ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 51/2020)

 

21 Ιανουαρίου, 2025

 

 [ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/στές]

 

 

ΦΑΡΜΑ ΑΔΕΛΦΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.   ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Εφεσιβλήτων.

____________________

 

Ι. Κατσιδήμα (κα) για Στέλιος Αμερικάνος & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Χ. Θεοδότου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.

____________________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Οι Εφεσείοντες αποτελούν εταιρεία, η οποία εκτελεί κτηνοτροφικές εργασίες και, ειδικότερα, παραγωγή αγελαδινού γάλακτος και βόειου κρέατος.

 

Οι Εφεσίβλητοι, δι' επιστολής τους ημερομηνίας 6.11.2012, πληροφόρησαν τους Εφεσείοντες ότι τους επέβαλαν τελικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας για τα φορολογικά έτη 2005 μέχρι 2009 και έκτακτης αμυντικής εισφοράς επί λογιζόμενης διανομής μερίσματος για το φορολογικό έτος 2008. Την επιστολή αυτή συνόδευε άλλη, στην οποία αιτιολογείτο η ως άνω απόφαση (Τεκμήριο ΣΤ).

 

Προς ακύρωση της ως άνω απόφασης, οι Εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγή, ισχυριζόμενοι ότι ήταν άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος. Υποστήριξαν, με σχετικούς λόγους ακύρωσης, ότι η  απόφαση ήταν προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας των πραγματικών γεγονότων, ότι ήταν αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, καθώς και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, όπως αυτές απορρέουν από τα Άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις εν λόγω αιτιάσεις των Εφεσειόντων, κρίνοντας ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν καθόλα νόμιμα, εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, χωρίς να παραβιαστεί η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, του πολίτη, εν προκειμένω των Εφεσειόντων, προς τη διοίκηση.

 

Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου προσβλήθηκε με τέσσερις (4) λόγους έφεσης, εκ των οποίων ο τελευταίος αποσύρθηκε και, ως εκ τούτου, απορρίφθηκε κατά την ενώπιόν μας ακροαματική διαδικασία.

 

Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται πως το Δικαστήριο «. εσφαλμένα και/ή λανθασμένα και/ή αναιτιολόγητα και χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσείοντες δεν κατάφεραν να αποδείξουν το νομικό λόγο ακύρωσης περί ελλείψεως δέουσας έρευνας από τους Εφεσίβλητους προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων καθώς και στο συμπέρασμα ότι οι Εφεσίβλητοι λειτούργησαν με καλή πίστη δίνοντας την ευκαιρία στους Αιτητές/Εφεσείοντες, με συνεχείς αναβολές προς ανεύρεση νόμιμων στοιχείων προς απόδειξη των ισχυρισμών τους.» και αυτό διότι το Δικαστήριο αποδέχτηκε τον ισχυρισμό των Εφεσιβλήτων ότι οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν από τους Εφεσείοντες δεν αποτελούσαν ικανοποιητικά στοιχεία προς τεκμηρίωση της λογιστικής εγγραφής στα βιβλία τους για την αγορά σανού, ύψους €340.000.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης προσβάλλει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν εντός των επιτρεπτών ορίων των εξουσιών τους και, ως αιτιολογία, επαναλαμβάνεται εκείνη του πρώτου λόγου, περί λανθασμένης εκτίμησης των αποδείξεων της αγοράς σανού.

 

Με τον τρίτο λόγο, εγείρεται ο ισχυρισμός πως κατ' εσφαλμένο τρόπο και χωρίς αιτιολογία, το Δικαστήριο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αιτιολογώντας τον λόγο τούτο με την αναφορά ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι «. οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν δεν είχαν χρονολογική συνάφεια με τους λογαριασμούς και/ή δεν προσκομίστηκαν παράλληλα και τιμολόγια πώλησης του σανού και αποδείξεις πληρωμής εκδοθείσες από τους προμηθευτές.»

 

Προκύπτει, από τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι είναι συναφείς με την κρίση του Δικαστηρίου για τη μη επάρκεια των λογιστικών εγγραφών και ικανοποιητικών αποδείξεων των εξόδων τους, γι' αυτό, ως επάλληλοι, θα εξεταστούν σωρευτικά. Προτού επιχειρηθεί, όμως, το έργο αυτό, μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα θα καταστήσει πιο κατανοητή την υπό εκδίκαση διαφορά.

 

Οι Εφεσείοντες υπέβαλαν δηλώσεις εισοδήματος για τα έτη 2005-2009 και τους επιβλήθηκε φορολογία σύμφωνα με τη δήλωσή τους, για το έτος 2005.

 

Ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος απέστειλε, στους Εφεσείοντες, ειδοποίηση ημερομηνίας 23.5.2011, σύμφωνα με τα Άρθρα 20(3)(α)(ΙΙ), 27 και 30 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου Αρ. 4/78 (στο εξής ο Νόμος), με την οποία τους πληροφορούσε ότι λειτουργοί του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων θα επισκέπτονταν, στις 8.6.2011, υποστατικά της επιχείρησής τους για εξέταση των λογιστικών βιβλίων και αρχείων των ετών 2005-2009, πράγμα το οποίο και έγινε. Ακολούθησε λεπτομερής εξέταση των λογιστικών βιβλίων και αρχείων που προσκομίστηκαν για τα υπό εξέταση έτη.

 

Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά ευρήματα του ελέγχου των Καθ' ων η αίτηση, αγορές σανού ύψους €340.000 καταχωρήθηκαν στα λογιστικά βιβλία της Αιτήτριας, με ημερολογιακή εγγραφή 31.12.2008. Δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο (τιμολόγιο/απόδειξη πληρωμής) για την εγγραφή αυτή, παρόλο που ζητήθηκε επανειλημμένα. Ο λογαριασμός του ταμείου παρουσίαζε, κατά την διάρκεια του έτους, κατ' επανάληψη, πιστωτικό υπόλοιπο.  Δεν τηρείτο μητρώο τιμολογίων και τα διπλότυπα τιμολογίων χρησιμοποιούνταν και ως τιμολόγια αγοράς. Δεν τηρείτο ημερολογιακή σειρά έκδοσης τους και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η σωστή καταχώρηση των εισοδημάτων.

 

Μετά ταύτα, πραγματοποιήθηκε συνάντηση στα γραφεία του Εφόρου με τον ελεγκτή και τον διευθυντή των Εφεσειόντων, στους οποίους επεξηγήθηκαν οι αδυναμίες που εντοπίστηκαν, με σημαντικότερη την καταχώρηση, στις 31.12.08, ποσού ύψους €340.000 για αγορά σανού, χωρίς οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Η αιτιολογία του διευθυντή των Εφεσειόντων ήταν πως προτεραιότητά τους ήταν πάντοτε η εξεύρεση τροφών για τα ζώα τους, με αποτέλεσμα αρκετές φορές να αγοράζουν σανό, έστω και εάν ο πωλητής δεν εξέδιδε τιμολόγιο. Ζήτησε χρόνο, αφού τους εξηγήθηκε η σοβαρότητα της κατάστασης, να επικοινωνήσει με τους προμηθευτές του και να εξασφαλίσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

 

Οι Εφεσίβλητοι επικοινώνησαν αρκετές φορές με τον λογιστή των Εφεσειόντων, ο οποίος ζητούσε χρόνο, χωρίς όμως να προσκομίσει οτιδήποτε. Δεδομένης της παρατηρηθείσας απραξίας, ο Έφορος απέστειλε, στις 22.11.2011, επιστολή τροποποίησης των λογαριασμών, μαζί με φορολογίες για τα έτη 2005-2009.

 

Οι Εφεσείοντες, διά του ελεγκτή τους, υπέβαλαν ένσταση, στις 24.11.2011, κατά της τροποποίησης των λογαριασμών τους, χωρίς όμως την υποβολή οποιωνδήποτε αποδεικτικών στοιχείων. Οκτώ μήνες αργότερα, στις 17.7.2012, αφού, παρά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του Εφόρου με τους Εφεσείοντες, δεν προσκομίστηκε ο,τιδήποτε από τα ζητηθέντα στοιχεία, ο Έφορος, με επιστολή του, κοινοποίησε την πρόθεσή του να αποφασίσει τις ενστάσεις, χωρίς να επιτρέψει, ως έξοδο, το ποσό των €340.000 για αγορά σανού και τη μη παραχώρηση κεφαλαιουχικών εκπτώσεων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 48 του Νόμου, εάν εντός ενός μηνός δεν προσκομιζόταν οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να τεκμηρίωνε πλήρως τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων.

 

Στις 21.7.2012, ο ελεγκτής των Εφεσειόντων απέστειλε επιστολή μαζί με επτά αποδείξεις πληρωμής, τις οποίες εξέδωσαν οι ίδιοι, για αγορά ζωοτροφών συνολικού ύψους €340.000.

 

Οι Εφεσίβλητοι, αφού εξέτασαν τα προσκομισθέντα στοιχεία, έκριναν ότι αυτά δεν αποτελούσαν ικανοποιητικά στοιχεία για τεκμηρίωση των ισχυρισμών των Εφεσειόντων, για τους ακόλουθους λόγους:

 

- Επρόκειτο για αποδείξεις πληρωμών που εξέδωσαν οι ίδιοι οι Εφεσείοντες και όχι τιμολόγια πώλησης που εκδόθηκαν από προμηθευτές, σύμφωνα με το περί Έκδοσης Τιμολογίων και Αποδείξεων Άρθρο 30 του Νόμου.

 

-        Όλες οι αποδείξεις έφεραν ημερομηνίες από 10.7.2008 μέχρι 20.12.2008 και, ως εκ τούτου, με δεδομένο ότι φέρονταν να εκδόθηκαν έγκαιρα, ετίθετο το ερώτημα γιατί δεν καταχωρήθηκαν την αντίστοιχη περίοδο στα λογιστικά βιβλία των Εφεσειόντων, αλλά έγινε ημερολογιακή εγγραφή στις 31.12.2008, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία.

 

-        Διαπιστώθηκε ότι, σε μια από τις εν λόγω αποδείξεις, αναφέρετο ότι πληρώθηκε, σε κάποια εταιρεία Theseas Food, από τη Βουλγαρία ποσό €207.000 για αγορά ζωοτροφών. Αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί εγκεκριμένο τιμολόγιο.

 

-        Δύο αποδείξεις πληρωμής κατέγραφαν ότι πληρώθηκαν σε συγγενικά πρόσωπα των μετόχων των Εφεσειόντων.

 

-        Οι Εφεσείοντες δεν τηρούσαν μητρώο για τα «μπλοκ» αποδείξεων και οποιοδήποτε «μπλοκ» μπορούσε να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε έτος.

 

-        Η προσκόμιση των εν λόγω αποδείξεων θεωρήθηκε ότι ήταν αντιφατική με τη θέση που εκφράστηκε από τον διευθυντή των Εφεσειόντων στη συνάντηση της 12ης Οκτωβρίου 2011, ότι, δηλαδή, ο λόγος της μη ύπαρξης αποδεικτικών στοιχείων ήταν η άρνηση των προμηθευτών να τους εκδίδουν τιμολόγια.

 

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω επισημάνσεων, τέθηκε υπό αμφισβήτηση κατά πόσον οι προσκομισθείσες αποδείξεις ήταν έγκυρες, καθώς, ενώ φέρονταν να είχαν εκδοθεί έγκαιρα, δεν καταχωρήθηκαν σωστά στα βιβλία και επειδή, από τις 8.6.2011 που έγινε ο έλεγχος, προσκομίστηκαν τελικά στις 21.7.2012.

 

Οι Εφεσίβλητοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω αποδείξεις εκδόθηκαν εκ των υστέρων και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσαν ικανοποιητικό στοιχείο για τεκμηρίωση των αγορών ύψους €340.000. Για τούτο, στις 6.11.2012 ο Έφορος αποφάσισε επί των ενστάσεων, εκδίδοντας την επίδικη πράξη.

 

Οι Εφεσείοντες, υποστήριξαν, όπως και πρωτοδίκως, πως οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προβούν σε δέουσα έρευνα και απέτυχαν να εκτιμήσουν σωστά τα γεγονότα και τα έγγραφα που προσκομίστηκαν. Είναι η θέση τους ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αδικαιολόγητη και λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.

 

Προβάλλουν, περαιτέρω, πως οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκαν μη έγκυρες οι αποδείξεις δεν καταγράφονται στην επίδικη επιστολή των Εφεσιβλήτων, αλλά εισήχθησαν τεχνηέντως με την αγόρευση της συνηγόρου τους, η οποία ανεπίτρεπτα συμπλήρωσε την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εν πρώτοις, επί τούτου του θέματος, παρατηρούμε ότι οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκαν από τους εφεσίβλητους μη έγκυρες οι αποδείξεις, καταγράφονται στην παράγραφο 14 της ένστασης των Εφεσιβλήτων και επαναλήφθηκαν με την αγόρευση της συνηγόρου τους. Η εφεσείουσα εταιρεία δεν προέβαλε αυτό τον ισχυρισμό πρωτοδίκως, ώστε να εξεταστεί από το Δικαστήριο και να δοθεί η κρίση του για το συγκεκριμένο θέμα. Εκείνο που αναπτύχθηκε, με την αγόρευσή τους, ενώ είχαν την ευκαιρία να το θίξουν και δεν το έπραξαν, ήταν η έλλειψη δέουσας και επαρκούς έρευνας. Συνεπώς, η συγκεκριμένη θέση απορρίπτεται.

 

Οι φορολογίες Φόρου Εισοδήματος διέπονται από τα Άρθρα 2, 3, 5(1), 6 και 22 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου  (Ν. 118(Ι)/2002) και του Νόμου 4/78, Άρθρα 3, 13(3), 23(1) και 48. Αποτελεί υποχρέωση του φορολογούμενου να υποβάλει δήλωση εντός της ταχθείσας από το Νόμο προθεσμίας (Άρθρο 13(3)), με εξουσία του Διευθυντή να επιβάλει, εάν κρίνει σκόπιμο, φορολογία επιπρόσθετου ποσού εκείνου για το οποίο επεβλήθη (Άρθρο 23 του Νόμου).  Σύμφωνα με το Άρθρο 48 του ιδίου Νόμου, ο Διευθυντής δύναται να μην παραχωρήσει εκπτώσεις, εάν δεν ικανοποιηθεί, από τα προσκομισθέντα στοιχεία, ότι αυτές δικαιολογούνται. Σε περίπτωση μη προσκόμισης τέτοιων στοιχείων, τα οποία να δικαιολογούν τις εγγραφές και/ή τις εκπτώσεις, ο Διευθυντής διατηρεί την εξουσία να αποφασίσει για το φορολογητέο ποσό και το ύψος του φόρου.

 

Όπως ορθά κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, την ευθύνη για την τήρηση λογαριασμών και επαλήθευση των εισοδημάτων του φέρει ο φορολογούμενος. Καθοδήγηση επί του θέματος προσφέρει η Θεόδωρος Χριστοφή & Σία Λτδ ν. 1. Υπουργού Οικονομικών, και 2. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (1998) 3 ΑΑΔ 427, στην οποία τονίστηκε πως:

 

«Όταν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει πλήρη στοιχεία για το εισόδημά του αναλαμβάνει τον κίνδυνο να φορολογηθεί με βάση μόνο την έρευνα που διενεργεί ο Έφορος. Βλ. Panayiotou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 857 και Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις ΟΚΑΠΙ Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48 Αποτελεί υποχρέωση του φορολογούμενου η αποκάλυψη όλων των στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν τις φορολογικές του υποχρεώσεις. ΒλRainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 και Scarparis v. Republic (1990) 3 Α.Α.Δ. 1004.»

 

Η παράλειψη του, υποκείμενου στον φόρο, προσώπου ή επιχειρηματία να προσφέρει τα απαραίτητα και ζητηθέντα στοιχεία ανοίγει το δρόμο στον Έφορο να προχωρήσει στον προσδιορισμό του φόρου, ασκώντας την παρεχόμενη, από τον Νόμο, εξουσία.

 

Υπό το φως των δεδομένων της κρινόμενης περίπτωσης και των γεγονότων που ανωτέρω καταγράφηκαν και τα οποία προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο, δεν παρεχόταν άλλη επιλογή στον Έφορο από του να χαρακτηρίσει ως άκυρες τις παρουσιασθείσες αποδείξεις.  Ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, επικύρωσε την απόφασή του τονίζοντας πως στους «. αιτητές  δόθηκε η ευκαιρία να προσκομίσουν τιμολόγια ή αποδείξεις από τους προμηθευτές τους για την πώληση του σανού, αλλά αυτό που παρουσιάστηκε εκ των υστέρων, και παρά τον χρόνο που ζητούσαν για την απόδειξη της αγοράς του σανού, ήταν δικές τους αποδείξεις των οποίων η γνησιότητα αμφισβητήθηκε για τους λόγους που καταγράφηκαν στην επίδικη απόφαση και περιγράφονται ανωτέρω. Ο φάκελος αποκαλύπτει ότι ο Έφορος εξάντλησε όλα τα χρονικά περιθώρια για να δώσει την ευκαιρία στους αιτητές να αποδείξουν με αποδεκτά έγγραφα την αγορά του σανού, αλλά για τους λόγους που εξήγησε, και ενεργώντας εντός του πλαισίου της εξουσίας του, απέρριψε τους ισχυρισμούς των αιτητών.»

 

Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Σημειώνουμε αυτό που και το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, σε απάντηση της θέσης των Εφεσειόντων πως παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ότι ο Έφορος ουδέποτε δήλωσε και/ή αποδέχθηκε πως, με την παρουσίαση οποιωνδήποτε στοιχείων, θα ικανοποιείτο η απαίτηση για απόδειξη των φορολογητέων εγγραφών και του εξόδου των €340.000. Τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν, όπως διαπιστώθηκε, δεν είχαν χρονολογική συνάφεια με τους λογαριασμούς, δεν προσκομίστηκαν τιμολόγια από προμηθευτές και τιμολόγια πώλησης, αλλά αποδείξεις οι οποίες εκδόθηκαν από τους Εφεσείοντες. Εκείνο το οποίο δόθηκε από τον Έφορο δεν ήταν υπόσχεση, ήταν χρόνος για προσκόμιση αποδείξεων αγοράς, νομότυπων και έγκυρων, οι οποίες να μη δημιουργούν αμφιβολία και αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους. Κάτι που οι Εφεσείοντες απέτυχαν να πράξουν.

 

Τυχόν αποδοχή της θέσης των Εφεσειόντων, θα έδιδε την εντύπωση ότι εναπόκειται στον κάθε ένα φορολογούμενο, να παρουσιάζει οποιαδήποτε έγγραφα ως αποδεικτικά εγγραφών και εξόδων, εκδοθέντα από τον ίδιο κατά το δοκούν και ότι υπάρχει υποχρέωση στον Έφορο να τα αποδέχεται, χωρίς έρευνα και έλεγχο της εγκυρότητας και γνησιότητάς τους. Κάτι τέτοιο θα έπληττε την εξουσία του Εφόρου, θα έπληττε την οικονομία και θα ακύρωνε τις νομοθετικές φορολογικές πρόνοιες.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα €4000 υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

                                                              

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                                               Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο