ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 100/2020)
(Υπόθ. Αρ. 1104/2017)
19 Φεβρουαρίου, 2025
[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείωv
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης
.........
Α.Κ. Αιμιλιανίδης, για Α&Α, Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα
Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη
Καμία εμφάνιση, για Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο
........
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Με απόφαση του ημερ. 22.6.2015, στα πλαίσια της Υποθ. αρ. 715/2012, Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - που είχε καταχωριστεί από τον Εφεσείοντα - το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της πρωτόδικης του δικαιοδοσίας, ακύρωσε, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, τον διορισμό του Διονύσιου Κόμπου (Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο) ημερ. 4.1.2012, στην μόνιμη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, από 1.2.2012. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, η κατάληξη της ΕΔΥ ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν προσοντούχος βασίστηκε αποκλειστικά στην αναλυτική κατάσταση των μαθημάτων του, όπως αυτός την υπέβαλε. Είναι επιτρεπτή η αξιολόγηση πτυχίου ενδιαφερομένου, με βάση τα μαθήματα που παρακολούθησε. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε εξέταση των προσόντων του ενδιαφερομένου για να καταλήξει εάν το προσόν που κατέχει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας. Το Δικαστήριο εξετάζει μόνο εάν η απόφαση αυτή ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Η έρευνα είναι επαρκής εάν και εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται.
Στην υπό κρίση υπόθεση διαπιστώνω ότι δεν έγινε ούτε συλλογή αλλά ούτε και διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων, έτσι ώστε, να υπάρχει μια ασφαλής βάση για την εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων. Αυτό τούτο το σκεπτικό, δυνάμει του οποίου οι καθ'ων η αίτηση οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος είναι προσοντούχος, παραμένει άγνωστο με αποτέλεσμα να περιορίζεται η δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου. Δεν έχω εντοπίσει, εντός του διοικητικού φακέλου, οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με τα μαθήματα που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν από αυτά οι καθ'ων η αίτηση ορθώς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έχει σχέση με δημόσια διοίκηση. Υπάρχουν μόνο κάποιες χειρόγραφες σημειώσεις στην αναλυτική κατάσταση (τεκμήριο 2, κυανούν 79).
Ο Εφεσείων, ως επιτυχών διάδικος, καταχώρισε εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης την Αναθεωρητική Έφεση 90/2015, προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν είχε εξετάσει, πέραν του επιτυχόντος λόγου ακύρωσης για έλλειψη δέουσας έρευνας και τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προηγούντο χρονικά. Με απόφαση του ημερ. 4.4.2022, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την Αναθεωρητική Έφεση με το εξής σκεπτικό:
«Όπως ήδη λέχθηκε, το ακυρωτικό αποτέλεσμα αφορούσε στο ζήτημα και μόνο της απουσίας δέουσας έρευνας, ούτως ώστε να δικαιολογείται και η κατάληξη ότι το πτυχίο του ενδ. μέρους ήταν στη Δημόσια Διοίκηση, ως προέβλεπε το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. Με αυτό ως δεδομένο, είναι ορθή η προσέγγιση της αντίδικης πλευράς, σύμφωνα με την οποία αφ΄ ης στιγμής ο λόγος ακυρότητας που τεκμηριώθηκε ανατρέχει σε στάδιο που προηγείται χρονικά οποιωνδήποτε άλλων διαπιστώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν μπορεί να προβάλλεται ισχυρισμός περί δέσμευσης σε αναφορά με οποιεσδήποτε διαπιστώσεις της εν λόγω Επιτροπής που έπονται. Εν ολίγοις, η αποδοχή λόγου ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και η συνακόλουθη ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, εξαλείφει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο προερχόμενο από τη διοίκηση, ικανό να δεσμεύσει τον Εφεσείοντα.»
Μετά την έκδοση της πιο πάνω πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης ημερ. 22.6.2015, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στη συνεδρία της ημερ. 26.6.2015 αποφάσισε να ειδοποιηθεί το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο ότι επανέρχεται στη θέση που κατείχε παλαιότερα, δηλ. στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, Βουλή των Αντιπροσώπων.
Στη συνεδρία της ημερ. 13.7.2015, η ΕΔΥ εξέτασε τον τρόπο επανεξέτασης της πλήρωσης της επίδικης θέσης Διευθυντή Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Βουλή των Αντιπροσώπων και αφού μελέτησε την πιο πάνω πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 715/2012, απέστειλε το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή για τις δικές της ενέργειες, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η Γενική Διευθύντρια της Βουλής των Αντιπροσώπων, με επιστολή της ημερ. 15.3.2017 απέστειλε στην ΕΔΥ την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Σε συνεδρία της ημερ. 16.5.2017, στην οποία κατατέθηκε η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η ΕΔΥ, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της Έκθεσης, ως και της ως άνω ακυρωτικής απόφασης, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, υιοθέτησε την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και το πόρισμα της πλειοψηφίας της, ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ότι δηλ. κατέχει Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλο στα Νομικά (περιλαμβανομένου Barrister at Law) ή στη Δημόσια Διοίκηση και συνεπώς θεωρήθηκε υποψήφιος για την επίδικη θέση.
Ακολούθως, η ΕΔΥ προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης, υπό το φως των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ειδικότερα, για σκοπούς επανεξέτασης, έλαβε υπόψη την προφορική εξέταση των τριών υποψηφίων ενώπιον της και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης στις 4.1.2012 και ασχολήθηκε με την γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.
Αφού έλαβε συγκεκριμένα υπόψη της, την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων, το περιεχόμενο των προσωπικών τους φακέλων και των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους, την απόδοση τους κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ως και την σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων στην οποία είχε προβεί στην αρχική πλήρωση της θέσης υπέρ του Ενδιαφερόμενου Προσώπου και την αρχαιότητα τους, έκρινε ότι το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτόν διορισμό στην επίδικη μόνιμη θέση, αναδρομικά από 1.2.2012.
Η νομιμότητα του εν λόγω αναδρομικού διορισμού, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 9.6.2017, αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής αρ. 1104/2017 που καταχώρισε ο Εφεσείων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην ακυρωτική απόφαση Χριστοδούλου (ανωτέρω) κατέληξε ως ακολούθως:
«Έχω την άποψη ότι στην υπό κρίση διαδικασία η συμβουλευτική επιτροπή ερεύνησε δεόντως τη συνάφεια των διπλωμάτων που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος. Ουσιαστικά η συμβουλευτική επιτροπή ζήτησε από το πανεπιστήμιο στο οποίο φοίτησε το ενδιαφερόμενο μέρος να επεξηγήσει κατά πόσο τα διπλώματα του ενδιαφερόμενου μέρους σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση ως η προηγούμενη βεβαίωση που δόθηκε από το πανεπιστήμιο τον Αύγουστο του 2015. Το πανεπιστήμιο με νέα βεβαίωση επιβεβαίωσε ότι τα διπλώματα του ενδιαφερόμενου μέρους «σχετίζονται σίγουρα με τη δημόσια διοίκηση» εφόσον τόσο το δίπλωμα Licence όσο και το Maitrise αφορούν στον τομέα αυτό. Η δε επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν κλάδος στον οποίο το πανεπιστήμιο κατάρτιζε «τους εμπειρογνώμονες της Δημόσιας Διοίκησης και της Δημόσιας Διαχείρισης». Με την πρόσθετη επιστολή του ημερομηνίας 28.11.2016 το πανεπιστήμιο επιβεβαίωσε, πρόσθετα, ότι ο κλάδος «Διαχείριση δημοσίων υπηρεσιών» αποτελούσε τη σωστή εκπαίδευση για απόκτηση πτυχίου στη δημόσια διοίκηση»
Σ΄ ό,τι αφορά την αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων που κατέχει ο Εφεσείων και το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, ως και των πρόσθετων προσόντων που κατέχει το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:
«Ως προς τα πλεονεκτήματα η καθ' ης η αίτηση ανέφερε τα εξής:
«Τέλος, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο υποψήφιος Χριστοδούλου Ανδρέας διαθέτει τόσο το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(4) «Ευρεία γνώση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και πρακτικής», όπως και ο επιλεγείς, όσο και το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(7) «Μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία στην Υπηρεσία Ευρωπαϊκών Υποθέσεων» του Σχεδίου Υπηρεσίας, το οποίο δεν διαθέτουν ούτε ο επιλεγείς ούτε ο μη επιλεγείς Στιβαρός Περικλής. Ωστόσο, η Επιτροπή, συγκρίνοντας τον μη επιλεγέντα Χριστοδούλου Ανδρέα με τον επιλεγέντα Κόμπο Διονύσιο, παρατήρησε ότι ο επιλεγείς υπερέχει σε αρχαιότητα λόγω κατοχής θέσης με υψηλότερη κλίμακα, στην οποία όμως, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αποδίδεται η δέουσα, σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, βαρύτητα, δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών, προ του ουσιώδους χρόνου, για τα οποία υπάρχουν Ετήσιες Εκθέσεις για όλους τους υποψηφίους, αξιολογηθείς ως καθόλα Εξαίρετος, και υπερέχει σε προσόντα, εφόσον, πέραν των απαιτούμενων προσόντων, διαθέτει DEA Ευρωπαϊκών Διεθνών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Λυών III, και Diplome Interuniversitaire d' Administration Locale, Πανεπιστήμιο Λυών II. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι τα εν λόγω προσόντα, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο επιλεγείς διαθέτει και την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, σε μια συνεκτίμηση των πιο πάνω, έκρινε τον Κόμπο Διονύσιο ως καταλληλότερο για την υπό επανεξέταση θέση.»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα η καθ' ης η αίτηση επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί τον αιτητή - παρά το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν διαθέτει το δεύτερο πλεονέκτημα της παραγράφου 3(7) - λόγω υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα λόγω κατοχής θέσης ψηλότερης μισθολογικής κλίμακας, υπεροχής του σε προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και σύστασης του γενικού διευθυντή υπέρ του.
Σε σχέση με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος πρόσθετων προσόντων, ο αιτητής εισηγείται ότι εσφαλμένα του αποδόθηκαν. Εντούτοις, προκύπτει ως γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει πρόσθετα προσόντα και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει όπου η αξιολόγηση των προσόντων αυτών από τη διοίκηση κρίνεται εύλογη. Δεν έχω ενώπιόν μου κάποιο στοιχείο που να υποδηλώνει ότι η κρίση αυτή της καθ' ης η αίτηση δεν είναι εύλογη και συνεπώς απορρίπτεται ο ισχυρισμός.
Ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, επίσης δεν θεωρώ ότι η κρίση της καθ' ης η αίτηση ως ασκήθηκε στη βάση των πραγματικών δεδομένων εκάστου υποψηφίου εκφεύγει της εύλογης.»
Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε σε απόρριψη της Προσφυγής και συνακόλουθα επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκει την ανατροπή της στη βάση έξι (6) λόγων Έφεσης.
Οι 1ος, 2ος και 3ος λόγος Έφεσης περιστρέφονται γύρω από τη βασική θέση του Εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα κατέληξε πως α) η Εφεσίβλητη είχε διακριτική ευχέρεια να ερευνήσει τη συνάφεια των διπλωμάτων που κατείχε ο Εφεσείων ώστε να καταλήξει ότι ήταν προσοντούχος για την επίδικη θέση, β) το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο πληρούσε τα προσόντα για διορισμό στην επίδικη θέση, ως και ότι γ) η σχετική απόφαση της Εφεσίβλητης δεν ήταν αποτέλεσμα πλάνης, εσφαλμένης και ανεπαρκούς αιτιολογίας, παράβασης του σχεδίου υπηρεσίας, των αρχών της χρηστής διοίκησης, και του δεδικασμένου της ως άνω πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης.
Με τον 4ο και 5ο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Εφεσίβλητη δεν είχε την υποχρέωση να πιστώσει στον Εφεσείοντα πρόσθετη βαθμολογία λόγω της κατοχής εκ μέρους του και των δύο πλεονεκτημάτων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Εισηγείται επιπρόσθετα, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε στον ορθό έλεγχο ύπαρξης ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση του δεύτερου πλεονεκτήματος που το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο δεν κατείχε.
Τέλος, με τον 6ο λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί εύλογης αξιολόγησης εκ μέρους της Εφεσίβλητης, των πρόσθετων προσόντων που κατέχει το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, η οποία (αξιολόγηση) όπως εισηγείται, είναι εντελώς αναιτιολόγητη, χωρίς οποιαδήποτε έρευνα ως προς τη σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Προχωρούμε με τη σωρευτική εξέταση των 1ου, 2ου και 3ου λόγων Έφεσης, ως άμεσα σχετικοί και αλληλένδετοι μεταξύ τους.
Στα πλαίσια αυτών, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε πως το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο κατείχε πτυχίο στην «Οικονομική και Κοινωνική Διοίκηση» και όχι στην «Δημόσια Διοίκηση», ως απαιτείτο από την παρ. 3(1)(α) του σχεδίου υπηρεσίας. Συνεπώς, το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο δεν ήταν προσοντούχο και δεν χωρούσε οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια της Εφεσίβλητης περί ισοδυναμίας με άλλα προσόντα. Ως εκ τούτου, πεπλανημένα και καθ' υπέρβαση οποιασδήποτε ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας κρίθηκε ότι κάλυπτε την σαφή απαίτηση της παρ. 3(1)(α) αυτού.
Αντίθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και απορρίπτει τις πιο πάνω εισηγήσεις του Εφεσείοντα.
Εξετάσαμε τις ενώπιον μας προβληθείσες εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των δύο πλευρών.
Η παρ. 3 (1) (α) του σχεδίου υπηρεσίας απαιτεί «Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλο στα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή στη Δημόσια Διοίκηση (Σημ: Ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» περιλαμβάνει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο)».
Το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε πρωτόδικα, είναι κάτοχος διπλώματος Licence στην Οικονομική και Κοινωνική Διοίκηση του Πανεπιστημίου Lumiere Lyon 2, διπλώματος Maitrise στην Οικονομική και Κοινωνική Διοίκηση του ιδίου πανεπιστημίου και διπλώματος D.E.A. σε Ευρωπαϊκές Διεθνείς Σπουδές επίσης από το ίδιο πανεπιστήμιο.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, μετά την ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση στην Υποθ. 715/2012, η Εφεσίβλητη προέβηκε σε επανεξέταση, συμμορφούμενη, ως είχε την υποχρέωση, με το δεδικασμένο αυτής, το οποίο της επέβαλλε, να προβεί σε δέουσα έρευνα «αναφορικά με τα μαθήματα που παρακολούθησε ο ενδιαφερόμενος έτσι ώστε να διαπιστωθεί αν από αυτά οι Καθ' ων η Αίτηση ορθώς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έχει σχέση με δημόσια διοίκηση».
Επομένως, είναι προφανές ότι η Εφεσίβλητη όφειλε - ως το δεδικασμένο της επέβαλλε - να προβεί σε δέουσα έρευνα με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο το πτυχίο του Ενδιαφερόμενου Προσώπου ήταν σχετικό με τη Δημόσια Διοίκηση. Και προς τούτο, όφειλε να ερευνήσει τα μαθήματα του πτυχίου του Ενδιαφερόμενου Προσώπου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν πρωτόδικα, η Εφεσίβλητη, στα πλαίσια της δέουσας έρευνας, προέβηκε στα πιο κάτω ακόλουθα διαβήματα, σύμφωνα με όσα καταγράφονται στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 14.3.2017:
«Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω τα Μέλη και η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφάσισαν ομόφωνα να ετοιμαστεί και να αποσταλεί σχετική επιστολή, αφού πρώτα μεταφραστεί επίσημα στη Γαλλική γλώσσα, στον Πρύτανη (Κοσμήτορα) της Σχολής Νομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Λουμιέρ Λυών 2 της Γαλλίας, με την οποία να ζητείται η θέση του καταπόσο το πτυχίο και το μεταπτυχιακό δίπλωμα που ο κ. Κόμπος κατέχει στην Οικονομική και Κοινωνική Διοίκηση αφορούν τη Δημόσια Διοίκηση ή και ειδίκευση στον τομέα αυτό. Επίσης αποφασίστηκε προτού αποσταλεί η εν λόγω επιστολή να κοινοποιηθεί προκαταρκτικά σε όλα τα μέλη και να ληφθεί η έγκρισή τους.
Στις 29 Μαρτίου 2016 η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής απέστειλε συστημένη επιστολή και ηλεκτρονικό μήνυμα στον Πρύτανη/ Κοσμήτορα του Πανεπιστημίου Λουμιέρ Λυών 2, κ. Guillaume Protiere, από τον οποίο ζητήθηκε να πληροφορήσει την Επιτροπή κατά πόσο το πτυχίο και το μεταπτυχιακό που ο κ. Κόμπος απέκτησε από το εν λόγω πανεπιστήμιο αφορά το θέμα της Δημόσιας Διοίκησης ή ειδίκευση στον τομέα αυτό. Για το ακριβές περιεχόμενο της επιστολής λήφθηκε προηγουμένως η σύμφωνη γνώμη όλων των Μελών της Επιτροπής και στη συνέχεια η επιστολή μεταφράστηκε επίσημα στη Γαλλική γλώσσα από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. (Αντίγραφο της επιστολής της Συμβουλευτικής Επιτροπής επισυνάπτεται αυτούσια ως Παράρτημα Δ')·
Στις 11 Απριλίου 2016 λήφθηκε απάντηση στην εν λόγω επιστολή, από τον Κοσμήτορα της Νομικής Σχολής και Πολιτικών Επιστημών, η οποία και πάλι στάλθηκε για πιστή μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. Στην απάντηση ο Πρύτανης, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι τόσο η Λισάνς όσο και η Μαιτρίζ στην Οικονομική και Κοινωνική Διοίκηση, αφορούν στον τομέα της Δημόσιας Διοίκησης και ότι ο κ. Κόμπος ακολούθησε την επιλογή «Διαχείριση των Δημόσιων Υπηρεσιών» η οποία ήταν ο κλάδος στον οποίο κατάρτιζαν τότε τους εμπειρογνώμονες της Δημόσιας Διοίκησης και Δημόσιας Διαχείρισης. (Αντίγραφο της επιστολής του Πρύτανη επισυνάπτεται αυτούσια ως Παράρτημα Ε').
[.]
Ακολούθησε ανταλλαγή απόψεων για το περιεχόμενο της απάντησης του Γενικού Εισαγγελέα και στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή ομόφωνα έλαβε τις παρακάτω αποφάσεις:
(α) Να αποταθεί ξανά στο Πανεπιστήμιο της Λυών 2 το οποίο να ερωτηθεί κατά πόσο τα μαθήματα που ο κ. Κόμπος παρακολούθησε δεν σχετίζονται απλώς ή είναι συναφή με τη δημόσια διοίκηση, αλλά είναι τα μαθήματα που λαμβάνει κάποιος στο Πανεπιστήμιο Λουμιέρ Λυών 2 για να αποκτήσει πτυχίο Δημόσιας Διοίκησης. (β) Να ζητήσει από τον κ. Κόμπο να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ ως το πλέον αρμόδιο σώμα, όσον αφορά την αντιστοιχία του πτυχίου που κατέχει στην Οικονομική και Κοινωνική Διοίκηση με το πτυχίο στη Δημόσια Διοίκηση.
[.]
Στις 28 Νοεμβρίου 2016 λήφθηκε απάντηση, από τον Κοσμήτορα της Νομικής Σχολής και Πολιτικών Επιστημών, η οποία και πάλι στάλθηκε για πιστή μετάφραση από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. Σύμφωνα με την εν λόγω απάντηση « ...το πτυχίο οικονομικής και κοινωνικής διοίκησης, κλάδος "Διαχείριση δημοσίων υπηρεσιών" αποτελούσε τη σωστή εκπαίδευση την οποία ένας φοιτητής έπρεπε να ακολουθήσει για να αποκτήσει πτυχίο στη δημόσια διοίκηση.» (Η πιστή μετάφραση της επιστολής από τον Κοσμήτορα της Νομικής Σχολής και Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Λουμιέρ Λυών 2, επισυνάπτεται αυτούσια στο παρόν πρακτικό ως Παράρτημα Κ'). Την ίδια ημερομηνία, 28 Νοεμβρίου 2016 ελήφθη επιστολή από τον κ. Διονύσιο Κόμπο προς την Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία διαβιβάστηκε μετά τη λήψη της σε όλα τα Μέλη της Επιτροπής για μελέτη και απόψεις. (Η απάντηση του κ. Κόμπου, επισυνάπτεται αυτούσια στο παρόν πρακτικό ως Παράρτημα Λ')
[.]
Στη συνέχεια η κ. Αναστασιάδου αναφέρθηκε στην απάντηση του κ. Κόμπου, η οποία φέρει ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 2016 και η οποία είχε διαβιβαστεί μετά τη λήψη της σε όλα τα μέλη της Επιτροπής για μελέτη και απόψεις. Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην επιστολή του, ο υποψήφιος Διονύσιος Κόμπος εξέφρασε τη διαφωνία του με την ενέργεια της Επιτροπής να ζητήσει την προσκόμιση πιστοποιητικού αντιστοιχίας του Πτυχίου του στην Οικονομική και Κοινωνική Διοίκηση με το Πτυχίο της Δημόσιας Διοίκησης. Μεταξύ άλλων, ο υποψήφιος Διονύσιος Κόμπος εισηγήθηκε πρόσθετα ότι η Επιτροπή σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου θα έπρεπε να προβεί στη δέουσα έρευνα και τεκμηρίωση αναφορικά με τα μαθήματα που παρακολούθησε ο ίδιος ώστε να δικαιολογείται η κατάληξη ότι το Πτυχίο του ήταν στη Δημόσια Διοίκηση και ότι προς αυτή την κατεύθυνση η Επιτροπή θα έπρεπε να επικεντρώσει τη διερεύνησή της, απευθυνόμενη στο Πανεπιστήμιο που εξέδωσε το συγκεκριμένο τίτλο για να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ότι το πτυχίο του αποτελεί Πτυχίο στη Δημόσια Διοίκηση.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, γεγονότων και θέσεων, η Επιτροπή αποφάσισε κατά πλειοψηφία (κ.κ. Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ανδρέας Ασσιώτης, Αίγλη Παντελάκη και Γιώργος Γεωργίου) για τα ακόλουθα:
(α) Στην τελευταία επιστολή που λήφθηκε από τον Πρύτανη της Σχολής Νομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Lumiere Λυών 2, βεβαιώνεται ότι το "πτυχίο Οικονομικής και Κοινωνικής Διοίκησης, Κλάδος Διαχείριση Δημόσιων Υπηρεσιών αποτελούσε τη σωστή εκπαίδευση την οποία ένας φοιτητής έπρεπε να ακολουθήσει για να αποκτήσει πτυχίο στη Δημόσια Διοίκηση". Η βεβαίωση αυτή είναι σαφής και συγκεκριμένη και δεν παραπέμπει σε οποιαδήποτε μορφή ισοτιμίας μεταξύ του πτυχίου του κ. Κόμπου και του πτυχίου στη Δημόσια Διοίκηση και λήφθηκε μετά από δύο διαδοχικές επιστολές της Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς τον αναφερόμενο Πρύτανη. Κατά συνέπεια, ο υποψήφιος κ. Διονύσης Κόμπος πληρεί τα ακαδημαϊκά προσόντα που ορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας
(β) Η εξασφάλιση της ανωτέρω σαφούς βεβαίωσης του Πρύτανη του αναφερόμενου Πανεπιστημίου αποτελεί ολοκλήρωση της δέουσας έρευνας που όφειλε να πραγματοποιήσει η Συμβουλευτική Επιτροπή προτού καταλήξει σε σύσταση προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
[.]
(στ) Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά πλειοψηφία αποφάσισε ότι η εξασφάλιση της αναφερόμενης βεβαίωσης από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Lumiere Lyon 2 ολοκληρώνει τη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων που σχετίζονται με το υπό συζήτηση θέμα και επιτρέπει την κατάληξη του αρμόδιου οργάνου (τη Συμβουλευτική Επιτροπή) σε ασφαλές συμπέρασμα.
[.]
Υπό το φως των πιο πάνω αποφάσεών της, η Συμβουλευτική Επιτροπή θεωρεί ότι έχει ολοκληρώσει την επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί ότι έχει προβεί στη δέουσα έρευνα την οποία έχει ολοκληρώσει και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο υποψήφιος Διονύσιος Κόμπος πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3(1)(α) του σχεδίου υπηρεσίας, δηλαδή Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλο στα Νομικά (περιλαμβανομένου Barrister at Law) ή στη Δημόσια Διοίκηση και συνεπώς θεωρείται υποψήφιος για τη θέση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.»
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η Εφεσίβλητη, συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο της ως άνω ακυρωτικής απόφασης, διεξήγαγε δέουσα έρευνα και στη βάση των νέων στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της, με ασφάλεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πτυχίο του Ενδιαφερόμενου προσώπου αποτελούσε πτυχίο στη Δημόσια Διοίκηση. Και τούτο, με βάση το περιεχόμενο της Επιστολής του Κοσμήτορα της Νομικής Σχολής και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Λουμιέρ Λυών 2 της Γαλλίας, ημερ. 11.4.2016, ότι τόσο η Licence, όσο και η Maitrise, στην Οικονομική και Κοινωνική Διοίκηση, αφορούν στον τομέα της Δημόσιας Διοίκησης και το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο είχε ακολουθήσει την επιλογή «Διαχείριση των Δημόσιων Υπηρεσιών», η οποία ήταν ο κλάδος στον οποίο κατάρτιζαν τότε, τους εμπειρογνώμονες της Δημόσιας Διοίκησης και Δημόσιας Διαχείρισης.
Περαιτέρω, με βάση το περιεχόμενο της μεταγενέστερης επιστολής ημερ. 28.11.2016 του Κοσμήτορα, επιβεβαιώθηκε πρόσθετα, ότι το πτυχίο Οικονομικής και Κοινωνικής Διοίκησης, Κλάδος «Διαχείριση Δημόσιων Υπηρεσιών», αποτελούσε τη σωστή εκπαίδευση την οποία ένας φοιτητής έπρεπε να ακολουθήσει για να αποκτήσει πτυχίο στη Δημόσια Διοίκηση.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, κρίνουμε ότι ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε στο ασφαλές συμπέρασμα πως οι πιο πάνω σαφείς βεβαιώσεις του Κοσμήτορα, δεν παραπέμπουν σε οποιαδήποτε μορφή ισοτιμίας μεταξύ του πτυχίου του Ενδιαφερόμενου Προσώπου και του πτυχίου στη Δημόσια Διοίκηση. Αυτό δηλ. που επιβεβαιώθηκε από τα αρμόδια όργανα του Πανεπιστημίου Lumiere Lyon 2, ήταν ότι το πτυχίο που κατείχε το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο είναι πτυχίο στη Δημόσια Διοίκηση και όχι ισότιμο ή συναφές ή ισοδύναμο προσόν προς τη Δημόσια Διοίκηση.
Ως εκ τούτου, η αντίθετη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα περί άσκησης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους της Εφεσίβλητης, ως προς την ισοδυναμία των προσόντων του Ενδιαφερόμενου Προσώπου δεν ευσταθεί, εφόσον δεν τέθηκε καν θέμα ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας περί ισότιμου ή ισοδύναμου προσόντος.
Όπως είναι νομολογημένο, η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας, ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διορίζοντος διοικητικού οργάνου, με τη δικαστική παρέμβαση κατά την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, να δικαιολογείται μόνο όταν η ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις ή το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας ΕΔΔ61/2020 ημερ. 24.1.2025, Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/2014 ημερ. 1.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:C493, Σουρουλλά ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 74/2013 ημερ. 10.10.2019 και Μαππή ν. Δημοκρατίας (2017) 3 (Β) ΑΑΔ 862, 869).
Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που θα μπορούσε εύλογα να οδηγήσει σε διαφορετική ερμηνευτική διαπίστωση από εκείνη της Εφεσίβλητης και του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για το σχέδιο υπηρεσίας. Συνεπώς δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας.
Οι 1ος, 2ος και 3ος λόγοι Έφεσης δεν γίνονται αποδεκτοί και απορρίπτονται.
Με τον 4ο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν ακύρωσε την παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής να αποδώσει την πρέπουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι ο Εφεσείων κατείχε και τα δύο πλεονεκτήματα των παραγρ. (3)(4) και (3)(7) του σχεδίου υπηρεσίας, γεγονός που οδήγησε σε προφανές λάθος της ΕΔΥ, η οποία δεν παρέπεμψε το θέμα στην Συμβουλευτική Επιτροπή για διόρθωση της αξιολόγησης της ούτε και διορθώθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή στο στάδιο της επανεξέτασης.
Η πιο πάνω θέση του Εφεσείοντα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, προκύπτει από την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 30.9.2011, πως η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβηκε σε ρητή αναφορά ότι ο Εφεσείων κατέχει και τα δύο πλεονεκτήματα της θέσης, ως και ότι το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο κατέχει το πλεονέκτημα της παρ. (3)(4) και όχι αυτό της παρ. (3) (7) του σχεδίου Υπηρεσίας. Συνεπώς δεν ετίθετο θέμα οποιασδήποτε διόρθωσης εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έχοντας συγχρόνως κατά νου ότι εν πάση περιπτώσει η ΕΔΥ, ως το διορίζον όργανο, έλαβε υπόψη της τα πιο πάνω κατά την επιλογή του κατάλληλου υποψηφίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίας της ημερ. 16.5.2017 και ειδικότερα, έλαβε υπόψη της την ορθή διάσταση των πλεονεκτημάτων, τόσο του Εφεσείοντα, όσο και του Ενδιαφερόμενου Προσώπου.
Ούτε και συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα πως τέτοια διόρθωση δεν έγινε από την Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την επανεξέταση, εφόσον, πέραν του ότι δεν εγείρετο τέτοιο θέμα ως αναφέραμε ανωτέρω, η πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση είχε περιοριστεί στο κατά πόσο το πτυχίο του Ενδιαφερόμενου Προσώπου ήταν στη Δημόσια Διοίκηση και καμιά αναφορά έγινε σε σχέση με τα πλεονεκτήματα. Όπως είναι νομολογημένο, η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης (βλ. Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, Κούλουμου ν. Παπασάββα (2010) 3 ΑΑΔ 293 και Καλλής Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 724.
Συνεπώς, κρίνουμε πως ο 4ος λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον 5ο λόγο Έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, εισηγήθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε ορθό έλεγχο ύπαρξης ειδικής αιτιολογίας για παραγνώριση του δεύτερου πλεονεκτήματος που κατείχε ο Εφεσείων και δεν κατείχε το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο. Προς υποστήριξη της θέσης του, αναφέρθηκε στη νομολογία (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 150, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 1, Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 ΑΑΔ 93 και Δημοκρατία ν. Σολομωνίδη Α.Ε. 16 και 28/2012 ημερ. 20.3.2018), σύμφωνα με την οποία το πλεονέκτημα δίδει προβάδισμα στον υποψήφιο που το κατέχει και γι' αυτό όταν το διορίζον όργανο δεν επιλέγει τον υποψήφιο που κατέχει το πλεονέκτημα, οφείλει να αιτιολογεί ειδικά την απόφαση του και να εξειδικεύει τους λόγους που αντισταθμίζουν και παραγνωρίζουν το πλεονέκτημα. Με αναφορά στην πιο πάνω νομολογία εισηγήθηκε πως δεν υπήρχε καμιά απολύτως επαρκής αιτιολογία για επιλογή του Ενδιαφερόμενου Προσώπου αντί του Εφεσείοντα.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του Εφεσείοντα. Όπως με σαφήνεια προκύπτει από τα πρακτικά της Εφεσίβλητης ημερ. 16.5.2017 (ανωτέρω), έγινε ρητή αναφορά στα δύο πλεονεκτήματα των παρ. (3)(4) και (3)(7) του σχεδίου υπηρεσίας που κατέχει ο Εφεσείων, εν' αντιθέσει με το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο το οποίο κατείχε μόνο το πλεονέκτημα της παρ. (3)(4). Ωστόσο, η Εφεσίβλητη, με ειδική και λεπτομερή αιτιολογία, επεξήγησε και εξειδίκευσε ρητά τους λόγους για τους οποίους, παρά την κατοχή των δύο πλεονεκτημάτων από τον Εφεσείοντα, εν τούτοις επιλέγηκε το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, οι οποίοι (λόγοι) αντισταθμίζουν το 2ο πλεονέκτημα του Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, η ειδική αιτιολογία περιλάμβανε λόγους που συνίσταντο α) στην υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Προσώπου στην αρχαιότητα λόγω κατοχής θέσης με υψηλότερη κλίμακα (Α13+2), σε αντίθεση με τον Εφεσείοντα που κατείχε την κλίμακα (Α11+2), β) στο γεγονός ότι το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των (5) τελευταίων ετών πριν τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον αξιολογήθηκε ως καθ' όλα εξαίρετος, γ) το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο αξιολογήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή και από την ΕΔΥ ως «εξαίρετος», ενώ ο Εφεσείων αξιολογήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή ως «πάρα πολύ καλός» και από την ΕΔΥ ως «εξαίρετος», δ) το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο υπερέχει σε προσόντα, εφόσον πέραν των απαιτούμενων προσόντων, διαθέτει DEA Ευρωπαϊκών Διεθνών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Λυών ΙΙΙ και Diplome Interuniversitaire d' Adiministration Locale, Πανεπιστήμιο Λυών ΙΙ.
Η Εφεσίβλητη, σε σχέση με τα εν λόγω πρόσθετα προσόντα, επεσήμανε πως αν και δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας και δεν αποτελούν πλεονέκτημα, εν τούτοις είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Όπως είναι νομολογημένο, τα πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη κατά τρόπο που ούτε να αποδίδεται σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα ώστε να υποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή, αλλά ούτε και να αξιολογούνται εντελώς οριακά ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και να μην τους αποδίδεται οποιαδήποτε σημασία ( βλ. Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377.)
Τέλος, η Εφεσίβλητη έλαβε υπόψη της ε) και την υπέρ του Ενδιαφερόμενου Προσώπου σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Όλα τα πιο πάνω στοιχεία, κρίνουμε πως αποτελούν ειδική αιτιολογία εκ μέρους της Εφεσίβλητης, η οποία εξειδικεύει τους λόγους για τους οποίους αντισταθμίστηκε το 2ο πλεονέκτημα του Εφεσείοντα και επιλέγηκε το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο ως το καταλληλότερο για την επίδικη θέση, αντί ο Εφεσείων.
Ως εκ τούτου, ο 5ος λόγος Έφεσης επίσης δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Τέλος, απορριπτέος είναι και ο 6ος λόγος Έφεσης, με τον οποίο ο Εφεσείων προβάλλει τη θέση περί εσφαλμένης, αναιτιολόγητης και χωρίς έρευνα, πίστωσης πρόσθετων προσόντων στο Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, ως σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο κατέχει τα πιο πάνω πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, τα οποία η Εφεσίβλητη θεώρησε ως σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και τα οποία, σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία, δεν θα μπορούσαν να παραγνωριστούν και να μην τους δοθεί η ανάλογη βαρύτητα. Όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει κατά την άσκηση του αναθεωρητικού του ελέγχου, όπου η αξιολόγηση των προσόντων αυτών από τη διοίκηση κρίνεται εύλογη και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Η έννοια της «ανάλογης βαρύτητας» είναι «να μην δοθεί στο πρόσθετο αυτό προσόν υπερβολική βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό ως εάν το πρόσθετο προσόν δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639, 647).
Όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον του που να υποδηλώνει ότι η κρίση αυτή της Εφεσίβλητης δεν είναι εύλογη, ούτε και ότι έχει εκφύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. Εξάλλου, όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω, η κατοχή εκ μέρους του Ενδιαφερόμενου Προσώπου των πρόσθετων προσόντων, κριθέντων ως σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης, αποτελεί ένα από τους πέντε λόγους για τους οποίους η Εφεσίβλητη τελικά επέλεξε το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο ως τον καταλληλότερο και ουδόλως συνιστά τον πρωταρχικό ούτε και τον μοναδικό και καθοριστικό, γι' αυτή την επιλογή της, παράγοντα. Όπως είναι νομολογημένο, «Περί ουσιαστικής συνεξέτασης συνεπώς ο λόγος, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός, ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης». Το απόσπασμα αυτό είναι από την υπόθεση Σ. Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 8/2016 ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Παναγή (ανωτέρω):
«. το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων. Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία. Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.»»
(βλ. επίσης Σ. Κολέττας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 32/2016 ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214).
Συνεπώς και ο 6ος λόγος δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίπτεται.
Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και σε βάρος του Εφεσείοντα ύψους €4.000.-
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.