ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(’ρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.  97/20)

 

 

25 Φεβρουαρίου, 2025

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Εφεσείοντες/Καθ'  ων η αίτηση

 

ΚΑΙ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗ

Εφεσίβλητος/Αιτητής

______________________

   

     Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες/Καθ'  ων η αίτηση.      

    Λ. Θεοδώρου (κα) για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο/Αιτητή.

______________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

____________________

 

     Α Π Ο Φ Α Σ Η

    

     ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.:   Ο εφεσίβλητος υπέβαλε, στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), αίτηση για αναγνώριση του διδακτορικού τίτλου που απέκτησε η οποία απορρίφθηκε.  Στην συνέχεια, καταχώρισε αίτηση επανεξέτασης η οποία και πάλι απορρίφθηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Ο εφεσίβλητος, αμφισβήτησε την νομιμότητα της τελευταίας αυτής απόφασης και το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που θα εξηγηθούν κατωτέρω, ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη καθότι, η έρευνα που διεξήχθηκε ήταν πλημμελής, ανεπαρκής και ελλιπής.

 

    Οι εφεσείοντες με τη υπό κρίση έφεση  αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Στο στάδιο όμως αυτό κρίνουμε ορθολογικό να παραθέσουμε το όλο ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο έχει ως ακολούθως.

 

Γεγονότα

Ο εφεσείοντας, το 1984, απέκτησε το διδακτορικό τίτλο «Doctor of Philosophy Economics» (στο εξής «Διδακτορικός Τίτλος»), από το Kensigton University της Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής το οποίο, το 1996   σταμάτησε τη λειτουργία του.

 

   Ενόψει ότι το πανεπιστήμιο στο οποίο εργοδοτείτο ο εφεσίβλητος ζήτησε από όλο το ακαδημαϊκό προσωπικό βεβαίωση ότι τα πτυχία τους είναι γνήσια, ο τελευταίος  με επιστολή του, ημερ. 5.7.2013, ζήτησε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. βεβαίωση ότι το πιο πάνω πανεπιστήμιο ήταν εγκεκριμένο να προσφέρει, μεταξύ άλλων, διδακτορικούς τίτλους και  ότι τα πτυχία  που του απονεμήθηκαν είναι νόμιμα και έγκυρα.  Με την εν λόγω επιστολή του, ο εφεσίβλητος, αναγνώριζε ότι το εν λόγω πανεπιστήμιο δεν ήταν «accredited».  Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. σε συνεδρία του, ημερ. 17.7.2013, αποφάσισε ότι δεν είναι σε θέση να βεβαιώσει αυτά τα οποία ζητούσε ο εφεσίβλητος και η εν λόγω απόφαση, του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 5.8.2013.  Ακολούθησε νέα αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων και οι εφεσείοντες, σε συνεδρία τους ημερ. 4.11.2013, αποφάσισαν ότι δεν έχουν λόγο να αμφισβητήσουν την νομιμότητα των τίτλων σπουδών του εφεσίβλητου, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σ'  αυτόν στις 10.1.2014. 

 

 

     Ο εφεσίβλητος, ενόψει ότι ήταν και υποψήφιος σε συγκεκριμένη θέση στο δημόσιο τομέα, ζήτησε από τους εφεσείοντες, με επιστολή του ημερ. 5.3.2015, να επιβεβαιώσουν τη νομιμότητα των τίτλων σπουδών του καθώς και να του εξηγήσουν γιατί δεν μπορεί να αναγνωριστούν.

 

     Οι εφεσείοντες, ενόψει ότι εκκρεμούσε το αίτημα του εφεσίβλητου, με ηλεκτρονικό τους μήνυμα, ημερ. 29.5.2015, απευθύνθηκαν στις αρμόδιες αρχές διατυπώνοντας το ακόλουθο ερώτημα «.We would be most grateful if you could inform us whether Kensington University was an accredited institution of higher education by WASC during the above-mentioned period.».

 

   Το WASC Senior College and University Commission απάντησε, αυθημερόν, στο πιο πάνω ερώτημα, ως ακολούθως:  «Kensington University has never been accredited by WASC Senior College and University Commission. Kensington University was an unaccredited distance education institute that was based at different times in Hawaii and California. It was eventually shut down by state authorities in both stat.».

 

   Το  ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. σε συνεδρία του, ημερ. 8.6.2015, αποφάσισε, με βάση πληροφορίες που εξασφαλίστηκαν από την αρμόδια αρχή πιστοποίησης για την πολιτεία της Καλιφόρνιας όπου λειτουργούσε το εν λόγω πανεπιστήμιο, ότι αυτό « ... δεν ήταν ποτέ αναγνωρισμένο ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης των Η.Π.Α. .» και συνεπώς οι τίτλοι που χορήγησε δεν μπορούν να τύχουν ακαδημαϊκής αναγνώρισης.  Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με επιστολή ημερ. 10.6.2015.  

       

     Στο μεταξύ ο εφεσίβλητος, πριν την κοινοποίηση της πιο πάνω επιστολής, στις 5.6.2015 υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση του διδακτορικού τίτλου του από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.  

 

    Το  τελευταίο σε συνεδρία του, ημερ. 22.7.2015, δεν ενέκρινε το αίτημα του για αναγνώριση του πιο πάνω τίτλου σπουδών που του απονεμήθηκε από το εν λόγω πανεπιστήμιο με την μέθοδο των «σπουδών εξ αποστάσεως» ως τίτλου ισότιμου προς διδακτορικό δίπλωμα, διότι «. ο τίτλος δεν έχει απονεμηθεί από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης και συνεπώς δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 12.3 των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμων του 1996-2015 .».   Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με επιστολή του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερ. 30.7.2015. 

 

    Ακολούθως, ο εφεσίβλητος, στις 24.8.2015, υπέβαλε αίτηση επανεξέτασης και  στους λόγους αυτής, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ενώ η αρμόδια πολιτειακή αρχή  αναγνώρισε ότι οι τίτλοι σπουδών είναι νόμιμοι και το εν λόγω πανεπιστήμιο ήταν αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Παιδείας της πολιτείας της Καλιφόρνιας εντούτοις, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αποφάνθηκε ότι δεν δύναται να προχωρήσει σε έκδοση ισοτιμίας διότι το πανεπιστήμιο δεν ήταν αναγνωρισμένο.  Πρόσθετα δε, ζητούσε από αυτό να διασαφηνίσει τις έννοιες «αναγνώριση» και «πιστοποίηση».

 

    Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., σε συνεδρία του, ημερ. 20.10.2015, αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα του εφεσείοντα διότι ο τίτλος δεν απονεμήθηκε από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης και έτσι, δεν τηρούνταν οι πρόνοιες του άρθρου 12(3) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νό΅ος του 1996  (N. 68 (1)/1996 - στο εξής «ο Νόμος»).  Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με επιστολή ημερ. 4.11.2015.

 

    Ο εφεσείοντας με προσφυγή του ζήτησε την ακύρωση της απόφασης του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.  με την οποία απορρίφθηκε το πιο πάνω αίτημα επανεξέτασης του.

 

Το Νομικό Πλαίσιο

Προτού γίνει αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση κρίνουμε ορθό να γίνει αναφορά στις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και δη του άρθρου 12(3) αυτού, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«Το Συ΅βούλιο, στα πλαίσια των προνοιών του παρόντος Νό΅ου και των Κανονισ΅ών που εκδίδονται ΅ε βάση αυτόν, εξετάζει και αποφαίνεται για την αναγνώριση νό΅ι΅ων και έγκυρων τίτλων σπουδών

(α) Που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα˙ ή

(β) που αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογη΅ένους—πιστοποιη΅ένους κλάδους σπουδών.».

 

   Αναγνωρισ΅ένο εκπαιδευτικό ίδρυ΅α σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου «σημαίνει ίδρυμά που έχει τύχει αναγνώρισης ως ίδρυ΅α ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς της χώρας στην οποία λειτουργεί».

 

     Εκπαιδευτικά αξιολογημένος-πιστοποιημένος κλάδος σπουδών, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, «σημαίνει κλάδο σπουδών που έχει τύχει εκπαιδευτικής αξιολόγησης—πιστοποίησης από τα αρμόδια όργανα της χώρας στην οποία προσφέρεται».

 

Πρωτόδικη απόφαση

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκανε αναφορά στο Νόμο καθώς και στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό εξέταση περίπτωση, ως εκτίθενται ανωτέρω, επισήμανε τα ακόλουθα: 

«Δεν κατηύθυναν την προσοχή τους οι καθ' ων η αίτηση στο ζήτημα του κατά πόσον το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο ήταν αναγνωρισμένο από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς της χώρας που αυτό βρίσκεται, παρά μόνον αρκέστηκαν στην υποβολή ερωτήματος για το κατά πόσον αυτό ήταν διαπιστευμένο, ζήτημα εντελώς διαφορετικό, με δεδομένο το γεγονός ότι ο ίδιος ο αιτητής δεν διαφωνούσε με το γεγονός ότι ο κλάδος σπουδών δεν είχε τύχει εκπαιδευτικής αξιολόγησης-πιστοποίησης.

 

Επομένως, όφειλε το Συμβούλιο να εξετάσει το αίτημα στη βάση της έτερης διαζευκτικής προϋπόθεσης, ήτοι του αναγνωρισμένου του εκπαιδευτικού ιδρύματος, ζητώντας, ενδεχομένως, διευκρινίσεις εάν η έννοια του «approved» που περιέχεται σε όλα τα έγγραφα που αφορούν στο συγκεκριμένο έγγραφο, πληρούσε την απαίτηση του άρθρου 12(3)(α) του Νόμου.

Δεν ενδιέφερε τον αιτητή η πρώτη διαζευκτική προϋπόθεση για το κατά πόσον το ίδρυμα ήταν accredited, αλλά τον ενδιέφερε η  δεύτερη, ήτοι για το κατά πόσον το ίδρυμα ήταν αναγνωρισμένο ως ίδρυμα ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης και σε αυτήν στηριζόταν το αίτημά του.

Διαπιστώνω συνεπώς, έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του Συμβουλίου, αφού δεν έτυχε εξέτασης η έτερη διαζευκτική προϋπόθεση του άρθρου 12(3) για το αναγνωρισμένο του εκπαιδευτικού ιδρύματος, αφού περιορίστηκαν οι καθ' ων η μόνο στη μία διαζευκτική προϋπόθεση, ήτοι «εκπαιδευτικά αξιολογημένους-πιστοποιημένους κλάδους σπουδών» και όχι στο εάν αυτό απονεμήθηκε από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

 

Δεν εξέτασαν καθόλου οι καθ' ων η αίτηση τη δεύτερη διαζευκτική προϋπόθεση, ούτε και κατευθύναν την προσοχή τους προκειμένου να διακριβώσουν από τις αρμόδιες αρχές της Καλιφόρνια, το κατά πόσον η άδεια που είχε δοθεί στο συγκεκριμένο ίδρυμα, κατά το χρόνο λειτουργίας του, να χορηγεί συγκεκριμένους τίτλους σπουδών, ισοδυναμούσε με αναγνώριση του ιδρύματος.».

 

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η έρευνα που διεξήγαγαν οι εφεσείοντες ήταν πλημμελής, ανεπαρκής και ελλιπής  και έτσι, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και στη βάση αυτή βεβαίως ορθά δεν προχώρησε στον έλεγχο της συνταγματικότητας της επίμαχης νομοθετικής διάταξης.   

 

Λόγοι έφεσης

Οι εφεσείοντες με δύο λόγους έφεσης αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η έρευνα που διεξήγαγαν οι εφεσείοντες ήταν πλημμελής, ανεπαρκής και ελλιπής (λόγος έφεσης αρ. 1), και πρόσθετα λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο δεν εξέτασε την δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 12(3) του Νόμου (λόγος έφεσης αρ. 2).

   

Εξέταση λόγων έφεσης

Όπως τέθηκε στη πρόσφατη απόφαση ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ v. Παπαγεωργίου, Ε.Δ.Δ 32/2020, ημερ. 11.12.2024 «αναμφίβολα και εγγενώς μια έρευνα κρίνεται εάν είναι επαρκής και συναφώς κατά πόσον η πλάνη είναι ουσιώδης με βάση το νομικό πλαίσιο που στηρίζει την πράξη και το κριτήριο που τίθεται ανάλογα με την εξεταζόμενη περίπτωση είναι η συναφής Νομοθεσία (βλ. Evzonas Hotel Co. Ltd v. Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, Ε.Δ.Δ.153/19, ημερ.4.10.24)».

 

   Από το λεκτικό του άρθρου 12(3) του Νόμου, καθώς και του ερμηνευτικού άρθρου 2, προκύπτει ότι για να  τύχουν αναγνώρισης τίτλοι σπουδών από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. θα πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη μίας εκ των δύο διαζευκτικών προϋποθέσεων  και δη ότι:  (i) οι τίτλοι  σπουδών να απονεμήθηκαν από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα τα οποία έχουν τύχει αναγνώρισης ως ιδρύματα  ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς της χώρας στην οποίαν λειτουργούν ή (ii) οι τίτλοι σπουδών να αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογημένους-πιστοποιη΅ένους κλάδους σπουδών που έχουν τύχει εκπαιδευτικής αξιολόγησης-πιστοποίησης από τα αρμόδια όργανα της χώρας στην οποία προσφέρονται.

 

    Αναφορικά με το ζήτημα της δέουσας έρευνας οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων.  

 

     Όπως έχει υποδειχθεί στην Ράφτη v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ 345:  «.η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ.270 και Nicolaou v. Minister  of   Interior  and   Another   (1974) 3C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447)». Σχετική επίσης είναι και η Aristidou v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ 224/2019, ημερ. 15.11.2024.

 

   Στην υπό εξέταση περίπτωση το ζητούμενο ήταν η διερεύνηση από μέρους του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. κατά πόσο πληρείται τουλάχιστον μία εκ των δύο πιο πάνω διαζευκτικών προϋποθέσεων ώστε να τύχει αναγνώρισης ο διδακτορικός τίτλος σπουδών του εφεσίβλητου.

 

   Εν προκειμένω, το πρόβλημα είχε ως αφετηρία  το ερώτημα που τέθηκε από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ στην αρμόδια αρχή. Εκείνο που τέθηκε ήταν αν το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο που απένειμε στον εφεσίβλητο τον διδακτορικό τίτλο ήταν διαπιστευμένο (accredited) και η αρμόδια αρχή απάντησε ότι ουδέποτε ήταν. Το ζητούμενο όμως  εστιάζεται στο κατά πόσο το εν λόγω πανεπιστήμιο ήταν αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς της χώρας στην οποία λειτουργούσε. Προς διαπίστωση της  πιο πάνω προϋπόθεσης, οι εφεσείοντες όφειλαν να διατυπώσουν συγκεκριμένα και σαφή ερωτήματα ώστε να είναι δυνατός και ο δικαστικός έλεγχος. Δεν το έπραξαν. Και κάτι ακόμη. Δεν είναι παγκοίνως γνωστό και συναφώς δεν υπόκειται σε δικαστική γνώση ότι η μη διαπίστευση του συγκεκριμένου πανεπιστημίου από την αρμόδια εθνική αρχή της χώρας που λειτουργεί, ισοδυναμεί με μη αναγνώριση  από αυτήν. Αυτή τη διάσταση παρέλειψε να διερευνήσει το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ..

 

     Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, ορθή ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν διεξήχθηκε δέουσα έρευνα με το  πιο πάνω όμως σκεπτικό.  Συνεπώς,  ο λόγος έφεσης αρ.1 είναι έκθετος σε απόρριψη. 

 

    Αναφορικά δε με τον έτερο λόγο έφεσης, και δη ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν εξέτασε την δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 12(3) του Νόμου, θα αρκεστούμε να επισημάνουμε ότι στην απόφαση του, ρητά καταγράφεται ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. περιορίστηκε στην εξέταση κατά πόσον ο τίτλος σπουδών του εφεσίβλητου αφορούσε εκπαιδευτικά αξιολογημένο-πιστοποιημένο  κλάδο σπουδών.   Έτσι, ομοίως ο  λόγος έφεσης αρ. 2 είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

 

 

    Συνεπακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €4.000-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει) υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο