ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ.103/20)

 

19 Φεβρουαρίου, 2025.

 

 

[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΟYΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΚΛΑΔΩΝ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

 

-------------------------

 

Ρ. Πασιουρτίδη (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.

Σ. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους.

 

-------------------------

 

 

Δικαστήριο: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

-------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Την πρωτόδικη διαδικασία απασχόλησε η νομιμότητα της απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου ημερ.20.2.15 επί της Ιεραρχικής Προσφυγής 7/10 την οποία είχαν ασκήσει οι Εφεσείοντες/Αιτητές κατά της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων με την επιβολή Φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών σε σχέση με τη διάθεση τεσσάρων ακινήτων στην περιοχή Σοφτάδες στη Λάρνακα, περί τον Οκτώβρη του 2007, καθότι θεώρησε το κέρδος από την πώληση ως επένδυση, συνεπώς κεφαλαιουχικό υποκείμενο.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε να απορρίψει την Προσφυγή, με κύρια αιτιολογία, τα ακόλουθα:

 

«Έχω μελετήσει την προσβαλλόμενη απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου. Διαπιστώνω από αυτήν, ότι βαρύνοντα κριτήρια εμπορίας αποτέλεσαν, η χρονική διάρκεια κατοχής της ιδιοκτησίας που διατέθηκε, αφού το Ταμείο παρέμεινε ιδιοκτήτης των τεμαχίων για περίοδο 28 χρόνων. Το γεγονός ότι επί αυτών, δεν διενεργήθηκε οποιαδήποτε συμπληρωματική εργασία, αλλά ούτε και ενέργεια για τη βελτίωση των τεμαχίων, αφού αυτά πωλήθηκαν του 2007 όπως αυτά αγοράστηκαν κατά το έτος 1979. Το γεγονός ότι οι ίδιοι οι αιτητές επέλεξαν το χρονικό σημείο, υπό τις δεδομένες συνθήκες, να πωλήσουν τα τεμάχια, αφού επιλέγηκε περίοδος που επικρατούσε μεγάλη άνθιση στη διάθεση ακινήτων (2007). Ο τρόπος απόκτησης των ακινήτων, αφού αυτά αγοράστηκαν με μετρητά και όχι με δανειοληψία. Το προϊόν της πώλησης κατατέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό και δεν χρησιμοποιήθηκε για αποπληρωμή δανείου. Τούτα, λαμβανομένων υπόψη ότι υπήρχε 16χρονη αποχή από διάθεση και 12χρονη αποχή από αγορά.

 

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στην παρούσα περίπτωση, ενδεχομένως ορισμένα κριτήρια να ικανοποιούνταν, ενώ μερικά άλλα, όχι. Αυτό όμως που προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ότι στο σύνολό τους, τα κριτήρια εμπορίας συνεκτιμήθηκαν ορθά, εφαρμοζόμενα στα γεγονότα της επίδικης διάθεσης των τεσσάρων ακινήτων, κλίνοντας ουσιαστικά την πλάστιγγα υπέρ της μεγαλύτερης δυνατής ένδειξης, ότι η διάθεση αφορούσε σε ρευστοποίηση επένδυσης, ήτοι πώληση των ακινήτων στο μέγιστο της απόδοσης της επένδυσης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια στο σύνολό τους, δεν μπορώ παρά να αποδεχτώ ως εύλογη και νόμιμη την κατάληξη του Εφοριακού Συμβουλίου.»

 

Οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με είκοσι λόγους έφεσης. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η διόγκωση του εφετηρίου με τόσους λόγους (εν πολλοίς επαναλαμβανόμενους) δεν καθιστά ευχερή την κατανόηση των θέσεων των Εφεσειόντων. Θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια συμπύκνωσης των αμφισβητήσεων με πιο λιτό τρόπο τηρουμένων φυσικά των σχετικών κανονισμών.

 

Οι λόγοι 1, 2, 3, 7, 8, 9 και 20 αφορούν κυρίως τη σημασία που θα έπρεπε να έχει η συχνότητα διενέργειας εμπορικών πράξεων εκ μέρους των Εφεσειόντων, αλλά και ειδικότερα η σημασία της διοικητικής απόφασης στην Ι.Π.5/12 και της προηγούμενης απόφασης της ίδιας Πρωτόδικης Δικαστού σε υπόθεση που αφορούσε τους ίδιους διαδίκους όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω. Οι δε λόγοι 14, 15 και 16 αφορούν στον τρόπο ανάλυσης που έχει γίνει από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και από τους Εφεσίβλητους, για τα κριτήρια εμπορίας.

 

Εν τελευταία αναλύσει, όλοι οι πιο πάνω λόγοι συναρτώνται με τα κριτήρια και τις περιστάσεις που έλαβαν υπόψη τους οι Εφεσίβλητοι στην προσβαλλόμενη πράξη, καθώς και η υπόδειξη, μέσω των Εφεσειόντων, λάθους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αποδοχή της αιτιολογίας και της εφαρμογής των κριτηρίων. Όπως βεβαίως και το τελικό του εύρημα για το νόμιμο της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Οι Εφεσείοντες επέμεναν ιδιαιτέρως στην εξ αρχής εκφρασθείσα θέση τους πως το προφίλ τους ήταν η εμπορική διάσταση σε «εκατοντάδες αγοραπωλησίες οι οποίες αφορούσαν τεμάχια γης, οικόπεδα και γραφεία». Καθώς και ότι, ουδέν των ακινήτων αυτών δεν είχε αγοραστεί με σκοπόν την επένδυση, ούτε είχε αξιοποιηθεί πριν την πώληση του ως στοιχείο πάγιου ενεργητικού με σκοπόν την αποκόμιση κεφαλαιουχικού κέρδους από τη ρευστοποίηση.

 

Είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε με παρόμοιο θέμα με τους ίδιους μάλιστα διάδικους. Πρόκειται για την υπόθεση Δημοκρατία ν. Ταμείου Προνοίας των Εργατοϋπαλλήλων της Οικοδομικής και Δομικής Βιομηχανίας και άλλων Συναφών Κλάδων, Ε.Δ.Δ.203/19, ημερ.23.10.24.

 

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσον η πώληση των ακινήτων συνιστούσε διάθεση κεφαλαιουχικού στοιχείου, οπότε φορολογείται ως φόρος επί του κέρδους που προέκυπτε λόγω της πώλησης ή συνιστούσε μια καθαρά εμπορική πράξη η οποία δεν ενέπιπτε στις διατάξεις του περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, Ν.52/80.

 

Θα συνοψίσουμε τις νομολογιακές κατευθύνσεις επί του θέματος.

 

Κατ' αρχάς να τονίσουμε ότι οι κυπριακές αποφάσεις του παλαιού Ανωτάτου Δικαστηρίου και του νυν Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, με έρεισμα αρχικά έξι κριτήρια - εμβλήματα εμπορίας (Badges of Trade) που είχε υιοθετήσει η Βρετανική Βασιλική Επιτροπή Φορολογίας (Royal Commission on Taxation), καθόρισαν σταδιακά δέκα κριτήρια, ώστε να αποτελούν τη βάση επί της οποίας αξιολογούνται οι συνθήκες που περιβάλλουν μια πράξη και της προσδίδουν εμπορικό ή κεφαλαιουχικό χαρακτήρα.

 

Είναι τα ακόλουθα:

 

1.Το αντικείμενο της περιουσίας.

2.Η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας.

3.Η συχνότητα παρομοίων πράξεων.

4.Συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται.

5.Περιστάσεις που ευθύνονται για την πώληση.

6.Κίνητρο.

7.Μέθοδος χρηματοδότησης.

8.Γνώση του ιδιοκτήτη. Έχει σημασία κατά πόσον την πράξη αυτή την κάμνει κάποιος ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με το επάγγελμα ή μια εταιρεία που ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό.

9.O τρόπος απόκτησης· και

10.Το τί γίνεται με το προϊόν της πωλήσεως.

 

 

(Βλ. Αμάνι Έντερπραϊσες (Χάουσες) Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ.2) (1990) 3 Α.Α.Δ.1041).

 

Χρήσιμο είναι να δώσουμε αναδομημένο κατάλογο με επεξηγήσεις, όπως τίθεται στη Nunn v. The Commissioners for his Majesty's Revenue and Customs [2024] UKFTT00298 (TC):

 

Badge

Description

Profit-seeking motive

An intention to make a profit supports trading, but by itself is not conclusive

The number of transactions

Systematic and  repeated transactions will support "trade".

The nature of the asset

Is the asset of such a type or amount that it can only be turned to advantage by a sale? Or did it yield an income or give "pride of possession", for example, a picture for personal enjoyment?

Existence of similar trading transactions or interests

Transactions that are similar to those of an existing trade may themselves be trading.

Changes to the asset

Was the asset repaired, modified or improved to make it more easily saleable or saleable at a greater profit?

 

The way the sale was carried out

Was the asset sold in a way that was typical of trading organisations? Alternatively, did it have to be sold to raise cash for an emergency?

 

The source of finance

Was money borrowed to buy the asset? Could the funds only be repaid by selling the asset?

 

Interval of time between purchase and sale

Assets that  are  the  subject of trade  will

normally, but not always, be sold quickly. Therefore, an intention to resell an asset shortly after purchase will support trading. However, an asset, which is to be held indefinitely, is much less likely to be a subject of trade.

 

Method of acquisition

An asset that is acquired by inheritance, or as a gift, is less likely to be the subject of trade.

 

 

 

Όπως τονίσαμε και στην Ε.Δ.Δ.203/19 (ανωτέρω), τα κριτήρια αυτά δεν είναι περιοριστικά και κανένα απ' αυτό δεν είναι από μόνο του αποφασιστικής σημασίας. (Βλ. Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15, Colakides Development Co Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ.977, Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ.3376 και Κτηματική Εταιρεία Χ'Σάββα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ.593).

 

Είναι συνεπώς ορθό, ότι η Διοίκηση αλλά και το Δικαστήριο στην αξιολόγηση της επίδικης πράξης, δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο σ' ένα ή κάποια από τα κριτήρια. Θα πρέπει ο κριτής της πράξης να δει το σύνολο της εικόνας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη Marson v. Morton a.o. (1986), 59, T.C.381:

 

«I believe that in order to reach a proper factual assessment in each case it is necessary to stand back, having looked at those matters, and look at the whole picture and ask the question - and for this purpose it is no bad thing to go back to the words of the statute - was this an adventure in the nature of trade? In some cases perhaps more homely language might be appropriate by asking the question, was the taxpayer investing the money or was he doing a deal?»

 

Όπως δε, με αποτελεσματικό και απλό τρόπο ετέθη το ερώτημα στην Colakides Development Co Ltd (ανωτέρω):

 

«Έχοντας υπόψη τα πραγματικά γεγονότα και το νόμο μπορεί η συναλλαγή να θεωρηθεί ότι έχει το χαρακτήρα εμπορίας ακίνητης περιουσίας ή είναι απλή ρευστοποίηση περιουσίας;»

 

Οι ίδιες αρχές επιβεβαιώθηκαν πολύ πρόσφατα στις Campell v. Revenue and Customs Commissioners [2023] UKUT265 (TCC) και Nunn (ανωτέρω).  

 

Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το κράτος των ως άνω αρχών και των αντίστοιχων επιχειρημάτων των δύο πλευρών.

 

Είναι φανερό πως η πλευρά των Εφεσειόντων δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην προηγούμενη έντονη εμπορική δραστηριότητα τους στον τομέα των ακινήτων και στις παρόμοιες με την παρούσα περιπτώσεις στις οποίες συντρέχουν ίδιες ή παραπλήσιες συνθήκες. Ειδικά αυτό συμβαίνει - και σχολιάζεται ποικιλοτρόπως - με την προηγούμενη απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου στην Ι.Π.5/12. (Θυμίζουμε πως η παρούσα αφορά την Ι.Π.7/10, κατόπιν επανεξέτασης που συντελέσθηκε - ημερομηνία πρώτης της απόφασης 18.6.12 και δεύτερης απόφασης κατόπιν επανεξέτασης ημερ.20.2.15, δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση).

 

Να αναφέρουμε πως οι εν προκειμένω επίδικες διαθέσεις αφορούσαν τα τέσσερα ως άνω ακίνητα τα οποία οι Εφεσείοντες πώλησαν στις 22.10.07 για το ποσό των €35.026.329,55, ενώ αυτά αγοράστηκαν το έτος 1979, έναντι του ποσού των €307.548,26.

 

Είναι γεγονός πως η υπό κρίση περίπτωση ήταν όμοια με την Ι.Π.5/12 αλλά επίσης και με την απόφαση της ίδιας Πρωτόδικης Δικαστού στην Προσφυγή 143/15 η οποία επικυρώθηκε με την απόφασή μας στην Ε.Δ.Δ.203/19 και στην οποία - θυμίζουμε - η φύση των συναλλαγών κρίθηκε εμπορική.

 

Συνεπώς ορθά ετέθη από την πλευρά των Εφεσειόντων, ότι υπό τις πολύ όμοιες συνθήκες, οι μετέπειτα διαθέσεις των ακινήτων τους ήσαν εμπορικές. Αυτό τροποποιείται μόνο, εάν κάποια από αυτές τις διαθέσεις έφερε ιδιάζοντα χαρακτηριστικά λόγω του σκοπού αγοράς-πώλησης και του τρόπου αξιοποίησης στη δραστηριότητα εμπορίου, ως στοιχείο πλέον πάγιου ενεργητικού για αποκόμιση κεφαλαιουχικού κέρδους από τη ρευστοποίηση.

 

Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Καμιά από τις επίδικες αγορές ακινήτων δεν αξιοποιήθηκε ως στοιχείο επένδυσης.

 

Μ' όλο το σεβασμό, εδώ έγκειται η ουσία του πράγματος. Ότι δηλαδή μεγάλος αριθμός συναλλαγών έγιναν σαφώς στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας. Και ιδιαιτέρως οι πολύ όμοιες περιστάσεις στις Ι.Π.5/12 και στην Προσφυγή 143/15 (Ε.Δ.Δ.203/19). Παρά λοιπόν το ισχυρό κοινό πλαίσιο των συναλλαγών, οι Εφεσίβλητοι απέτυχαν να αιτιολογήσουν τον αποχαρακτηρισμό της φύσης των επίδικων διαθέσεων από εμπορική σε επενδυτική, όπως ήταν η θέση του Διευθυντή και η οποία επικυρώθηκε από το Εφοριακό Συμβούλιο, χωρίς να συντελεστεί δέουσα έρευνα η οποία απαιτείται από τη νομολογία, ώστε να αιτιολογήσει ότι στην παρούσα διάθεση ο σκοπός δεν ήταν - όπως στις προηγούμενες - εμπορικός, αλλά επενδυτικός.

 

Με δεδομένες τις συνθήκες το βάρος ήταν μεγαλύτερο και οι Εφεσίβλητοι δεν το απέσεισαν. Συνεπώς το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να θεωρήσει επαρκή την έρευνα και την αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ισχύει αυτό που αναφέραμε ήδη στην Ε.Δ.Δ.203/19, ανωτέρω, με αναφορά στη C.D. Hay Properties Ltd. v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R.393:

 

«Στην απουσία λόγων που να διαφοροποιούν τις προθέσεις των εφεσειόντων για την απόκτηση των ακινήτων στις δύο πόλεις, εύλογα συνάγεται ότι είχαν τον ίδιο εμπορικό σκοπό κατά νου. Όπως έχουμε αναφέρει, δεν δίνεται κανένας λόγος στην απόφαση του Εφόρου που να δικαιολογεί τη διάκριση που έγινε από τον Έφορο μεταξύ του ιδίου κύκλου δραστηριοτήτων της εταιρείας.

Οι λόγοι οι οποίοι παρέχονται από τον Έφορο για τη θεώρηση των ακινήτων της Πάφου ως στοιχείων ενεργητικού δεν παρέχουν οποιαδήποτε εξήγηση για τη διάκριση που γίνεται μεταξύ των επενδύσεων σε γη της εφεσείουσας στις δύο πόλεις. Συνεπώς, η απόφαση του Εφόρου ενέχει το στοιχείο της αντιφατικότητας το οποίο υποσκάπτει την εγκυρότητα του λόγου της διοικητικής απόφασης. Περαιτέρω, οι λόγοι που παρέχονται για την φορολογία των εφεσειόντων δεν συσχετίζονται με τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι στην τελευταία ανάλυση αόριστοι. .»

 

Ακόμη και αν αποφευχθεί η έννοια του «αποχαρακτηρισμού», για την οποία η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία είχε ένσταση, τα δεδομένα δεν αλλάζουν.

Από τα τεθέντα εμβλήματα-κριτήρια εμπορίας, το γεγονός πως το Ταμείο αγόρασε το ακίνητο το 1979 και το άφησε στην κατοχή του για 28 χρόνια δεν μπορεί να απομονωθεί και δη ως δεσπόζον στοιχείο, αφού ακριβώς κατά τον ουσιώδη χρόνο παρατηρείται παρόμοια συμπεριφορά των Εφεσειόντων. Όπως το ίδιο το Εφοριακό Συμβούλιο αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση (σελ.3): «Μεταξύ των ετών 1971 και 2007 που είναι ο χρόνος διάθεσης των επιδίκων τεμαχίων, το Ταμείο προέβη σε αγορά τεράστιας ακίνητης περιουσίας, η οποία αποτελείται κυρίως από χωράφια και οικόπεδα. Από το έτος 1987 το Ταμείο προβαίνει σε τμηματικές πωλήσεις σε συστηματική βάση. .»

 

Όπως ορθά ετέθη από τον Δικαστή Νικήτα, με παραπομπή σε αγγλική νομολογία, στην Κτηματική Εταιρεία Α. Χατζησάββα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ.893, ο χρόνος πριν τη διάθεση του ακινήτου δεν είναι καθοριστικός παράγοντας. (Βλ. επίσης και I.R.C. v. Westminster (1935) A.E.R.259). Περαιτέρω, για το θέμα του χρόνου των 28 ετών που παρέμεινε η ιδιοκτησία στους Εφεσείοντες, πριν να πωληθεί, και το οποίο θεωρήθηκε δεσπόζον στοιχείο από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στα λεχθέντα στην Ε.Δ.Δ.203/19, ανωτέρω, στην οποία επικυρώθηκε αντίθετη θεώρηση της Πρωτόδικης Δικαστού, ότι ο χρόνος των 28 ετών δεν έπρεπε να θεωρηθεί από το Εφοριακό Συμβούλιο, ως βαρύνουσας σημασίας.

 

Ορθό είναι καταρχήν, ότι κάθε πράξη κρίνεται μεμονωμένα, όμως αυτό δεν μπορεί να σημαίνει - και μάλιστα κατά το δοκούν - ότι θα αποκοπεί από το σύνολο των δεδομένων που φαίνεται να τη «χρωματίζουν» ως εμπορική. Αν συντρέχουν άλλα χαρακτηριστικά, από τις πράξεις που ήδη κατατάχθησαν εμπορικές, μετακινούμενα από τα ταυτόσημα εμβλήματα εμπορίας που η ίδια η διοίκηση χρησιμοποίησε προηγουμένως, αυτό θα πρέπει να αποτελέσει προβληματισμό για απάντηση και να περιληφθεί, εφόσον μάλιστα ετέθη από τους διοικούμενους, στη σχετική αιτιολογία της διοικητικής πράξης.

 

Κατ' ακολουθίαν, θεωρούμε ότι έσφαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ως νόμιμη και εύλογη την προσβαλλόμενη πράξη η οποία, αν προσεχθεί ιδιαιτέρως, απομονώνει ισχυρά κριτήρια εμπορίας, τα οποία, καθ' ομολογίαν των ιδίων των Εφεσιβλήτων υφίστανται, για να καταλήξει με έντονη υποκειμενική αξιολόγηση άλλων κριτηρίων υπέρ της ύπαρξης επένδυσης όπως π.χ. η επιλογή χρόνου διάθεσης και άλλα τινά.

 

Είναι αξιοπερίεργο ότι ακόμα και το γεγονός ότι τα ακίνητα ήσαν παραθαλάσσια θεωρήθηκε ότι: «δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είχαν εμπορικά χαρακτηριστικά». Την ίδια στιγμή, το Συμβούλιο υποβάθμισε ουσιαστικά τη συχνότητα παρομοίων πράξεων τα οποία σαφώς εντάσσονταν σε κοινά πλαίσια δραστηριοτήτων, ενώ αναγνώρισε ταυτόχρονα πως: «το ταμείο σαν οργανισμός κατείχε επαρκή γνώση της αγοράς των ακινήτων».

 

Ειδικά για το σημείο που το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως έμβλημα κεφαλαιουχικής επένδυσης ότι το προϊόν της πώλησης κατατέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό, θα συμφωνήσουμε με την ευπαίδευτη συνήγορο των Εφεσειόντων ότι δεν θα ήταν λογικό - αλλά ενδεχομένως να ήταν και παράτυπο - τέτοιο μεγάλο ποσό να μην κατατεθεί σε τράπεζα. Εξάλλου, όπως υποδεικνύουν οι Εφεσείοντες χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί, από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι μέρος του ποσού της πώλησης χρησιμοποιήθηκε για αποπληρωμή οφειλών σε μεγάλο αριθμό μελών του Ταμείου που αφυπηρετούσαν.  Παρά λοιπόν την επίκληση των κριτηρίων, στην πράξη, αυτά δεν εφαρμόσθηκαν ορθά από τους εφεσίβλητους.

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι η κατάληξη μας πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή και συνεπώς η επικυρωτική κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. (Δημοκρατίας ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ.346). Είναι λοιπόν συνακόλουθο, πως οι πιο πάνω λόγοι έφεσης πρέπει να πετύχουν. Αυτό προδιαγράφει την τύχη της έφεσης και ως εκ τούτου, δεν χρειάζεται να εξετασθούν όλοι οι υπόλοιποι λόγοι.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση (ομοίως με τη σχετική διαταγή για έξοδα) παραμερίζεται. Η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται.

 

Τα έξοδα (πρωτοδίκως και κατ' έφεσιν) συνολικά υπολογιζόμενα εκ ποσού €5.500-, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

/Σ.Θ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο