ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 119/2020)

(Υποθ. Αρ. 665/18)

 

25  Φεβρουαρίου, 2025

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

MAJID RAHIMZADEH

Εφεσείοντας

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΔΙΑ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Εφεσίβλητων

----------------

 

Α. Πλιάκα (κα), για Πέτρος Μιχαηλίδης & Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα

Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους

                                                    ---------------

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Ο Εφεσείων, γεννηθείς στις 10.8.1964, κατάγεται από το Ιράν και αφίχθηκε στην Κύπρο στις 15.8.2001.  Στις 7.11.2001 υπέβαλε αίτηση Πολιτικού Ασύλου μέσω των Ηνωμένων Εθνών, η οποία απορρίφθηκε στις 8.4.2004  και ενημερώθηκε πως θα έπρεπε να αναχωρούσε αμέσως από τη Δημοκρατία. Κατόπιν διαδοχικών αιτημάτων του Εφεσείοντος, του παραχωρείτο προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας ως Αιτητή Ασύλου μέχρι 12.2.2004 και στη συνέχεια, κατόπιν έγκρισης από το Υπουργείο Εσωτερικών, με την τελευταία να ισχύει μέχρι τις 26.10.2008.

 

          Στις 11.2.2009 ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Προς εξέταση της αίτησης του, ζητήθηκαν οι απόψεις της Αστυνομίας και της ΚΥΠ, σύμφωνα με πληροφορίες της οποίας, ο Εφεσείων ενέχετο σε δίκτυο μεταφοράς λαθρομεταναστών, κυρίως Ιρανών από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές, τους βοηθούσε να παραμείνουν στη Δημοκρατία και τους προμήθευε με πλαστά ευρωπαϊκά διαβατήρια έναντι αμοιβής. Παράλληλα εμπλέκετο και στην τέλεση εικονικών γάμων ομοεθνών του και καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 27.5.2010 σε €200 πρόστιμο για αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών.

 

          Ετοιμάστηκε ενημερωτικό σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών στις 30.6.2016, ο οποίος αφού έλαβε υπόψη τα όσα αναφέρονται για τις παράνομες δραστηριότητες του Εφεσείοντα, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του.  Η εν λόγω απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών γνωστοποιήθηκε στον Εφεσείοντα στις 26.4.2018, η νομιμότητα της οποίας αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής αρ. 665/2018 που καταχώρισε ο Εφεσείων.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 111 το περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν.141(Ι)/2002), όπως τροποποιήθηκε, κατέληξε πώς η πληροφόρηση που έλαβαν οι Εφεσίβλητοι ήταν στα πλαίσια της δέουσας έρευνας, δεν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους τους, ούτε πλημμελής άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας.  Τέλος, έκρινε πως ουδόλως παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του Εφεσείοντα.

 

          Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε σε απόρριψη της Προσφυγής και συνακόλουθα επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

          Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση τεσσάρων (4) λόγων Έφεσης.

 

          Οι 1ος, 2ος και 3ος λόγοι Έφεσης περιστρέφονται γύρω από την βασική θέση του Εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου στη βάση α)  πληροφόρησης της ΚΥΠ περί καταδίκης του Εφεσείοντα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού και β)  παράνομων δραστηριοτήτων του Εφεσείοντα που εξειδικεύονται μόνο σε πληροφορίες που συνιστούσαν γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση.

 

          Με τον 4ο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης του.

 

          Προχωρούμε με την σωρευτική εξέταση των 1ου, 2ου και 3ου λόγων Έφεσης, ως άμεσα σχετικοί και αλληλένδετοι μεταξύ τους. 

 

          Στα πλαίσια αυτών, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με μόνο στοιχείο την προηγούμενη ποινική καταδίκη του Εφεσείοντα ημερ. 27.5.2010, με επιβολή προστίμου για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης, που δεν συνιστά αδίκημα ατιμωτικό ή ηθικής αισχρότητας, αλλά αφορούσε μεμονωμένο ή τυχαίο γεγονός, και το οποίο, κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, τον Νοέμβριο 2016, είχε ήδη παραγραφεί με βάση τον περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμο (Ν. 70/1981). 

 

          Περαιτέρω, αν και αναγνώρισε την ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών και το κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας επί του συγκεκριμένου ζητήματος, εν τούτοις, εισηγήθηκε πως οι Εφεσίβλητοι εσφαλμένα αποδέχθηκαν, άνευ ετέρου, τις πληροφορίες της ΚΥΠ, που αποτελούσαν μόνο μία λακωνική και ατεκμηρίωτη αναφορά, που καταλόγιζε όμως στον Εφεσείοντα σοβαρότατα αδικήματα και για τα οποία όμως η Διοίκηση ουδέποτε ενημέρωσε τον Εφεσείοντα ούτε και προέβηκε σε λήψη μέτρων εναντίον του.

 

          Αντίθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσίβλητων, υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις πιο πάνω εισηγήσεις του Εφεσείοντα.

 

          Εξετάσαμε τις εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών, όπως προβλήθηκαν ενώπιον μας.

 

          Το Άρθρο 111 του Ν.141(Ι)/2002 (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο) προνοεί ως ακολούθως:

 

«111. Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης. Το πρόσωπο αυτό, στο οποίο χορηγείται το πιστοποιητικό πολιτογράφησης, μόλις δώσει επίσημη διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία, στον τύπο που καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, καθίσταται πολίτης της Δημοκρατίας κατόπιν πολιτογράφησης, από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγείται σ' αυτόν το πιο πάνω πιστοποιητικό:

 

Νοείται ότι, με πρόταση του Υπουργού σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση ή κατηγορία περιπτώσεων, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης, εκτός εάν ο αιτητής αποκηρύξει την ιδιότητα του πολίτη οποιασδήποτε άλλης χώρας την οποία αυτός κατέχει.»

 

 

          Τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού τίθενται στο Τρίτο Πίνακα του Νόμου και είναι τα ακόλουθα:

 

«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:

 

 (α) Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και

 

(β) κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:

 

Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενά τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους η διαμονή του να είναι συνεχής,

 

 (γ) είναι καλού χαρακτήρα, και

 

 (δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ' αυτόν πιστοποιητικού—

 

(i)         να διαμένει στη Δημοκρατία,

(ii)        να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία.»

 

 

 

Όπως είναι νομολογημένο, η παραχώρηση πολιτογράφησης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής οποιουδήποτε προσώπου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας.  Συνεπώς, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς είναι πολύ ευρεία όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος. Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει την απόφαση.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 66, είναι σχετικό:

 

«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το  απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης.  Η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας.  Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος.  Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση.  Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224) και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594). 

 

O τρίτος πίνακας του Νόμου (Προσόντα για Πολιτογράφηση) προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει ο αλλοδαπός να είναι καλού χαρακτήρα και να έχει πρόθεση, σε περίπτωση χορήγησης σε αυτόν πιστοποιητικού, να διαμένει στη Δημοκρατία.»

 

Περαιτέρω, είναι νομολογημένο πως το Κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση, με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής αλλοδαπών στην Κύπρο. Παρέχεται επαρκές πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον συγκεντρώνονται, από κατάλληλες πηγές, πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο. Ακόμα και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος μπορεί να δικαιολογήσουν την αρνητική απόφαση.  Η όποια αμφιβολία λειτουργεί υπέρ της Δημοκρατίας.  (βλ. Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 95).

 

Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Hamdan v. Δημοκρατίας ΕΔΔ 141/2018, ημερ. 6.3.2024, αντικείμενο της οποίας αποτέλεσε επίσης, η άρνηση εκ μέρους της Διοίκησης, αίτησης αλλοδαπού για απόκτηση Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση.  Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, επικύρωσε ως ορθή την προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου σε σχέση με τη διερεύνηση των «περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες στη βάση πληροφοριών που εξασφαλίσθηκαν από την ΚΥΠ.»    Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«Είπε και αυτά το Διοικητικό Δικαστήριο:

 

«[.] Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί περί εμπλοκής του αιτητή σε παράνομες δραστηριότητες, οι καθ' ων η αίτηση υποδεικνύουν με αναφορά σε νομολογία αναφορικά με απέλαση Ευρωπαίων Πολιτών, σε σχέση με τους οποίους εφαρμόζονται αυστηρότερα κριτήρια, ότι η προηγούμενη ποινική καταδίκη δεν αποτελεί προϋπόθεση για τον περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας ευρωπαίου πολίτη στην επικράτεια της Δημοκρατίας, ενώ αρκούν πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές οι οποίες προκαλούν ανησυχία. Κατά τις εισηγήσεις των καθ' ων η αίτηση, τα ίδια θα πρέπει να ισχύουν και σε όσον αφορά τις περιπτώσεις πολιτογράφησης αλλοδαπών [.]

 

Η πρωτόδικη προσέγγιση είναι σωστή».

...................................

 

Διόλου δεν παραβλέπουμε, ότι ο Εφεσείων πρότεινε πως αν όντως υπήρχαν τέτοιες πληροφορίες οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να του είχαν προσάψει ανάλογες κατηγορίες, κάτι που δεν έγινε.

 

Τούτο, όμως, δεν ήταν αναγκαίο.

Δεν αποτελεί απαρεγκλίτως κριτήριο αξιοπιστίας και αποφασιστικότητας των αρμοδίων αρχών, η απόφαση τους να διώξουν, ή όχι, ποινικά έναν αιτητή ή μια αιτήτρια, σε παρόμοιες ή όμοιες περιστάσεις, ενώ εξετάζουν αίτημα απόκτησης της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Αυτό, γιατί, ζητούμενο είναι, σε κάθε περίπτωση, αν ο αιτητής ή η αιτήτρια - και στην προκειμένη ο Εφεσείων - πληρούν τα νομοθετικώς προαπαιτούμενα τα οποία, συνυπολογιζόμενα, υπό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης, μπορεί να οδηγήσουν προς τη μια ή την άλλη απάντηση.  

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Εφεσείων θεωρήθηκε, αιτιολογημένα και εμπεριστατωμένα από τους Εφεσίβλητους, ότι δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια. Δόθηκε μάλιστα προς τούτο και επαρκές πραγματικό έρεισμα εφόσον, κατά νομολογιακή ευχέρεια, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από κατάλληλες πηγές - όπως η ΚΥΠ - που ευλόγως θεωρήθηκαν από τους Εφεσίβλητους ότι προκαλούν ανησυχία εν σχέσει προς την παρουσία τού εν λόγω ατόμου στην Κύπρο (Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, 98).

 ...................................

 

Η πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του Κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα που επιθυμεί, με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης (Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, 21).

 

Δεν αναγνωρίζεται απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρά μονάχα προσδοκία πως, διά της δέουσας υποβολής αίτησης, το αίτημα θα αξιολογηθεί προσηκόντως και θα τύχει ανάλογης, καλόπιστης, και εξατομικευμένης κρίσης, κατ' ενάσκηση, πάντα, της παρεχόμενης προς τη Διοίκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας (Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496, 500-501, Amer ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 66, 69, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, 315-316, Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, 2587). 

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η αίτηση του Εφεσείοντα απορρίφθηκε διότι αυτός κρίθηκε από τους Εφεσίβλητους πως δεν πληρούσε την προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα, βάσει του Άρθρου 111 του Ν.141(1)/2002 και συγκεκριμένα το κριτήριο του καλού χαρακτήρα.  Και τούτο, σύμφωνα με στοιχεία που κατέχουν οι αρχές του Κράτους, στη βάση πληροφοριών της ΚΥΠ ότι αυτός ενέχετο στις παράνομες δραστηριότητες που αναφέρθηκαν πιο πάνω και βαρύνετο επίσης με ποινική καταδίκη για το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού. 

 

Συνεπώς, η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσείοντος πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη βάση μόνο της προηγούμενης καταδίκης του Εφεσείοντος δεν ευσταθεί.  Αντίθετα, προκύπτει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο, πως κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, συνυπολογίστηκε τόσο η ποινική καταδίκη, όσο και οι πληροφορίες της ΚΥΠ περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες.  Το γεγονός ότι η εν λόγω ποινική καταδίκη είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο παραγραφεί, ουδόλως μπορεί να προσμετρήσει προς όφελος του Εφεσείοντα.  Τούτο γιατί η ποινική καταδίκη του συνδέεται άμεσα με το κριτήριο του «καλού χαρακτήρα» και επομένως ορθά λήφθηκε υπόψη από τη Διοίκηση σε σχέση με αυτό.  Το θέμα της παραγραφής είναι στοιχείο που θα μπορούσε να προσμετρήσει προς όφελος του ως έλλειψη προηγούμενης καταδίκης και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως στοιχείο που αποσυνδέει παντελώς την προηγούμενη καταδίκη του από το κριτήριο του «καλού χαρακτήρα». 

 

Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέραμε πιο πάνω, η Διοίκηση βασίστηκε και σε πληροφορίες από κατάλληλες πηγές - όπως η ΚΥΠ - περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες που εύλογα και αιτιολογημένα θεωρήθηκαν από τους Εφεσίβλητους πως έπλητταν το κριτήριο του καλού του χαρακτήρα.  Ούτε και ήταν αναγκαίο να είχαν προσαφθεί εναντίον του σχετικές κατηγορίες.  Σύμφωνα με την νομολογία (ανωτέρω), «Δεν αποτελεί απαρεγκλίτως κριτήριο αξιοπιστίας και αποφασιστικότητας των αρμοδίων αρχών, η απόφαση τους να διώξουν, ή όχι, ποινικά έναν αιτητή ή μια αιτήτρια, σε παρόμοιες ή όμοιες περιστάσεις, ενώ εξετάζουν αίτημα απόκτησης της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση. (βλ. Hamdan (ανωτέρω))

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε πως η πολύ ευρεία διακριτική εξουσία των Εφεσίβλητων να απορρίψουν την αίτηση του Εφεσείοντα ασκήθηκε ορθά, στη βάση επαρκούς πραγματικού ερείσματος ότι δεν πληρούσε το κριτήριο του καλού χαρακτήρα. Το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της παραμένει έγκυρο, αφού κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον μας που να αποδεικνύει το αντίθετο. 

 

Για όλα τα πιο πάνω, οι 1ος, 2ος και 3ος λόγοι Έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Απορριπτέος είναι και ο 4ος λόγος Έφεσης που αφορά την κατ' ισχυρισμό παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης του Εφεσείοντος, όπως αυτό κατοχύρωνεται στο Άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999) που ορίζει ως ακολούθως:

 

«43.—(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του συγκεκριμένου ζητήματος, αποφάσισε ως ακολούθως:

 

«Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση εφόσον - ως έχω ήδη εξηγήσει - πρόκειται για ζήτημα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και ούτε προνοείται από τον Νόμο τέτοια διαδικασία. Τηρουμένης της αρχής ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας δεν εκφεύγει της εύλογης και δεν συντελείται καταχρηστικά, δεν προκύπτει υποχρέωση της διοίκησης να ακούσει τον διοικούμενο πριν λάβει απόφαση (βλ. Kontemeniotis vC.B.C(1982) 3 C.L.R. 1027).»

 

Κρίνουμε πως η επίκληση του Εφεσείοντα των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου δεν ενισχύει την πιο πάνω θέση του.  Όπως είναι νομολογημένο, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπισθεί με πράξη νομοθετικού οργάνου και διέπει ειδικά το θέμα.  (βλ. Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345, Reza Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 ΑΑΔ, 383 και Σύγγραμμα Ε. Π. Σπηλιωτοπούλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73)

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης σε αιτήσεις πολιτογράφησης, δεν προβλέπεται από τον ειδικό Νόμο (Ν.141(Ι)/2002). Περαιτέρω, κρίνουμε πως η έκδοση απόφασης σε αιτήσεις πολιτογράφησης, δεν είναι πειθαρχικής φύσεως, ούτε έχει το χαρακτήρα της κύρωσης, ούτε και είναι δυσμενούς φύσης, ως οι ρητές πρόνοιες του Άρθρου 43 του Ν.158(Ι)/1999.  Κάθε αίτηση για πολιτογράφηση, εξετάζεται σύμφωνα με το σύνολο των στοιχείων που έχουν ενώπιον τους οι αρμόδιες αρχές και στηρίζεται στα αντικειμενικά δεδομένα της υπόθεσης.  Συνιστά συνεπώς, ζήτημα που, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. 

 

Με δεδομένη λοιπόν, την κατάληξη μας ως ανωτέρω, περί ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των Εφεσίβλητων, που ουδόλως εκφεύγει του εύλογου, και δεν ασκήθηκε καταχρηστικά αλλά καλόπιστα, καταλήγουμε πως δεν υπήρχε καμιά υποχρέωση εκ μέρους των Εφεσίβλητων να ακουσθεί ο Εφεσείων προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Συνακόλουθα και ο 4ος λόγος Έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος. 

 

Για όλα τα πιο πάνω η ΄Εφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσιβλήτων και σε βάρος του Εφεσείοντα ύψους €4.000.

 

 

                                                                                    Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                         

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

                                                         

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο