ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/20)
24 Ιανουαρίου, 2025
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΘΕΟΔΩΡΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Εφεσείουσα/Ενδιαφερόμενο Μέρος
ΚΑΙ
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΛΟΙΖΙΔΟΥ
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η αίτηση
______________________
Κ. Χρυσάνθου (κα) για Δ. Στεφανίδη, για την Εφεσείουσα/ Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη/ Αιτήτρια.
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Φρ. Χριστοδουλίδου (κα), Ασκούμενη Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ' ης η αίτηση.
______________________
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.: Το ιστορικό της υπό εξέταση περίπτωσης αρχίζει από τις 15.11.2011 όταν η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) - καθ' ης η αίτηση - προήγαγε την εφεσείουσα στην μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της αναισθησιολογίας.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκαν από την εφεσίβλητη και άλλο πρόσωπο οι Προσφυγές 238/12[1] και 234/12[2], οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, με απόφαση του ημερ. 28.8.2014 για τους λόγους που θα εξηγηθούν κατωτέρω, ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη.
Ακολούθως, η ΕΔΥ προχώρησε σε επανεξέταση και κατά τη συνεδρία της ημερ. 10.6.2015 διόρισε εκ νέου την εφεσείουσα, στην επίδικη θέση, αναδρομικά από την 15.11.2011. Η πιο πάνω απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10.7.2015. Η εφεσίβλητη καταχώρησε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερ. 30.1.2020, για τους λόγους που θα εξηγηθούν κατωτέρω, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πιο πάνω απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η 1η ακυρωτική απόφαση ημερ. 28.8.2014
Καταρχάς, το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι οι αιτήτριες στις προσφυγές 234/12 και 238/12 και το ενδιαφερόμενο μέρος[3] διορίστηκαν ως Ιατρικοί Λειτουργοί, Πρώτης Τάξης, στην ειδικότητα της Αναισθησιολογίας την 1.1.1997.
Έγινε δε αναφορά και στα προσόντα τους. Οι αιτήτριες στις πιο πάνω προσφυγές διαθέτουν μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διοίκηση με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση, το οποίο θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Είναι όμως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Το Ε/Μ σε εκείνη την υπόθεση εργάστηκε ως έκτακτη από το 1991 και ως αναφέρθηκε, από το Ανώτατο Δικαστήριο, η υπηρεσία της αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη για καθορισμό της αρχαιότητας
Το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων συμμετείχε, μεταξύ άλλων, και ο Διευθυντής των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας (στο εξής «ο Διευθυντής»). Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη και σύστησε για προαγωγή την εφεσείουσα στην υπό κρίση έφεση. Στη συνέχεια η ΕΔΥ, υπό το φως των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή, προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων και επέλεξε την τελευταία αφού συνυπολόγισε, μεταξύ άλλων παραγόντων, ότι διέθετε την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε το λόγο της Καφά ν. ΕΔΥ (2010) 3 Α.Α.Δ. 12 όπου επισημάνθηκε ότι «. η προφορική εξέταση γίνεται επ' ωφελεία της Επιτροπής και μόνο αυτή είναι το όργανο το οποίο είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψηφίου ανάλογα.». Έτσι, έκρινε ότι η εντύπωση του Διευθυντή στη συνέντευξη δεν αποτελούσε έγκυρο κριτήριο για την σύσταση του και κακώς στήριξε τη σύσταση του στην αποκομισθείσα, από την προφορική εξέταση, εντύπωση του. Πρόσθετα δε επισημάνθηκε ότι, ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο βαθμολόγησε ως καλύτερο στη συνέντευξη, χωρίς αναφορά στα στοιχεία των φακέλων, από τα οποία προκύπτει ότι οι αιτήτριες στις δύο πιο πάνω προσφυγές υπερείχαν του Ε/Μ σε μη απαιτούμενα προσόντα και η μόνη υπεροχή του τελευταίου ήταν η ηλικιακή αρχαιότητα. Επομένως, έκρινε ότι η υπέρ του Ε/Μ σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και δίνει βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όπως την έκρινε ο Διευθυντής, πράγμα ανεπίτρεπτο. Η δε ΕΔΥ, προέβη στη δική της αξιολόγηση «υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Διευθυντή».
Όπως αναφέρθηκε, οι αιτήτριες στις δύο πιο πάνω προσφυγές είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή τελώντας υπό πλάνη ανάφερε κατά την τελική αξιολόγηση της εφεσίβλητης ότι «λόγω του ότι η υποψήφια δεν έχει επιπρόσθετα προσόντα, η τελική αξιολόγηση παραμένει η ίδια με την προφορική της». Κρίθηκε ότι η πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν ουσιώδης, κάτι που δεν διαπίστωσε η ΕΔΥ.
Συνακόλουθα το Δικαστήριο κατέληξε ότι «. λανθασμένα και παράνομα η ΕΔΥ βάσισε την κατάληξη της να προάξει το Ε/Μ στην αναρμόδια κρίση και πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή καθώς επίσης και στην πάσχουσα σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής». Έτσι, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν την ακυρωτική απόφαση
Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερ. 11.9.2014 προχώρησε σε επανεξέταση της επίδικης θέσης και αποφάσισε όπως παραπέμψει το θέμα στην Συμβουλευτική Επιτροπή προκειμένου να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του Δικαστηρίου.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, υπό νέα σύσταση, απέστειλε την έκθεση της στη ΕΔΥ περί τον Μάιο του 2015 και συνέστησε τόσο την εφεσίβλητη όσο και την εφεσείουσα, αξιολογώντας και τις δύο υποψήφιες ως «Σχεδόν Εξαίρετες» αφού έλαβε υπόψη: (i) τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ως αυτά είχαν αποκομιστεί κατά την εξέταση των υποψηφίων που διεξήχθηκε στις 23.2.2011 με την οποία, η εφεσείουσα αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετη και η εφεσίβλητη ως πάρα πολύ καλή (ii) τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων 5 ετών με τις οποίες και τα δύο πιο πάνω πρόσωπα βαθμολογήθηκαν με εξαίρετα, (iii) το γεγονός ότι η εφεσείουσα εργάστηκε ως μόνιμη Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης Αναισθησιολογίας από 01/01/97 στο Γ.Ν. Λευκωσίας, ότι πληροί όρους υπηρεσίας και δεν έχει επιπρόσθετα προσόντα, (iv) το γεγονός ότι η εφεσίβλητη εργάστηκε ως μόνιμη Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης Αναισθησιολογίας από 01/01/97-22.10.97 στο Γ.Ν. Λάρνακας και από 23.10.97 στο Γ.Ν. Λευκωσίας, ότι πληροί όρους υπηρεσίας και έχει επιπρόσθετο προσόν και δη μεταπτυχιακό δίπλωμα το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Η ΕΔΥ, αφού έλαβε γνώση της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κάλεσε τον Διευθυντή προκειμένου να δώσει σύσταση. Κατά την συνεδρία της ημερ. 10.6.2015 ο Διευθυντής προέβη στην ακόλουθη σύσταση:
«. Με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες μου, που αποκόμισα από τις υποψήφιες, τις συστάσεις των άμεσα Προϊστάμενών τους και με βάση τα στοιχεία στους Φακέλους, τόσο των Προσωπικών όσο και των Υπηρεσιακών τους Φακέλων, συστήνω για προαγωγή την Ευσταθίου. Η Ευσταθίου είναι ίση με τις ανθυποψήφιές της τόσο σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις τους, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, όσο και σε αρχαιότητα, αφού όλες οι υποψήφιες διορίστηκαν στη θέση Ιατρικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, από την ίδια ημερομηνία (1.1.97). Η διαφορά τους είναι μόνο ηλικιακή και, ως εκ τούτου, εντελώς οριακή. Έλαβα υπόψη ότι η Λοϊζίδου διαθέτει Μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση, με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση, το οποίο θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν, που, αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ οι υπόλοιπες υποψήφιες δεν διαθέτουν οποιοδήποτε επιπρόσθετο προσόν. Ωστόσο, η συστηθείσα υπερέχει έναντι της Λοϊζίδου σε πείρα, εφόσον εργάστηκε ως έκτακτη Ιατρικός Λειτουργός, 1ης Τάξης, για πέντε χρόνια και ένα μήνα, ενώ η Λοϊζίδου για ένα μόνο χρόνο, θεωρώ δε ότι η πείρα στον τομέα της ιατρικής είναι πολύ σοβαρός παράγοντας και συνεισφέρει σημαντικά στην επιτυχή εκτέλεση της εργασίας του ιατρού. Δεν παραβλέπω το επιπρόσθετο προσόν της Λοϊζίδου, σταθμίζοντας, ωστόσο, τους δύο αυτούς παράγοντες, αποδίδω μεγαλύτερη βαρύτητα στην υπεροχή σε πείρα της Ευσταθίου έναντι της υπεροχής της Λοϊζίδου σε προσόντα. Συγκρινόμενη με τις υπόλοιπες υποψήφιες.».
Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή, η ΕΔΥ έλαβε υπόψη την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην οποία προέβηκε κατά την αρχική πλήρωση της θέσης σύμφωνα με την οποία η εφεσίβλητη αξιολογήθηκε ως «Πάρα Πολύ Καλή» ενώ η εφεσείουσα ως «Εξαίρετη» και αποφάσισε την προαγωγή της τελευταίας αναδρομικά από 15.11.2011. Η αιτιολογία της ΕΔΥ έχει ως ακολούθως:
«Επιλέγοντας την Ευσταθίου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και οι λοιπές υποψήφιες, και ως Εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησής της και σε υψηλότερο από τις μη επιλεγείσες επίπεδο. Επιπλέον, η Ευσταθίου διαθέτει υπέρ της τη σύσταση του Διευθυντή, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων. Συγκρινόμενη με τις μη επιλεγείσες ανθυποψήφιές της, η Ευσταθίου ουδεμίας υστερεί σε αξία, όπως προκύπτει από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείσα, όπως και οι υπόλοιπες υποψήφιες, ως καθόλα εξαίρετη. Ως προς την αρχαιότητα, οι υποψήφιες είναι περίπου ίσες, αφού όλες διορίστηκαν στη θέση Ιατρικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, από την ίδια ημερομηνία (1.1.97) και η διαφορά τους είναι μόνο ηλικιακή και, ως εκ τούτου, εντελώς οριακή.
Επιλέγοντας την Ευσταθίου, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η Λοϊζίδου, που δεν επιλέγηκε, διαθέτει Μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διεύθυνση, με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση, το οποίο θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι, όμως, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ωστόσο, η επιλεγείσα υπερέχει έναντι της Λοϊζίδου σε πείρα, εφόσον εργάστηκε ως έκτακτη Ιατρικός Λειτουργός, 1ης Τάξης, για πέντε χρόνια και ένα μήνα, ενώ η Λοϊζίδου για ένα μόνο χρόνο, και έκρινε ότι η πείρα αυτή, σε συνδυασμό με την υψηλότερη αξιολόγησή της κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση και την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή της δίδει προβάδισμα. Η Επιτροπή δεν παρέβλεψε το επιπρόσθετο προσόν της Λοϊζίδου, σταθμίζοντάς το, ωστόσο, με την κατά τέσσερα χρόνια ευρύτερη πείρα της επιλεγείσας, την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή και το γεγονός ότι οι δύο είναι ίσες σε αξία και περίπου ίσες σε αρχαιότητα λόγω της ηλικιακής διαφοράς τους, έκρινε ότι αυτή γενικά υπερέχει και είναι καταλληλότερη για προαγωγή.»
Η πρωτόδικη απόφαση - 2η ακυρωτική απόφαση
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούσε μέρος του δεδικασμένου ότι: (i) η εφεσίβλητη και η εφεσείουσα είναι ίσες σε αξία και έχουν την ίδια αρχαιότητα αφού σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση η υπεροχή της εφεσείουσας μόνο σε ηλικιακή αρχαιότητα δεν μπορούσε να της προσδώσει προβάδισμα και (ii) η υπηρεσία και των δύο ως έκτακτες στη δημόσια υπηρεσία δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της αρχαιότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι ο Διευθυντής θεώρησε το πρόσθετο προσόν της εφεσίβλητης ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, εντούτοις σύστησε την εφεσείουσα ενόψει του ότι υπερείχε σε πείρα κατά την εργασία της ως έκτακτη Ιατρική Λειτουργός, 1ης τάξης για πέντε χρόνια και ένα μήνα ενώ, όπως ανέφερε, η εφεσίβλητη εργάστηκε στην ίδια θέση για μόνο ένα χρόνο. Τονίστηκε ότι, η πιο πάνω έκτακτη απασχόληση στην οποία αναφέρθηκε ο Διευθυντής στη σύσταση και η οποία αποτέλεσε το βαρύνον και αποφασιστικό στοιχείο για την σύσταση της εφεσείουσας ανάγεται στην δεκαετία του 1990 (Νοέμβριος του 1991 - Δεκέμβριος του 1996).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία τόνισε ότι η πείρα για να είναι αποφασιστικής σημασίας σε περιπτώσεις προαγωγής θα πρέπει να αποκτήθηκε στην τελευταία θέση που προηγείται της επίδικης και ότι πείρα που αποκτήθηκε λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις ή σε έκτακτη βάση δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία και βαρύτητα, έτσι ώστε να αποτελέσει στοιχείο κρίσης για προαγωγή στην επίδικη θέση. Επισημάνθηκε ότι απομακρυσμένη αρχαιότητα έχει λιγότερη σημασία απ' ότι στην αμέσως προηγούμενη θέση.
Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να δοθεί προβάδισμα στην εφεσείουσα προς παραγνώριση και του πρόσθετου προσόντος που κατείχε η εφεσίβλητη. Συναφώς κατέληξε ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ της εφεσείουσας έπασχε διότι δόθηκε υπό πλάνη. Το ίδιο πεπλανημένη, ως αναφέρθηκε, ήταν και η κατάληξη της ΕΔΥ η οποία έλαβε υπόψη της την πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, επαναλαμβάνοντας τη θέση περί υπεροχής της εφεσείουσας σε πείρα, στοιχείο που μαζί με τη σύσταση του Διευθυντή αποτέλεσε το μοναδικό κριτήριο προβαδίσματος της τελευταίας έναντι της εφεσίβλητης. Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι λόγοι έφεσης
Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης. Ειδικότερα, προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι: (i) η σύσταση του Διευθυντή ήταν πεπλανημένη και έπασχε, κατά παράβαση του δεδικασμένου, στη βάση ότι αποδόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα στην υπεροχή σε πείρα της εφεσείουσας, ως έκτακτης Ιατρικού Λειτουργού, 1ης τάξης, κατά πέντε χρόνια και ένα μήνα έναντι ενός έτους της εφεσίβλητης και παραβλέποντας την κατοχή πρόσθετου ή απαιτούμενου αλλά σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης προσόντος της τελευταίας (λόγος έφεσης αρ. 1), και (ii) πεπλανημένη και τρωτή ήταν η τελική κατάληξη της ΕΔΥ (λόγος έφεσης αρ. 2).
Ενόψει της συνάφειας τους οι δύο λόγοι έφεσης θα συνεξεταστούν. Προτού όμως το πράξουμε, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε τις νομικές αρχές που διέπουν το επίδικο ζήτημα.
Το νομικό πλαίσιο
Όπως έχει νομολογηθεί ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα (βλ. Ναζίρης v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ 38, Ευσταθίου v. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ 20).
Η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος(Βλ. Ναζίρης ανωτέρω, Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601). Όπως δε επισημάνθηκε στη Ναζίρης (ανωτέρω), « η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική, αποβλέπει αφενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, στο να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύκολα προβλεπτές».
Στην πρόσφατη απόφαση Νικολάου v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 7/2017, ημερ. 29.9.2023 τονίστηκε ότι «. στην επανεξέταση, μετά από ακύρωση διοικητικής πράξης δυνάμει δικαστικής απόφασης, η νομολογία επιτρέπει επαναδιερεύνηση προσόντων και λοιπών δεδομένων, εφόσον δεν υπήρξε επ΄αυτών προηγούμενη δικανική κρίση και εφόσον κάτι τέτοιο δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις, δυνάμει δοθείσης αιτιολογίας». Έγινε δε αναφορά σε νομολογία την οποία και παραθέτουμε.
Στη Χ΄΄ Χάννας ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ο ισχυρισμός επίσης του εφεσείοντα ότι το θέμα του προσόντος της παραγράφου 3(1) είχε οριστικά επιλυθεί με την απόφαση της Ολομέλειας και ότι δεν ήταν δυνατό να επαναφερθεί γιατί η αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τη χρηστή διοίκηση δεν επέτρεπε υπαναχώρηση στο ζήτημα, κρίνεται ως ανεδαφικός. Είναι σταθερά νομολογημένο ότι η ΕΔΥ μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα εφόσον δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο. Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η νομολογία στην περίπτωση αυτή είναι η καταγραφή αιτιολογίας για τη διαφορετική, απ' ότι προηγουμένως, κατάληξή της.
Άλλως, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, είναι δυνατό να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης».
Στη δε Νεοπτολέμου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 15/2015, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:C417, η Ολομέλεια τόνισε εμφαντικά τις ίδιες αρχές, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Ως προς το εύρος εξέτασης σε περίπτωση ακυρωτικής Απόφασης και τη διαδικασία επανεξέτασης, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Πίλλα, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 51/2011, ημερ. 22/12/2016:
'Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης - (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο όσα σημεία κρίνονται από το δικαστήριο, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώνεται. Η διοίκηση είναι δεσμευμένη σε σχέση με τα αποφασισθέντα και δεν μπορεί να επαναλάβει ό,τι έχει, ήδη, κριθεί ως νομικά πλημμελές.
Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110)'»
(Βλ. επίσης Αντωνίου ν. Χ΄΄ Χάννα κ.ά., ΕΔΔ αρ. 16/2021 και 19/2021, 8.2.2023).
Εξέταση λόγων έφεσης
Η εφεσείουσα προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν πεπλανημένη και έπασχε κατά παράβαση του δεδικασμένου. Είναι η θέση της ότι δεν αποτελούσε δεδικασμένο και άρα μπορούσε να ληφθεί υπόψη η έκτακτη υπηρεσία της. Πρόσθετα δε, υποστηρίζει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η τελική κατάληξη της ΕΔΥ ήταν πεπλανημένη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, με την ακυρωτική απόφαση του επισήμανε αναφορικά με την αρχαιότητα ότι τόσον η εφεσίβλητη και το άλλο πρόσωπο που καταχώρησε την προσφυγή όσον και η εφεσείουσα διορίστηκαν ως Ιατρικοί Λειτουργοί, 1ης τάξης στην ειδικότητα της Αναισθησιολογίας από την 1.1.1997 και ότι η αιτήτρια στην Προσφυγή 234/12 όσον και η εφεσείουσα είχαν εργαστεί ως έκτακτες, η πρώτη από το 1994 και η άλλη από το 1991. Τόνισε ότι «. η υπηρεσία τους όμως ως έκτακτες δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αρχαιότητας». Αναγνώρισε ότι η εφεσίβλητη υπερέχει έναντι της εφεσείουσας σε μη απαιτούμενα προσόντα ενώ η μόνη υπεροχή της τελευταίας ήταν η ηλικιακή αρχαιότητα. Τονίστηκε ότι, η υπεροχή της εφεσείουσας στο εν λόγω κριτήριο δεν ήταν αρκετή για να δικαιολογήσει τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της. Έτσι, έκρινε ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και δίνει βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αρχή του δεδικασμένου δεν επιτρέπει την αναθεώρηση ζητημάτων που ήδη κρίθηκαν.
Εν προκειμένω, η απόφαση για την εκ νέου προαγωγή της εφεσείουσας λήφθηκε βασιζόμενη και στο γεγονός ότι η τελευταία υπερέχει της εφεσίβλητης σε πείρα ενώ, με βάση την 1η ακυρωτική απόφαση, η μόνη υπεροχή της ήταν η ηλιακή αρχαιότητα.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, αποτελεί δεδικασμένο ότι η εφεσίβλητη έχει επιπρόσθετο προσόν που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι όμως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης καθώς επίσης και το γεγονός ότι η υπηρεσία της εφεσείουσας ως έκτακτης δεν λαμβάνεται υπόψη για καθορισμό αρχαιότητας.
Αποτελεί επίσης δεδικασμένο ότι η μόνη υπεροχή της εφεσείουσας έναντι της εφεσίβλητης είναι η ηλικιακή αρχαιότητα. Παρά ταύτα, ο Διευθυντής, κατά παράβαση του δεδικασμένου, στη σύσταση που έδωσε υπέρ της εφεσείουσας έλαβε υπόψη ότι η τελευταία υπερέχει έναντι της εφεσίβλητης σε πείρα εφόσον εργάστηκε ως έκτακτη Ιατρική Λειτουργός, 1ης τάξης, για πέντε χρόνια και ένα μήνα, ενώ η εφεσίβλητη για ένα μόνο χρόνο.
Συνεπώς, ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η σύσταση του Διευθυντή έπασχε και κατ' ακολουθίαν και η απόφαση της ΕΔΥ η οποία συνυπολόγισε, στη απόφαση της για προαγωγή της εφεσείουσας, την πείρα της ως έκτακτη καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή η οποία, ως αναφέρθηκε, βασίστηκε, μεταξύ άλλων, και στο πιο πάνω γεγονός.
Για τους λόγους που εξηγούνται αμφότεροι οι λόγοι έφεσης είναι έκθετοι σε απόρριψη. Έτσι, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εκ συνολικού ποσού €4000 υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει. Χωρίς έξοδα αναφορικά με την καθ' ης η αίτηση.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.
[1] Η αιτήτρια ήταν η Μαρινέλα Λοϊζίδου - εφεσίβλητη στην παρούσα υπόθεση
[2] Η αιτήτρια ήταν η Στάλω Παναούρη-Κωνσταντινίδου
[3] Εφεσείουσα στην υπό κρίση έφεση.