ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.  118/20)

 

 

25 Φεβρουαρίου, 2025

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΔΗ

Εφεσείοντας/Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

1.    ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητοι/Καθ'  ων η αίτηση

______________________

   

      Κ. Καντούνας για Κωνσταντή Καντούνα ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

     Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Ε. Ιωάννου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.      

______________________

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

____________________

     Α Π Ο Φ Α Σ Η

    

     ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.:  Το επίδικο ζήτημα, στην  υπό κρίση έφεση, εστιάζεται στο κατά πόσον η απόφαση να τεθεί ο εφεσείοντας σε διαθεσιμότητα, ο οποίος  ήταν  εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου, εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και ως τέτοια θα μπορούσε να κριθεί εντός του πλαισίου του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος.  

 

    Στο στάδιο αυτό κρίνουμε ορθολογικό να αναφερθούμε στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, τα οποία έχουν ως ακολούθως:        

 

     Ο εφεσείοντας προσλήφθηκε στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας σε έκτακτη βάση και από την 1.3.2009 η σύμβαση απασχόλησης του κατέστη αορίστου χρόνου. Από τον Απρίλιο του 2014, εντάχθηκε στην κατηγορία εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου, κλίμακα Α8 - Α10-11.

 

   Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων (στο εξής «ο Γενικός Διευθυντής») διόρισε ερευνώσα Λειτουργό για διεξαγωγή έρευνας για πιθανή διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων εκ μέρους του εφεσείοντα και στις 19.3.2015 τέθηκε σε διαθεσιμότητα για περίοδο 3 μηνών κατ'  αναλογίαν του άρθρου 85(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/1990).  Στο μεταξύ, άρχισαν έρευνες και από την Αστυνομία, για διάπραξη ποινικών αδικημάτων από μέρους του εφεσείοντα και η διαθεσιμότητα του παρατεινόταν. Η ερευνώσα Λειτουργός ενημέρωσε το αρμόδιο Υπουργείο ότι λόγω της πιθανής διάπραξης ποινικών αδικημάτων από τον εφεσείοντα δεν θα ασκηθεί πειθαρχική δίωξη. Ο εφεσείοντας άσκησε προσφυγή εναντίον της απόφασης να τεθεί σε διαθεσιμότητα, η οποία όμως αποσύρθηκε αφού ανακλήθηκε με αναδρομική ισχύ.

   

     Στη συνέχεια, ο εφεσείοντας, στις 16.6.2016, πληροφορήθηκε από τον Γενικό Διευθυντή ότι, προτίθετο να τον θέσει σε διαθεσιμότητα για περίοδο 3 μηνών λόγω της εκδίκασης υπόθεσης που καταχωρίστηκε εναντίον του στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού και στην οποία κατηγορείτο για διάπραξη ποινικών αδικημάτων.  Πρόσθετα δε,  πληροφορήθηκε ότι δικαιούται  να υποβάλει εντός 4 εργασίμων ημερών γραπτές παραστάσεις. Ο εφεσείοντας με επιστολή του, ημερ. 28.6.2016, επιφύλαξε όλα τα δικαιώματα του.

 

   Στις 4.7.2016 η αρμόδια αρχή αποφάσισε, «. εφαρμόζοντας κατ' αναλογία .» τις πρόνοιες του άρθρου 85(1) του Νόμου, να τον θέσει εν νέου σε διαθεσιμότητα για περίοδο 3 μηνών ή μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης, η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη και κατ'  αναλογία του άρθρου 85(3) του πιο πάνω Νόμου, οι εξουσίες, τα προνόμια και τα ωφελήματα του αναστάλθηκαν κατά την διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητας του αλλά θα του επιτρεπόταν να λαμβάνει το 50% του μισθού του.

 

    Ο εφεσείοντας με την προσφυγή του αμφισβήτησε την νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης. 

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά μόνον σε πρωτόδικες αποφάσεις, έκρινε ότι η επίδικη διαφορά ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Συναφώς, ως αναφέρθηκε, δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της προσφυγής  και έτσι, την απέρριψε.    

 

    Ο εφεσείοντας, με τον μοναδικό λόγο έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δη στην κρίση του ότι το ζήτημα της διαθεσιμότητας του εφεσείοντα αναγόταν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και επομένως εξέπιπτε του ελέγχου του.                          

 

    Καθοριστικής σημασίας για την επίλυση του επίδικου ζητήματος είναι η σαφής και πάγια νομολογία όπως διαμορφώθηκε και από τις αποφάσεις Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 211 και  Χρυσικού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 115/15, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C221, Αναφορικά με την Αίτηση του Κώστα Ευγενίου κ.ά., Αίτηση αρ. 10/24, ημερ. 19.7.2024 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου, Ε.Δ.Δ. 34/20, ημερ. 24.1.2025.  

 

    Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της Αίτησης αρ. 10/24 (ανωτέρω) υιοθέτησε τον λόγο της Δ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«. δεν τίθεται θέμα δεσμευτικού προηγούμενου ή κατηγοριοποίησης απασχόλησης, αφού στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα είναι θέμα κρίσεως επί του συνόλου των γεγονότων που τη συνθέτουν, ούτε βεβαίως μπορεί να γίνεται λόγος για διάσταση στη νομολογία, η αρχή της οποίας είναι σαφής και δεν έχει διαφοροποιηθεί αφ' ότου διατυπώθηκε στη Loizou a.o. v. CY.T.A.. Και δεν είναι μόνο το ότι δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός της σημασίας οποιουδήποτε συγκεκριμένου στοιχείου για κάθε περίπτωση, αφού είναι ο ποικίλων συνδυασμός και η ποικίλουσα σημασία των στοιχείων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εξεταζόμενη στο χρόνο της, που διαμορφώνει, στο τέλος της ημέρας, την καλή κρίση του δικαστηρίου ως προς την έτσι αναδυόμενη πραγματική φύση της απασχόλησης. Ιδιαιτέρως σε μια εποχή που ο ρόλος των πολιτειακών δραστηριοτήτων έχει εξέλθει από τα στερεότυπα πλαίσια του παραδοσιακού κράτους και διακλαδωθεί σε πολύμορφα και διαρκώς αναπτυσσόμενα πεδία που δεν επιτρέπουν δογματικές ή ανελαστικές αντικρύσεις παρά μάλλον μια λειτουργική και πραγματιστική προσέγγιση στο πλαίσιο της κοινής λογικής και των αναγκών και αντιλήψεων της εποχής».

 

 

    Στην πιο πάνω απόφαση, αφού επισημάνθηκε ότι το Άρθρο 122 του Συντάγματος καθορίζει τους όρους «δημόσιος υπάλληλος»  και «δημόσια υπηρεσία», τονίστηκε ότι  στην βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση εξετάζεται εάν η εργοδότηση εμπίπτει ή όχι στο δημόσιο  ή ιδιωτικό δίκαιο.  

 

    Στην Αβραάμ (ανωτέρω) η εφεσείουσα εργοδοτήθηκε ως έκτακτη διοικητική λειτουργός στο Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικού Χαρακτήρα, δυνάμει του Ν. 98(Ι)/2003 με διαδοχικά ετήσια συμβόλαια και επομένως ήταν συμβασιούχος αορίστου διάρκειας. Η σύμβαση της τερματίστηκε 4 χρόνια μετά την πρόσληψη της καθότι στην θέση που υπηρετούσε διορίστηκε μόνιμος διοικητικός λειτουργός από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επισήμανε:

 

«.πως η μόνιμη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την πρόσληψη ατόμων στη Δημόσια Υπηρεσία με διαδικασίες έξω από την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90, στον οποίο υιοθετούνται οι συνταγματικές αρχές για ίση μεταχείριση των πολιτών και διαφάνεια στις διαδικασίες, εκφράστηκε ρητά και καθαρά στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι v. Γιάλλουρου και Άλλης (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, Μενελάου και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370 και Ηλία και Άλλοι v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884. Στην υπόθεση μάλιστα Μενελάου, το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να συνοψίσει τις βασικές αρχές που διέπουν διορισμούς στο δημόσιο, όπως αυτές προκύπτουν από το Σύνταγμα και τους συνάδοντας προς αυτό Νόμους, ως εξής:

 

'α. Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

β. Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της.

 

γ. Η κατοχή των προβλεπόμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για διορισμό σε δημόσια θέση.'

 

Να προσθέσουμε μόνο πως η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε στις πιο πάνω αποφάσεις, συνάδει απόλυτα με τις γενικές αρχές δικαίου για ισοτιμία, ισονομία και την επιτακτική ανάγκη ύπαρξης διαφανών διαδικασιών, όπου λειτουργεί το δημόσιο απευθυνόμενο προς τους πολίτες, όπως έχουν υιοθετηθεί από το ΕΔΑΔ και ΔΕΚ.»

 

 

    Η Ολομέλεια, στην πιο πάνω απόφαση, κατέληξε ότι «. οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων-συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από την σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και την σχετική Οδηγία[1], η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματος μας ., έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του .».             

 

    Ο λόγος της Αβραάμ (ανωτέρω) υιοθετήθηκε στην μεταγενέστερη Βενιζέλου (ανωτέρω).  Στην τελευταία αυτή απόφαση ο εφεσείοντας, ο οποίος υπηρετούσε ως έκτακτος δεσμοφύλακας, απολύθηκε στη βάση ανάρμοστης συμπεριφοράς ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του.  Τονίστηκαν τα ακόλουθα: «Θα ήταν, κρίνουμε, ανορθόδοξο ενώ θεωρήθηκε και περιγράφηκε η επίδικη σχέση έκτακτης εργοδότησης του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα από τη Δημοκρατία ως ιδιωτικού δικαίου, να αποκόπτουμε αυτή την ενιαία σχέση ανάλογα με το θέμα και να τη χαρακτηρίζαμε άλλως πως και δη ως δημοσίου δικαίου, αναφορικά με τον τερματισμό της».  Επισημάνθηκε,  επίσης, πως «θα ήταν αντινομικό να θεωρείτο η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου και το τέλος της δια του τερματισμού ως δημοσίου δικαίου».

 

    Παρεμπιπτόντως, επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε απλώς να υιοθετήσει  απόφαση του ιδίου με επίκληση ουσιαστικά του τίτλου καθώς και να κάνει αναφορά σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά την άσκηση πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας έχουν μόνο πειστικό χαρακτήρα για το επαρχιακό ή διοικητικό Δικαστήριο (Βλ. Γ.Μ. Πική «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» σελ. 81).  Είναι ορθό αλλά και επιβελημένο, όπου υφίσταται δεσμευτικό προηγούμενο να γίνεται αναφορά σ' αυτό προς επίρρωση του δικαστικού λόγου.    

 

    Στην Χρυσικού (ανωτέρω) τερματίστηκε η σύμβαση απασχόλησης του εφεσείοντα, στο στρατό της Δημοκρατίας, ως εθελοντή πενταετούς υποχρέωσης.   Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε τον λόγο της Αβραάμ και Βενιζέλου (ανωτέρω) και έκρινε ότι η απόφαση τερματισμού της υπηρεσίας του εφεσείοντα ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και συνακόλουθα η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να κριθεί εντός του πλαισίου του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

   Στην πρόσφατη απόφαση Γεωργίου (ανωτέρω), ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε σε Πρεσβεία της Δημοκρατίας δυνάμει γραπτής συμφωνίας για να εκτελεί καθήκοντα γραφέα/αρχειοφύλακα καθώς και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατίθεντο από τον Πρέσβη. Η απασχόληση του τερματίστηκε και στη συνέχεια καταχώρισε προσφυγή στο Δικαστήριο, το οποίο  έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και ενόψει ότι η επίδικη απόφαση παραβίαζε την αρχή της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας την   ακύρωσε.   Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υιοθέτησε τον λόγο των αποφάσεων Αβραάμ και Βενιζέλου (ανωτέρω) και έκρινε ότι οι όροι απασχόλησης του εφεσίβλητου και της διαδικασίας τερματισμού των υπηρεσιών του διέπονταν από ιδιωτική συμφωνία, η οποία δεν ενέπιπτε στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και κατ' επέκταση το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση.  Έτσι, παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση.        

 

   Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, στην ομολογουμένως εμπεριστατωμένη του αγόρευση, εισηγήθηκε ότι η σχέση εργασίας του εφεσείοντα με το δημόσιο αποτελεί σχέση δημόσιου δικαίου και κατ' επέκταση η νομιμότητα της συγκεκριμένης απόφασης της διοίκησης δύναται να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.   Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης του έκανε αναφορά και στις πρόνοιες του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 2016 (Ν. 70(Ι)/16 - στο εξής ο Νόμος). Πρόσθετα δε, εισηγήθηκε ότι τα χαρακτηριστικά των αποφάσεων  που λαμβάνει η διοίκηση στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας με εργοδοτούμενο αορίστου χρόνου ταυτίζονται με αυτά του δημόσιου τομέα και στην υπό εξέταση περίπτωση, η διοίκηση επέλεξε να επικαλεστεί συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη και να ακολουθήσει την διαδικασία του δημόσιου δικαίου και έτσι, η επίδικη απόφαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

    Στις 28.4.2016, δημοσιεύθηκε ο πιο πάνω Νόμος και σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου σημαίνει «. πρόσωπο το οποίο έχει συνάψει σύμβαση εργασίας και το οποίο εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 11».  Στην κατηγορία των εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου κατατάσσονται, μεταξύ άλλων, και εργοδοτούμενοι οι οποίοι έχουν καταστεί αορίστου χρόνου πριν από την ημερομηνία έναρξης του Νόμου (άρθρο 19(2)(α)), ως εν προκειμένω ο εφεσείοντας.

 

    Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9(2) του Νόμου η πρόσληψη εργοδοτουμένου ορισμένου χρόνου, η διάρκεια απασχόλησης του καθώς και η παράταση αυτής διενεργείται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου.   Στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο  εδάφιο (3) του άρθρου 9, ο εργοδότης δύναται να τερματίσει τις υπηρεσίες του εργοδοτουμένου ορισμένου χρόνου, οπότε σε τέτοια περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου όπου εφαρμόζονται, όσον αφορά την ελάχιστη περίοδο προειδοποίησης και την καταβλητέα αποζημίωση.    

   Η σύμβαση εργοδοτουμένου ορισμένου χρόνου, νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος, μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου και μάλιστα συνεχίζει να απασχολείται με το ίδιο καθεστώς απασχόλησης. Σχετικό είναι το άρθρο 11 του Νόμου το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«Η σύμβαση εργοδοτουμένου ο οποίος προσλαμβάνεται και απασχολείται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, ο οποίος συμπληρώνει τριάντα (30) μήνες συνολικής απασχόλησης στη δημόσια υπηρεσία, ανεξαρτήτως της διαδοχής ή μη των συμβάσεων εργασίας του, μετατρέπεται σε σύμβαση αορίστου χρόνου:

Νοείται ότι, εργοδοτούμενος με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με μερική απασχόληση, περιλαμβανομένου απασχολουμένου σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, ο οποίος μετατρέπεται σε εργοδοτούμενο αορίστου χρόνου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, συνεχίζει να απασχολείται με το ίδιο καθεστώς απασχόλησης:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση μετατροπής σύμβασης εργασίας εργοδοτουμένου ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ο Υπουργός μετά από σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, δύναται να αποφασίσει για την κατάργηση μέχρι και ίσου αριθμού κενών μόνιμων εγκεκριμένων θέσεων.» (Η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

   

     Ο Νόμος και δη το άρθρο 12 αυτού, απαγορεύει καθ' οιονδήποτε χρόνο τον τερματισμό των υπηρεσιών οποιουδήποτε εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου λόγω πλεονασμού με βάση τις διατάξεις του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου. 

 

   Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο εφεσείοντας προσλήφθηκε σε έκτακτη βάση με σύμβαση απασχόλησης. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατέστη εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου. Η διαδικασία να τεθεί σε διαθεσιμότητα  εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και κατ' επέκταση ορθή ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ενόψει τούτου, στερείτο δικαιοδοσίας αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε ένα κριθεί εντός του πλαισίου του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

    Όπως και στην Βενιζέλου (ανωτέρω) έτσι, και στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχει καμία απολύτως σημασία ότι εν προκειμένω για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο εφεσείοντας χρησιμοποιήθηκαν κατ' αναλογία, ως καταγράφεται και στη σχετική επιστολή, οι πρόνοιες του άρθρου 85 του Ν. 1/90.

 

   Δεν αλλοιώνουν τον πυρήνα της σχέσης του εφεσείοντα με τους εφεσίβλητους: (i) οι πρόνοιες του άρθρου 12 του Νόμου,  (ii) το γεγονός ότι το άρθρο 11, το οποίο αφορά την μετατροπή εργοδοτουμένου ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, δεν χαρακτηρίζει την σύμβαση απασχόλησης ως ιδιωτικού δικαίου ως το άρθρο 9, και (iii) το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε αναφορά στον Νόμο, ως oι σχετικές εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα.

 

   Επισημαίνουμε, σε ακολουθίαν των όσων τέθηκαν ανωτέρω, ότι θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου και με την διαθεσιμότητα να μεταβάλλεται η σχέση αυτή ως δημοσίου δικαίου.  

  

    Για τους λόγους που εξηγούνται η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εκ συνολικού ποσού €4.000, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                          ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                          Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

/ΕΑΠ.  



[1] Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο