ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 63/20)
24 Ιανουαρίου, 2025
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ
Εφεσίβλητη/Καθ' ης η αίτηση
______________________
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα/Αιτητή.
Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Δ. Θεοφυλάκτου, Ασκούμενο Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη/Καθ' ης η αίτηση.
______________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Το επίδικο ζήτημα στην υπό εξέταση περίπτωση είναι κατά πόσον η προσφυγή που άσκησε ο εφεσείοντας - η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης - ήταν εκπρόθεσμη.
Στο στάδιο αυτό κρίνουμε ορθολογικό να παραθέσουμε σε συντομία τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό εξέταση περίπτωση.
Ο εφεσείοντας υπηρέτησε ως Διευθυντής του Κέντρου Παραγωγικότητας Κύπρου από 1.6.1972 και αφυπηρέτησε ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών στις 22.9.1983. Ακολούθως, διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών και στη συνέχεια Επίτροπος Προεδρίας.
Ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε ότι επήλθε μείωση στη σύνταξη που λάμβανε, και ενόψει της έκδοσης της απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 740/11, ημερ. 7.10.2014, με επιστολή του, ημερ. 10.2.2017, αιτήθηκε την αναδρομική καταβολή όλων των ποσών που είχαν αποκοπεί από τις συντάξεις του από την ημερομηνία αποκοπής και εντεύθεν.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, στις 15.9.2017, απέστειλε επιστολή στη Γενική Λογίστρια ζητώντας σχετική ενημέρωση και απάντηση στο πιο πάνω αίτημα του. Η τελευταία με επιστολή της, ημερ. 10.10.2017, τον πληροφόρησε ότι το αίτημα του εφεσείοντα, ημερ. 10.2.2017, απαντήθηκε με επιστολή στις 21.2.2017 και αντίγραφο αυτής επισυνάφθηκε. Με την τελευταία αυτή επιστολή το αίτημα του απορρίφθηκε.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα επανήλθε με επιστολή του, ημερ. 23.10.2017, με την οποία ζητούσε από την Γενική Λογίστρια να ερευνήσει «. εάν και πως κατ' ισχυρισμό στάλθηκε η υπό αναφορά επιστολή.» ενόψει ότι, ο πελάτης του ισχυρίστηκε ότι δεν την παρέλαβε. Σε απάντηση η Γενική Λογίστρια, τον ενημέρωσε με επιστολή της, ημερ. 27.10.2017, ότι η επιστολή ημερ. 21.2.2017 αποστάλθηκε ταχυδρομικώς στο εφεσείοντα στη διεύθυνση που αναγραφόταν στην επιστολή με την οποία υπέβαλε το πιο πάνω αίτημα του.
Ο εφεσείοντας με την αίτηση ακύρωσης αμφισβήτησε την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε την επιστολή ημερ. 21.2.2017 και ότι έλαβε γνώση αυτής στις 10.10.2017. Η εφεσίβλητη δεν καταχώρισε ένσταση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το ότι δεν εγέρθηκε το ζήτημα του εκπροθέσμου της προσφυγής προχώρησε και το εξέτασε ως ζήτημα δημόσιας τάξης που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Έκρινε ότι δημιουργήθηκε μαχητό τεκμήριο αποστολής και λήψης της επιστολής ημερ. 21.2.2017, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του, στη βάση σημείωσης που περιέχεται στο προσωπικό φάκελο του εφεσείοντα ότι η επιστολή αποστάλθηκε στη διεύθυνση που ο ίδιος δήλωσε. Στη βάση του πιο πάνω τεκμηρίου η επίδικη επιστολή, ως αναφέρθηκε θα «. έφτανε στο προορισμό της 2-3 ημέρες μέρες μετά την 21.2.2017». Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι, δεν αντικρούστηκε με μαρτυρία από τον εφεσείοντα ότι δεν παρέλαβε την πιο πάνω επιστολή λαμβανομένου υπόψη ότι γνωστοποιήθηκε σε αυτόν, με την επιστολή ημερ, 27.10.2017, ότι στάλθηκε ταχυδρομικώς. Έτσι, έκρινε ότι η προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 8.12.2017, ήταν εκπρόθεσμη.
Ο εφεσείοντας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να καλέσει τον εφεσείοντα να τοποθετηθεί πριν να εκδώσει την απόφαση του, εσφαλμένα έκρινε ότι υφίστατο τεκμήριο ότι η επιστολή ημερ. 21.2.2017 «έφθασε στον προορισμό της λίγες μέρες μετά» και ότι δεν απέσεισε το τεκμήριο και θεώρησε την προσφυγή εκπρόθεσμη (λόγος έφεσης αρ. 1). Πρόσθετα δε, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι ο εφεσείοντας δεν προσκόμισε ικανά και τεκμηριωμένα στοιχεία για ανατροπή του «δήθεν τεκμηρίου που το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεχε», ενόψει ότι δεν καταχωρίστηκε ένσταση από μέρους της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα εσφαλμένα να απορρίψει την προσφυγή (λόγος έφεσης αρ. 2). Ενόψει της συνάφειας τους οι δύο λόγοι έφεσης θα συνεξεταστούν.
Όπως έχει νομολογηθεί η προθεσμία των 75 ημερών που προνοείται στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για άσκηση προσφυγής είναι επιτακτική και ανατρεπτική. Άπτεται ζητήματος δημοσίας τάξεως και μπορεί να εξετασθεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Βλ. Παπαριστοδήμου v. Αρχής Ηλεκρισμού Κύπρου, Ε.Δ.Δ 87/2018, ημερ. 30.1.2024) και η σχετική διάταξη ερμηνεύεται αυστηρά (Βλ. Βόντα v. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 154/2013, ημερ. 1.6.2020, ECLI:CY:AD:2020:C174 και Γανωματής v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ 133).
Στην Παπαριστοδήμου ανωτέρω, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Όπως έχει συνοψιστεί η νομολογία μας στη L' Union Nationale (Tourism and Sea Resorts) Ltd κ.ά. v. Σ.Α.Λ.Α.) (1998)3 A.A.Δ. 513, οι σχετικές με την προθεσμία επιταγές του άρθρου 146(3) του Συντάγματος είναι επιτακτικές και πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής προς διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος. Όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί «το ζήτημα της προθεσμίας μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο έστω και αν δεν εγερθεί από τους διάδικους. (Βλ. Holy See of Kitium v. Municipal Council of Limassol, 1 R.S.C.C. 15, Moran v. Republic, 1 R.S.C.C. 10, Marcoullides v. Republic, 4 R.S.C.C. 7, Megalemou v. Republic (1968) 3 C.L.R. 581, Protopapas v. Republic (1967) 3 C.L.R. 41, Mourtouvanis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 108, Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566, Pappous v. Republic (1966) 3 C.L.R. 77, Miliotis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 597) ».
Aναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα, ως διατυπώνεται στον πρώτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τον κάλεσε να τοποθετηθεί πριν εκδώσει την απόφαση του επί του ζητήματος του εκπροθέσμου της προσφυγή, υιοθετούμε τα όσα επισημάνθηκαν στην Μιχαήλ v. Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή Αρχής Τηλεποικοινωνιών Κύπρου κ.ά, Ε.Δ.Δ 49/2018, ημερ. 11.1.2024 ότι «δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι υφίσταται υποχρέωση του Δικαστηρίου εάν θεωρήσει ότι συντρέχει προς εξέταση θέμα δημοσίας τάξεως, να πληροφορεί προς τούτο τους διάδικους και εάν δεν το πράξει, η απόφαση του να είναι άνευ ετέρου άκυρη. Εξαρτάται από τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Είναι όμως πάντα, επιθυμητό να το πράττει εφόσον έχει το σχετικό προβληματισμό».
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέθεσε τον προβληματισμό του στους συνηγόρους των διαδίκων, δεν καθιστά την απόφαση του άκυρη. Ήταν υποχρέωση του εφεσείοντα να ικανοποιήσει το πιο πάνω στοιχείο του παραδεκτού της προσφυγής και δη ότι η προσφυγή του ήταν εμπρόθεσμη και δεν μπορεί να επικαλείται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέθεσε τους προβληματισμούς του για το συγκεκριμένο ζήτημα για να δικαιολογήσει την παράλειψη του αυτή.
Ερχόμενοι στην εξέταση στην ουσία των λόγων έφεσης, σχετική επί του συγκεκριμένου ζητήματος είναι και η απόφαση στη Δημοκρατία v. Μ.Ε Λεωφορεία Αμμοχώστου Λτδ, Ε.Δ.Δ 57/2018, ημερ. 9.2.2024, όπου επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:
«. το άρθρο 2 του Κεφ. 1 εναποθέτει το βάρος απόδειξης της μη λήψης της επιστολής στον παραλήπτη (Βλ. Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566). Η δε φράση «με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου», που αναφέρεται σε αυτό, σημαίνει τη λήψη της επιστολής σε 2 με 3 ημέρες, ενώ δεν επιβάλλεται η αποστολή με ασφαλισμένο ταχυδρομείο (Βλ. Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415 και Napa Mermaid Hotel and Suites Ltd v. Δήμου Αγίας Νάπας, Υπόθεση αρ. 6435/2013, ημερ. 18.12.2015), ECLI:CY:AD:2015:D846.
Στην Theodorou v. The Abbot of Kykko Monstery (1965) 1 C.L.R. 9, 18, επισημαίνεται ότι, υφίσταται τεκμήριο ότι αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παράδοσης της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Επισημάνθηκε επίσης ότι, αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή, η οποία φέρει την ορθή διεύθυνση, ταχυδρομήθηκε και δεν επιστράφηκε τεκμαίρεται ότι έφθασε στον προορισμό της ( βλ. Ανδρέου v. P & D Crystal Line Co Ltd Πολ. Εφ. 10498 ημερ. 15.10.2001).
Σύμφωνα με τη νομολογία, εναπόκειται σε ένα αιτητή να αποδείξει ότι παρέλαβε εκπρόθεσμα ή καθόλου τη διοικητική πράξη. Εκείνος που προβάλλει τον ισχυρισμό θα πρέπει να τον τεκμηριώσει (βλ. Πατάτας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248 και HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(A) C.L.R 52)».
Σχετική επίσης είναι και Παφίτης v. Αρχής Ηλεκισμού Κύπρου, Ε.Δ.Δ 84/2017, ημερ. 6.3.2024.
Εν προκειμένω, ως προκύπτει από το προσωπικό φάκελο του εφεσείοντα, η διοίκηση ρητά ανάφερε ότι η επιστολή, ημερ. 21.2.2017, στάλθηκε ταχυδρομικώς σε αυτόν στη διεύθυνση που ο ίδιος δήλωσε και δεν επιστράφηκε. Ο τελευταίος δεν ανάτρεψε το τεκμήριο παράδοσης και λήψης της επιστολής. Συνεπώς, η επιστολή τεκμαίρεται ότι έφτασε στο προορισμό της 2-3 μέρες μετά την 21.2.2017. Λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφυγή καταχωρίστηκε αρκετούς μήνες μετά και δη στις 8.12.2017, αυτή ήταν εκπρόθεσμη και συνεπώς ορθή ήταν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έτσι, αμφότεροι οι λόγοι έφεσης είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εκ συνολικού ποσού €4000 υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.