλειψη αναφοράς στην ιδιότητα υπό την οποία η Διοικητική Λειτουργός υπέγραψε και απέστειλε το Σημείωμα 15.2.17, θεωρώντας ότι δεν προέκυπτε το κατά πόσον τούτη ενεργούσε για τη Γενική Διευθύντρια (όπως είχε συμβεί με την Επιστολή 10.3.17), και πως (κατά το περιεχόμενο της), φαίνεται ότι η Διοικητική Λειτουργός ενεργούσε εκ μέρους της Αναπληρώτριας Διευθύντριας διότι ήταν εκείνη που εισηγήθηκε «... όπως επιλεγεί και εγκριθεί ...» το τέταρτο μέλος «... σύμφωνα ... με το άρθρο 32(1)(β) του Νόμου ...».
Επί τούτων των σκέψεων, το Διοικητικό Δικαστήριο προσέθεσε:
«[...] Και εδώ ακριβώς έγκειται η δεύτερη παρατήρηση του Δικαστηρίου τούτου αναφορικά με το υπό συζήτηση ζήτημα: αυτό που ρητά επιτάσσει το άρθρο 32(1)(β) του Νόμου είναι όπως υπάρξει απόφαση-και όχι εισήγηση-επιλογής του τέταρτου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τον ίδιο τον Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και η έγκριση αυτής της απόφασης επιλογής από τον Υπουργό. Πουθενά όμως δεν προβλέπεται η υφ' οιουδήποτε άλλου προσώπου απόφαση, εν είδει εισήγησης προς τον Γενικό Διευθυντή, ως προς την επιλογή του τέταρτου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως ουσιαστικά συνέβη εν προκειμένω. Εσφαλμένα δε αναφέρεται στο εν λόγω σημείωμα ότι ο Αν. Διευθυντής δύναται να εισηγηθεί δυνάμει του άρθρου 32(1)(β) του Νόμου την επιλογή του τέταρτου μέλους της Συμβουλευτικής, εισήγηση μάλιστα που στην παρούσα περίπτωση η Γενική Διευθύντρια φαίνεται ότι απλά ακολούθησε [...]».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεκτείνοντας τον συλλογισμό του, εξέφρασε και αυτά:
«[...] Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό που απαιτεί ο Νόμος, σύμφωνα με το προεκτεθέν άρθρο 32(1)(β), είναι απόφαση επιλογής του τέταρτου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τον ίδιο τον Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου, εν προκειμένω του Υπουργείου Υγείας, η οποία θα τύχει της έγκρισης του Υπουργού. Ωστόσο, πουθενά δεν εντοπίζεται μια τέτοια απόφαση της Γενικής Διευθύντριας: αυτό που διακρίνεται χειρόγραφα επί του υπό αναφορά σημειώματος είναι η λέξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», κάτω από την οποία υπάρχει μια υπογραφή και η ημερομηνία 2.3.2017, ενώ πιο κάτω, επίσης χειρόγραφα, υπάρχει η φράση «Εισήγηση για τον xxxxx Κοκκινόφτα ως τέταρτο μέλος», δίπλα από την οποία φαίνεται να υπάρχει μια υπογραφή και η ημερομηνία 17.2.2017 και, αμέσως πιο κάτω, η φράση «Για έγκριση 4ου μέλους στη Συμβουλευτική Επιτροπή», κάτω από την οποία εκτίθεται μια άλλη υπογραφή και η ημερομηνία 16.2.2017 [...]».
Με κάθε σεβασμό, η πρωτόδικη προσέγγιση, μας βρίσκει αποκλίνοντες.
Η Διοικητική Λειτουργός υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπό αυτή την ιδιότητα, στο Υπουργείο Υγείας. Ήταν κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων και εκ των πραγμάτων - ως τούτα αναδύονται και από τους Προσωπικούς Φακέλους/Τεκμήρια 1 και 2, τα Παραρτήματα που συνάπτονται στην Ένσταση αλλά και στη Γραπτή Αγόρευση των Καθ' ων η Αίτηση (τα οποία δεν αμφισβητήθηκε ότι συναποτελούν μέρος του Διοικητικού Φακέλου) - που η Διοικητική Λειτουργός (ενεργώντας νομίμως κατά τεκμήριο) έστειλε την Επιστολή 10.3.17 (εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας και της αρμόδιας αρχής), πληροφορώντας για την απόφαση έγκρισης του τέταρτου μέλους.
Στην Αρτεμίου-Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 84/16, ημ. 2.10.23 είχαμε την ευκαιρία να πούμε και τούτα τα συναφή με ό,τι κειμένως ενδιαφέρει:
«[...] Στη βάση των γεγονότων που περιστοιχίζουν την παρούσα περίπτωση, δεν υφίσταται νομιμοποιητικός λόγος για να αποστεί κανείς από τον δικαστικό λόγο στην Κασσέρα (ανωτέρω), [3] ως η περί του αντιθέτου, σθεναρή πάντως, εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου της Εφεσείουσας.
Οι αυθεντίες στις οποίες βασίστηκε ο συνήγορος της Εφεσείουσας επί της αναλυόμενης πτυχής, διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τα γεγονότα που τη συναπαρτίζουν - αλλά και από το ευρύτερο νομικό φάσμα που την αφορά - με υπόψη πάντοτε τους λόγους έφεσης.
Ενδεικτικά, αναφερόμαστε στην Αδάμου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 374 (επί της οποίας ανέπτυξε επιχειρήματα ο κ. Αγγελίδης), στην οποία, εντούτοις, υπήρχε προφορική απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών να διορίσει τα μέλη τριμελούς εξεταστικής επιτροπής. Αυτονόητα, αυτή η παράμετρος απέχει πολύ από όσα συνθέτουν την παρούσα, όπου υπήρχε (κατά απρόσβλητη διαπίστωση στην Πρωτόδικη Απόφαση) «. χειρόγραφη μονογραφημένη σημείωση ημερομηνίας 25/11/2011 της Γενικής Διευθύντριας (ερυθρή σημείωση 31α, του φακέλου 15.21.02/3), ότι "εγκρίνονται" (εννοείται τα πιο πάνω αναφερόμενα, δηλαδή και η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής)».
Παρόμοια, ισχύουν και για την Βανέζη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 402/2007, ημ. 30.6.09, στην οποία δεν είχε παρουσιαστεί οτιδήποτε - σε αντίθεση με εδώ - από το οποίο να φαίνεται ότι είχε γίνει εκχώρηση της εξουσίας του Υπουργού Οικονομικών για έγκριση του αιτήματος της εφεσείουσας να τοποθετηθεί στην ανάλογη μισθολογική κλίμακα που βρισκόταν όταν αποχώρησε από το ΕΤΕΚ.
Ομοίως, στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 987, και πάλι απουσίαζε έγγραφη καταχώριση που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για την εκεί απασχολούσα μετάθεση της εφεσείουσας είχε ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο εφαρμοζόμενος νόμος είχε εναποθέσει τη σχετική αρμοδιότητα.
Παρενθέτουμε, πως η επίκληση ανάλογης νομολογίας και αρχών κατά το Ελληνικό δίκαιο από τον δικηγόρο της Εφεσείουσας - όπως η μνεία στa Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 (σελίδες 106-107) - καθόλου δεν κατόρθωσε, ως εκ των γεγονότων που συγκροτούν την υπό κρίση περίπτωση, να αναδείξει εκφάνσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αμβλύνουν, πόσω δε μάλλον να καταρρίψουν, την ορθότητα της δικαστικής προσέγγισης στην Κασσέρα (ανωτέρω).
Κρίνουμε πως η Κασσέρα (ανωτέρω) - ως και η απόφαση Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και Άλλων ν. Παναγή και Άλλων (ανωτέρω) καλύπτει ευθέως τα εδώ επίμαχα, με την πρόσθετη επισήμανση μας πως (για ό,τι αφορά στην τρέχουσα περίπτωση) το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής (στον οποίο είχε δοθεί η εκχώρηση 9.12.03), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική), τα αναλυόμενα.
Η θεώρηση αυτή, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, ενισχύεται και από την Saleh ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Δ.Π. 4/22, ημ. 23.6.22, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο είπε τα εξής:
«[.]Το γεγονός ότι δεν κατονομάζεται το πρόσωπο το οποίο εξουσιοδοτεί ο Υπουργός δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της εξουσιοδότησης, εφόσον καθορίζεται η θέση που πρέπει να κατέχει το πρόσωπο αυτό. Στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για την Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία υπογράφει και το σχετικό διάταγμα κράτησης (Παράρτημα Α στην ένσταση της Δημοκρατίας). Στο εν λόγω διάταγμα η Αν. Διευθύντρια προβαίνει σε ρητή αναφορά στις εξουσίες που δίδονται στον Υπουργό Εσωτερικών, δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ του Ν.6(Ι)/2000 και στο ότι αυτές εκχωρήθηκαν στην ίδια [.]» [...]».
Στην ουσία του πράγματος λοιπόν, εκείνο που στην προκειμένη υπείχε πρωταρχικής σημασίας δεν ήταν η ταυτότητα του προσώπου ή του οργάνου που υπέγραψε την Επιστολή 10.3.17 αλλά η ταυτότητα του προσώπου ή του οργάνου που έλαβε την κρίσιμη απόφαση για την επιλογή του τέταρτου μέλους, και στη συνέχεια η απόφαση του Υπουργού για την έγκριση αυτής (βλ. ως προς την αρχή, Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 987, 993).
Παρενθέτουμε, πως το Σημείωμα 15.2.17, περί του οποίου έγινε εκτενής λόγος πρωτοδίκως, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα εσωτερικό σημείωμα, πληροφοριακού χαρακτήρα, που συντάχθηκε ακριβώς ως τέτοιο στο πλαίσιο των διεργασιών της Εφεσείουσας σε σχέση προς την υπό ανάλυση ενότητα και επί αυτού υπάρχουν τόσον οι αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων (αποφασιστικής και εγκριτικής) όσον και οι υπογραφές αυτών.
Το τεκμήριο κανονικότητας δεν ανατράπηκε.
Επομένως, τη απουσία άλλων παραμέτρων που θα μπορούσαν δυνητικώς να οδηγήσουν σε άλλη οπτική, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη πραγμάτευση ήταν μάλλον υπέρμετρα φορμαλιστική και πάντως όχι η δέουσα.
Ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.
Η κατάληξη συμπαρασύρει σε επιτυχία και τους άλλους λόγους έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Το ίδιο, και η διαταγή για τα έξοδα και τον ΦΠΑ.
Διατάζεται η εκδίκαση της υπόθεσης από το Διοικητικό Δικαστήριο (υπό την ίδια σύνθεση), το ταχύτερο δυνατόν, για τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως.
Επιδικάζουμε έξοδα €3.000,00, υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.
/μκε
[1] Το σημείωμα αυτό (προς τον Υπουργό Υγείας), είχε επισυναφθεί στη γραπτή αγόρευση της Εφεσείουσας, με την τελευταία να προτάσσει πως προκύπτει από τούτο το καθόλα σύννομο των ενεργειών της Διοίκησης και η αντίκρουση των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του Εφεσίβλητου («το Σημείωμα 15.2.17»).
[2] Ο Υπουργός Υγείας.