ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 113/20)
17 Μαρτίου, 2025
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΤΕΚ),
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΕΝΤΟΥΛΑΣ ΑΡΧΟΝΤΙΔΟΥ
Εφεσίβλητης,
_________________
Ι. Μιχαήλ (κα) με Θ. Παναγή (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Νικολάου, για την Εφεσίβλητη.
_________________
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Αίτημα της αιτήτριας, εφεσίβλητης στην παρούσα διαδικασία, ήταν όπως της παραχωρηθούν, από το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ), μισθολογικές προσαυξήσεις και ενταχθεί στην ίδια μισθολογική κλίμακα που κατείχε η συνάδελφος της, Ανδριάνα Μιλτιάδους (ΑΜ).
Παραθέτουμε τα γεγονότα ως αναντίλεκτα προβάλλουν από τα δικόγραφα και το φάκελο της υπόθεσης.
Η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 7.07.2009, αποφάσισε την προαγωγή της εφεσίβλητης και της ΑΜ, στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, στις συνδυασμένες κλίμακες Ε8 - 9. Ο προηγούμενος μισθός και των δύο υπαλλήλων ήταν ψηλότερος της κατώτερης βαθμίδας της θέσης στην οποία προήχθηκαν και ως εκ τούτου ο νέος τους μισθός και η νέα ημερομηνία προσαύξησης τους υπολογίστηκαν με βάση τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα οικονομικά ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων), Κανονισμών του 1995, Κ.Δ.Π. 175/95, κανονισμοί 14 και 15. Η ΑΜ τοποθετήθηκε μισθολογικά μεταξύ της 3ης και 4ης βαθμίδας της κλίμακας Ε8 και η εφεσίβλητη μεταξύ της 2ης και 3ης βαθμίδας της ιδίας κλίμακας.
Η ΑΜ με επιστολή της, ημερομηνίας 1.08.2009, αποδέχθηκε την προαγωγή, αιτήθηκε όμως παράλληλα, όπως τοποθετηθεί στη κλίμακα Ε9 καθότι ήδη βρισκόταν στην κλίμακα Ε8, βαθμίδα 3 και το Δεκέμβριο του 2009 θα τοποθετείτο, με βάση την ετήσια προσαύξηση, στη 5η βαθμίδα της κλίμακας Ε8, ήτοι σε ψηλότερη βαθμίδα από αυτή που τοποθετήθηκε λόγω προαγωγής. Η Διοικούσα Επιτροπή εξέτασε το αίτημα και αποφάσισε όπως, κατά την επόμενη ημερομηνία προσαύξησής της, δηλαδή την 1.12.2009, τής δοθούν δύο επιπλέον προσαυξήσεις και την 01.12.2010 τοποθετηθεί στην κλίμακα Ε9, νοουμένου ότι η μετάβαση της στην εν λόγω κλίμακα θα συνοδευόταν με την ανάληψη αναβαθμισμένων καθηκόντων, τα οποία θα καθορίζονταν πριν την εισδοχή της στην εν λόγω κλίμακα.
Η εφεσίβλητη με επιστολή της, ημερομηνίας 6.11.2009, αιτήθηκε από τους εφεσείοντες, την τοποθέτηση της στην κλίμακα Ε9 και την χορήγηση των ιδίων μισθολογικών ωφελημάτων που είχαν χορηγηθεί στη ΑΜ. Η Διοικούσα Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 22.12.2009, απόρριψε το αίτημά της. Η εφεσίβλητη προσέβαλε την απόφαση με την προσφυγή 423/2010. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Έκρινε ότι δεν υπήρξε δέουσα έρευνα και η απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.
Η Διοικούσα Επιτροπή επανεξέτασε το θέμα, τη 19.04.2016 και αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, αποφάσισε όπως απορρίψει εκ νέου το αίτημα της εφεσίβλητης. Έκρινε ότι η περίπτωσή της δεν ήταν όμοια με αυτή της ΑΜ. Παραθέτουμε αυτούσιους τους λόγους επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση:
«1. Πριν τη προαγωγή των συγκεκριμένων δύο υπαλλήλων στη θέση Γοαμματειακού Λειτουργού, η κα. Μιλτιάδους βρισκόταν μισθολογικά σε ανώτερη κλίμακα από την κα. Αρχοντίδου, δηλαδή η κα. Μιλτιάδους βρισκόταν στην κλίμακα Ε8 2η βαθμίδα ενώ η κα. Αρχοντίδου στην Ε7 3η βαθμίδα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι προαγωγές αυτές έγιναν με αποκλειστικό σκοπό την υλοποίηση του νέου οργανογράμματος της Υπηρεσίας του ΕΤΕΚ και η κα. Μιλτιάδους δεν ωφελήθηκε μισθολογικά από την προαγωγή της στην θέση Γραμματειακού Λειτουργού σε αντίθεση με την κα. Αρχοντίδου η οποία ωφελήθηκε μισθολογικά.
2. Η κα. Μιλτιάδους πριν την μετονομασία των θέσεων γραμματειακού προσωπικού σε θέσεις Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, Γραμματειακού Λειτουργού, και Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού (από τις 08.04.2009), βρισκόταν σε ανώτερη θέση από τη θέση που κατείχε η κα. Αρχοντίδου, δηλαδή η κα. Μιλτιάδους κατείχε τη θέση του Γραφέα Α ενώ η κα. Αρχοντίδου τη θέση του Γραφέα.
3. Με τη δημιουργία της θέσης Γραφέα Α αποφασίστηκε η τοποθέτηση της κας. Μιλτιάδους στην εν λόγω θέση με μισθολογική τοποθέτηση στην κλίμακα Ε8 μειωμένη κατά 5 προσαυξήσεις με ισχύ από 01.12.2001.
4. Η κα. Μιλτιάδους έχει μακρύτερη υπηρεσία στο ΕΤΕΚ από ότι η κα. Αρχοντίδου, αφού η κα. Μιλτιάδους είχε προσληφθεί στο ΕΤΕΚ στις 26.04.1993 στη θέση Γραφέα, ενώ η κα. Αρχοντίδου είχε προσληφθεί στο ΕΤΕΚ την 01.11.1993 στη θέση της Τηλεφωνήτριας/Γραφέα.
5. Σε σχέση με τη δεύτερη παράγραφο της επιστολής της κας Αρχοντίδου ημερομηνίας 06.11.2009, διαπιστώνεται ότι η απόφαση της ΔΕ για ικανοποίηση του αιτήματος της κας Μιλτιάδους για μετάβαση στην ανώτερη κλίμακα Ε9 λήφθηκε υπό τον σαφή όρο ότι «μετάβαση της στην εν λόγω κλίμακα θα συνοδεύεται με την ανάληψη αναβαθμισμένων καθηκόντων, τα οποία και θα πρέπει να καθοριστούν πριν από την εισδοχή της στην εν λόγω κλίμακα»».
Η εφεσίβλητη προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση με την προσφυγή 988/2026, επικαλούμενη ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης. Ενώ η ΑΜ και η ιδία κατείχαν, πριν την προαγωγή τους, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, την ίδια θέση και βρισκόντουσαν στις ίδιες μισθολογικές κλίμακες, το αίτημα της ΑΜ για χορήγηση προσαυξήσεων και ένταξη στην κλίμακα Ε9 έγινε δεκτό, ενώ το δικό της απορρίφθηκε.
Οι καθ' ων η αίτηση, εφεσείοντες στην παρούσα διαδικασία, με την ένσταση τους, αμφισβήτησαν τον ισχυρισμό περί ετεροβαρούς μεταχείρισης και ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι η εφεσίβλητη δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την υπό κρίση απόφαση, καθότι το αίτημα της για μισθολογική αναβάθμιση δεν είχε έρεισμα στο νόμο και η ίδια είχε αποδεχθεί την προαγωγή, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη.
Το Διοικητικό Δικαστήριο, στο εξής «Δικαστήριο», απόρριψε την προδικαστική ένσταση. Έκρινε ότι στερείτο δικαιοδοσίας να την εξετάσει καθ' ότι το θέμα δεν είχε εξετασθεί από το Δικαστήριο στην προσφυγή 423/20 και ως εκ τούτου οι καθ' ων η αίτηση κωλύοντο να το εγείρουν στα πλαίσια της προσφυγής 988/2016. Σε σχέση με την ουσία, αποφάνθηκε ότι ο δικαστικός έλεγχος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν αδύνατος καθότι δεν προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο οι διοικητικοί φάκελοι των δύο υπαλλήλων. Η Διοικούσα Επιτροπή βασίστηκε σε ένα σημείωμα του Διευθυντή που αφορούσε τη σταδιοδρομία, τα καθήκοντα και τις μισθολογικές κλίμακες της εφεσίβλητης και της ΑΜ, « ... χωρίς να απαντά στις θέσεις της αιτήτριας, ότι με την κα Μιλτιάδους διορίστηκαν στην ίδια θέση, ότι ασκούσαν τα ίδια καθήκοντα, είχαν αντίστοιχες βαθμολογίες, ότι η αιτήτρια αμοιβόταν σε ανώτερες βαθμίδες της κλίμακας Ε7 και άλλα που περιέχονταν στην επιστολή της τόσο στο ΕΤΕΚ όσο και προς την Επίτροπο Διοίκησης (τα οποία είχε ενώπιον του ως Παραρτήματα στο Σημείωμα η Διοικούσα Επιτροπή)». Παρέλειψε να ερευνήσει και να αιτιολογήσει δεόντως τους λόγους που την οδήγησαν να απορρίψει το αίτημα της εφεσίβλητης.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πιο πάνω κρίση με τέσσερις λόγους έφεσης. Οι πρώτοι δύο λόγοι αφορούν την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης, ο τρίτος το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο δικαστικός έλεγχος κατέστη αδύνατος, λόγω παράλειψης προσκόμισης των προσωπικών φακέλων των εμπλεκομένων υπαλλήλων και ο τελευταίος την κατάληξή του περί έλλειψης έρευνας και δέουσας αιτιολογίας.
Το πρώτο θέμα που θα μας απασχολήσει, καθηκόντως, για σκοπούς αποσαφήνισης των πραγματικών γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, είναι κατά πόσο η μη προσκόμιση των προσωπικών φακέλων της ΑΜ και της εφεσίβλητης κατέστησαν αδύνατο το δικαστικό έλεγχο των ισχυρισμών που προέβαλε η τελευταία, περί ετεροβαρούς μεταχείρισής της.
Ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκε φάκελος ο οποίος περιέχει μεγάλο αριθμό εγγράφων, μεταξύ των οποίων, το αίτημα της εφεσίβλητης για μισθολογική αναβάθμιση και όλη τη σχετική επί τούτου αλληλογραφία, την επιστολή που αυτή απέστειλε στην Επίτροπο Διοίκησης παραπονούμενη για άνιση μεταχείριση, τις αξιολογήσεις των δύο εμπλεκομένων υπαλλήλων και την επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή προς την Διοικούσα Επιτροπή, ημερομηνίας 9.12.2009, στην οποία καταγράφεται η σταδιοδρομία της κάθε υπαλλήλου ξεχωριστά.
Με βάση το περιεχόμενο της τελευταίας επιστολής, ημερομηνίας 9.12.2009, τόσο η ΑΜ όσο και η εφεσίβλητη διορίσθηκαν στο ΕΤΕΚ το 1993, σε διαφορετικές όμως ημερομηνίες, στην κλίμακα Ε2. Η ΑΜ διορίσθηκε την 26.04.1993 και η εφεσίβλητη πέντε περίπου μήνες αργότερα, την 01.11.1993. Η πρώτη για να ασκεί καθήκοντα γραφέα και η δεύτερη, τηλεφωνήτριας/γραφέα. Το 2002 η ΑΜ τοποθετήθηκε στη θέση Γραφέα Α΄, στην κλίμακα Ε8, μειωμένη κατά πέντε προσαυξήσεις. Αμέσως πριν την προαγωγή της βρισκόταν, μισθολογικά στην κλίμακα Ε8, βαθμίδα 2. Η εφεσίβλητη τοποθετήθηκε στην κλίμακα Ε7, συν μια προσαύξηση, το 2007, καθότι είχε συμπληρώσει τα απαιτούμενα χρόνια υπηρεσίας στη μισθοδοτική κλίμακα Ε5. Αμέσως πριν την επίδικη προαγωγή της συνέχιζε να κατέχει τη θέση Γραφέως και βρισκόταν στη μισθολογική κλίμακα Ε7, βαθμίδα 3.
Η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής, με την οποία απόρριψε το αίτημα της εφεσίβλητης, εδράζεται επί των πιο πάνω γεγονότων. Παραθέσαμε τα πρακτικά της συνεδρίας αυτούσια, ανωτέρω και ως εκ τούτου δεν κρίνεται σκόπιμη η επανάληψη των λόγων επί των οποίων βασίστηκε η επίδικη απόφαση. Περιοριζόμαστε να επισημάνουμε ότι η Διοικούσα Επιτροπή κατέληξε ότι δεν δικαιολογείτο η αντιμετώπιση των δύο περιπτώσεων με τον ίδιο τρόπο καθότι οι θέσεις που κατείχαν τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα, τα καθήκοντα που ασκούσαν, η αρχαιότητα τους και η μισθοδοτική τους κλίμακα, αμέσως πριν την προαγωγή τους, διέφεραν μεταξύ τους.
Η εφεσίβλητη, στα πλαίσια της προσφυγής, αμφισβήτησε τις πιο πάνω διαφορές και ισχυρίσθηκε ότι, πριν την προαγωγή της στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, κατείχε την ίδια θέση με την ΑΜ και βρισκόντουσαν στην ίδια μισθοδοτική κλίμακα. Ο πιο πάνω ισχυρισμός αντικρούεται όχι μόνο από τα στοιχεία του φακέλου που κατατέθηκε στο Δικαστήριο αλλά και από την επιστολή που αυτή απέστειλε προς την Επίτροπο Διοίκησης, ημερομηνίας 1.02.2010. Στην εν λόγω επιστολή κατέγραψε, μεταξύ άλλων, ότι πριν την προαγωγή τους στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, η ΑΜ υπερείχε αυτής τόσο σε σχέση με τη θέση όσο και τη μισθολογική κλίμακα. Η «άδικη μεταχείριση» που κατ' ισχυρισμό έτυχε από τη διοίκηση, άρχισε το 2002, όταν «απονεμήθηκε η θέση Γραφέως Α΄», που περιλάμβανε και μισθολογική ανέλιξη στην κλίμακα Ε8, στην ΑΜ, ενώ αυτή παρέμεινε στην ίδια θέση. Η μισθολογική ανέλιξη της ίδιας, στην κλίμακα Ε7, έγινε «με το πλήρωμα του χρόνου και αφού είχε συμπληρώσει τα απαιτούμενα χρόνια υπηρεσίας στην κλίμακα Ε5».
Τα στοιχεία που η εφεσίβλητη κατέγραψε στην πιο πάνω επιστολή, συνάδουν με τα στοιχεία που ο Αναπληρωτής Διευθυντής κατέγραψε στην επιστολή του ημερομηνίας 9.12.2009 και η Διοικούσα Επιτροπή στην επίδικη απόφασή της.
Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και τα οποία λήφθηκαν υπόψη από τους εφεσείοντες κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Αναγνωρίζεται και από τα δύο μέρη ότι η ΑΜ και η εφεσίβλητη, αμέσως πριν την προαγωγή τους στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, δεν κατείχαν την ιδία θέση ούτε ήταν τοποθετημένες στην ίδια μισθοδοτική κλίμακα. Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι η διοίκηση χειρίσθηκε δύο όμοιες περιπτώσεις με ανόμοιο τρόπο, δεν βρίσκει έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης. Η κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός της εφεσίβλητης έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης από τη Διοίκηση λόγω ασάφειας των γεγονότων και ότι ο δικαστικός έλεγχος κατέστη αδύνατος λόγω μη προσκόμισης των προσωπικών τους φακέλων, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, αμφισβητείται, ως προαναφέραμε, η κατάληξη του Δικαστηρίου που αφορά το έννομο συμφέρον της εφεσίβλητης. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Επιμελητήριο είχε κώλυμα να προβάλει οποιαδήποτε προδικαστική ένσταση καθότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορούσε επανεξέταση στη βάση «δικαστικού δεδικασμένου». Πιο συγκεκριμένα, αποφάνθηκε ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια της προσφυγής 423/2020, δεν είχε εξετάσει οποιαδήποτε προδικαστική ένσταση και κατ' επέκταση το ΕΤΕΚ κωλύετο να εγείρει τέτοιο θέμα στα πλαίσια της προσφυγής 988/2016.
Η πιο πάνω θέση δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί θέμα δημοσίας τάξης και μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και από το ίδιο το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο προδικαστικό θέμα δεν εξετάσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση, στα πλαίσια της προσφυγής 423/2010, δεν αποτελεί «κώλυμα», υπό την έννοια που περίγραψε το Δικαστήριο ανωτέρω. Στην υπόθεση Αγγλική Σχολή Λευκωσίας ν. Χασαπόπουλου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 315, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκτελεστή πράξη, ζήτημα δημόσιας τάξης, όπως και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, αυτεπάγγελτα, αφού πρώτα απόρριψε την εισήγηση ότι η εξέταση του μπορεί να εμποδισθεί, είτε από δεδικασμένο, είτε από τη γενική αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται με βάση το ακυρωτικό αποτέλεσμα μιας απόφασης. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«Δεν τέθηκε πρωτοδίκως ούτε και τίθεται με τις εφέσεις ζήτημα αναφορικά με το κατά πόσο η προσβληθείσα απόφαση είναι ή όχι εκτελεστή διοικητική. Το θέσαμε όμως αυτεπαγγέλτως. Πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης το οποίο αφορά στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και, αντίθετα με ό,τι εισηγήθηκε ο συνήγορος της κας Χασαποπούλου, η εξέταση του δεν μπορεί να εμποδισθεί είτε από δεδικασμένο είτε από τη γενικότερη αρχή - βλ. Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 A.A.Δ. 38 - ότι η επανεξέταση διενεργείται με βάση το ακυρωτικό αποτέλεσμα και όχι εφ' όλης της ύλης».
Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης το οποίο διέπεται από το άρθρο 146.2 του Συντάγματος και εξετάζεται από το Δικαστήριο, ως προαναφέραμε, αυτεπάγγελτα.
Έννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας. Στο σύγγραμμα Διοικητικό Δίκαιο του Μ. Δένδια, τόμος Γ, 2η έκδοση, διαβάζουμε σχετικά τα πιο κάτω, στη σελίδα 275:
« ... η αίτησις ακυρώσεως θεμελιούται επί προσβολής, δια διοικητικής πράξεως, εννόμου προσωπικού συμφέροντος, απορρέοντος εκ δεδομένης νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος έναντι της δημόσιας διοικήσεως.»
Και στη σελίδα 276:
«Το υπό του προσφεύγοντος επικαλούμενον συμφέρον πρέπει να είναι έννομον, ήτοι να αναγνωρίζηται τούτο υπό του ν. και να επιτρέπηται υπό τούτου ή επιδίωξις αυτού. άλλως, έννομον είναι το βασιζόμενον εις νομικήν ιδιότητα ή νομικήν κατάστασιν, αναγνωριζομένην υπό του δ., π.χ. την της ιδιοκτησίας. Εφ' όσον το συμφέρον δεν αναγνωρίζεται υπό του δ. ως νομίμως υπάρχον, δεν θεωρείται ως έννομον. Πρέπει δε να είναι και συγκεκριμένον, ήτοι εκ της διά διοικητικής πράξεως προσβολής του να προκύπτη εις τον προσφεύγοντα ζημία χρηματική ή και ηθική.»
Καθοδηγητικό, ως προς τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται, είναι το παρακάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Ι. Δ. Σαρμά «Η συνταγματική και η διοικητική νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας», σελ. 233:
«. τα κριτήρια του εννόμου συμφέροντος είναι τα ακόλουθα:
1ον Προβολή υπό του αιτούντος μιας εννόμου και ενεστώσης ιδιότητος ή καταστάσεως αυτού.
2ον Προσβολή υπό τούτου μιας διοικητικής πράξεως που να τελή σε νομική συνάρτηση προς την έννομη και ενεστώσα ιδιότητα ή κατάσταση του.
3ον Βλαπτικός, κατά κοινή πείρα, επηρεασμός της ιδιότητος ή καταστάσεως αυτής υπό της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως.»
Το συμφέρον, ως αναλύεται ανωτέρω, πρέπει να έχει νομικό έρεισμα και παράλληλα ο προσφεύγοντας να έχει υποστεί βλάβη η οποία αναγνωρίζεται από τους κανόνες δικαίου. Η απλή προσδοκία κάποιου ωφελήματος, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού, δεν αρκεί για τη θεμελίωση προσφυγής. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Κ.Δ. (1996) 3 Α.Α.Δ 73, K. & M. (Transport) Ltd κ.α. ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ 225 και Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, σελ.578).
Δικαιώματα στο δημόσιο δίκαιο προκύπτουν μόνο από το Σύνταγμα, τους νόμους και τη δευτερογενή νομοθεσία που θεσπίζεται βάσει των νόμων. (Βλ. Mavrommatis and others v. The Land Consolidation Authority and others (1984) 3 C.L.R. 1006 και Paphitis and others v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 255).
Όταν αμφισβητείται η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, το βάρος απόδειξης στοιχειοθέτησης του συμφέροντος, το οποίο νομιμοποιεί τον αιτητή να προσφύγει στο Δικαστήριο, το φέρει ο τελευταίος (Βλ. Rallis Makrides v. Republic (Minister of Finance) (1967) 3 C.L.R. 147, Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 A.A.Δ. 346, Δημοκρατία και Χατζηιωάννου (2005) 3 Α.Α.Δ. 467 και Κωνσταντίνου και Δήμου Πάφου (1998) 3 Α.Α.Δ. 707).
Το αίτημα της εφεσίβλητης, στην υπό κρίση υπόθεση, εδράζεται στη παραβίαση της αρχής της ισότητας, την οποία στήριξε στην κατ' ισχυρισμό ταυτοσημία της θέσης και της κλίμακας της ΑΜ και της ιδίας. Ο ισχυρισμός της, περί ταυτοσημίας, για τους λόγους που αναλύσαμε ανωτέρω, στερείται πραγματικού υποβάθρου και κατ' ακολουθία δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας.
Συνεπώς, τα στοιχεία που η εφεσίβλητη παρουσίασε δεν στοιχειοθετούν την εισήγησή της ότι είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση.
Καταλήγουμε ότι η εφεσίβλητη στερείτο του εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης πράξης. Ενόψει της κατάληξής μας παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Η έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα, παραμερίζεται. Επιδικάζονται €3.500 έξοδα, πρωτόδικα και κατ' έφεση, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
/ΓΓ