ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2020)

 

19 Φεβρουαρίου, 2025

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

ΕΛΕΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

Εφεσείουσας,

 

ν.

 

ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητων.

 

_________________

 

Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

_________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα - που ήταν αιτήτρια στην Προσφυγή 1035/14 ημερομηνίας 28.7.14 («η Προσφυγή») - αντιτίθεται στην κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου να την απορρίψει την 20.1.20 («η πρωτόδικη απόφαση»).

          Με την Προσφυγή, η Εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα και εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης των Εφεσίβλητων ημερομηνίας 22.5.14 να μην επιλέξουν την Εφεσείουσα στη θέση του Διευθυντή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου/ΘΟΚη επίδικη θέση») εξαιτίας τής από μέρους της μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων στο αφορών Σχέδιο Υπηρεσίας («το Σχέδιο Υπηρεσίας»).

          Παρεμβάλλουμε, πως η Προσφυγή συνεκδικάστηκε με δύο Προσφυγές, εκ των οποίων, η μεν Προσφυγή 868/14 έτυχε και αυτή απόρριψης, η δε Προσφυγή 928/14 έγινε αποδεκτή (αφού και οι τρεις αποσυνενώθηκαν κατά τα δικονομικώς δέοντα).

          Για να καταστεί πιο αντιληπτό το δικαστικό σκεπτικό που ακολουθεί - αλλά και όσα συνέθεσαν τη διοικητική και πρωτόδικη δικαστική κρίση - θεωρούμε ωφέλιμη μια συνοπτική παράθεση τού δικονομικού και ουσιαστικού ιστορικού της υπόθεσης, στην έκταση που αφορά πρωτίστως στην Εφεσείουσα.

Η Προσφυγή απέρρευσε από επανεξέταση έπειτα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυριαζής ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και Άλλων, Υποθ. Αρ. 274/12, ημ. 19.12.13 η ακυρωτική απόφαση»), όπου κρίθηκε, ανάμεσα σε άλλα, πως για την επίδικη θέση - στην οποία ας σημειωθεί ήταν υποψήφια και η Εφεσείουσα - δεν είχε λάβει χώραν ουσιαστική έρευνα από τους Εφεσίβλητους για τα προσόντα των υποψηφίων.

Στο πλαίσιο διενεργηθείσας επανεξέτασης, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΘΟΚτο ΔΣ») - έχοντας αποφασίσει να μην εφεσιβάλει την ακυρωτική απόφαση - αποφάσισε την 22.1.14 να εξετάσει και αξιολογήσει όλα τα προσόντα των υποψηφίων για την επίδικη θέση παρέχοντας τους ευχέρεια να παρουσιάσουν όσα πιστοποιητικά απεδείκνυαν την από μέρους τους κατοχή των απαιτούμενων προσόντων, και που θα έπρεπε να ανατρέχουν στο καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της επίδικης θέσης (30.8.11).

Σε συνεδρία ημερομηνίας 4.2.14, οι Εφεσίβλητοι παραπέμψαν τα της επανεξέτασης των προσόντων των υποψηφίων στην Επιτροπή Προσωπικού του ΘΟΚη Επιτροπή Προσωπικού»), η οποία, εξετάζοντας όσα ανέκυψαν από την ακυρωτική απόφαση (μεταξύ των οποίων και ζητήματα συμμόρφωσης προς την ακυρωτική απόφαση, ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας, και προσόντων των υποψηφίων), υπέβαλε σχετικές προτάσεις στο ΔΣ.

Την 22.5.14 το ΔΣ ενεργώντας κατά τις εισηγήσεις της Επιτροπής Προσωπικού, έκρινε πως ουδείς των υποψηφίων - περιλαμβανομένης και της Εφεσείουσας - διέθετε σωρευτικώς τα αναγκαία προσόντα για την επίδικη θέση, αποφασίζοντας να μην την πληρώσει

Εξού και η Προσφυγή.

Το Διοικητικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Προσφυγή, κατέταξε ως αθεμέλιωτα τα παράπονα της Εφεσείουσας σε σχέση προς την επικύρωση της απόφασης των Εφεσίβλητων για έλλειψη διοικητικής και οργανωτικής ικανότητας της Εφεσείουσας και της πολύ καλής γνώσης από την ίδιαν μίας εκ των επικρατέστερων ευρωπαϊκών γλωσσών (κειμένως της αγγλικής).

Η Εφεσείουσα, με δύο λόγους έφεσης - με τις περικοπές που ακολουθούν να είναι αυτούσιες όπως και οι επόμενες- χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη την απόρριψη της Προσφυγής επειδή αν το Διοικητικό Δικαστήριο προσέγγιζε σωστά την υπόθεση και τα γεγονότα «... θα εύρισκε ότι το αποφασίζον όργανο είχε παραβεί τους κανόνες της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της δέουσας έρευνας και της αιτιολογίας, καθότι ευρισκόταν υπό καθεστώς πλάνης περί τον Νόμο και τα πράγματα συνεπεία προφανούς έλλειψης δέουσας έρευνας ...» (λόγος έφεσης 1), οφείλοντας τουτέστιν το Διοικητικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως πάσχουσα εξ απόψεως αιτιολογίας «... ως προς την κατοχή εκ μέρους της Εφεσείουσας του απαιτούμενου προσόντος ... της διοικητικής ικανότητας, αλλά και της κατοχής του απαιτούμενου προσόντος ... της πολύ καλής γνώσης μίας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες από τις ευρωπαϊκές γλώσσες ...» (λόγος έφεσης 2).

Αποτιμήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.

Ως εκ του περιεχομένου τους, θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης ενιαίως.

Για τα αφορώντα στο απαιτούμενο προσόν της ακεραιότητας χαρακτήρα και της διευθυντικής, διοικητικής και οργανωτικής ικανότητας, υπευθυνότητας πρωτοβουλίας και ευθυκρισίας, η Επιτροπή Προσωπικού - κατά τα αναφερόμενα στα πρακτικά της τέταρτης συνεδρίας της την 8.5.14 (Παράρτημα 24/Ένσταση/Σελίδες 12-13) με σημείο αναφοράς την Παράγραφο 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας - έκρινε πως η Εφεσείουσα δεν είχε «... καταθέσει έγγραφα που να αποδεικνύεται η διοικητική και οργανωτική ικανότητα. Οι ευθύνες της θέσ[ης] που υπηρετεί ως ανώτερος ή πρώτος ηθοποιός στον ΘΟΚ δεν δίνουν την δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και να ασκεί ευθυκρισία ...».

Το Διοικητικό Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψιν και τα στοιχεία που είχε θέσει η Εφεσείουσα ενώπιον των Εφεσίβλητων (Παράρτημα 22/Ένσταση/Σελίδα 3), αποφάνθηκε πως δεν υπήρχε κατιτί το μεμπτό στην κρίση της Επιτροπής Προσωπικού, εφόσον τα έγγραφα τούτα συνταιριάζονται με την αφορώσα κρίση για το αστοιχειοθέτητο της διοικητικής και οργανωτικής ικανότητας της Εφεσείουσας, με το γεγονός της κατοχής πανεπιστημιακού τίτλου στη Δημόσια Διοίκηση από αυτήν να μην οδηγεί άνευ ετέρου «... στη διαπίστωση ότι πληρούται η εν λόγω, υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενη, προϋπόθεση ...».

Το Διοικητικό Δικαστήριο, είπε και τα εξής:

«[...] [Ε]ξετάζοντας προσεκτικά τα δυο προαναφερθέντα σχέδια υπηρεσίας των θέσεων Ανώτερου Ηθοποιού και Πρώτου Ηθοποιού, δεν παραγνωρίζω ότι και στα δυο, κάτω από τον τίτλο «Καθήκοντα και Ευθύνες», αναφέρεται η εκτέλεση καθηκόντων με αυξημένο βαθμό ευθύνης: με αυτό ως δεδομένο, και παρόλο που στα εν λόγω σχέδια δεν γίνεται αναφορά σε διευθυντική και οργανωτική ικανότητα, θα αναμενόταν από την Επιτροπή να επεξηγήσει με περισσότερη λεπτομέρεια και/ή πιο κατατοπιστικά τους λόγους για τους οποίους αυτή έκρινε όσον αφορά την αιτήτρια ότι «οι ευθύνες της θέσης που υπηρετεί ως ανώτερος ή πρώτος ηθοποιός στον ΘΟΚ δεν δίνουν δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και να ασκεί ευθυκρισία». [...] Είναι αρκετό να επαναλάβω στο σημείο αυτό ότι η απλή αναφορά στις πρόνοιες του οικείου σχεδίου υπηρεσίας δεν θεμελιώνει άνευ ετέρου την διευθυντική, διοικητική και οργανωτική ικανότητα ενός υποψηφίου [...]».

 

Επί της ως άνω, επισήμανσης για θεμελίωση της διευθυντικής, διοικητικής και οργανωτικής ικανότητας, το Διοικητικό Δικαστήριο, καταλήγοντας στην κρίση του, είχε νωρίτερα εκθέσει τα πιο κάτω εξετάζοντας τη (συνεκδικαζόμενη) Προσφυγή 868/14, με ανάλογη (και τηρουμένων των αναλογιών και γεγονότων) εφαρμογή και στην περίπτωση της Εφεσείουσας στην Προσφυγή:

«[...] Ασφαλώς και το γεγονός ότι ο αιτητής κατά τον ουσιώδη κατείχε την συγκεκριμένη θέση, δεν αποδεικνύει αφ' εαυτού και άνευ ετέρου την υπ' αυτού κατοχή της απαραίτητης διευθυντικής, διοικητικής και οργανωτικής ικανότητας. Ούτε και θεμελιώνεται και/ή στοιχειοθετείται η κατοχή των συγκεκριμένων ικανοτήτων με μόνη την αναφορά στα οικεία σχέδια υπηρεσίας, όπου προβλέπονται τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης καθηγητή μέσης εκπαίδευσης. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση θα οδηγούσε σε άτοπα και/ή παράλογα αποτελέσματα, αφού θα θεμελίωνε το συμπέρασμα ότι κάθε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης έχει εξ' ορισμού και/ή με βάση τις διατάξεις του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, τις εν λόγω ικανότητες (διευθυντική, διοικητική και οργανωτική) [...]».

 

Προσθέτως, το Διοικητικό Δικαστήριο αναφέρθηκε και στη συνεδρία της Επιτροπής Προσωπικού ημερομηνίας 8.5.14/Τεκμήριο 24/Ένσταση/Σελ. 3-4 (στην οποία υπήρξε ενασχόληση με το ζήτημα της ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας), υπογραμμίζοντας και τούτα (ως προς τον καθορισμό του τεκμηρίου κατοχής των περί ων ο λόγος προσόντων στην Παράγραφο 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας):

«[...] Ο υποψήφιος θα πρέπει να αποδείξει δυνάμει σχετικών βεβαιώσεων ότι η διευθυντική, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, θα πρέπει [να] προκύπτει από προηγούμενη επαγγελματική πείρα για την οποία να φαίνονται τόσο ο τύπος της θέσης σε κάθε περίοδο απασχόλησης, αλλά και τα καθήκοντα τα οποία ασκούνταν. Δεν είναι αρκετό μια θέση να ορίζεται ως διευθυντική, για να θεωρείται ότι ο κάτοχος της μπορεί να αποδείξει διευθυντική ικανότητα, αλλά θα πρέπει ο κάθε υποψήφιος να αποδεικνύει τόσο τις ευθύνες που είχε καθώς και επίσης και τα καθήκοντα της θέσης .

 

 Ως εκ τούτου

 

Σχετικά τεκμήρια που θα λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή είναι

 

·        Καθηκοντολόγιο που να αποδεικνύει την διοικητική και οργανωτική ικανότητα.

·        Θα πρέπει να αποδείξει εάν οι ευθύνες της θέσ[η]ς του έδιδαν την δυνατότητα να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να ασκεί ευθικρισία.

·        Θα λαμβάνεται υπόψη ο πίνακας στην αίτηση υποψηφίων αρ. 16 όπου ο υποψήφιος ενημερώνει τόσο την θέση όσο και για τις ετήσιες απολαβές [...]».

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο, ολοκληρώνοντας τη συλλογιστική του επί της αναλυόμενης προβληματικής - και με γενικότερη, επαναλαμβάνουμε, ισχύ στην περίπτωση της Εφεσείουσας - απέληξε κατά τούτα:

«[...] Μάλιστα, ως έχω προαναφέρει, η Επιτροπή έθεσε συναφώς τα σχετικά τεκμήρια που θα λαμβάνονταν υπόψη. Αυτά σε πλήρη συμβατότητα με τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία ο όρος «διευθυντική θέση», και κατ' επέκταση και ο όρος «διευθυντική ικανότητα», αναφέρεται στις ευθύνες που έχει και τα καθήκοντα που εκτελεί ο κάτοχος μιας θέσης (βλ. Ανδρέας Κουφτερός κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1388). Θα προσέθετα δε στο σημείο αυτό ότι οι εν λόγω όροι, όχι μόνο αναφέρονται, αλλά και θα πρέπει να συνδέονται άρρηκτα και αποδεδειγμένα με τις ευθύνες και τα καθήκοντα του κατόχου της θέσης. Διαφορετικά, θα παρέμεναν αυτοί κενοί περιεχομένου, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη διαμόρφωση άτοπων και/ή παράλογων συμπερασμάτων [...]».

 

Δεν διακρίνουμε σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση.

 

Τούτο, γιατί, η εντρύφηση του Διοικητικού Δικαστηρίου βασίστηκε με ακρίβεια στα στοιχεία που αναντιρρήτως είχαν τεθεί ενώπιον των Εφεσίβλητων, με σωστή, όντως, και τη θεώρηση του πως η απλή αναφορά στις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν αποδεικνύει κατά κανόνα και αυτομάτως τη διευθυντική, διοικητική και οργανωτική ικανότητα υποψηφίου (Στυλιανού και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 393).

Ορθώς, το Διοικητικό Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογιακή αρχή ότι η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανήκει στο διοικητικό όργανο, με τη δικαστική παρέμβαση να δικαιολογείται μόνο όταν η ερμηνεία δεν ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 61/20, ημ. 24.1.25, Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14 κ.ά, ημ. 1.11.21, Σουρουλλά ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 74/13, ημ. 10.10.19, Μαππή ν. Δημοκρατίας (2017) 3(Β) Α.Α.Δ. 862, 869).

Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που θα μπορούσε ευλόγως να κατατείνει σε διάφορη ερμηνευτική διαπίστωση από εκείνη του Διοικητικού Δικαστηρίου για το Σχέδιο Υπηρεσίας, με την παρασχεθείσα ερμηνεία του να μην εκφεύγει, ως καλώς κρίθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο, των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας των Εφεσίβλητων (Δημητρίου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 107/19 κ.ά., ημ. 23.10.24, Χωραττάς ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 83/19, ημ. 16.10.24).

Για τα περί του προβλεπόμενου προσόντος τής πολύ καλής γνώσης, έστω μίας εκ των επικρατέστερων ευρωπαϊκών γλωσσών (εδώ της αγγλικής) - και με αυτούς να ικανοποιούνται εν πρώτοις για την άριστη γνώση της Ελληνικής γλώσσας από την Εφεσείουσα ως απόφοιτης της Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών (Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης) - οι Εφεσίβλητοι ανέφεραν κατά την αιτιολόγηση τους (για την Παράγραφο 5 του Σχεδίου Υπηρεσίας (Παράρτημα 24/Ένσταση/Σελίδα 13) - ότι η Εφεσείουσα δεν μπόρεσε να αποδείξει πως κατείχε «Πολύ Καλή Γνώση» μίας εκ των προειρημένων (επικρατέστερων) γλωσσών, δοσμένου πως κατέθεσε ως τεκμήριο (Παράρτημα 2/Ένσταση/Σελίδα 6) «Transcript παρακολούθησης μαθημάτων 2 εξαμήνων στο Columbia College .» και πως στην αίτηση της (Παράρτημα 2/Ένσταση/Σελίδες 1-3) «... αναφέρεται ως μεταπτυχιακή ... στο Θέατρο και την τηλεσκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο Columbia (πρόκειται για το Κολλέγιο Columbia του Σικάγου και όχι το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης), Αύγουστος 1985 - Μάϊος 1986 ...». Τούτων δοθέντων, και στη βάση ότι κατά τα κριτήρια που θέτει η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας μπορούν να γίνουν αποδεκτά «...«(vii) Προγράμματα Σπουδών με φοίτηση πέραν των έξι μηνών Αγγλόφωνα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα του εξωτερικού συνοδευόμενα από πιστοποιητικά επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις ...», η εν προκειμένω ανυπαρξία μνείας «... στο transcript ... του ονόματος του εκπαιδευτικού προγράμματος αλλά ... και της ημερομηνίας ολοκλήρωσης ή επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις ... το έγγραφο θεωρείται ελλιπές και δεν γίνεται αποδεκτό ...», καθιστούσε το έγγραφο ως ελλιπές και μη αποδεκτό.

Τούτα εξάλλου, τα περί τεκμηρίωσης γλωσσικών προσόντων, προκύπτουν εμπεδωμένα και με σαφήνεια στη νομολογία (Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ., 457, 465, Δημοκρατία ν. Δημητριάδη και Άλλων (2007) 3 Α.Α.Δ. 589, 591-593, Επαμεινώνδας ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 376, 382-384).

Το Διοικητικό Δικαστήριο διόλου δεν έσφαλε στην κρίση του επί του συζητούμενου, λέγοντας και αυτά (για το «transcript»), και θυμίζοντας πρώτα, και ευστόχως, ότι το βάρος απόδειξης της πλάνης επιβαρύνει τον διάδικο που την επικαλείται, με την Εφεσείουσα να μην το έχει αποσείσει:

«[...] Το υπό αναφορά έγγραφο βρίσκεται και εντός του οικείου διοικητικού φακέλου που καταχωρήθηκε ως τεκμήριο 1Α κατά το στάδιο των διευκρινίσεων. Έχω δε εξετάσει προσεκτικά αυτό και διαπιστώνω ότι είναι ελλιπές, εφόσον, πράγματι, πουθενά δεν αναφέρεται η ονομασία του εκπαιδευτικού προγράμματος που ακολούθησε η αιτήτρια, αλλ' ούτε και η ημερομηνία ολοκλήρωσής του ή επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτο να ελεγχθεί κατά πόσον αυτό ανταποκρίνεται στα προαναφερθέντα κριτήρια που είχαν τεθεί και, κατ' επέκταση, κατά πόσον πληρούσε η αιτήτρια την υπό της παραγράφου (5) του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενη προϋπόθεση [...]».

 

Μήτε και αυτή η έκφανση του πρωτόδικου σκεπτικού υστερεί.

Απεναντίας, πέραν του ότι η εν τίνι τρόπω αποδεικτική τούτη πτυχή των πραγμάτων συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων (βλ. για παράδειγμα το Τεκμήριο 4), είναι ευθυγραμμισμένη και με τη διαχρονική επί του θέματος αρχής νομολογία (Adamou and Vasiliades Ltd v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 149/19, ημ. 14.10.24, Κατσαντώνης ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 35/18, ημ. 26.6.24, Republic v. Ekkeshis (1975) 3 C.L.R 548, 556).

Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε λογικώς να διαπιστωθεί στην προκειμένη, έλλειψη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας, πλάνης περί τον νόμο και τα πράγματα, ή κατ' επέκταση παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, σε οποιοδήποτε επίπεδο και βαθμό ανάλυσης.

Δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασης μας.

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

Η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας, έξοδα ύψους €3.500,00, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

/μκε

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο