ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 46/20)
10 Ιανουαρίου, 2025
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση
ΚΑΙ
ROS ESTATES LTD
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
______________________
Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Δ. Θεοφυλάκτου, Ασκούμενος Δικηγόρος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση.
Κ. Καλλής για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.
______________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου να ζητήσει από την εφεσίβλητη, η οποία τελούσε υπό εκκαθάριση, την παροχή εγγύησης δυνάμει του άρθρου 20Α(2)(β) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Ν. 4/78 - στο εξής ο Νόμος).
Στο στάδιο αυτό κρίνουμε ορθολογικό να παραθέσουμε σε συντομία τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό εξέταση περίπτωση.
Τα Γεγονότα
Ο Έφορος Φορολογίας με αποφάσεις του, ημερ. 16.3.2015 και 17.3.2015, επέβαλε στην εφεσίβλητη φορολογία, συνολικού ύψους €260.665,36, η οποία σχετιζόταν: (i) με το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών, ύψους €70.313,40, (ii) με το φόρο εισοδήματος για το έτος 2001, ύψους €187.946,16 και (iii) με την έκτακτη αμυντική εισφορά για τη λογιζόμενη διανομή μερίσματος για το 2007 ύψους € 2405,80.
Η εφεσίβλητη, στις 4.5.2015, καταχώρισε ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο εναντίον της πάνω απόφασης του Εφόρου Φορολογίας.
Το Εφοριακό Συμβούλιο, στις 18.6.2005, με επιστολή του ζήτησε από τον Έφορο Φορολογίας να υποβάλει σχετική έκθεση μαζί με όλα τα αναγκαία στοιχεία της υπόθεσης και ο τελευταίος, στις 7.9.2015, την υπέβαλε.
Η φορολογική σύμβουλος του Εφοριακού Συμβουλίου, μετά από σχετική εξουσιοδότηση, διεξήγαγε έρευνα στις 23.6.2015, στο Γραφείο Εφόρου Εταιρειών, όπου διαπιστώθηκε, με βάση τα έγγραφα που τηρούνται στο αρχείο του Εφόρου, ότι η εφεσίβλητη τελούσε υπό εκκαθάριση από την 29.9.2004 και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διόρισε ως εκκαθαριστή της, τον Επίσημο Παραλήπτη.
Το Εφοριακό Συμβούλιο σε συνεδρία του, ημερ. 13.10.2015, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να αποταθεί στους εκπροσώπους της εφεσίβλητης και να ζητήσει περαιτέρω στοιχεία, αναφορικά με το θέμα των εγγυήσεων. Έτσι, με επιστολή του, ημερ. 19.10.2015, ζήτησε, μεταξύ άλλων, από την εφεσίβλητη να προσκομίσει «. οποιαδήποτε στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη δυνατότητα καταβολής της φορολογίας που είναι πιθανόν να προκύψει από την απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου». Με την πιο πάνω επιστολή, το Εφοριακό Συμβούλιο, επιφύλαξε το δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος για την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 20Α(2)(β) του Νόμου. Σε απάντηση της πιο πάνω επιστολής, οι συνήγοροι της εφεσίβλητης με επιστολή τους, ημερ. 4.11.2015, επέμεναν στις θέσεις τους και δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι δεν έχει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και οποιαδήποτε φορολογία δεν μπορεί να πληρωθεί.
Το Εφοριακό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερ. 29.2.2016 αποφάσισε, όπως προτού πάρει την τελική του απόφαση για το αν θα ασκήσει την εξουσία που του παρέχει το θεσμικό πλαίσιο για παροχή ικανοποιητικής εγγύησης, να προχωρήσει σε περαιτέρω διερεύνηση. Ακολούθως, σε συνεδρία του ημερ. 15.4.2016, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, και αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ο οφειλόμενος φόρος να μην εισπραχθεί σε περίπτωση επικύρωσης εν όλω ή εν μέρει της απόφασης του Εφόρου Φορολογίας, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, που του παρέχει το άρθρο 20Α(2)(β) του Νόμου, να καλέσει την εφεσίβλητη να παράσχει εγγύηση για το ποσό των €40.000 είτε με τραπεζική εγγύηση, είτε με μετρητά. Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε σ' αυτή στις 16.6.2016.
Η εφεσίβλητη με την προσφυγή της αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης επιζητώντας δήλωση ότι είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Η Πρωτόδικη απόφαση
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκανε αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου άρθρο 20Α(2)(β) του Νόμου κατέληξε ότι, στην υπό εξέταση περίπτωση παραβιάστηκε το πιο πάνω άρθρο του Νόμου καθότι έκρινε ότι:
«.Το Εφοριακό Συμβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα να αναζητά την κατάθεση εγγύησης πέραν του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης του εμπρόθεσμου της ιεραρχικής προσφυγής και της πληρωμής του μη αμφισβητούμενου φόρου. Μόνο σε αυτό το στάδιο και πριν «επιληφθεί» της ιεραρχικής προσφυγής επιτρέπεται η αναζήτηση κατάθεσης εγγύησης. Στην προκειμένη περίπτωση πολλούς μήνες μετά και αφού αναζητήθηκε η Έκθεση του Εφόρου και αφού αυτή ετοιμάστηκε και κατατέθηκε, αφού δηλαδή το Εφοριακό Συμβούλιο επιλήφθηκε της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής αποφασίστηκε να γίνει δεκτό το αίτημα του Εφόρου. Πέραν τούτου βέβαια πρόκειται για την τρίτη επανεξέταση της φορολογίας του έτους 2011. Εκδόθηκαν τρεις αποφάσεις του Εφοριακού Συμβουλίου. Οι δύο τελευταίες τα έτη 2006 και 2011, ενόσω ήταν ήδη γνωστό ότι η εταιρεία ήταν ήδη υπό εκκαθάριση από το έτος 2004 σε όλα τα στάδια, χωρίς να αναζητηθεί εγγύηση.
Σχετικό με αυτό ζήτημα είναι και το ζήτημα της ταχύτητας με την οποία θα πρέπει να λαμβάνεται μία τέτοια απόφαση από το Εφοριακό Συμβούλιο ότι δεν θα επιληφθεί προσφυγής, ώστε κατά το δυνατόν να διασφαλίζεται η εναλλακτική στο Νόμο δυνατότητα προσφυγής στο δικαστήριο, εντός της προθεσμίας των 75 ημερών, κατά της νομιμότητας της φορολογίας και πριν αυτή παρέλθη, δικαίωμα που προβλέπεται στο Σύνταγμα χωρίς τους σχετικούς όρους καταβολής εγγύησης.
Ως προς αυτό να αναφέρω ότι το γεγονός ότι ο όρος της εγγύησης αποφασίζεται εκάστοτε βάσει των δεδομένων δεν παύει να αποτελεί λόγο για τις υποθέσεις αυτές για να μην επιληφθεί το Εφοριακό Συμβούλιο της ιεραρχικής προσφυγής και όχι για να απορριφθεί αυτή συν τοις άλλοις, όπως πεπλανημένα αντιλήφθηκαν την διάταξη του Νόμου οι καθ' ων η αίτηση και κατέγραψαν στην απόφασή τους ως πρόθεσή τους. Αυτό είναι ουσιώδες, ειδικότερα αν αποφασιστεί εντός της προθεσμίας των 75 ημερών, ώστε να καταχωρηθεί προσφυγή στο Δικαστήριο».
Για τους πιο πάνω λόγους το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω πλάνης περί το νόμο από το Εφοριακό Συμβούλιο και ενόψει τούτου δεν εξέτασε τους άλλους λόγους ακύρωσης.
Οι Λόγοι Έφεσης
Η εφεσείουσα με δύο λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ειδικότερα, προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε:
(i) λόγο ακύρωσης που δεν προωθήθηκε εκ μέρους των συνηγόρων της εφεσίβλητης κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ειδικότερα, ενώ στην προσφυγή προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 20 Α(2)(β) του Νόμου και εξειδικεύοντας τον λόγο ακύρωσης η εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα της για πρόσβαση σε δικαστήριο εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανάλυσε διαφορετικά τον ισχυρισμό περί παραβίασης και δη έκρινε ότι υπήρξε πλάνη της εφεσείουσας στην ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου αφού προχώρησε και επιλήφθηκε της ιεραρχικής προσφυγής και ακολούθως ζήτησε εγγύηση (λόγος έφεσης αρ. 1) και τέλος
(ii) ότι το Εφοριακό Συμβούλιο ενήργησε υπό πλάνη Νόμου κατά παράβαση του άρθρου 20Α(2)(β) όταν αποφάσισε να ζητήσει εγγύηση από την αιτήτρια (λόγος έφεσης αρ. 2).
Το Νομικό πλαίσιο
Το άρθρο 20A (1) του Νόμου παρέχει το δικάιωμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί το εαυτό του αδικημένο από τη φορολογία που του επιβλήθηκε και απέτυχε να έλθει σε συμφωνία με το Διευθυντή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20(5) του Νόμου: (α) να ασκήσει προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, οπότε εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν οι διατάξεις του άρθρου 21 του Νόμου ή (β) να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο εναντίον της εν λόγω απόφασης, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται από άρθρο 20 Α(1)(β).
Στην υπό εξέταση περίπτωση η εφεσίβλητη, δικαιωματικά, επέλεξε και άσκησε ιεραρχική προσφυγή. Με βάση δε τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης σχετικές είναι οι πρόνοιές του άρθρου 20 Α (2) του Νόμου το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«(2) Το Εφοριακό Συμβούλιο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε ιεραρχικής προσφυγής-
(α) Στην περίπτωση που ο αιτητής δεν καταβάλλει το μη αμφισβητούμενο μέρος του φόρου, εφόσον του ζητηθεί από το Διευθυντή, ή δεν προβαίνει σε διευθετήσεις για την αποπληρωμή του, προς πλήρη ικανοποίηση του Διευθυντή·
(β) στην περίπτωση που έχει λόγους να πιστεύει ότι το ποσό του αντικειμένου του φόρου, όπως καθορίζεται από το Διευθυντή, δυνατό να μην εισπραχθεί και ο αιτητής αρνείται ή παραλείπει, εφόσον του ζητηθεί, να παράσχει σ' αυτό ικανοποιητική εγγύηση που να διασφαλίζει την καταβολή του φόρου σε περίπτωση επικύρωσης, στο σύνολο ή μερικώς, της απόφασης του Διευθυντή.»
Εξέταση λόγων έφεσης
Κατ' αρχάς θα εξεταστεί ο λόγος έφεσης αρ 2 και δη ότι το Εφοριακό Συμβούλιο ενήργησε υπό πλάνη Νόμου καθότι σε περίπτωση που επιτύχει, ο έτερος λόγος έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου. Ως αναφέρθηκε από την ευπαίδευτη συνηγόρο της εφεσείουσας λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το Εφοριακό Συμβούλιο με το να ζητήσει έκθεση από το Έφορο Φορολογίας για την οικονομική κατάσταση της εφεσίβλητης είχε πλέον επιληφθεί της προσφυγής και συνεπώς εμποδιζόταν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 20 Α (2)(β) του Νόμου να ζητήσει την υποβολή εγγύησης. Πρόσθετα δε, ως προβλήθηκε, η απόφαση του Συμβουλίου ήταν προϊόν δικής του έρευνας και άσκηση της διακριτικής εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος αφού προηγουμένως ζητήθηκαν στοιχεία και από τον Έφορο Φορολογίας.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εφεσείουσα με επιστολή της ημερ. 18.6.2015 ζήτησε από τον Έφορο Φορολογίας όπως υποβάλει έκθεση. Λίγες μέρες μετά και δη στις 23.6.2015, μετά από έρευνα της φορολογικής συμβούλου, διαπιστώθηκε ότι η εφεσίβλητη τελεί υπό εκκαθάριση κάτι που επιβεβαίωσε και ο Έφορος με την έκθεση του που απέστειλε στις 7.9.2015. Ακολούθως, το Εφοριακό Συμβούλιο, με επιστολή του ημερ. 19.10.2015, ζήτησε από την εφεσίβλητη να προσκομίσει στοιχεία που να τεκμηριώνουν τη δυνατότητα καταβολής της φορολογίας που πιθανόν να προκύψει από την απόφαση του. Με την τελευταία αυτήν επιστολή επιφυλάχθηκε το δικαίωμα του Συμβουλίου για εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 20 Α (2)(β) του Νόμου. Οι εκπρόσωποι της εφεσίβλητης, με επιστολή τους ημερ. 4.11.2015, ανταποκρίθηκαν και δήλωσαν ότι δεν μπορεί να πληρωθεί οποιαδήποτε φορολογία. Τότε, το Εφοριακό Συμβούλιο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, με απόφαση του ημερ. 15.4.2016 η οποία κοινοποιήθηκε στην εφεσίβλητη στις 16.6.2016, ζήτησε από την εφεσίβλητη να παράσχει εγγύηση για το ποσό των €40.000 είτε με τραπεζική εγγύηση, είτε με μετρητά ενόψει ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος ο οφειλόμενος φόρος να μην εισπραχθεί σε περίπτωση επικύρωσης εν όλω ή εν μέρει της απόφασης του Εφόρου Φορολογίας.
Με βάση τα πιο πάνω, εκείνο που ουσιαστικά έπραξε καθηκόντως το Εφοριακό Συμβούλιο, ως προκύπτει από τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό εξέταση περίπτωση, ήταν να εξετάσει αν δικαιολογείται η παροχή ικανοποιητικής εγγύησης ώστε να διασφαλιστεί η καταβολή του φόρου σε περίπτωση επικύρωσης στο σύνολο ή μερικώς της απόφασης του Διευθυντή.
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν διαπιστώνεται καθεστώς νομικής πλάνης από μέρους της εφεσείουσας όπως λανθασμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης αρ.2 επιτυγχάνει και ενόψει τούτου παρέλκει η εξέταση του έτερου λόγου έφεσης.
Για τους λόγους που εξηγούνται η πρωτόδικη απόφαση, ομού με τη σχετική διαταγή για τα έξοδα, παραμερίζονται. Επιδικάζονται έξοδα, εκ συνολικού ποσού €3500, υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για εξέταση, από άλλο Δικαστή το συντομότερο δυνατόν, του δεύτερου λόγου ακύρωσης, ως η σχετική εισήγηση του συνηγόρου της εφεσίβλητης, όπως αυτός περιγράφεται στη γραπτή αγόρευση της τελευταίας κατά την πρωτόδικη διαδικασία και ο οποίος δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/ΕΑΠ. Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.