ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 115/2020)

 

26 Μαρτίου, 2025

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

GDL TRADING LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσίβλητων.

____________________

 

Χρ. Σιακαλλή (κα) με Ν. Ξάνθου, για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

 

Φ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

____________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες/Αιτητές («οι Εφεσείοντες»), εναντιώνονται στην ετυμηγορία του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 26.6.20 να απορρίψει την Προσφυγή 76/12, ημερομηνίας 19.1.12 («η Προσφυγή»), με την οποία οι Εφεσείοντες αντιτάχθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση των Εφεσίβλητων/Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») ημερομηνίας 8.11.11, να απαιτήσουν από τους Εφεσείοντες εισαγωγικό δασμό και ΦΠΑ ύψους €11.879,96, συν χρηματική επιβάρυνση €1.188,00, και τόκους, καθότι (ως διατύπωσε τη θέση το Διοικητικό Δικαστήριο στην πρωτόδικη απόφαση) «... το είδος buttered chicken nuggets, [1] ταξινομείται σε άλλη από την δηλωθείσα [από τους Εφεσείοντες] δασμολογική κλάση» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες ακολουθούν).

Δυο λόγια για τα γεγονότα, ως τα αποτύπωσε το Διοικητικό Δικαστήριο και ως εξάγονται παραδεκτώς (και) από τη δικογραφία.

Οι Εφεσείοντες, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ασχολούνται μεταξύ άλλων με την εισαγωγή και εμπορία τροφίμων. Περί την 3.5.11 υποβλήθηκε από τους εκτελωνιστές τους η διασάφηση 2011602153910 για να τεθούν σε κυκλοφορία 3.000 κιλά «breaded formed cooked chicken meat steaks» και 15.000 κιλά «buttered chicken breast nuggets».

 Σύμφωνα με τη διασάφηση, το φορτίο είχε δηλωθεί και καταταχθεί στη δασμολογική κλάση 1602323090 τής συνδυασμένης ονοματολογίας που εμπερικλείει «ψημένα παρασκευάσματα πουλερικών που περιέχουν 25% ή περισσότερο, αλλά λιγότερο από 57% κατά βάρος κρέας πουλερικών ...», με συντελεστή εισαγωγικού δασμού 10.9% και ΦΠΑ 5%.

Κατά τις αναλύσεις που διενεργήθηκαν από το Γενικό Χημείο του Κράτους («το Γενικό Χημείο») και κοινοποιήθηκαν προς τους Εφεσίβλητους, στο δείγμα buttered chicken breast nuggets το εμπόρευμα»), προσδιορίστηκε κρέας σε ποσοστό 61.00%, με πλαίσιο αβεβαιότητας ± 1.82%. Στην πορεία, διαπιστώθηκε ότι το εμπόρευμα, ένεκα της περιεκτικότητας του σε κρέας κοτόπουλου (στοιχείο καθοριστικό της δασμολογικής του κατάταξης), έπρεπε να είχε υπαχθεί στον κωδικό Taric 1602321900 [2] και όχι σε εκείνον που είχαν εκθέσει οι Εφεσείοντες. Αυτό, ανεφύει από τα αποτελέσματα δειγματοληψίας που είχαν κάνει οι Εφεσίβλητοι επί του εμπορεύματος. Κατόπιν τούτων, οι Εφεσίβλητοι (αφού υπολόγισαν τους δασμούς και φόρους με βάση τη νέα πλέον κατάταξη του εμπορεύματος), καθόρισαν την ανάλογη τελωνειακή οφειλή την οποία και κοινοποίησαν προς τους Εφεσείοντες με την εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής την 8.11.11/Παράρτημα 21/Ένσταση, και που οι Εφεσείοντες προσέβαλαν διά της Προσφυγής.

Το Διοικητικό Δικαστήριο - και αδρομερώς είναι που θα αναφερθούμε στην απόφανση του τώρα - απέρριψε την Προσφυγή και τις αιτιάσεις των Εφεσειόντων ότι πλανεμένα οι Εφεσίβλητοι δεν έλαβαν δείγμα του εμπορεύματος κατά τις νομοθετικώς προβλεπόμενες διαδικασίες, με παρεπόμενο η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι προϊόν πλάνης περί τον νόμο και τα πράγματα, και απόρροια έλλειψης δέουσας έρευνας.

Οι Εφεσείοντες, αμφισβητούν την επίδικη δειγματοληψία (λόγοι έφεσης 1 και 2), και όσα προέκυψαν εξ αυτής, αντιτάσσοντας συνάμα επιχειρηματολογία περί άστοχης εφαρμογής του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας (λόγος έφεσης 3), λανθασμένων συμπερασμάτων για τα περί διαπίστευσης του Γενικού Χημείου να διενεργεί αναλύσεις ως οι επίμαχες (λόγος έφεσης 4), αλλά και για την καταφυγή του πρωτόδικου δικαστηρίου στους Διοικητικούς Φακέλους/Τεκμήρια 1 και 2 οι Διοικητικοί Φάκελοι»), και όσα συναποτέλεσαν την κρίση του για τη δειγματοληψία και τις αναλύσεις (λόγοι έφεσης 5 και 6).

Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.

Το ίδιο, και τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.

Έχοντας υπόψη τη συνολική εικόνα του εφετηρίου, κρίνουμε πως, ως εκ των ισχυρισμών που ενεστώτος προβάλλονται, αλλά και του αλληλένδετου περιεχομένου κάποιων εκ των λόγων έφεσης, επιβάλλεται να επιληφθούμε, ως θέμα λογικής τάξης, πρώτα τον λόγο έφεσης 4 (που καταπιάνεται με το αν το Γενικό Χημείο είναι διαπιστευμένο να διεξάγει αναλύσεις όπως οι επίδικες).

Αυτό, διότι, τυχόν αποδοχή τού λόγου έφεσης 4, ενδέχεται να καταστήσει τους υπόλοιπους λόγους έφεσης ως στερημένους πλέον αντικειμένου, ή (το λιγότερο), ως ακαδημαϊκής σημασίας.

Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

Αναφορικώς προς τους λόγους έφεσης 1, 2 και 3 οι οποίοι άπτονται της δειγματοληψίας και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε από τους Εφεσίβλητους, οι Εφεσείοντες προτάσσουν κατά βάσιν πως η δειγματοληψία (και όσα την περιστοίχισαν) - με τους Εφεσίβλητους να αντιτείνουν το ευσταθές των ενεργειών τους - εκπίπτει της ενωσιακής και κανονιστικής τάξης πραγμάτων [3] και στερείται αποδεικτικής επίρρωσης.

Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι τοποθετήσεις των Εφεσειόντων.

Το Διοικητικό Δικαστήριο πραγματεύθηκε ορθά τα της δειγματοληψίας, εντός του πλαισίου της δικαιοδοσίας του.

Το Διοικητικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στο Παράρτημα 12/Ένσταση, όπου περιγράφεται η διαδικασία λήψης δειγμάτων, υπογραμμίζοντας πως τούτη έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των Εφεσειόντων, οι οποίοι, μάλιστα, παρέδωσαν αυτοβούλως τα δείγματα προς τους Εφεσίβλητους, συμπληρώνοντας και το σχετικό έντυπο.

Το Διοικητικό Δικαστήριο είπε και αυτά:

«[...] Το έντυπο "Αίτηση για χημική ανάλυση", το οποίο επισυνάπτεται ως Παράρτημα 8 στην Ένσταση των καθ' ων η αίτηση, περιλαμβάνει τόσο τον αύξοντα αριθμό της αίτησης (αριθμός 12, έτος 11), τον αριθμό σφραγίδας 151, την ημερομηνία 3/5/2011, την ώρα 16:00, το τόπο Β. Π. Αραδίππου, την εμπορική ονομασία του δείγματος, τον αριθμό διασάφησης, τον αριθμό δηλωτικού, το κώδικα, τη ποσότητα του δείγματος που στάληκε για ανάλυση. Επίσης αναφορά σε λεπτομέρειες της δειγματοληψίας γίνεται και σε επιστολή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού ημερομηνίας 14/9/2011 προς τον Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων καθώς και στα αποτελέσματα της δειγματοληψίας, όπως αυτά καταγράφονται στο σχετικό έντυπο του Προϊσταμένου Εργαστηρίου του Κρατικού Χημείου, τα οποία επισυνάπτονται στο Παράρτημα 15 στην Ένσταση. Αναφορές υπάρχουν και στο Σημείωμα του Τομέα Δασμολογίας ημερομηνίας 27/9/2011 (Παράρτημα 16) και στην επιστολή του Διευθυντή Τελωνείων προς τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λάρνακας ημερομηνίας 5/10/2011 (Παράρτημα 17) [...]».

 

Ως προς την τεκμηρίωση της δειγματοληψίας, το Διοικητικό Δικαστήριο είπε ότι η αναφορά του δειγματολήπτη πως παρέλειψε να δώσει το έντυπο ειδοποίησης δειγματοληψίας για υπογραφή στους Εφεσείοντες, δεν ήταν ικανοποιητικό - ως τυπικής και όχι ως ουσιώδους φύσης - ώστε να επιφέρει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Αυτό, επειδή, από το όλον των στοιχείων στους Διοικητικούς Φακέλους, προέκυπτε η εκτέλεση της διαδικασίας δειγματοληψίας με τη συναίνεση των Εφεσειόντων οι οποίοι ουδέν επέδειξαν προς στοιχειοθέτηση της άποψης τους.

Το Διοικητικό Δικαστήριο - με παραπομπή σε νομολογία και συγγράμματα (για την παράβαση ουσιώδους τύπου και τα επακόλουθα της) [4] - επεσήμανε:

«[...] Αλλά ούτε και η θέση των καθ' ων η αίτηση, ότι παρόλο που ο αρμόδιος λειτουργός δεν έδωσε το έντυπο ειδοποίησης δειγματοληψίας για υπογραφή στην αιτήτρια, η ίδια ετοίμασε παρόμοιο έντυπο σχετικά με τη λήψη των δειγμάτων, το οποίο ο λειτουργός υπέγραψε και το οποίο η αιτήτρια κράτησε στα αρχεία της, έχει αντικρουστεί με προσκόμιση σχετικής μαρτυρίας. Εξάλλου το έντυπο ειδοποίησης δειγματοληψίας, το οποίο κατά παραδοχή των καθ' ων η αίτηση δεν δόθηκε για υπογραφή στην αιτήτρια, αφορούσε το κατά πόσο η εταιρεία επιθυμούσε την επιστροφή των δειγμάτων ή του υπόλοιπου των δειγμάτων τα οποία και θα παραλάμβανε ή αν όχι, το Τελωνείο θα διευθετούσε την καταστροφή τους. Συναφώς δεν πρόκειται για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα [...]».

 

Η προσέγγιση συνάδει κατ' αρχήν και με επίκαιρη νομολογία (Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού και Άλλων ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 6 και 8/17, ημ. 16.10.24, Κάππα και Άλλου ν. Δημοκρατίας και Άλλων, Ε.Δ.Δ. 93/17, ημ. 19.1.24).

Περιπλέον, το Διοικητικό Δικαστήριο τόνισε πως με την ίδια διαδικασία δειγματοληψίας που είχε γίνει την ίδια μέρα και ώρα, από τον ίδιο Λειτουργό των Εφεσίβλητων, είχαν ληφθεί δείγματα που αφορούσαν και σε άλλα προϊόντα (ήτοι 3000 κιλά «breaded formed cooked chicken meat steaks»), τα οποία ήσαν και εκείνα κατεψυγμένα προτηγανισμένα παρασκευάσματα από κοτόπουλο, και κρίθηκε ότι είχαν ταξινομηθεί από τους Εφεσείοντες στη σωστή δασμολογική κλάση, αφού προηγουμένως οι αναλύσεις κατέδειξαν ποσοστό κρέατος 59,64% και αβεβαιότητα ± 3,2%, κάτι που λειτούργησε προς όφελος τους.

Η κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου συνάδει και με την ευχέρεια που παρείχαν σχετικώς (προς τους Εφεσίβλητους), τα Άρθρα 42, 68(β) και 69(2) του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/1992 και τα Άρθρα 239-246 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92, διατάξεις οι οποίες, αν και έκτοτε έχουν καταργηθεί, εφαρμόσθηκαν από τους Εφεσίβλητους με τρόπο δίκαιο έναντι των Εφεσειόντων βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης (βλ. κατ' αναλογίαν, Baltic Master Ltd v. Lithuania [2019] ECHR 305, Α. Μιντίκκης Φάρμ Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 949/07, ημ. 25.8.10).

Στην Prana Co Ltd v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 12/17, ημ. 5.10.23, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, υπό τη Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του, με παραπομπή και στο Άρθρο 33 του Πρωτοκόλλου 4 [5] υπέμνησε εν σχέσει προς τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/12 - με σημείο αναφοράς τα Άρθρα 50 και 51 του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99 (ως προς το ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης κατά την εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων οφείλουν να αποφεύγουν ανεπιεικείς και άδικες λύσεις και πως η αρχή της καλής πίστης επιβάλλει στη Διοίκηση να αποφεύγει να ενεργεί κατά τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον διοικούμενο) - πως η κατάλληλη ταξινόμηση των προϊόντων ύστερα από μεταγενέστερο έλεγχο από τις τελωνειακές αρχές της Δημοκρατίας, επαναφέρει τη δημόσια τάξη διά της ορθής ταξινόμησης των προϊόντων. Αυτό αφού, οι εν λόγω αρχές είναι υπεύθυνες για τη νομιμότητα της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων εμπορευμάτων και την είσπραξη των επιβαλλόμενων φόρων και δασμών, με πρώτιστη υποχρέωση και καθήκον την επαναφορά των πραγμάτων στην ορθή και πραγματική τους νομική διάσταση.

Περαιτέρω, το Διοικητικό Δικαστήριο έψεξε την ταυτόχρονη επιλογή των Εφεσειόντων να επιδοκιμάζουν τη διαδικασία δειγματοληψίας για μέρος των εμπορευμάτων τους και να την αποδοκιμάζουν για τα επίδικα εμπορεύματα, κατασταλάζοντας (το Διοικητικό Δικαστήριο) - και ορθώς - πως η περί ης ο λόγος διαγωγή των Εφεσειόντων προσέκρουε στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, με καταλυτική την επίπτωση στη θέση που προέβαλαν.

Δεν διακρίνουμε περιθώριο επέμβασης, ούτε και σε αυτή την πτυχή, με την πρωτόδικη πραγμάτευση να συνάδει και με την αφορώσα διαχρονική νομολογία (Χριστοδούλου ν. Δήμου Έγκωμης, Ε.Δ.Δ.94/17, ημ. 29.11.23, Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14, ημ. 1.11.21, ECLI:CY:AD:2021:C493, Kyriakides (No 1) v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1965) 3 C.L.R. 151, 157).

Οι λόγοι έφεσης 1-3 απορρίπτονται.

Προχωρούμε στους λόγους έφεσης 5 και 6, που εκ περιεχομένου μπορούν να αντικριστούν ενιαίως.

Το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για προσδιορισμό του ποσοστού κρέατος κοτόπουλου στην προκειμένη περίπτωση, ήταν η μέθοδος ΜΕΘ 01*31 01, και πως επ' αυτού, δεν είχε τεθεί οτιδήποτε από τους Εφεσείοντες εν είδει μαρτυρίας που να αμφισβητεί τη μέθοδο και να καλεί σε διαφορετική διερεύνηση.

Ως καλώς υπενθύμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο (περί της δειγματοληψίας και των αναλύσεων), ελλείψει εμφανούς και πρόδηλου λάθους, δεν μπορούσε να εισδύσει σε εξέταση τεχνικής φύσεως θεμάτων υποκαθιστώντας - απαραδέκτως κατά πάγια νομολογία - τη (λελογισμένη εδώ) κρίση της Διοίκησης επί των αφορώντων ζητημάτων (Nestoras Hotels v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 169/18, ημ. 20.3.24, Λυσάνδρου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Ε.Δ.Δ. 130/18, ημ. 5.3.24 Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79, 90, Pancyprian Federation of Labour (PEO) v. Board of Cinematograph Films Censors and Others (1965) 3 C.L.R. 27, 34).

Στην Logicom Ltd v. Δημοκρατίας και Άλλων (2003) 3 Α.Α.Δ. 287, 300-301, η Ολομέλεια ανέφερε συναφώς και τα ακόλουθα σε σχέση προς τη θεματολογία των δασμολογικών κατατάξεων και το ανέλεγκτο της ουσιαστικής εκτίμησης της Διοίκησης:

 

«[...] Έχει νομολογηθεί (βλ. Στ.Ε. 479/1938 και 564/1949) ότι σε θέματα δασμολογικών ταξινομήσεων η ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης είναι ανεξέλεγκτος. Βλ. και A & S Antoniades and Co. v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 675, 680: [...]      

 

"In matters of classification of goods, such as the present Case, an Administrative Court has no competence to substitute its own discretion in the place of the discretion of the proper authorities (vide Decisions of the Council of State in Greece 479/1938, 564/1949); but, of course, as in every other case of recourse under Article 146 the Court has to examine the legality of the sub-judice decision, and also whether it was reached through any misconception and cognate matters."

Σε μετάφραση:

«Σε θέματα ταξινόμησης αγαθών το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να υποκαταστήσει τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη των αρμοδίων αρχών (βλ. Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας 479/38, 564/49) αλλά πρέπει να εξετάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά πόσο έχει ληφθεί κάτω από οποιαδήποτε πλάνη και συναφή θέματα.

 

Βλ., επίσης, Makrides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 584, 601 [...]».

 

Τα υιοθετούμε.

Τέλος, το Διοικητικό Δικαστήριο, πραγματευόμενο κάποια έτερα θέματα που ηγέρθησαν περί σωστής έρευνας και αιτιολογίας - εντός των δικαιοδοτικών παραμέτρων και αρμοδιοτήτων του - κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε λογικώς και ύστερα από δέουσα έρευνα και παροχή σαφούς αιτιολογίας, κατά τις κλασικώς πάντως εφαρμοζόμενες νομολογιακές αρχές (Cypra Ltd v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 11/18, ημ. 1.12.23, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, 156-157, Nicosia Techalemit Co and Another v. The Municipality of Nicosia (1971) 3 C.L.R. 357, 368-370).

Μήτε και υπό αυτό το πρίσμα χωρεί ανατροπή στην πρωτόδικη κρίση.

Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 απορρίπτονται.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Επιδικάζουμε έξοδα €3.500,00, υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

/μκε



[1] Στη σχετική επιστολή των Εφεσίβλητων προς τους Εφεσείοντες ημερομηνίας 8.11.11 (Παράρτημα 21 στην Ένσταση των Εφεσίβλητων) αναφέρεται ο όρος «battered chicken nuggets».

[2] Το ηλεκτρονικό εργαλείο «Taric» αποτελεί ευρωπαϊκό ηλεκτρονικό εργαλείο το περιεχόμενο του οποίου είναι δεσμευτικό για όλα τα Κράτη Μέλη δυνάμει του Άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2568/87 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1987, με σχετικό επί τούτω και το Άρθρο 36(1) του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου 94(Ι)/04.

[3] Όπως, για παράδειγμα, προς όσα διαλαμβάνονται στον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 1993 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα («οι Κανονισμοί (ΕΟΚ) 2454/93 και 2913/92 αντιστοίχως»).

 

 

 

 

[4] «[...] Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2771/29.1.99, Παπαλουκά και Άλλων. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Α.Ε. 1908/16.9.98, A. Lumiere Television Ltd v. Αντέννα και Άλλων., Α.Ε. 2032/27.2.98, Η. Κυριακόπουλου, «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Τόμος Β, σελ. 380, και Θ. Τσάτσου, «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 232 [...]».

[5] «1. Ο μεταγενέστερος έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής πραγματοποιείται δειγματοληπτικά ή όποτε οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα τέτοιων εγγράφων, το χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων ή την εκπλήρωση των άλλων όρων του παρόντος πρωτοκόλλου.

2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής πρέπει να επιστρέφουν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 ή EUR-MED, και το τιμολόγιο, αν έχει υποβληθεί, τη δήλωση τιμολογίου ή τη δήλωση τιμολογίου EUR-MED ή αντίγραφο των εν λόγω εγγράφων στις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, αναφέροντας, όπου κρίνεται σκόπιμο, τους λόγους που δικαιολογούν τον έλεγχο. Προς επίρρωση της αίτησής τους για έλεγχο, αυτές παρέχουν όλα τα έγγραφα και όλες τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει και που υποδεικνύουν ότι οι πληροφορίες που αναγράφονται στο πιστοποιητικό καταγωγής είναι ανακριβείς.

3. Ο έλεγχος διενεργείται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής. Για τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητούν την προσκόμιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και να διενεργούν ελέγχους των λογιστικών βιβλίων του εξαγωγέα καθώς και οποιονδήποτε άλλο έλεγχο κρίνουν αναγκαίο.

4. Αν οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής αποφασίσουν να αναστείλουν την προτιμησιακή μεταχείριση για τα συγκεκριμένα προϊόντα, εν αναμονή των αποτελεσμάτων ελέγχου, επιτρέπουν στον εισαγωγέα να παραλάβει τα προϊόντα, με την επιφύλαξη λήψης κάθε προληπτικού μέτρου που κρίνεται απαραίτητο.

5. Οι τελωνειακές αρχές που ζητούν τη διενέργεια του ελέγχου ενημερώνονται για τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού, το ταχύτερο δυνατό. Για τα εν λόγω αποτελέσματα ορίζουν σαφώς αν τα έγγραφα είναι γνήσια και αν τα σχετικά προϊόντα μπορούν πράγματι να θεωρηθούν ως προϊόντα, καταγωγής Κοινότητας, Τυνησίας ή μίας άλλης από τις χώρες που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 και ότι πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος πρωτοκόλλου.

6. Εάν, σε περίπτωση εύλογων αμφιβολιών, δεν δοθεί απάντηση εντός δέκα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ελέγχου ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τη διαπίστωση της γνησιότητας του εν λόγω εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, οι αιτούσες τελωνειακές αρχές αρνούνται, εκτός εκτάκτων περιστάσεων, το ευεργέτημα των προτιμήσεων».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο