ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(΄Αρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 109(A)/2020)
6 Μαρτίου, 2025
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΕΛΕΝΑΣ ΚΑΚΟΥΛΛΗ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Στ. Μαξούτη (κα) και Θ. Παναγή (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Α. Αργυρού (κα) και Μ. Δημοσθένους (κα) για Αργυρού & Δημοσθένους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Μετά από επανεξέταση, προς συμμόρφωση με το αποτέλεσμα της απόφασης στην Ευδοκία Θεοδόση ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 216/12, ημερ. 9.10.2014, ECLI:CY:AD:2014:D755, με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός των Αλίκης Δράκου (Ε.Μ.1) και ΄Ελενας Κακουλλή (εφεσίβλητης), η εφεσείουσα διόρισε στη θέση Τμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό/Προσωπικό Εκμετάλλευσης) αναδρομικά από 18.1.2012 τις Δράκου (Ε.Μ. 1) και Θεοδόση (Ε.Μ. 2).
Απόφαση, για ακύρωση της οποίας η εφεσίβλητη προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, με επιτυχή γι΄ αυτήν κατάληξη.
Με τους λόγους έφεσης 1 και 4, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι, κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, παραβιάστηκε το δεδικασμένο της απόφασης Θεοδόση (ανωτέρω) και οι αρχές επανεξέτασης. Προβάλλεται επίσης ότι δεν ήταν ορθή η κρίση του πως η απόφαση έπασχε λόγω έλλειψης αιτιολογίας (λόγοι έφεσης 2 και 3) και γενικά πως εσφαλμένα ακύρωσε την επίδικη πράξη (5ος λόγος).
Ο τελευταίος λόγος έφεσης, ως γενικά και αόριστα διατυπωμένος, χωρίς αιτιολογία, δεν μπορεί να εξεταστεί αυτοτελώς, πλην όμως, ούτως ή άλλως, θα ακολουθήσει το αποτέλεσμα της απόφασης επί των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Η κρίση επί των λόγων έφεσης, επιβάλλει, προς πληρέστερη κατανόηση της διαφοράς, την παράθεση των γεγονότων, όπως αυτά αναντίλεκτα προβάλλουν από την πρωτόδικη απόφαση και τον σχετικό φάκελο.
Το Συμβούλιο Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (ΑΤΗΚ) αποφάσισε στις 5.7.2011, την πλήρωση των ως άνω δύο θέσεων, οι οποίες είναι θέσεις προαγωγής. Νομιμοποίηση διεκδίκησής τους είχαν 31 λειτουργοί, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει τριετή υπηρεσία στον αμέσως κατώτερο βαθμό του Υποτμηματάρχη, μεταξύ αυτών και η εφεσίβλητη και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.
Αφού ετοιμάστηκε σχετικός κατάλογος από το Συμβούλιο Προσωπικού της ΑΤΗΚ, πραγματοποιήθηκε συνεδρία στις 29.11.2011 και προτάθηκαν για προαγωγή οι Θεοδόση και Κακουλλή. Το αποτέλεσμα τέθηκε υπόψη του Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή της Αρχής, ο οποίος το υιοθέτησε και υπέβαλε σχετική εισήγηση στο Συμβούλιο της Αρχής. Το εν λόγω Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερ. 17.1.2012, προήγαγε τις Αλίκη Δράκου και ΄Ελενας Κακουλλή, αντί της προταθείσας Θεοδόση.
Ακολούθησε η προσφυγή της Θεοδόση, με το αποτέλεσμα που καταγράφεται στην αρχή της απόφασης.
Λέχθηκε στην εν λόγω απόφαση, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση της Αρχής ήταν αντίθετη με τους φακέλους, αφού τα στοιχεία στα οποία απέδωσε στις επιλεγείσες υπεροχή με έρεισμα τα σχόλια των προϊσταμένων τους, είναι στοιχεία τα οποία βαθμολογούνται στα έντυπα αξιολόγησης των υποψηφίων, όπου όλοι οι υποψήφιοι (αιτήτρια και ΕΜ) εμφανίζονται ισάξιοι.
Κρίθηκε περαιτέρω, πως η απόφαση εστερείτο στοιχειώδους αιτιολογίας, καθότι δεν έδωσε ειδική αιτιολογία για την απόκλισή της από τη σύσταση του Διευθυντή, έτσι ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Μετά την έκδοση της απόφασης Θεοδόση το Συμβούλιο της Αρχής, αποφάσισε, κατά τη συνεδρία του ημερ. 30.10.2014, να μην καταθέσει έφεση, αλλά να προχωρήσει σε επανεξέταση, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της πρώτης εξέτασης της 5ης Ιουλίου 2011. Η επανεξέταση θα άρχιζε από το τελικό στάδιο και με βάση την ήδη δοθείσα σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.
Η απόφαση αυτή αναθεωρήθηκε, με έρεισμα την αναφορά ημερ. 2.6.2017 και την σχετική επιστολή ίδιας ημερομηνίας προς την Διευθύντρια Υπηρεσιών Προσωπικού, το περιεχόμενο της οποίας διαφωτίζει για τους λόγους της τοιαύτης αλλαγής. Παρατίθεται το κείμενο αυτούσιο:
«Αναθεώρηση Απόφασης Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου για την επανεξέταση δύο θέσεων Τμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό/Εκμετάλλευση) με ΝΚ 5.7.2011
Το Διοικητικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίαση του 46/2014 ημερομηνίας 30/10/2014 για την εξέταση του πιο πάνω θέματος, αποφάσισε όπως η επανεξέταση του ζητήματος της πλήρωσης των δύο θέσεων Τμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό/Εκμετάλλευση), γίνει με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της πρώτης εξέτασης, δηλαδή της 5.7.2011. Επιπλέον, συμμορφούμενο με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 216/2012 - Ευδοκία Θεοδόση -ν- Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Υπόμνημα 253/2014), αποφάσισε ότι η επανεξέταση θα πρέπει να αρχίσει από το στάδιο της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου με την ήδη δοθείσα σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το Διοικητικό Συμβούλιο:
Α) κατά τη συνεδρίαση του 25/2013 ημερομηνίας 23.7.2013, συμμορφούμενο με ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Αναθεωρητική ΄Εφεση, επανέφερε τον υπάλληλο Εμμανουήλ Τσαγγαρίδη (2582) από το βαθμό του Τμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό) στο βαθμό του Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό) με ημερομηνία ισχύος 1.4.1996,
Β) κατά τη συνεδρίαση του 42/2016 ημερομηνίας 16.12.2016, για την επανεξέταση έξι θέσεων Υποτμηματάρχη (Προσωπικό Πληροφορικής), προήγαγε αναδρομικά από τις 5/12/2007 την υπάλληλο Ελένη Παπά (7374) σε θέση Υποτμηματάρχη (Προσωπικό Πληροφορικής),
οι πιο πάνω υπάλληλοι, δεδομένου ότι κατέχουν την τριετία στον αμέσως προηγούμενο βαθμό όπως προνοείται από τους Γενικούς Κανονισμούς της Αρχής, είναι υποψήφιοι για τις υπό πλήρωση δύο θέσεις Τμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό/Εκμετάλλευση) με ΝΚ 5.7.2011. Ως εκ τούτου και λόγω της διαφοροποίησης των υποψηφίων σε σχέση με την πρώτη εξέταση, η επανεξέταση θα πρέπει να ξεκινήσει από το στάδιο του Συμβουλίου Προσωπικού.
Παρακαλώ για παραπομπή του θέματος στο Διοικητικό Συμβούλιο για σχετική αναθεώρηση της απόφασης που λήφθηκε κατά τη συνεδρίαση του 46/2014 ημερομηνίας 30/10/2014.»
Η εν λόγω εισήγηση υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο και έτσι εξετάστηκαν οι περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων, οι οποίοι συμπλήρωσαν τριετία στο βαθμό του Υποτμηματάρχη και εδικαιούντο κρίσης ως υποψηφίων προς προαγωγή.
Ακολούθησε συνεδρίαση του Συμβουλίου Προσωπικού, με την κρίση του να παραπέμπεται στον Αναπληρωτή Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή, ο οποίος έκρινε ως καταλληλότερα για προαγωγή τα ΕΜ. Κρίση η οποία έγινε αποδεκτή από το Συμβούλιο της Αρχής, με την έκδοση της επίδικης απόφασης.
Θεωρούμε πως προέχει η εξέταση των λόγων έφεσης 1 και 4, οι οποίοι παραπέμπουν στην ορθότητα της διαδικασίας επανεξέτασης καθόσον σε περίπτωση απόρριψής τους, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των υπολοίπων.
Το ερώτημα που αναδύεται στην κρινόμενη έφεση είναι εάν υποψήφιος για τη θέση μπορεί να είναι οιοσδήποτε ο οποίος εν τοις πράγμασι δεν κατείχε το τυπικό προσόν της τριετούς άσκησης καθηκόντων στην αμέσως προηγούμενη θέση, αλλά πλασματικά, λόγω μεταγενέστερης ακυρωτικής απόφασης μπορούσε να την κατέχει και εάν η επανεξέταση θα έπρεπε να λάβει υπόψη όσα γεγονότα προέκυψαν, όταν ελάμβανε χώραν η ακυρωθείσα διαδικασία.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος είναι πως «. εν προκειμένω, η επανεξέταση θα έπρεπε να είχε αρχίσει από το τελικό στάδιο, αφού η ακυρωτική δικαστική απόφαση βασίστηκε στα όσα το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής εισηγήθηκαν, από τα οποία το Συμβούλιο της Αρχής απέκλινε, για να καταλήξει στο διατακτικό του περί ελλιπούς ειδικής αιτιολογίας απόκλισης της Αρχής από τις πιο πάνω εισηγήσεις. Κατά συνέπεια, γίνεται αποδεκτός ο συναφής ισχυρισμός της αιτήτριας ότι εν προκειμένω παραβιάστηκαν οι αρχές της επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση.».
Είναι η θέση της εφεσείουσας Αρχής, πως το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η Αρχή όφειλε να συμμορφωθεί με το ακυρωτικό αποτέλεσμα και ευρήματα άλλων δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν στο μεσοδιάστημα, με αποτέλεσμα ο κατάλογος των υποψηφίων να τροποποιηθεί με την προσθήκη δύο νέων υποψηφίων.
Σε αντίθετη περίπτωση, η Αρχή θα παραβίαζε το δεδικασμένο εκείνων των αποφάσεων και θα συνιστούσε περιφρόνηση του Δικαστηρίου. Συνεπώς, λόγω της διαφοροποίησης του καταλόγου, η επανεξέταση έπρεπε, για σκοπούς διασφάλισης της νομιμότητας της διαδικασίας, να αρχίσει από το στάδιο του Συμβουλίου Προσωπικού, χωρίς να θυματοποιήσει τους δύο υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν κάθε νόμιμο δικαίωμα να κριθούν ως καθόλα προσοντούχοι για σκοπούς πλήρωσης των επίδικων θέσεων.
Αντίθετα, η θέση της εφεσίβλητης, όπως αναπτύσσεται στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της, συμπλέουσα με όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, είναι πως η Διοίκηση όφειλε αφ΄ ενός να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της απόφασης Θεοδόση και αφ΄ ετέρου από τη στιγμή που αποφάσισε να παρεκκλίνει από τη σύσταση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Προσωπικού, το οποίο πρόκρινε την εφεσίβλητη ως καταλληλότερη, να παραθέσει ειδικώς και ευκρινώς τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκε στην εν λόγω παρέκκλιση.
΄Εχουμε ενδιατρίψει με ιδιαίτερη προσοχή στα όσα οι συνήγοροι ανέπτυξαν και έχουμε μελετήσει τους σχετικούς φακέλους.
Οι αρχές που διέπουν την συμμόρφωση της διοίκησης προς δεδικασμένο ακυρωτικής απόφασης, είναι γνωστές και έχουν κωδικοποιηθεί στα ΄Αρθρα 57-59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο, Ν. 158(Ι)/1999, που προνοούν:
«Αποτελέσματα ακυρωτικής απόφασης.
57. Έπειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν από την έκδοση της πράξης που ακυρώθηκε.
Πραγματικό και νομικό καθεστώς κατά την επανεξέταση
58. Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της. Κατ' εξαίρεσιν και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.
59.—(1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.
(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης.»
Στην απόφαση της Ολομέλειας του τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρούλας Πέτρου (2016) 3 ΑΑΔ 273, λέχθηκε στις σελίδες 279-280:
«Η επανεξέταση διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα και όχι εφ΄όλης της ύλης. Η διοίκηση δεσμεύεται από τα πορίσματα στα οποία βασίστηκε η ακυρωτική δικαστική απόφαση και εμποδίζεται από του να προβεί σε διαφορετική εκτίμηση ζητημάτων που κρίθηκαν, εκτός εάν δικαιολογείται νέα έρευνα και/ή ανακύψουν νέα γεγονότα που δικαιολογούν επανεκτίμηση, εφόσον δεν επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος (Haris v. Republic (1983) 3(A) C.L.R. 147, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, 52, Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601). Η αρχή του δεδικασμένου όμως δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν, υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Το αποτέλεσμα θα ήταν η ανατροπή της τελεσιδικίας, η διαιώνιση των διαφορών και η ανασφάλεια του δικαίου (Δημοκρατία ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293, Κ. Kallis Estates Ltd ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 724, Ιγνατίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 620). Όπως έχει διευκρινιστεί στην Κ. Kallis Estates Ltd, ενώ το διοικητικό όργανο είναι δεσμευμένο από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, δεν κωλύεται από του να διερευνήσει ένα πραγματικό δεδομένο, όπως λ.χ. την κατοχή προσόντος εφόσον βεβαίως παρίσταται ανάγκη και δεν υπήρξε επ' αυτού προηγούμενη συγκεκριμένη απόφαση από το Δικαστήριο ή αν δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα προηγουμένως.»
Κρίθηκε στην ανωτέρω απόφαση πως το εμφανισθέν ως «νέο στοιχείο» το οποίο ήταν μια βεβαίωση από παιδοκομικό σταθμό για την εκεί υπηρεσία του ενδιαφερόμενου μέρους, «εμφανίστηκε υπό άγνωστες περιστάσεις», ήταν αμφισβητούμενο από την αιτήτρια και ούτε υπήρχε οτιδήποτε σχετικό στοιχείο στον φάκελο σε σχέση με το όψιμα ανακύψαν ζήτημα. Το οποίο, στην πραγματικότητα επρόκειτο για αναθεώρηση ήδη κριθέντος ζητήματος, ήτοι της αρχαιότητας των ενδιαφερομένων μερών, υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων.
΄Αξια μνείας και εξίσου διαφωτιστική, η απόφαση αρ. 404/2024 του ΣτΕ Τμήμα Γ, όπου επανατονίστηκαν οι ανωτέρω αρχές με το ακόλουθο απόσπασμα:
«Οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η ακύρωση διοικητικής πράξης επανεφέρει την υπόθεση στον χρόνο έκδοσής της. Η νέα πράξη που εκδίδει η Διοίκηση ανατρέχει αναγκαίως στον χρόνο εκείνο και διέπεται κατ΄ αρχήν από το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε και όχι από το ισχύον κατά τον χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνουν χώρα οι ενέργειες συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση. Περαιτέρω, η Διοίκηση, μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται να συμμορφωθεί προς αυτήν και μάλιστα όχι μόνο να θεωρήσει ως ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στον νομικό κόσμο την ακυρωθείσα διοικητική πράξη, αλλά να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από την ακυρωθείσα πράξη, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις σχετικές στο μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση, στην οποία θα ευρίσκονταν, αν εξ υπαρχής δεν είχε εκδοθεί η ακυρωθείσα πράξη. Το ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων της Διοίκησης προσδιορίζονται από το αντικείμενο της απαγγελόμενης ακύρωσης, δηλαδή από το είδος και τη φύση της ακυρούμενης πράξης, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις για τα ζητήματα που εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το Δικαστήριο στο αιτιολογικό της απόφασής του, δημιουργώντας δεδικασμένο ως προς αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 2378/2018, 276/2016, 4958/2014, 3433/2010, 748/2009 κ.ά.). Τέλος, η Διοίκηση, επανερχόμενη στην υπόθεση μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται να επαναλάβει τη διαδικασία από το σημείο στο οποίο διαπιστώθηκε η πλημμέλεια, η οποία οδήγησε στην ακύρωση της διοικητικής πράξης (ΣτΕ 2378/2018, 1183/2001).»
Αυτά βεβαίως, όσον αφορά τις παγιωμένες αρχές της επανεξέτασης. Τί συμβαίνει όμως, όταν μέχρι τη συμμόρφωση της διοίκησης με το αποτέλεσμα ακυρωτικής απόφασης, εκδοθούν αποφάσεις, οι οποίες προσφέρουν ή αποκαθιστούν υπάλληλο με αναδρομικό διορισμό σε μια θέση; Όπως εν προκειμένω που δύο υπάλληλοι αποκαταστάθηκαν αναδρομικά στη θέση υποτμηματάρχη από το 1996 και 2007, δηλαδή πολύ πριν την ανάγκη πλήρωσης των επίδικων θέσεων.
Διαφωτιστική επί του εξεταζόμενου θέματος η Θεοφυλάκτου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 322, στην οποία τονίστηκε ότι η υποχρέωση της διοίκησης σε περιπτώσεις αναδρομικού διορισμού υπαλλήλου, μετά από επανεξέταση είναι η αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του που πλήγηκε. Ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση, η οποία βέβαια, από τη φύση της δεν διατρέχει το διαρρεύσαν διάστημα παρά μόνο νοητικά. Η σημασία της έγκειται στα παράγωγά της.
Στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως» (Ανατύπωση 1988) (το οποίο μνημονεύεται στη Θεοφυλάκτου (ανωτέρω)), εξηγείται (σελ. 275), ποια είναι η υποχρέωση της διοίκησης μετά την ακυρωτική απόφαση:
«Διά την επαναφοράν του υπαλλήλου εις την θέσιν που θα ήτο εάν δεν είχε παρεμβληθή η ακυρωθείσα απόλυσις, η Διοίκησις οφείλει να επαναφέρη τον υπάλληλον πλασματικώς και διαδοχικώς εις όλας τας θέσεις της ιεραρχίας, τας οποίας θα είχε καταλάβει ο απολυθείς μεταξύ του χρόνου της απολύσεως και της ακυρώσεώς της. Ήτοι, η Διοίκησις υποχρεούται εις βαθμολογικήν αποκατάστασιν τούτου και συνεπώς οφείλει να κρίνη και να προαγάγη τον απολυθέντα αναδρομικώς ως μηδέποτε απομακρυθέντα εκ της υπηρεσίας, αφ΄ ής προήχθησαν νεώτεροί του και να επεκτείνη εις το πρόσωπόν του όλα εκείνα τα μέτρα τα εφαρμοσθέντα επί νεωτέρων του κατά το μεταξύ διάστημα και τα οποία κατέστησαν μειονεκτικήν την θέσιν αυτού έναντι τούτων, θεωρουμένου τοιουτοτρόπως του απολυθέντος ως διερχομένου πλασματικώς και διαδοχικώς από τας διαφόρους θέσεις λόγω αναδρομικών προαγωγών. Η αναδρομικότης των μέτρων αυτών είναι αναγκαία, διά να εξασφαλισθή η φυσιολογική και συνήθης εξέλιξις του υπαλλήλου.»
Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε στην Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) ΑΑΔ 1669, όπου στις σελίδες 1684, 1685, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η αρχή του Διοικητικού Δικαίου είναι ότι, μετά την ακύρωση ενός διορισμού ή μιας προαγωγής υπαλλήλου, η Διοίκηση έχει καθήκον να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία, όπως αυτή θα εξελισσόταν αν δεν μεσολαβούσε η ακυρωτική απόφαση χωρίς δική του υπαιτιότητα. Στο σύγγραμμα του Odent Contentieux Administratif, σελ. 2049-2050 αναφέρεται:-
"Η αποκατάσταση αυτή συνίσταται στον υπολογισμό όσο είναι δυνατόν καλύτερα αν όχι της πραγματικής τουλάχιστον της πιθανής εξέλιξης της σταδιοδρομίας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου: αυτό με τη σειρά του σημαίνει την εξέταση των θέσεων προαγωγής κατ' επιλογή που θα μπορούσε να διεκδικήσει και κατά πόσο θα μπορούσε υπό ομαλάς συνθήκας να πετύχαινε να τις πάρει. Για το σκοπό αυτό η διοίκηση και το δικαστήριο οφείλουν να βασιστούν σ' ένα πρότυπο σταδιοδρομίας των συναδέλφων του ενδιαφερομένου που κατείχαν την ίδια θέση μ' αυτό πριν την ακύρωση της προαγωγής του και είχαν παρόμοια προσόντα και αρχαιότητα. Αυτό το πρότυπο σταδιοδρομίας θα χρησιμοποιηθεί για σκοπούς αναφοράς για τον υπολογισμό της εξέλιξης της σταδιοδρομίας που ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε κανονικά να είχε αν η ακυρωθείσα απόφαση δεν ελάμβανε χώρα έχοντας υπόψη τα ευμενή και δυσμενή στοιχεία της αντίστοιχης αξίας των άλλων υπαλλήλων με βάση τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις. Έτσι θα μπορεί να καταλήξει ένας να δεχθεί ότι αφαιρουμένων των αποτελεσμάτων της ακυρωθείσης απόφασης, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος θα προάγετο κατ' επιλογή από μια συγκεκριμένη ημερομηνία ή αντίθετα δεν θα ευεργετείτο με οποιαδήποτε προαγωγή."
Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε το πρώτον από το Γαλλικό Συμβούλιο Επικρατείας στην υπόθεση C.E. 26 dec. 1925, Rodiere, Rec. 1065. Aναπτύχθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις - (βλ. αποφάσεις και σχόλια στο σύγγραμμα "Les grands arrets de la jurisprudence administrative", 8th Edition, (1984), σελ. 186, Κεφάλαιο υπό τον τίτλο "Recours Pur Exces De Pouvoir Effet Des Annulations Contentieuses").»
Το σαφές συμπέρασμα που προκύπτει από τα ανωτέρω είναι πως η διοίκηση, κατ΄ αρχή, δεν κωλύεται, επιλαμβανόμενη μετά από ακυρωτική απόφαση διοικητικού Δικαστηρίου, να εξετάσει την όλη υπόθεση από πραγματικής και νομικής φύσεως και να μεταβάλει ενδεχομένως την πραγματική βάση της υπόθεσης ή τους κανόνες που πρέπει να εφαρμοστούν σε αυτήν, με την προϋπόθεση όμως ότι πάντοτε η νέα πράξη της, στηρίζεται σε ερμηνεία και εφαρμογή διάταξης ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, για τα οποία δεν έγινε έρευνα και κρίση με την ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου (ΣτΕ 3126/92 ΔΔικ. 1993/362).
Ούτε παραβιάζεται το δεδικασμένο από προηγούμενη ακυρωτική απόφαση όταν η διοίκηση επικαλείται νέα στοιχεία (ΣτΕ 3774/90 ΔΔικ 1991/1304). Πολύ περισσότερο, όταν η διοίκηση δεν επικαλείται «νέα στοιχεία» αλλά καταστάσεις που διαφοροποιήθηκαν και στις οποίες όφειλε να συμμορφωθεί. Το ακυρωτικό αποτέλεσμα με το οποίο οι δύο υπάλληλοι έλαβαν αναδρομικό διορισμό αφ΄ ενός ίσχυε έναντι όλων και αφ΄ ετέρου η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να το εφαρμόσει. Χωρίς οποιαδήποτε αιτήματα εκ μέρους τους ή άλλες ξεχωριστές διαδικασίες, αφού η τριετία στην αμέσως κατώτερη θέση της επίδικης, τους κατέτασσε αυτοδίκαια στους υποψηφίους.
Κρίνουμε συνεπώς πως οι λόγοι έφεσης 1 και 4 επιτυγχάνουν.
Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή («ΑνΑΕΔ») ήταν αναιτιολόγητη και ότι με αυτή προσπαθούσε να κάνει ανάπλαση των φακέλων, αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης του δεύτερου λόγου έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καταγράφει πως ο «ΑνΑΕΔ» εισηγήθηκε ως καταλληλότερες τα ενδιαφερόμενα μέρη, αναφερόμενος σε στοιχεία από τους φακέλους, τα οποία υιοθέτησε στη συνέχεια το Συμβούλιο της Αρχής, κατέληξε πως τα στοιχεία τα οποία λήφθηκαν υπόψη είναι εκείνα τα οποία βαθμολογούνται στα έντυπα αξιολόγησης, στα οποία, «. σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην προσφυγή Θεοδόση, οι υποψήφιες εμφανίζονται ισάξιες». Πρόσθετα, συνεχίζει «. η καθ' ης η αίτηση προσδίδει υπεροχή στα Ε/Μ στη βάση των καθηκόντων και το είδος της εργασίας που τους ανατέθηκαν και εκτελούν, κάτι το οποίο η νομολογία αποδοκιμάζει. Η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο κριτήριο για την προώθησή του έναντι συναδέλφου του, εκτός ίσως όπου προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν, λόγω ανεπάρκειας περιορισμένα καθήκοντα. Μέτρο κρίσης της αξίας, είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα με την οποία οι υπάλληλοι ασκούν τα καθήκοντα τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ' εντολή των ανωτέρων τους (βλ. Χαραλαμπίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414).».
Η σύσταση του «ΑνΑΕΔ» δεν είναι μόνο εκείνη η οποία καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, αλλά πριν καταλήξει στις συστάσεις του, αφού αναγνώρισε ότι η εφεσίβλητη και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ισάξιες στην επίδοση, απόδοση και αρχαιότητα, στη συνέχεια προέβη στις ανάλογες επισημάνσεις με βάση τα στοιχεία των φακέλων τους καταλήγοντας:
«Από τη μελέτη αυτή, έκρινα ότι οι υποψήφιες Θεοδόση (797) και Δράκου (6263) υπερέχουν σε ουσιαστική καταλληλότητα και γι' αυτό εισηγούμαι την προαγωγή τους. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τον προσωπικό τους φάκελο:
(α) η Θεοδόση εκτός από το πτυχίο BSc in Economics κατέχει και Diploma in Marketing. Ακόμα, τα αποτελέσματα της εργασίας της είναι «εξαιρετικά ψηλού επιπέδου» και η ίδια είναι «ταλαντούχα συνεργάτης και παράδειγμα προς μίμηση όσον αφορά .... την πειθαρχημένη επίτευξη των στόχων και των αποτελεσμάτων». Επιπλέον «χαρακτηρίζεται από την ευθύτητα και ορθότητα της σκέψης της, την ειλικρίνεια .» και «εκτελεί αναβαθμισμένα καθήκοντα σε σχέση με το βαθμό που κατέχει» και,
(β) η Δράκου, είναι ένα «πολύτιμο στέλεχος της Μονάδας με μεγάλη εμπειρία» και «λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά κάτω από συνθήκες πίεσης». Έχει «στρατηγικό μυαλό» και κατά την υπό αξιολόγηση περίοδο «ολοκληρώθηκαν με ιδιαίτερη επιτυχία μεγάλα έργα .. τα οποία τελούσαν κάτω από τη δική της διεύθυνση». Επίσης, «γενικά κρίνεται ως εξαίρετο στέλεχος».
Προκύπτει, συνεπώς, πως έλαβε υπόψη τα στοιχεία των φακέλων και στη συνέχεια προέβη στις ανάλογες επισημάνσεις με βάση εκείνα τα στοιχεία. Συστάσεις οι οποίες στηρίζονται και δεν συγκρούονται με τους προσωπικούς τους φακέλους, όπως έχει νομολογηθεί στην Αλίκη Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 426. Αυτή είναι και η μόνη υποχρέωση που τίθεται στον «ΑνΑΕΔ» χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης. Αρχή η οποία επισημάνθηκε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Δαμιανού (2001) 3 ΑΑΔ 247, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στην εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η τελευταία δεν επιβάλλεται από θεσμοθετημένη διάταξη να είναι αιτιολογημένη, εμπεριέχεται και η αιτιολόγηση τους γιατί κρίνουν το ενδιαφερόμενο μέρος συνολικά καταλληλότερο για προαγωγή. Να υπενθυμίσουμε πως τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και ο Διευθυντής έχουν προσωπική γνώση της γενικής αξίας των υποψηφίων, ως εκ της ιδιότητας τους σαν ανώτεροι λειτουργοί της Αρχής. Η φράση που χρησιμοποιήθηκε: «ουσιαστικά καταλληλότεροι», δεν είναι κατ΄ανάγκην αναπαραγωγή αυτής που χρησιμοποιείται στον Κανονισμό 10(7). Δηλώνει, νομίζουμε, την επιλογή του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή μεταξύ υποψηφίων που ισοβαθμούν στα στοιχεία που καταγράφονται στα χαρτιά. Αν δεν ήταν δυνατή σε τέτοια, ή παρόμοια περίπτωση, το Συμβούλιο Προσωπικού ή ο Διευθυντής να εκφράσουν την προτίμηση τους, αναφορικά με ισότιμους υποψηφίους, τότε θα ήταν αχρείαστη η συμμετοχή τους στη διαδικασία, εφόσον όλα τα έγγραφα, στα οποία καταγράφεται η απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, είναι στο φάκελο τους και ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής. Εδώ ακριβώς, νομίζουμε, πως υπεισέρχεται η ατομική κρίση, η οποία δυνατό να μην μπορεί να εκφραστεί με συγκεκριμένες λέξεις, ενόψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων, διαπιστώνεται όμως από το πνεύμα του γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται και τις ιδιάζουσες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση.».
Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Με το ίδιο σκεπτικό το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναιτιολόγητη την απόφαση της Αρχής. Όπως όμως εντοπίζουμε, η Αρχή, πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, έλαβε υπόψη τόσον τις εισηγήσεις του «ΑνΑΕΔ» όσο και τους φακέλους των υποψηφίων τους οποίους μελέτησε. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα πρακτικά:
«Το Συμβούλιο μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιον του στοιχεία για τους 30 υποψήφιους υπαλλήλους. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο μελέτησε τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών και εμπιστευτικών τους φακέλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα φύλλα ποιότητας/προαγωγής τους και/ή οι υπηρεσιακές τους εκθέσεις και/ή τα έντυπα αξιολόγησής τους, και διαπίστωσε τα ακόλουθα για τον καθένα από αυτούς:
[.]
Ακολούθως, το Συμβούλιο προχώρησε σε σύγκριση των 30 πιο πάνω υποψηφίων μεταξύ τους με βάση τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους για τις προς πλήρωση θέσεις, λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το περιεχόμενο των πρακτικών του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και το περιεχόμενο των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων και, αφού έλαβε υπ΄ όψιν ότι: [.]
Αποφάσισε την πλήρωση των δύο κενών θέσεων Τμηματάρχη (Εμπορικό Προσωπικό/Προσωπικό Εκμετάλλευσης] με προαγωγή των υπαλλήλων Ευδοκίας Θεοδόση (979) και Αλίκης Δράκου (6263).
Το Συμβούλιο αιτιολόγησε αυτή του τη απόφαση αναφέροντας ότι οι δύο προαχθείσες συστήνονται από μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και από τον Αναπληρωτή Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή, βαθμολογούνται με 5,00 και δεν υστερούν σε αρχαιότητα των υποψηφίων Υποτμηματαρχών (Εμπορικό Προσωπικό/Εκμετάλλευση).
Επιπρόσθετα το Συμβούλιο σημείωσε ότι, με βάση τους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Γενικούς Κανονισμούς, κριτήρια για προαγωγή είναι η επίδοση/απόδοση και η ουσιαστική καταλληλότητα. Στο κριτήριο της ουσιαστικής καταλληλότητας, πέραν της αξίας, πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψιν και άλλα στοιχεία όπως η προσαρμοστικότητα, αποτελεσματικότητα, ικανότητα ανταπόκρισης σε νέες προκλήσεις, η παρακολούθηση, υποστήριξη και εφαρμογή νέων τεχνολογιών και διαδικασιών, η καινοτομία, η ικανότητα διαχείρισης πόρων κτλ.
Από τη μελέτη των ενώπιόν του στοιχείων, το Συμβούλιο έκρινε ότι οι δύο προαχθείσες αφενός πληρούν αρκετά από τα στοιχεία που πρέπει να προσμετρούνται στην ουσιαστική καταλληλότητα και αφετέρου υπερτερούν των υπολοίπων υποψηφίων στα κριτήρια αυτά. Συγκεκριμένα, και πέραν των όσων αναφέρονται και πιο πάνω για την καθεμιά από τις προαχθείσες, το Συμβούλιο σημείωσε ότι:»
Καταγράφονται τα ιδιαίτερα προσόντα που η κάθε μια από τις προταθείσες για προαγωγή (ενδιαφερόμενα μέρη) πληρούσαν. Ούτε προκύπτει να δόθηκε βαρύτητα σε επί μέρους καθήκοντα, αλλά εξετάστηκε η καταλληλότητα των υποψηφίων, όπως είχε αναδειχθεί μέσα από την εργασία και τα καθήκοντα που είχε η κάθε μια από αυτές. Δεν αφορούσαν οι κρίσεις καθήκοντα που τα ενδιαφερόμενα μέρη ευκαιριακά εκτελούσαν ή που τους είχαν ανατεθεί από τους προϊσταμένους τους (Κούλλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 852, Παπαδοπούλου ν. ΡΙΚ (2009) 3 ΑΑΔ 362, 366).
Συνεπώς, η επί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε λανθασμένο μέτρο κρίσης για την εκτίμηση των καθηκόντων τους, δεν ευσταθεί. Στη Χαραλαμπίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 414, την οποία το Δικαστήριο επικαλέστηκε προς επίρρωση της θέσης του, επανατονίζεται η πάγια αρχή της νομολογίας ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν τον πρωταρχικό δείκτη της αξίας των υποψηφίων, οι οποίες όμως σε περίπτωση ισάξιων, όπως κρίθηκαν οι δύο διάδικοι, υποψηφίων, δεν αποτελούν το μοναδικό στοιχείο κρίσης. Ο τρόπος άσκησης των καθηκόντων και η αξιοποίηση των προσόντων, σίγουρα προσμετρούν «στην ουσιαστική καταλληλότητά» τους (Καν. 10(7)).
Είναι η κατάληξή μας ότι η Αρχή κινήθηκε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν παρείχετο πεδίο δικαστικής παρέμβασης.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη διοικητική πράξη επικυρώνεται δυνάμει του ΄Αρθρου 146(4)(α).
Επιδικάζεται ποσόν €4.000 πλέον ΦΠΑ έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεσιν υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.
ΣΦ.