ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 71/2020)

 

19 Φεβρουαρίου, 2025

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητων.

_________________

 

Χ. Χριστάκη, για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

Δ. Λαδά (κα), για G. & A. Ladas LLC, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σωκράτη Ζαπίτη.

_________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων - ο οποίος ήταν αιτητής στην Προσφυγή 508/16 («η Προσφυγή») - αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση με την οποία το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή κατά της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») να προσφέρουν στο Ενδιαφερόμενο Μέρος Σωκράτη Ζαπίτη («το ΕΜ») προαγωγή στη θέση Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού, στο Τμήμα Δημοσίων Έργων από 15.2.16 ) («η προσβαλλόμενη απόφαση»).

          Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα ως τα εξακρίβωσε το Διοικητικό Δικαστήριο, η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η πλήρωση της είχε ζητηθεί από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («η ΕΔΥ») την 31.10.11. Υπεβλήθηκαν δεκατέσσερεις αιτήσεις που διαβιβάστηκαν από τον Γραμματέα της ΕΔΥ προς τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ως Προέδρου της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής («η ΣΕ»). Ο τελευταίος διαβίβασε προς την ΕΔΥ την έκθεση της ΣΕ με την οποία συστήθηκε (μεταξύ άλλων) ο Εφεσείων, όχι όμως το ΕΜ. Η ΕΔΥ, μελέτησε την έκθεση τής ΣΕ και αποφάσισε την 29.8.12 να καλέσει σε προφορική εξέταση (σε ημερομηνία που θα καθοριζόταν), τους υποψηφίους που είχαν συστηθεί από την ΣΕ, καθώς και το ΕΜ. Το ΕΜ είχε αξιολογηθεί από την ΣΕ στην τελική της αξιολόγηση ως «Πάρα Πολύ Καλός», στο ίδιο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης με τρεις εκ των τεσσάρων υποψηφίων που είχαν προταθεί από την ΣΕ (συμπεριλαμβανομένου του Εφεσείοντα). Η ΕΔΥ κάλεσε στη συνεδρίαση και τον Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η διαδικασία πλήρωσης της θέσης δεν προχωρούσε αφού δεν είχε εξαιρεθεί από την αναστολή πλήρωσης θέσεων κατά το Άρθρο 15 του Περί Προϋπολογισμού (Τροποποιητικού) Νόμου (Αρ. 4) 43(ΙΙ)/11. Η ΕΔΥ ασχολήθηκε εκ νέου με το θέμα, σε τρεις συνεδριάσεις ημερομηνίας 8.7.15, 14.7.15 και 12.1.16. Στη συνεδρίαση ημερομηνίας 8.7.15, η ΕΔΥ διαπίστωσε ότι δύο εκ των υποψηφίων (διαφορετικών από τους διαδίκους) είχαν αφυπηρετήσει, ενώ άλλος, είχε πεθάνει. Στη συνεδρίαση ημερομηνίας 14.7.15, η ΕΔΥ αποφάσισε να ζητήσει επί του θέματος τη νομική συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Αφού την έλαβε, αποφάσισε την 12.1.16, να προχωρήσει με τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, καλώντας σε προφορική εξέταση τους εναπομείναντες υποψηφίους, και δη το ΕΜ και τον Εφεσείοντα. Η προφορική εξέταση διεξήχθη την 9.2.16. Έπειτα, η Διευθύντρια του Τμήματος Δημοσίων Έργων («η Διευθύντρια»), αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και τα δεδομένα τους, πρότεινε για προαγωγή το ΕΜ και αποχώρησε, με την ΕΔΥ να προκρίνει το ΕΜ ως τον καταλληλότερο για πλήρωση της θέσης, προτείνοντας του την προαγωγή.

Το Διοικητικό Δικαστήριο - απορρίπτοντας τους προβαλλόμενους λόγους ακυρότητας (και εν τέλει την Προσφυγή) - αποφάνθηκε πως η αξιολόγηση της ΣΕ για το ΕΜ (συγκριτικώς και προς τον Εφεσείοντα) ήταν ευλόγως επιτρεπτή και δεόντως αιτιολογημένη. Επιπλέον, έκρινε ότι η απόφανση της ΕΔΥ να προσθέσει το ΕΜ για συμμετοχή στη διαδικασία, ήταν νόμιμη και αιτιολογημένη. Θεώρησε επίσης πως η σύσταση της Διευθύντριας ήταν επιτρεπτή, δίχως να αντιμάχεται τα στοιχεία των σχετικών φακέλων, και ότι η ΕΔΥ κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση κρίνοντας το ΕΜ ως καταλληλότερο ένεκα υπέρτερης αξιολόγησης του («Εξαίρετος») έναντι του ΕφεσείονταΠολύ Καλός») στην προφορική εξέταση, σημειώνοντας προσέτι πως το ΕΜ είχε υπέρ του και τη σύσταση της Διευθύντριας, με τη διαφορά αρχαιότητας του Εφεσείοντα προς εκείνη του ΕΜ, να κρίνεται ως πολύ οριακή, με αμφότερους να κατατάσσονται (κατά το Διοικητικό Δικαστήριο) «... ως κατ' ουσία ισόβαθμοι ...» (το απόσπασμα είναι αυτούσιο ως και όσα ακολουθούν).

Ο Εφεσείων αντιτάσσεται στην πρωτόδικη κρίση με τέσσερεις λόγους έφεσης. Αυτοί, αφορούν στην εσφαλμένη απόρριψη του ισχυρισμού του ότι η αξιολόγηση της ΣΕ ήταν αναιτιολόγητη, λανθασμένη και επακόλουθο έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης (λόγος έφεσης 1), όπως εξάλλου και η μη αποδοχή της θέσης ότι η πρόσκληση των Εφεσίβλητων προς το ΕΜ για συμμετοχή στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, ως «... αντίθετη στην νομολογία και στο άρθρο 34(8) του Ν.1/90 ...» (λόγος έφεσης 2), με εξίσου σφαλερό και τον εξοβελισμό του επιχειρήματος του, πως «... η σύσταση της Διευθύντριας έπασχε ως μη νόμιμη, αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων» (λόγος έφεσης 3), με παρεπόμενο το Διοικητικό Δικαστήριο να μην δεχθεί - κακώς και πάλι - την άποψη του Εφεσείοντα «... ότι η τελική κρίση ...» των Εφεσίβλητων «... πάσχει ως αναιτιολόγητη και ως προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης» (λόγος έφεσης 4).

Διεξήλθαμε όσα μας τέθηκαν, στην πλήρη τους μορφή.

Θα πραγματευθούμε τους λόγους έφεσης με την αριθμητική τους σειρά.

Ως προς τον λόγο έφεσης 1, συγκλίνουμε με τις τοποθετήσεις εκ πλευράς Εφεσείοντα πως η αξιολόγηση της ΣΕ ήταν πλανεμένη, αναιτιολόγητη και άστοχη ως προς την αναβάθμιση του ΕΜ από «Πολύ Καλός» στην αρχική αξιολόγηση (της ΣΕ) σε «Πάρα Πολύ Καλός» στην τελική αξιολόγηση (της ΣΕ), όμως στο ίδιο επίπεδο με τον ίδιον. Τούτο, διότι, σαφώς είναι που τέθηκε ως αποτιμήσιμο δεδομένο το ότι ο Εφεσείων υπερείχε σε πείρα κατά εικοσιένα περίπου μήνες και αρχαιότητα λόγω ηλικίας έναντι του ΕΜ, με τον Εφεσείοντα να υπηρετεί ως Έκτακτος Εκτελεστικός Μηχανικός στο Τμήμα Δημοσίων Έργων μεταξύ Αυγούστου 1980 και Οκτωβρίου 1985 και με το ΕΜ να εργάζεται στην ίδια θέση με σύμβαση, μεταξύ Μαΐου 1982 και Οκτωβρίου 1985.

Το Διοικητικό Δικαστήριο διέκρινε πως η ταξινόμηση των διαδίκων ήταν ορθή και ευλόγως επιτρεπτή αφού εκτός από την ισοβαθμία τους στην προφορική εξέταση είχαν την ίδια βαθμολογία για την περίοδο 2007-2011 κατέχοντας (πέραν από το βασικό πτυχίο), δύο μεταπτυχιακούς τίτλους έκαστος, με την αρχαιότητα του Εφεσείοντα έναντι του ΕΜ να υφίσταται βάσει της ημερομηνίας γέννησης τους (με την ημερομηνία γέννησης του Εφεσείοντα να είναι κατά εννέα μήνες περίπου προγενέστερη εκείνης του ΕΜ).

Τούτων δοθέντων, το Διοικητικό Δικαστήριο, τόνισε και τα εξής:

«[...] Η αρχαιότητα, ωστόσο, η οποία ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης είναι συμβολική και όχι ουσιαστική. Ακόμη και εκεί που υπάρχει, δύσκολα λαμβάνεται υπόψη (βλ. την σχετικά πρόσφατη απόφαση ημερομηνίας 10.10.2019 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2013 και την εκεί αναφερόμενη σχετική νομολογία). Παραμένει το ζήτημα της διαφοράς 21 περίπου μηνών πείρας του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση του Έκτακτου Εκτελεστικού Μηχανικού. Αυτή, όμως, ανάγεται στο πολύ μακρινό παρελθόν (1980 έως και 1982, ήτοι τρεις περίπου δεκαετίες πριν την επίδικη κρίση) και πολύ δύσκολα μπορεί αυτή να προσδώσει αισθητή διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων, η οποία να δικαιολογεί διαφορετική συνολική βαθμολόγηση τους, ενόψει της συνολικής εικόνα τους. Εάν η Συμβουλευτική Επιτροπή, μάλιστα, λάμβανε τέτοια απομακρυσμένη χρονικά πείρα σε έκτακτη θέση υπόψη (για σκοπούς διαφοροποίησης των διαδίκων στην συνολική τους βαθμολογία), ενδεχόμενα να λειτουργούσε υπό πλάνη (βλ. απόφαση ημερομηνίας 25.2.2015 στην Προσφυγή Αρ. 910/2012 ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΧΕΙΜΩΝΑ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ).Εν πάση περιπτώσει, η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε τον αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ως ρητώς αναφέρει, μόνο με επίκληση της διαφοράς αρχαιότητας τους, η οποία, ως προαναφέρθηκε, ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης τους [...]».

 

Με κάθε σεβασμό, αποκλίνουμε από την ως άνω πρωτόδικη προσέγγιση.

Μολονότι, η ΣΕ φαίνεται να κατέγραψε την πείρα και αρχαιότητα τού καθενός από τους δύο διαδίκους, δεν αιτιολόγησε πρεπόντως την αναβάθμιση του ΕΜ, κατά τα προλεχθέντα.

Δεν αποτελούσε έργο του Διοικητικού Δικαστηρίου - και σε αυτή την πτυχή θα επανέλθουμε - η αξιολόγηση τού στοιχείου της πείρας, ως αναγόμενου «... στο πολύ μακρινό παρελθόν (1980 έως και 1982, ήτοι τρεις περίπου δεκαετίες πριν την επίδικη κρίση) ...», μήτε και το ότι πολύ δύσκολα θα μπορούσε να προσδοθεί στο συστατικό αυτό δυναμική τέτοια που να επιφέρει αξιοσημείωτη δυσαναλογία μεταξύ των δύο υποψηφίων ώστε να δικαιολογεί τη διαφορετική συνολική βαθμολόγηση τους, όπως ούτε και το ότι αν η ΣΕ λάμβανε υπόψιν μια τέτοια παλαιά χρονικώς πείρα σε έκτακτη θέση για σκοπούς διαφοροποίησης των διαδίκων στη συνολική τους βαθμολογία, αυτό θα ισούνταν και με πλάνη.

Απεναντίας.

Η ηλικιακή αρχαιότητα μπορεί μεν να έχει συνήθως συμβολική και οριακή σημασία - και ως εκ τούτου δύσκολα να μπορεί να συνεκτιμηθεί προς μεταβολή της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων - πλην όμως, όπου τα άλλα στοιχεία των υποψηφίων είναι ισοδύναμα μεταξύ τους, η ισχνή έστω υπεροχή ενός των στοιχείων σε αξιολογήσιμες παραμέτρους (λόγου χάριν στην αρχαιότητα), επανακτά τη δική της ισχύ, η οποία και (κατά κανόνα) προσμετρά πια, αναλόγως, υπέρ του εν λόγω υποψηφίου (Δημοκρατία ν. Κυρατζιή-Κτωρίδου, Α.Ε. 31/16, ημ. 8.5.23, ECLI:CY:AD:2023:C154 (Ολομέλεια), Κυρατζιή-Κτωρίδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 17/17, ημ. 5.10.23, Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 46/15, ημ. 1.2.22, ECLI:CY:AD:2022:C41).

Τα ίδια, ισχύουν και σε σχέση προς την πρόσθετη υπεροχή του Εφεσείοντα σε πείρα στη θέση του Έκτακτου Εκτελεστικού Μηχανικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων.

Στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 30/15, ημ. 19.10.21, ECLI:CY:AD:2021:C472, η Ολομέλεια του (τότε) Ανωτάτου Δικαστηρίου, συγκεφαλαίωσε τα πράγματα ως ακολούθως, επί της θεματικής που ενεστώτως απασχολεί:

«[...] Απομένει η εξέταση του ευλόγου της κρίσης της ΕΔΥ ως προς την αρχαιότητα των Ενδιαφερόμενων Μερών λόγω ηλικίας.

Όπως ορθά υπογράμμισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο το κριτήριο της αρχαιότητας συνιστά θεσμοθετημένο παράγοντα που, αν και έχει ατονήσει, εντούτοις, παραμένει ένα από τα ουσιώδη κριτήρια που ο Νόμος καθορίζει και το οποίο θα πρέπει, συνεπακόλουθα, εκεί όπου χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Αν και η διαφορά στο χρόνο γέννησης δημιουργεί συμβολική και όχι ουσιαστική αρχαιότητα (Αλετρά κ.ά. ν. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585), δεν παύει να είναι δια Νόμου μετρήσιμο στοιχείο. Σύμφωνα με τον ορισμό της προηγούμενης αρχαιότητας στο Άρθρο 49(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/1990 [1], όπου η ημερομηνία στον αρχικό διορισμό είναι η ίδια, τότε η αρχαιότητα κρίνεται ανάλογα με την ηλικία των υποψηφίων. Επομένως, επί κριτηρίων κατά τα λοιπά ίσων, η συμβολική αυτή αρχαιότητα αποκτά τη δική της σημασία και λογίζεται υπέρ του κατόχου της [...]».

 

Εν προκειμένω, η αρχαιότητα του Εφεσείοντα, ως θεσμοθετημένο κριτήριο - συναρτώμενο κατά τεκμήριο και προς την πείρα σε μόνιμη θέση, και αξία των διαδίκων - ήταν όντως μετρήσιμο ως αξιολογική μεταβλητή (Δημοκρατία ν. Χατζηστεφάνου, Α.Ε. 23/14, ημ. 28.4.20, ECLI:CY:AD:2020:C130, Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2/14, ημ. 13.1.20, ECLI:CY:AD:2020:C15).

Ωστόσο, η αρχαιότητα του Εφεσείοντα δεν διερευνήθηκε ή ζυγιάστηκε, καθώς έπρεπε, όπως ούτε και η υπεροχή του σε πείρα στην έκτακτη θέση στην οποία και οι δύο διάδικοι είχαν υπηρετήσει.

Δεν υπήρχε αντικειμενικώς ισοδυναμία προσόντων μεταξύ των διαδίκων.

Στην Γεωργίου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 769, 784-785, η Ολομέλεια αποφάσισε και τούτα τα κατ' αναλογίαν σχετικά με όσα κειμένως αναπτύσσονται επί του σημείου:

«[...]Ένα από τα παράπονα του εφεσείοντος είναι ότι στη σύσταση της η Αναπληρώτρια Διευθύντρια αναφέρθηκε μεν στα πρόσθετα προσόντα των ενδιαφερομένων μερών τα οποία ανεπιφύλακτα σύστησε, παραλείποντας όμως να αναφερθεί και στο πρόσθετο προσόν του ίδιου του εφεσείοντος. Πράγματι από τα δεδομένα που είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ., προέκυπτε ότι τα συστηθέντα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν πρόσθετα μη απαιτούμενα εκ του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα, όπως αυτά καταγράφονται στους σχετικούς πίνακες που απαντώνται στο Παράρτημα 9 της ένστασης που καταχωρήθηκε πρωτοδίκως από τη Δημοκρατία. Πρόσθετο όμως προσόν, αυτό του διπλώματος Νοσηλευτικής Διοίκησης, Νοσηλευτική Σχολή, κατείχε και ο εφεσείων. Σε αυτό δεν έγινε καμία απολύτως αναφορά από την Αναπληρώτρια Διευθύντρια και το λάθος επαναλήφθηκε και από την Ε.Δ.Υ., η οποία στο σκεπτικό της αναφέρθηκε στους επιλεγέντες ως διαθέτοντες πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα που θεωρήθηκαν απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, κρίνοντας τους ως υπερέχοντες γενικά των υπολοίπων υποψηφίων. Η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε ταυτόχρονα ότι οι υπόλοιποι υποψήφιοι, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο εφεσείων, δεν υστερούσαν σε αξία με τους επιλεγέντες να υπερέχουν σε αρχαιότητα ή να υστερούν σε αρχαιότητα λόγω ημερομηνίας γέννησης και μόνο. Και ότι «οι επιλεγέντες διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.». Είναι φανερό ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στη διαδικασία, εφόσον δεν έγινε καμία αναφορά στο πρόσθετο προσόν του εφεσείοντος ως αυτό να μην υπήρχε, δίδοντας έτσι την εντύπωση ότι η επιλογή μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και του εφεσείοντος ήταν εύλογα επιτρεπτή στη βάση της ισοδυναμίας σε αξία, της ηλικιακής και μόνο αρχαιότητας του εφεσείοντος και του αντισταθμίσματος ότι έναντι αυτού, οι συστηθέντες κατείχαν ένα ή περισσότερα πρόσθετα προσόντα. Ακριβώς αυτή ήταν και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς απόρριψη της προσφυγής, η οποία όμως δεν έλαβε υπόψη το ότι και ο εφεσείων ήταν κάτοχος πρόσθετου προσόντος το οποίο θα έπρεπε να συνεκτιμάτο και ως προς τη σχετικότητα του, (Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 325 και Κοτζιάπασης ν. Οικονομίδη (2007) 3 Α.Α.Δ. 200, και ως προς την επίπτωση που αυτό το πρόσθετο προσόν θα είχε επί της συγκριτικής πλέον αξίας των υποψηφίων. Τέτοια σύγκριση όμως, και έχει δίκαιο και επ' αυτού ο εφεσείων, δεν έγινε.

Στη Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδου (2011) 3 Α.Α.Δ. 871, επικυρώθηκε η πρωτόδικη κρίση ότι δεν δικαιολογείτο η υπέρ ενδιαφερομένου προσώπου σύσταση του διευθυντή χωρίς καμιά ιδιαίτερη εξήγηση εκτός από το ότι δόθηκε σε πρόσθετο προσόν η ανάλογη βαρύτητα, όταν αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος, κατά τα άλλα, ήταν ίσοι σε αξία και με συμβολική υπεροχή σε αρχαιότητα αναγόμενη σε ημερομηνία γέννησης. Τέτοια σύσταση θεωρήθηκε αναιτιολόγητη. Πόσο μάλλον εδώ που καμία απολύτως αναφορά δεν έγινε στο προσόν του εφεσείοντος. Όπως δε λέχθηκε και στη Δημοκρατία ν. Ευαγγέλου (2013) 3 Α.Α.Δ. 414, όπου λαμβάνονται υπόψη πρόσθετα προσόντα θα πρέπει αυτά να διερευνώνται και να συσταθμίζονται με τα ανάλογα προσόντα των υπολοίπων υποψηφίων. [...]».

 

Κατ' ουσίαν λοιπόν - και επανερχόμαστε στο σημείο όπως είπαμε πως θα πράξουμε ανωτέρω - υποκαταστάθηκε πρωτοδίκως και ασύμμετρα μια ουσιώδης πτυχή της αφορώσας συλλογιστικής διεργασίας, η οποία καλούσε σε πρωτογενή διοικητική κρίση και όχι σε δικαστική, πόσω δε μάλλον κατά τρόπο που να εκλαμβάνει κιόλας ως δεδομένη τη βαρύτητα που θα απέδιδαν οι Εφεσίβλητοι - ως Διοίκηση - στο υπό συζήτηση στοιχείο της αρχαιότητας και όσα απέρρεαν δυνητικώς από αυτή, σταθμίζοντας το αναλόγως σε περίπτωση που τελικώς εξέλιπε η περί ης ο λόγος πλάνη.

Αυτό, ήταν μη επιτρεπτό υπό τις περιστάσεις (βλ. κατ' αναλογία, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 102/18, ημ. 11.3.24, Κολώνας και Άλλων Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 96/16, ημ. 26.7.23, Δημοκρατία ν. Χατζηστεφάνου, Α.Ε. 23/14, ημ. 28.4.20, ECLI:CY:AD:2020:C130, Μικελλίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1894/12, ημ. 30.9.16, ECLI:CY:AD:2016:D460).

Ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.

Ως εκ της αποδοχής του λόγου έφεσης 1 - και όσα συναφώς συγκροτούν το σκεπτικό μας - γίνεται δεκτός και ο λόγος έφεσης 2, καθότι, ως υπεδείξαμε, ο μη συνυπολογισμός στα προσόντα του Εφεσείοντα τής μεγαλύτερης χρονικώς υπηρεσίας του (και της συνεπαγόμενης πείρας) ως Εκτάκτου Εκτελεστικού Μηχανικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων - εν συγκρίσει προς το ΕΜ - διαχύθηκε ως εκ της φύσης και εμβέλειας του σε όλο το φάσμα της προσβαλλόμενης απόφασης καταλυτικώς.

Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 3 - και όσα περιβάλλουν την ανάμιξη της Διευθύντριας στην αξιολογική κρίση των μερών - σημειώνουμε (με παραπομπή στα όσα συνθέτουν την εφετειακή άποψη στον λόγο έφεσης 1), ότι πλάνη υπήρξε και από την Διευθύντρια της οποίας η σύσταση δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.

Η πλάνη αυτή, επιμόλυνε την τελική απόφαση της ΕΔΥ.

Δεν είναι ανάγκη να προστεθεί κατιτί άλλο.

Κατ' ακολουθίαν, επιτυγχάνει και ο λόγος έφεσης 3.

Για τον λόγο έφεσης 4 (και τα περί ηλικιακής αρχαιότητας του Εφεσείοντα), υποσημειώνουμε ότι εφαρμόζονται όσα ήδη αναφέραμε στο πλαίσιο του λόγου έφεσης 1. Αυτό, μαζί με όλα όσα έχουμε αναφέρει προηγουμένως, οδηγεί σε επιτυχία και του λόγου έφεσης 4.

Η έφεση επιτυγχάνει.

Η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου παραμερίζεται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €3.200,00, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει), υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων.

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

/μκε



[1] «[...] (7) Στο άρθρο αυτό - [...] "προηγούμενη αρχαιότητα" σημαίνει αρχαιότητα τωv υπαλλήλωνv στη θέση ή τάξη πoυ κατεχότανv από αυτούς αμέσως πριν από τη κατοχή της παρούσας θέσης τους ή τάξης και αv η αρχαιότητα αυτή είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με τηv ίδια μέθοδο, αφού εφαρμοστεί αναδρομικά μέχρι τους πρώτους διορισμούς τωv υπαλλήλωνv στη δημόσια υπηρεσία. Σε περίπτωση πoυ η αρχαιότητα στους πρώτους διορισμούς είναι η ίδια, η προηγούμενη αρχαιότητα κρίνεται με βάση τηv ηλικία τωv υπαλλήλωνv [...]».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο