ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 114/2020)

 

26 Μαρτίου, 2025

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

GDL TRADING LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσίβλητων.

____________________

 

Χρ. Σιακαλλή (κα) με Ν. Ξάνθου, για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Φ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

____________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες/Αιτητές οι Εφεσείοντες»), αντιτίθενται στην ετυμηγορία του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 26.6.20 να απορρίψει την Προσφυγή 395/13, ημερομηνίας 4.3.13 («η Προσφυγή»), με την οποία οι Εφεσείοντες εκκάλεσαν την προσβαλλόμενη απόφαση των Εφεσίβλητων/Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») ημερομηνίας 21.1.13, να απαιτήσουν από αυτούς εισαγωγικό δασμό και ΦΠΑ ύψους €101.115,86, συν χρηματική επιβάρυνση €10.111,60, και τόκους, καθότι (ως διατυπώθηκε στην πρωτόδικη απόφαση) «... το είδος buttered chicken nuggets, ταξινομείται σε άλλη από την δηλωθείσα [από τους Εφεσείοντες] δασμολογική κλάση» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες ακολουθούν).

Θα αναφερθούμε πρώτα στα γεγονότα ως τα κατέγραψε το Διοικητικό Δικαστήριο, κάτι που θα συντείνει στην ακόμη καλύτερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων.

Οι Εφεσείοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με την εισαγωγή και εμπορία τροφίμων. Εξ αφορμής εσφαλμένης δασμολογικής ταξινόμησης παρασκευασμάτων από κοτόπουλο σε εισαγωγές τους κατά το 2011 (για τις οποίες είχε εκδοθεί εκ των Yστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής), οι Εφεσίβλητοι πραγματοποίησαν εκ των υστέρων έλεγχο σε προγενέστερες εισαγωγές των Εφεσειόντων οι οποίες έλαβαν χώραν μεταξύ 2009 και 2011, για να διαγνώσουν την ορθότητα τής δηλωθείσας δασμολογικής κατάταξης τους.

Από τον έλεγχο των διασαφήσεων εκ πλευράς Εφεσίβλητων (οι οποίες προσκομίστηκαν από τους Εφεσείοντες), διακριβώθηκε ότι είχαν εισαχθεί τρία είδη παρασκευασμάτων από κοτόπουλο, μεταξύ αυτών και το εμπόρευμα «butter chicken breast nuggets» («το εμπόρευμα» ή αναλόγως «το προϊόν»), που υπάχθηκε σε εσφαλμένη δασμολογική διάκριση.

Διαπιστώθηκε επιπλέον ότι τα ίδια με το εμπόρευμα (με όμοια περιγραφή, κωδικό, και κατασκευαστή) προϊόντα, εισάχθηκαν στην Δημοκρατία από τους Εφεσείοντες την 15.6.11, και τα οποία κατά χημική ανάλυση ημερομηνίας 1.7.11 που διενεργήθηκε από το Γενικό Χημείο του Κράτους («το Γενικό Χημείο»), προσδιορίστηκε (στα δείγματα που πάρθηκαν), περιεκτικότητα κρέατος κοτόπουλου 61,16%, οδηγώντας έτσι στην πρέπουσα κατά τους Εφεσίβλητους δασμολογική διάκριση.

Για όμοια με τα επίδικα εμπορεύματα, σε προγενέστερη εισαγωγή των Εφεσειόντων από τον ίδιο προμηθευτή, είχε πραγματοποιηθεί δειγματοληψία την 4.5.11 και ανάλυση από το Γενικό Χημείο την 5.5.11, όπου είχε διαπιστωθεί περιεκτικότητα σε ποσοστό κρέατος κοτόπουλο στο συγκεκριμένο εμπόρευμα 61.00%, με φάσμα αβεβαιότητας ±1.82% και το Τμήμα Τελωνείων («το Τελωνείο»), ταξινόμησε το εμπόρευμα στην ορθή δασμολογική διάκριση.

Παρεμβάλλουμε, με αφορμή επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής 76/12η Προσφυγή 76/12»), σημειώνεται πως το ίδιο Δικαστήριο, με την ίδια σύνθεση, είχε ήδη απορρίψει την εν λόγω προσφυγή πριν εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση στην παρούσα υπόθεση. Επισημαίνεται, πως εμείς, επίσης με την ίδια σύνθεση, επικυρώσαμε πριν από λίγο την πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 76/12, με την απόφασή μας στην GDL Trading Ltd v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 115/20, ημ. 26.3.25.

Υποσημειώνουμε, πως παρά την απόσυρση αιτήματος των διαδίκων για κοινή εκδίκαση των δύο εφέσεων (ήτοι της παρούσας και της GDL Trading Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)), κρίναμε σκόπιμο να προηγηθεί η έκδοση απόφασης στην GDL Trading Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ανεξαρτήτως του μικρότερου αριθμού καταχώρισης της τρέχουσας. Τούτο, αφενός διότι η Προσφυγή 76/12 είχε καταχωριστεί σχεδόν ένα έτος νωρίτερα από την παρούσα, και αφετέρου λόγω της χρονικής αλληλουχίας και της συνάφειας ορισμένων κρίσιμων γεγονότων στις δύο υποθέσεις, η οποία δεν επέτρεπε διαφορετική σειρά έκδοσης.

Η προσέγγισή μας στηρίχθηκε στη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού και Άλλης, Ε.Δ.Δ. 158/18, ημ. 22.4.24, με γνώμονα την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την πλήρη διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων.

Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο περί του θέματος.

Επανερχόμαστε στα γεγονότα.

Σε επιστολή των Εφεσειόντων ημερομηνίας 28.2.12 προς το Τελωνείο, παρουσιάστηκε η έκθεση αποτελεσμάτων από ιδιωτικό χημείο ημερομηνίας 25.1.12, σύμφωνα με την οποία η περιεκτικότητα στο δείγμα «butter chicken breast nuggets» ανερχόταν σε 57%.

Το Τελωνείο εξέτασε το ζήτημα και εισηγήθηκε προς το Αρχιτελωνείο (την 1.7.12) την έκδοση Βεβαίωσης Τελωνειακής Οφειλής προς τους Εφεσείοντες για όσα ανέκυψαν από τη λανθασμένη ταξινόμηση των εμπορευμάτων.

Ακολούθησε κοινοποίηση προς τους Εφεσείοντες των αποτελεσμάτων τού εκ των υστέρων ελέγχου με σχετικό έντυπο ημερομηνίας 28.8.12. Οι Εφεσείοντες κατέθεσαν γραπτή ένσταση ημερομηνίας 10.9.12 μαζί με αναθεωρημένη έκθεση αποτελεσμάτων από ιδιωτικό χημείο ημερομηνίας 31.1.12, στην οποία αναφερόταν ότι το ποσοστό κρέατος στο δείγμα ήταν 57% ± 2.

Μετά από την εξέταση των πιο πάνω, δεν κατέστη δυνατή η διαφοροποίηση της αρχικής διαπίστωσης του Τελωνείου για τη λαθεμένη δασμολογική κατάταξη.

Με επιστολή ημερομηνίας 21.1.13, κοινοποιήθηκε προς τους Εφεσείοντες η εκ των Υστέρων Βεβαίωση Τελωνειακής Οφειλής, η οποία συγκροτεί, ως προσβαλλόμενη απόφαση, το αντικείμενο της Προσφυγής.

Σε σχέση προς τις δασμολογικές διακρίσεις, τα ψημένα παρασκευάσματα κοτόπουλου κατατάσσονται σε τρείς κατηγορίες (αναλόγως του ποσοστού κοτόπουλου), με διαφορετικούς συντελεστές η καθεμιά.

Η μια κατηγορία αφορά στα παρασκευάσματα που περιέχουν κατά βάρος 57% ή παραπάνω κρέας, η άλλη 25% ή περισσότερο, αλλά λιγότερο από 57%, και η τελευταία κάτω από 25%, αλλά πάνω 20%.

Οι Εφεσείοντες προέταξαν πρωτοδίκως - αλλά και ενώπιον μας - ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς έρευνα (ή έστω επαρκή έρευνα), πως πάρθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και ότι στερείται δέουσας αιτιολογίας.

Ειδικότερα, ως ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες, οι Εφεσίβλητοι δεν εκτίμησαν τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων πως, εκ των διασαφήσεων, ορισμένες από αυτές αφορούσαν σε άλλα εμπορεύματα και ότι ουδέποτε λήφθηκε δείγμα προς ανάλυση για το εμπόρευμα, και έτσι οι αναλύσεις που έγιναν στο παρελθόν δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ορόσημο για την περιεκτικότητα τού κρέατος κοτόπουλου σε όλες τις εισαγωγές.

Εκτός τούτου, οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το Εργαστήριο Σύστασης, Ποιότητας και Θρεπτικής Αξίας Τροφίμων και το Εργαστήριο Τελωνειακών και άλλων Δειγμάτων Τροφίμων του Γενικού Χημείουτο Εργαστήριο Σύστασης»), δεν είναι διαπιστευμένο στο να διενεργεί χημικές αναλύσεις και δοκιμές που αφορούν στην εξακρίβωση ποσοστού κρέατος («Meat content:Lean Total»), εν σχέσει προς μεταποιημένα ή και μαγειρεμένα προϊόντα.

Συναφώς, κατά τους Εφεσείοντες, οι Εφεσίβλητοι εσφαλμένως και πεπλανημένως δεν προέβησαν σε έρευνα για το θέμα. Εφόσον δε, οι Λειτουργοί των Εφεσίβλητων είχαν αμφιβολίες για το αν μπορούσαν να διενεργήσουν την ανάλυση, θα έπρεπε να ζητείτο από άλλα χημεία που ήσαν διαπιστευμένα στον τομέα αυτό να προβούν στη συγκεκριμένη ανάλυση του εμπορεύματος.

 Προσθέτως - διατείνονται οι Εφεσείοντες - οι Εφεσίβλητοι δεν αναζήτησαν πληροφορίες για το εμπόρευμα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που εισάγουν το ίδιο προϊόν από τον ίδιο παραγωγό και από την ίδια χώρα προέλευσης, κάτι που κατέστησε την προσβαλλόμενη απόφαση ως ληφθείσα χωρίς δέουσα έρευνα.

Οι Εφεσίβλητοι αντιτείνουν ότι οι διασαφήσεις συντελέστηκαν στη βάση της δηλωθείσας από τους Εφεσείοντες δασμολογικής κατάταξης τού συνόλου των διασαφήσεων. Οι τελευταίοι δήλωσαν και εκτελώνισαν και τα δύο εμπορεύματα στην ίδια δασμολογική ταξινόμηση, η οποία ακολούθως διαφάνηκε ως μη ορθή, στην έκταση που αφορούσε στα εμπορεύματα με την περιγραφή «butter chicken breast nuggets».

Δεδομένων των ευρημάτων του Τελωνείου που είχαν προηγηθεί για τα ίδια με τα εμπορεύματα, της ίδιας περιγραφής, του ιδίου κωδικού και από τον ίδιο προμηθευτή, σε συνδυασμό με την ανάλυση από το Γενικό Χημείο το έτος 2011- που είναι κατά τους Εφεσίβλητους ο κατ' εξοχή αρμόδιος φορέας ελέγχου και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τις κρατικές υπηρεσίες για ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και αγαθών, περιλαμβανομένων των τροφίμων (ως τα επίδικα) - ορθώς κατά την άποψη τους, τα εμπορεύματα κατατάχθηκαν δασμολογικά σε άλλα από τον δηλωθέντα από τους Εφεσείοντες κωδικό.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης του Γενικού Χημείου το 2011 ήσαν σαφή και κατέληξαν σε ποσοστό κρέατος 61±1,82%, κάτι που υπερέβαινε το 57% που ήταν το ανώτατο όριο κοτόπουλου που μπορούσαν να έχουν, προκειμένου να καταταχθούν στη δασμολογική κλάση στην οποία υπάχθηκε το εμπόρευμα από τους Εφεσείοντες.

Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις των Εφεσειόντων - και κατ' επέκταση την Προσφυγή - κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομίμως και κατόπιν επαρκούς έρευνας και αρμόζουσας αιτιολογίας.

Με πέντε λόγους έφεσης οι Εφεσείοντες λέγουν πως απαραδέκτως το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν ευλόγως και με τρόπο που δεν υπήρχε έδαφος «... για επέμβαση του Δικαστηρίου ...» (λόγος έφεσης 1), και πως επειδή οι Εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν τη διαδικασία δειγματοληψίας που έγινε την ίδια μέρα και ώρα από τον ίδιο Λειτουργό των Εφεσίβλητων για άλλα εμπορεύματα που ταξινομήθηκαν από τους Εφεσείοντες στη σωστή δασμολογική κλάση, οι Εφεσείοντες επιδοκίμασαν και αποδοκίμασαν ταυτοχρόνως την εν λόγω διαδικασία (λόγος έφεσης 2), ότι πεπλανημένα θεωρήθηκε πως το Γενικό Χημείο ήταν διαπιστευμένο να διεξάγει αναλύσεις ως οι επίδικες (λόγος έφεσης 3), ότι λανθασμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως για σκοπούς αναθεωρητικού ελέγχου «... τα όσα περιέχονται στο φάκελο και αφορούν το ζήτημα ικανοποιούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις έρευνας εφόσον προκύπτει ότι το Εργαστήριο Σύστασης, Ποιότητας και Θρεπτικής Αξίας Τροφίμων του Γενικού Χημείου του Κράτους, διενήργησε τις αναλύσεις των επίδικων δειγμάτων και κατέληξε σε συγκεκριμένο συμπέρασμα ... και αποδέχθηκε την θέση των Καθ' ων η Αίτηση ότι ... εφαρμόζει Σύστημα Διαχείρισης της Ποιότητας από το 2002 ... και ότι επ' αυτού, δε έχει τεθεί οτιδήποτε από την αιτήτρια και δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία με την οποία να αμφισβητείται ότι το Κρατικό Χημείο χρησιμοποίησε την μέθοδο αυτή» (λόγος έφεσης 4), και πως αστόχως εξέλαβε ότι «... το κατά πόσο το Κρατικό Χημείο, το οποίο είναι παραδεκτό ότι είναι πιστοποιημένο Εργαστήριο για να διενεργεί αναλύσεις σε ένα ευρύ πεδίο δοκιμών, απαιτείται να αποδεικνύει σε κάθε ανάλυση που προβαίνει και την τεχνική ικανότητα και επάρκεια στη βάση της μεθόδου που χρησιμοποιεί κάθε φορά για το συγκεκριμένο προϊόν ...» απαρτίζει θέμα τεχνικής φύσης, και τουτέστιν εκτός αναθεωρητικής εμβέλειας (λόγος έφεσης 5).

Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.

Παρομοίως, και τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.

Έχοντας κατά νουν το σύνολο των λόγων έφεσης, εκείνο που προέχει κατά λογική τάξη είναι η εξέταση του λόγου έφεσης 3 ως προς το αν το Γενικό Χημείο ήταν διαπιστευμένο να εκτελεί τις αναλύσεις, και αυτό, γιατί, τυχόν αποδοχή του λόγου έφεσης 3, θα πιθανώς να εξανδραπόδιζε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης ως ενδεείς πλέον αντικειμένου, ή και ως ακαδημαϊκής απλώς σημασίας.

Στην GDL Trading Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) - υπό παρόμοια γεγονότα - κρίναμε ότι το Γενικό Χημείο ήταν, όντως, διαπιστευμένο να διεκπεραιώνει αναλύσεις ως οι επίδικες.

Εκφράσαμε τα εξής:

«[...] Για τα περί διαπίστευσης λοιπόν του Γενικού Χημείου ... το Διοικητικό Δικαστήριο σημείωσε ότι εν λόγω οι αναλύσεις, αρμοδίως είναι που έγιναν από το Γενικό Χημείο.

Συμφωνούμε.

Το Διοικητικό Δικαστήριο - με αναφορά στους Διοικητικούς Φακέλους και στο περιεχόμενο των αγορεύσεων και κατατεθέντων Παραρτημάτων, διαπίστωσε - και σωστά - πως το Εργαστήριο Σύστασης Ποιότητας και Θρεπτικής Αξίας Τροφίμων του Γενικού Χημείου («το Εργαστήριο Σύστασης»), είναι διαπιστευμένο σε ένα ευρύ φάσμα δοκιμών και εφαρμόζει από το 2002 Σύστημα Διαχείρισης Ποιότητας κατά το Πρότυπο ISO 17025:2005.

Τίποτα δεν καταδείχθηκε ικανό να οδηγήσει σε άλλη οπτική.

Δεν παρέχεται πεδίο ανατροπής [...]».

 

Δεν έχουμε ακούσει κάτι που να δικαιολογεί διαφορετική αντιμετώπιση.

Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

Προχωρούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

Αναφορικώς προς τον λόγο έφεσης 1, δεν μας βρίσκει συγκλίνοντες η επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων (ως προς την πρωτόδικη μνεία στη σελίδα 10 της πρωτόδικης απόφασης), ότι κακώς το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε πως οι Εφεσίβλητοι είχαν ενεργήσει λογικώς και κατά τρόπο που δεν επέτρεπε δικαστική επέμβαση στη διοικητική απόφανση.

Το Διοικητικό Δικαστήριο, κατέγραψε και αυτά:

«[...] Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας που αφορά την ελλιπή έρευνα και αιτιολογία, διαπιστώνω ότι το αρμόδιο Τμήμα, υπό τις περιστάσεις της περίπτωσης, ενήργησε εύλογα και κατά τρόπο που δεν αφήνονται περιθώρια για επέμβαση του Δικαστηρίου. Όπως προκύπτει από το Παράρτημα 20 στην Ένσταση των καθ' ων η αίτηση, σε Σημείωμα της η αρμόδια Τελωνειακός λειτουργός, σε σχέση με τον προβληματισμό για μη ύπαρξη σχετικών δειγμάτων από τις σχετικές εισαγωγές, αναλύει το νομικό πλαίσιο που διέπει το θέμα της δειγματοληψίας με παραπομπή στους Κανονισμούς (ΕΟΚ) αρ. 2913/1992 και 2454/1993, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων προκύπτει, ως αναφέρεται στο Σημείωμα, ότι η λήψη των δειγμάτων δεν είναι υποχρεωτική, αλλά εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Τμήματος καθώς και ότι η δειγματοληψία πραγματοποιείται από τις τελωνειακές αρχές και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες μεθόδους [...]».

 

Η κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου συνταιριάζεται επιπροσθέτως, και προς την ευχέρεια που παρείχαν σχετικώς (προς τους Εφεσίβλητους) τα Άρθρα 42, 68(β) και 69(2) του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/1992 και τα Άρθρα 239-246 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/1993 - που έχουν πλέον καταργηθεί - τις πρόνοιες των οποίων εφάρμοσαν οι Εφεσίβλητοι στη βάση των δεδομένων, με τρόπο δίκαιο προς τα δικαιώματα των Εφεσειόντων (βλ. κατ' αναλογίαν, Baltic Master Ltd v. Lithuania [2019] ECHR 305, Α. Μιντίκκης Φάρμ Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 949/07, ημ. 25.8.10).

Παρενθέτουμε, πως στην GDL Trading Ltd ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), είπαμε και αυτά σχετικώς:

«[...] Στην Prana Co Ltd v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 12/17, ημ. 5.10.23, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, υπό τη Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία του, με παραπομπή και στο Άρθρο 33 του Πρωτοκόλλου 4 [1] υπέμνησε εν σχέσει προς τον Κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/12 - με σημείο αναφοράς τα Άρθρα 50 και 51 του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99 (ως προς το ότι οι αρχές της χρηστής διοίκησης κατά την εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων οφείλουν να αποφεύγουν ανεπιεικείς και άδικες λύσεις και πως η αρχή της καλής πίστης επιβάλλει στη Διοίκηση να αποφεύγει να ενεργεί κατά τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον διοικούμενο) - πως η κατάλληλη ταξινόμηση των προϊόντων ύστερα από μεταγενέστερο έλεγχο από τις τελωνειακές αρχές της Δημοκρατίας, επαναφέρει τη δημόσια τάξη διά της ορθής ταξινόμησης των προϊόντων. Αυτό αφού, οι εν λόγω αρχές είναι υπεύθυνες για τη νομιμότητα της δασμολογικής κατάταξης των εισαγομένων εμπορευμάτων και την είσπραξη των επιβαλλόμενων φόρων και δασμών, με πρώτιστη υποχρέωση και καθήκον την επαναφορά των πραγμάτων στην ορθή και πραγματική τους νομική διάσταση [...]».

 

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο στάθμισε αρμοδίως και σειρά άλλων γεγονότων και παραμέτρων, προσθέτοντας έτσι στην περαιτέρω θεμελίωση της αιτιολογίας του, έχοντας υπόψη πως η έρευνα που είχε γίνει από τον Τομέα Δασμολογίου του Αρχιτελωνείου στη βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ΕΒΙΤ (European Binding Tariff Information) - όπου καταχωρούνται οι Δεσμευτικές Δασμολογικές Πληροφορίες που εκδίδονται από τα Κράτη Μέλη - συντελέστηκε με τρόπο που δεν άφηνε εν προκειμένω δυνατότητα αποτελεσματικής αντιλογίας.

 

Πιο συγκεκριμένα, το Διοικητικό Δικαστήριο συνεκτίμησε (ανάμεσα σε άλλα), πως οι διασαφήσεις είχαν γίνει αποδεκτές από τους Εφεσίβλητους, με τα εμπορεύματα να αποδεσμεύονται κιόλας, ότι δεν υφίσταντο οποιεσδήποτε προηγούμενες παραστάσεις των Εφεσειόντων για τη διενέργεια δειγματοληψίας από τους Εφεσίβλητους, πως το εμπόρευμα είχε κοινά χαρακτηριστικά με τα εμπορεύματα για τα οποία είχαν γίνει σχετικές αναλύσεις, πως το εμπόρευμα προερχόταν από το ίδιο εργοστάσιο παραγωγής, με προέλευση την Βραζιλία, με τον ίδιο κωδικό αποθέματος και την ίδια περιγραφή στα αφορώντα τιμολόγια, και ότι τέσσερεις από τις διασαφήσεις που έτυχαν μεταγενέστερου ελέγχου, είχαν υποβληθεί στο Τελωνείο κατά την ίδια χρονική περίοδο με τη συγκεκριμένη διασάφηση από την οποία λήφθηκαν δείγματα και έτυχαν σχετικής ανάλυσης από το Γενικό Χημείο βάσει της οποίας εξακριβώθηκε η σφαλερή δασμολογική κατάταξη τους, όπως και η μη δεσμευτικότητα των αποτελεσμάτων των αναλύσεων στις οποίες προέβησαν οι Εφεσείοντες.

 

Η πρωτόδικη συλλογιστική και αιτιολογία ήταν ορθολογική και πλήρης.

Δεν υφίσταται πεδίο εφετειακής επέμβασης.

Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

Ως προς τον λόγο έφεσης 2 - και για όσα παραπονούνται οι Εφεσείοντες πως καταγράφθηκαν στη σελίδα 12 της απόφασης για το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας - το Διοικητικό Δικαστήριο ανέφερε και τούτα:

 

«[...] [Η] αιτήτρια αμφισβητεί την διαδικασία δειγματοληψίας μόνο σε σχέση με τα επίδικα εμπορεύματα που αφορούν το ένα είδος. Με την ίδια διαδικασία δειγματοληψίας όμως που έγινε στο παρελθόν την ίδια ημέρα και ώρα και από τον ίδιο λειτουργό, λήφθηκαν δείγματα των εμπορευμάτων που αφορούσαν και άλλα εμπορεύματα (3000 κιλά breaded formed cooked chicken meat steaks), τα οποία και αυτά είναι κατεψυγμένα προτηγανισμένα παρασκευάσματα από κοτόπουλο, για τα οποία κρίθηκε ότι ταξινομήθηκαν από την αιτήτρια στη σωστή δασμολογική κλάση, αφού προηγουμένως οι αναλύσεις κατέδειξαν ποσοστό κρέατος 59,64% και αβεβαιότητα ± 3,2%, η οποία λειτούργησε προς όφελος της αιτήτριας.

 

Συνεπώς η αιτήτρια δεν μπορεί να επιδοκιμάζει την ίδια διαδικασία δειγματοληψίας σε σχέση με μέρος των εμπορευμάτων της και ταυτόχρονα να την αποδοκιμάζει, σε σχέση με τα επίδικα εμπορεύματα. Κάτι τέτοιο κατά την άποψη μου προσκρούει στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, οι προεκτάσεις του οποίου έχουν εξεταστεί σε σειρά υποθέσεων (βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία v. China Wanbao Engin. Corporation (2000) 3 A.A.Δ. 406). [...]».

 

Δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης μας.

 

Αν ήταν να προσθέταμε κατιτί, τούτο θα ήταν η αναφορά μας στην GDL Trading Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), η οποία και αρμόζει με όσα ανέφερε επί της θεματικής το Διοικητικό Δικαστήριο στην (ενεστώσα) Προσφυγή:

«[...] Περιπλέον, το Διοικητικό Δικαστήριο τόνισε πως με την ίδια διαδικασία δειγματοληψίας που είχε γίνει την ίδια μέρα και ώρα, από τον ίδιο Λειτουργό των Εφεσίβλητων, είχαν ληφθεί δείγματα που αφορούσαν και σε άλλα προϊόντα (ήτοι 3000 κιλά «breaded formed cooked chicken meat steaks»), τα οποία ήσαν και εκείνα κατεψυγμένα προτηγανισμένα παρασκευάσματα από κοτόπουλο, και κρίθηκε ότι είχαν ταξινομηθεί από τους Εφεσείοντες στη σωστή δασμολογική κλάση, αφού προηγουμένως οι αναλύσεις κατέδειξαν ποσοστό κρέατος 59,64% και αβεβαιότητα ± 3,2%, κάτι που λειτούργησε προς όφελος τους.

[...]

Περαιτέρω, το Διοικητικό Δικαστήριο έψεξε την ταυτόχρονη επιλογή των Εφεσειόντων να επιδοκιμάζουν τη διαδικασία δειγματοληψίας για μέρος των εμπορευμάτων τους και να την αποδοκιμάζουν για τα επίδικα εμπορεύματα, κατασταλάζοντας (το Διοικητικό Δικαστήριο) - και ορθώς - πως η περί ης ο λόγος διαγωγή των Εφεσειόντων προσέκρουε στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, με καταλυτική την επίπτωση στη θέση που προέβαλαν.

Δεν διακρίνουμε περιθώριο επέμβασης, ούτε και σε αυτή την πτυχή, με την πρωτόδικη πραγμάτευση να συνάδει και με την αφορώσα διαχρονική νομολογία (Χριστοδούλου ν. Δήμου Έγκωμης, Ε.Δ.Δ.94/17, ημ. 29.11.23, Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14, ημ. 1.11.21, ECLI:CY:AD:2021:C493, Kyriakides (No 1) v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1965) 3 C.L.R. 151, 157) [...]».

 

Δεν υπάρχει βάθρο για άλλη οπτική στην προκειμένη.

Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

Παρόμοια, αφορούν και στους λόγους έφεσης 4 και 5 και τις αναφορές του Διοικητικού Δικαστηρίου (στη σελίδα 13 της απόφασης), για περιορισμό του αναθεωρητικού ελέγχου (κατά όσα συμπεριλαμβάνονται στους Διοικητικούς Φακέλους/Τεκμήρια 1 και 2 για το Εργαστήριο Σύστασης Ποιότητας και Θρεπτικής Αξίας Τροφίμων του Γενικού Χημείου και τον τρόπο λειτουργίας και διαχείρισης του ως προς ό,τι εδώ κατέστη επίδικο), όπως και για τα περί της τεχνικής φύσης των ζητημάτων τούτων και της επενέργειας τους στη δικαιοδοτική εξουσία και αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου (με αναφορά στη σελίδα 16 της απόφασης).

Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέφρασε και τα πιο κάτω:

«[...] [Έ]χω την άποψη ότι για σκοπούς αναθεωρητικού ελέγχου, τα όσα περιέχονται στο φάκελο και αφορούν το ζήτημα αυτό, ικανοποιούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις έρευνας. Ειδικότερα προκύπτει ότι το Εργαστήριο Σύστασης, Ποιότητας και Θρεπτικής Αξίας Τροφίμων του Γενικού Χημείου του Κράτους, διενήργησε τις αναλύσεις των επίδικων δειγμάτων και κατέληξε σε συγκεκριμένο συμπέρασμα.

Όπως διευκρινίζεται στη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, το Εργαστήριο εφαρμόζει Σύστημα Διαχείρισης της Ποιότητας από το 2002 σύμφωνα με το Πρότυπο 15 Ο 17025:2005 και η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για προσδιορισμό του ποσοστού κρέατος κοτόπουλου στην παρούσα περίπτωση, είναι η μέθοδος ΜΕΘ 01*31 01. Επ' αυτού, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε από την αιτήτρια και δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία με την οποία να αμφισβητείται ότι το Κρατικό Χημείο χρησιμοποίησε την μέθοδο αυτή.

 

[...]

Το κατά πόσο το Κρατικό Χημείο, το οποίο είναι παραδεκτό ότι είναι πιστοποιημένο εργαστήριο για να διενεργεί αναλύσεις σε ένα ευρύ πεδίο δοκιμών, απαιτείται να αποδεικνύει σε κάθε ανάλυση που προβαίνει και τη τεχνική του ικανότητα και επάρκεια στη βάση της μεθόδου που χρησιμοποιεί κάθε φορά για το συγκεκριμένο προϊόν, θεωρώ ότι είναι ζήτημα εκτός εμβέλειας εξέτασης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, ως κατ' εξοχήν τεχνικής φύσεως ζητήματος στο οποίο το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται, εκτός όπου παρουσιάζεται εμφανές και πρόδηλο λάθος στην όλη εξέταση του θέματος, κάτι το οποίο κατά την άποψη μου δεν συμβαίνει στην εξεταζόμενη υπόθεση [...]».

 

 

Συμπληρώνουμε, ότι επί της υπό ανάλυση προβληματικής, αποφασίσαμε στην GDL Trading Ltd v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), και τα κάτωθι τα οποία προσομοιάζουν και εφαρμόζονται, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, και στα όσα κειμένως ενδιαφέρουν:

«[...] Το Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για προσδιορισμό του ποσοστού κρέατος κοτόπουλου στην προκειμένη περίπτωση, ήταν η μέθοδος ΜΕΘ 01*31 01, και πως επ' αυτού, δεν είχε τεθεί οτιδήποτε από τους Εφεσείοντες εν είδει μαρτυρίας που να αμφισβητεί τη μέθοδο και να καλεί σε διαφορετική διερεύνηση.

Ως καλώς υπενθύμισε το πρωτόδικο Δικαστήριο (περί της δειγματοληψίας και των αναλύσεων), ελλείψει εμφανούς και πρόδηλου λάθους, δεν μπορούσε να εισδύσει σε εξέταση τεχνικής φύσεως θεμάτων υποκαθιστώντας - απαραδέκτως κατά πάγια νομολογία - τη (λελογισμένη εδώ) κρίση της Διοίκησης επί των αφορώντων ζητημάτων (Nestoras Hotels v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 169/18, ημ. 20.3.24, Λυσάνδρου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Ε.Δ.Δ. 130/18, ημ. 5.3.24 Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79, 90, Pancyprian Federation of Labour (PEO) v. Board of Cinematograph Films Censors and Others (1965) 3 C.L.R. 27, 34).

Στην Logicom Ltd v. Δημοκρατίας και Άλλων (2003) 3 Α.Α.Δ. 287, 300-301, η Ολομέλεια ανέφερε συναφώς και τα ακόλουθα σε σχέση προς τη θεματολογία των δασμολογικών κατατάξεων και το ανέλεγκτο της ουσιαστικής εκτίμησης της Διοίκησης:

 

«[...] Έχει νομολογηθεί (βλ. Στ.Ε. 479/1938 και 564/1949) ότι σε θέματα δασμολογικών ταξινομήσεων η ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης είναι ανεξέλεγκτος. Βλ. και A & S Antoniades and Co. v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 675, 680: [...]    

 

"In matters of classification of goods, such as the present Case, an Administrative Court has no competence to substitute its own discretion in the place of the discretion of the proper authorities (vide Decisions of the Council of State in Greece 479/1938, 564/1949); but, of course, as in every other case of recourse under Article 146 the Court has to examine the legality of the sub-judice decision, and also whether it was reached through any misconception and cognate matters."

Σε μετάφραση:

«Σε θέματα ταξινόμησης αγαθών το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να υποκαταστήσει τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη των αρμοδίων αρχών (βλ. Αποφάσεις του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας 479/38, 564/49) αλλά πρέπει να εξετάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά πόσο έχει ληφθεί κάτω από οποιαδήποτε πλάνη και συναφή θέματα.

 

Βλ., επίσης, Makrides v. Republic (1979) 3 C.L.R. 584, 601 [...]».

Τα υιοθετούμε.

Τέλος, το Διοικητικό Δικαστήριο, πραγματευόμενο κάποια έτερα θέματα που ηγέρθησαν περί σωστής έρευνας και αιτιολογίας - εντός των δικαιοδοτικών παραμέτρων και αρμοδιοτήτων του - κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε λογικώς και ύστερα από δέουσα έρευνα και παροχή σαφούς αιτιολογίας, κατά τις κλασικώς πάντως εφαρμοζόμενες νομολογιακές αρχές (Cypra Ltd v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 11/18, ημ. 1.12.23, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, 156-157, Nicosia Techalemit Co and Another v. The Municipality of Nicosia (1971) 3 C.L.R. 357, 368-370) [...]».

 

 

Τα επαναλαμβάνουμε και για τους παρόντες σκοπούς.

Καμιά πτυχή δεν θα μπορούσε να κατατείνει συνετώς προς άλλη κατάληξη.

Οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Επιδικάζουμε έξοδα €3.500,00, υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων.

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

/μκε



[1] «1. Ο μεταγενέστερος έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής πραγματοποιείται δειγματοληπτικά ή όποτε οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα τέτοιων εγγράφων, το χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων ή την εκπλήρωση των άλλων όρων του παρόντος πρωτοκόλλου.

2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής πρέπει να επιστρέφουν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 ή EUR-MED, και το τιμολόγιο, αν έχει υποβληθεί, τη δήλωση τιμολογίου ή τη δήλωση τιμολογίου EUR-MED ή αντίγραφο των εν λόγω εγγράφων στις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής, αναφέροντας, όπου κρίνεται σκόπιμο, τους λόγους που δικαιολογούν τον έλεγχο. Προς επίρρωση της αίτησής τους για έλεγχο, αυτές παρέχουν όλα τα έγγραφα και όλες τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει και που υποδεικνύουν ότι οι πληροφορίες που αναγράφονται στο πιστοποιητικό καταγωγής είναι ανακριβείς.

3. Ο έλεγχος διενεργείται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής. Για τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητούν την προσκόμιση κάθε αποδεικτικού στοιχείου και να διενεργούν ελέγχους των λογιστικών βιβλίων του εξαγωγέα καθώς και οποιονδήποτε άλλο έλεγχο κρίνουν αναγκαίο.

4. Αν οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής αποφασίσουν να αναστείλουν την προτιμησιακή μεταχείριση για τα συγκεκριμένα προϊόντα, εν αναμονή των αποτελεσμάτων ελέγχου, επιτρέπουν στον εισαγωγέα να παραλάβει τα προϊόντα, με την επιφύλαξη λήψης κάθε προληπτικού μέτρου που κρίνεται απαραίτητο.

5. Οι τελωνειακές αρχές που ζητούν τη διενέργεια του ελέγχου ενημερώνονται για τα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού, το ταχύτερο δυνατό. Για τα εν λόγω αποτελέσματα ορίζουν σαφώς αν τα έγγραφα είναι γνήσια και αν τα σχετικά προϊόντα μπορούν πράγματι να θεωρηθούν ως προϊόντα, καταγωγής Κοινότητας, Τυνησίας ή μίας άλλης από τις χώρες που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4 και ότι πληρούν τις λοιπές προϋποθέσεις του παρόντος πρωτοκόλλου.

6. Εάν, σε περίπτωση εύλογων αμφιβολιών, δεν δοθεί απάντηση εντός δέκα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ελέγχου ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τη διαπίστωση της γνησιότητας του εν λόγω εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, οι αιτούσες τελωνειακές αρχές αρνούνται, εκτός εκτάκτων περιστάσεων, το ευεργέτημα των προτιμήσεων».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο