ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(’ρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 34/20)

 

24 Ιανουάριου, 2025

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΜΑΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Εφεσίβλητου,

_________________

 

Μ. Κοτσώνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας μαζί με Ε. Ιωάννου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Βαλιαντής μαζί με Χρ.     Παρασκευά (κα) και Ε. Σκίτσα (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

_________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (στο εξής «Δικαστήριο»), με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση τερματισμού απασχόλησης του αιτητή, εφεσίβλητου στην παρούσα διαδικασία, στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Δαμασκό.

 

Ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε, στην πιο πάνω πρεσβεία, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, για να εκτελεί καθήκοντα γραφέα/αρχειοφύλακα, και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατίθεντο από τον πρέσβη. Είναι απόφοιτος του Αραβικού Πανεπιστημίου Δαμασκού, Σχολή Φιλολογίας, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Η απασχόληση του άρχισε τη 13.06.2001, έγινε κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 17.01.2001. Στα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου καταγράφονται σχετικά τα πιο κάτω:

 

«Το Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την πρόσληψη ενός κατάλληλου ατόμου από τον ιδιωτικό τομέα στην Κύπρο με τους όρους του επιτόπιου προσωπικού, για σκοπούς τοποθέτησής του ως γραφέα/αρχειοφύλακα στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Δαμασκό.»

 

Οι όροι της απασχόλησης του, που ήταν αυτοί που ίσχυαν για το επιτόπιο προσωπικό που υπηρετούσε στην πρεσβεία, περιλαμβάνονται στην επιστολή του πρέσβη, ημερομηνίας 13.06.2001, τους οποίους ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε.

 

Ο εφεσίβλητος, με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τοποθετήθηκε στη βαθμίδα 4 της κλίμακας της θέσης γραφέα/δακτυλογράφου, τού  παραχωρήθηκε επίδομα ενοικίου, γενικό επίδομα εξωτερικού, πλήρης κάλυψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και εξόδων μετάβασης και επιστροφής από και προς την Κύπρο, όπως επίσης και διπλωματικό διαβατήριο. Κατά τη διάρκεια της δωδεκαετούς απασχόλησής του στην πρεσβεία εκτελούσε, πέραν των καθηκόντων του γραφέα/αρχειοφύλακα, μεταξύ άλλων και καθήκοντα λογιστή και προξενικού λειτουργού, όταν παρίστατο ανάγκη.

 

Το Υπουργείο Εξωτερικών ανταποκρινόμενο στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την πλήρη αναστολή των εργασιών της πρεσβείας της Δημοκρατίας στη Δαμασκό λόγω της έκρυθμης κατάστασης στη Συρία, ανέστειλε από τις 31.5.2013, τις εργασίες της πρεσβείας και τερμάτισε τις υπηρεσίες του επιτόπιου προσωπικού της, πλην του εφεσίβλητου και του οδηγού της πρεσβείας.

 

Η απόφαση τερματισμού της απασχόλησης του εφεσίβλητου  λήφθηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν το Υπουργείο Εξωτερικών εξέτασε το θέμα περαιτέρω  και κατέληξε ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος για εργοδότηση του στην πρεσβεία. Αποφασίστηκε ότι η παραμονή του στην Συρία δεν ήταν πλέον αναγκαία και ή εφικτή.

 

Του επέδωσε γραπτή προειδοποιητική επιστολή, ημερομηνίας 10.6.2013, με 30 ημέρες προειδοποίηση, με την οποία τερμάτισε τις υπηρεσίες του, από την 9.7.2013.

 

Το Υπουργείο Εξωτερικών διερεύνησε το ενδεχόμενο απασχόλησης του εφεσίβλητου με όρους επιτόπιου προσωπικού στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Βηρυτό και υπέβαλε για το σκοπό αυτό σχετικό αίτημα στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ημερομηνίας 25.6.2013. Το πιο πάνω Τμήμα με επιστολή του, ημερομηνίας 14.8.2013, απέρριψε το εν λόγω αίτημα. Ο εφεσίβλητος ενημερώθηκε για τα πιο πάνω με  επιστολή, ημερομηνίας 3.9.2013.

 

Καταχώρισε στη συνέχεια στο Δικαστήριο την προσφυγή υπ' αριθμό 5925/13, βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της απόφασης τερματισμού της απασχόλησής του. Η Κυπριακή Δημοκρατία, καθ' ης η αίτηση στην πιο πάνω διαδικασία και εφεσείουσα στην παρούσα, ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η υπό κρίση απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και κατ' επέκταση προσβλητή, δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, καθότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω ένσταση και ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, τη φύση των καθηκόντων του εφεσίβλητου, που δεν περιορίζονταν σε αυτά του γραφέα/αρχειοφύλακα, ότι θεωρείτο δεύτερος τη τάξει διπλωματικός λειτουργός στην πρεσβεία, την παραχώρηση διπλωματικού διαβατηρίου, την αναβάθμιση της μισθοδοσίας του, την κάλυψη των εξόδων του οχήματος που χρησιμοποιούσε για σκοπούς της υπηρεσίας του, τα καθήκοντα που τού ανατέθηκαν τα οποία εξυπηρετούσαν δημόσιο σκοπό, κατέληξε ότι η επίδικη απόφαση ενέπιπτε στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου. Αποφάνθηκε ότι η επίδικη απόφαση παραβίαζε την αρχή της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας και την ακύρωσε.

 

Η εφεσείουσα πρόσβαλε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης με έξι λόγους έφεσης, τους οποίους στη συνέχεια περιόρισε σε τρεις. Οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 6, που αφορούσαν την ουσία της απόφασης, αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν. Όλοι οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης, 1, 2 και 3, εστιάζονται στην απόρριψη της προδικαστικής ένστασης που αφορά την εκτελεστότητα της επίδικης πράξης και ως εκ τούτου θα εξετασθούν σωρευτικά. Προβάλλει τη θέση που είχε προωθήσει και πρωτοδίκως, ότι η απασχόληση του εφεσίβλητου στην πρεσβεία στη Δαμασκό ήταν το αποτέλεσμα σύμβασης και συνεπώς εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Το Δικαστήριο άσκησε, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, «πρωτογενή έλεγχο» και εσφαλμένα ερεύνησε και αποφάσισε ότι τα καθήκοντα που ασκούσε ο εφεσίβλητος τον καθιστούσαν «δημόσιο υπάλληλο».

 

Αρχίζοντας από την τελευταία εισήγηση, παρατηρούμε ότι το Δικαστήριο πουθενά δεν αναφέρει ότι τα καθήκοντα που ασκούσε ο εφεσίβλητος τον καθιστούσαν «δημόσιο υπάλληλο». Εκείνο που αναφέρει είναι ότι η επίδικη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 17 της απόφασης:

 

«Το Δικαστήριο δεν μπορεί να απονέμει ιδιότητα «δημοσίου υπαλλήλου» στον αιτητή.  Το μέρος της αιτούμενης θεραπείας στο μέτρο που επιδιώκει να αναγνωριστεί στον αιτητή τέτοια ιδιότητα, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90)και τις προβλεπόμενες διαδικασίες διορισμού από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, είναι απαράδεκτη.  Δεν παύει πέραν αυτού βέβαια να αναγνωρίζεται πως βάσει των δεδομένων, όπως έχω ήδη ανωτέρω αποφασίσει, η επίδικη απόφαση να εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.»    

 

Η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, περιορίζεται στην αναθεώρηση πράξεων, αποφάσεων ή παραλείψεων δημόσιας αρχής ή οργάνου, η οποία ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στον τομέα του δημοσίου δικαίου.

 

Το βασικό κριτήριο για να αποφασιστεί κατά πόσο μια πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου είναι η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας της δημόσιας αρχής ή του οργάνου. Εάν η πράξη αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και στην αντίθετη περίπτωση σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου (βλ. Δημοκρατία ν. Τόκα (1993) 3 Α.Α.Δ. 218, 222).

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Shoham (Cyprus) Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2000) 1 Α.Α.Δ. 404, προσέγγισε το θέμα ως ακολούθως:

 

«Κατά την εξέταση του κατά πόσο μια πράξη της διοίκησης εμπίπτει εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης πράξης ή απόφασης. Αυτό το θέμα πρέπει να εξετάζεται επί της ουσίας και υπό τις περιστάσεις της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η υπόσταση του Οργάνου το οποίο έλαβε την απόφαση καθώς και οι περιστάσεις λήψης της. Είναι δυνατό για το ίδιο Όργανο να ενεργεί είτε εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου ή εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, ανάλογα με τη φύση της πράξης του. Αυτό που αποτελεί τον σημαντικό και αποφασιστικό παράγοντα είναι η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης λειτουργίας, αντικείμενο της προσφυγής. Όπου η λειτουργία του διοικητικού οργάνου έχει σαν πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή δημοσίου σκοπού αυτός ο σκοπός έχει θεωρηθεί σαν χαρακτηριστικό πράξης ή απόφασης εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου (Βλ. Greek Registrar of the Co-Operative Societies etc. v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R. 164, 170, 171 και Vakana v. Republic, 3 R.S.C.C. 91).»

 

Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο απασχολείται στο δημόσιο, όπως είναι η περίπτωση του εφεσίβλητου, δεν οδηγεί από μόνο του στο συμπέρασμα ότι αυτός υπάγεται στη δημόσια υπηρεσία. Ως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577, «.η διερεύνηση δεν εξαντλείται στο γεγονός αυτό καθ' αυτό της τέτοιας απασχόλησης τους» αλλά παραμένει, «. η ανάγκη διαπίστωσης κατά πόσο η απασχόληση τους εντάσσεται στα πλαίσια σχέσης δημοσίου δικαίου ή εντάσσεται μάλλον στα πλαίσια σχέσης ιδιωτικού δικαίου». 

 

Κατά πόσο η απασχόληση ενός ατόμου εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που άπτονται των λεπτομερειών της. (Βλ. Frangos v. Medical Disciplinary Board and others (1983) 1 C.L.R. 256). Καθοδηγητική επί του θέματος είναι η απόφαση στην υπόθεση Loizou a.o. v. C.Y.T.A., 4 R.S.C.C. 48, στην οποία παρατίθενται κάποια από τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη. Στη σελίδα 51 διαβάζουμε τα πιο κάτω:

 

«The Court is of the opinion that the issue whether a particular workman is regularly employed, as above, is an issue of fact to be determined in each case on the basis of all relevant circumstances. The period of his service, the security of tenure, the nature of the duties, the view taken of the status of such workman by his employing authority, are all relevant matters to be weighed, together with other pertinent factors, in order to arrive at a proper conclusion.»

 

Στρεφόμενοι στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, παρατηρούμε ότι η εργοδότηση του εφεσίβλητου έγινε κατόπιν προσφοράς εργασίας από τον πρέσβη και αποδοχή της από τον ίδιο. Ως αναφέραμε και πιο πάνω, οι όροι απασχόλησης του περιλαμβάνονται στην επιστολή του πρέσβη, ημερομηνίας 13.06.2001, με την οποία τού προσφέρθηκε η συγκεκριμένη εργασία. Στην επιστολή καταγράφεται το ποσό της αμοιβής του, η ημερομηνία έναρξης της απασχόλησής του και η ευχέρεια τερματισμού της. 

 ’ξιο επισήμανσης είναι το γεγονός ότι η εργοδότηση του εφεσίβλητου δεν έγινε δυνάμει Νόμου ή Κανονισμού και δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν.1/90), ως έχει τροποποιηθεί, που είναι η διαδικασία που ακολουθείται όταν κάποιος εργοδοτείται στη δημόσια υπηρεσία. Ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε στην πρεσβεία της Δαμασκού ως επιτόπιο προσωπικό, δυνάμει ιδιωτικής συμφωνίας, για απροσδιόριστο χρόνο. Επισημαίνουμε, μεταξύ άλλων, ότι αμφότερα τα μέρη είχαν δικαίωμα να τερματίσουν τη συμφωνία νοουμένου ότι έδιδαν προειδοποίηση ενός τουλάχιστον μηνός. Ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε το στοιχείο της μονιμότητας στην εργοδότηση.  

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου στηρίχθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας, Paschalidou v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 297, τα γεγονότα της οποίας όμως, ήταν ιδιαίτερα και δεν προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας. Κατ' επέκταση δεν τίθεται θέμα δεσμευτικού προηγούμενου. Η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε τον τερματισμό της απασχόλησης νηπιαγωγού που εργαζόταν, δυνάμει σύμβασης απροσδιόριστης διάρκειας, σε δημόσιο νηπιαγωγείο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη. Εκρίθη ως αποφασιστικής σημασίας το γεγονός ότι η εργοδότηση έγινε με βάση το School - Teachers of Communal Elementary Schools Law, 1963 (Law 7/63 of the Greek Communal Chamber) και διέπετο ως ρητά αναφερόταν στη σύμβαση από τους σχετικούς Νόμους και Κανονισμούς του Greek Communal Chamber, τις οδηγίες και τις εγκυκλίους της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Το πλέον δε σημαντικό στοιχείο ήταν το γεγονός ότι αρμόδιο όργανο για να τερματίσει την απασχόληση της νηπιαγωγού, με βάση τις πρόνοιες του The Greek Communal Chamber (Transfer of Competence) and Ministry of Education Law, 1965 (Law 12/65), ήταν η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Η εν λόγω Επιτροπή δεν κλήθηκε να αποφασίσει το θέμα, η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο.  

 

Στην υπό κρίση υπόθεση απουσιάζουν τα θεσμικά κριτήρια διορισμού και εργοδότησης στο χώρο του δημοσίου δικαίου.

 

Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εκτελούσε πέραν των καθηκόντων του και άλλα καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένων και αυτά του προξενικού λειτουργού, δεν αποδεικνύει από μόνο του ότι η απασχόληση εμπίπτει στη σφαίρα δημοσίου δικαίου. Εξάλλου, αποτελούσε ρητό όρο της μεταξύ τους συμφωνίας ότι πέραν των καθηκόντων του γραφέα/αρχειοφύλακα θα εκτελούσε και «οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατίθεντο από τον πρέσβη».

 

Ήσσονος σημασίας είναι και το γεγονός ότι τοποθετήθηκε σε μισθολογική κλίμακα, του παραχωρήθηκαν κάποια επιδόματα και του κάλυπταν τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, οδοιπορικά και μετάβασης/επιστροφής από και προς την Κύπρο. Τα πιο πάνω επιδόματα/ωφελήματα δίδονται, με βάση τα αναντίλεκτα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, σε όλα τα άτομα που προσλαμβάνονται από την Κύπρο και εργάζονται ως επιτόπιο προσωπικό σε πρεσβείες της Δημοκρατίας, με βάση τις Διατάξεις που διέπουν την απασχόλησή τους και τους όρους υπηρεσίας του επιτόπιου προσωπικού διπλωματικών αποστολών της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο εξωτερικό.

 

Οι πιο πάνω Διατάξεις καθορίζουν, μεταξύ άλλων, την αμοιβή των πιο πάνω προσώπων, τη διάρκεια απασχόλησής τους, τον τερματισμό, τις άδειες, το ωράριο εργασίας και την τοποθέτησή τους σε κλίμακα. Οι Διατάξεις είναι εγκεκριμένες από το Υπουργικό Συμβούλιο και μπορούν να τροποποιηθούν μόνο με απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών σε συνεννόηση με το Υπουργείο Εξωτερικών.

 

Σύμφωνα με την παρ. 3(α) των Διατάξεων, η αμοιβή των μελών του επιτόπιου προσωπικού καθορίζεται με βάση τα ισχύοντα στη τοπική δημόσια υπηρεσία για ανάλογες θέσεις. Στις περιπτώσεις όπου για τεκμηριωμένους λόγους δεν μπορεί να ληφθεί ως βάση η τοπική δημόσια υπηρεσία, τότε λαμβάνονται στοιχεία από διπλωματικές αποστολές άλλων χωρών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η μισθοδοσία καθορίζεται μετά από έγκριση του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού.  

 

Η παραχώρηση διπλωματικού διαβατηρίου σε επιτόπιο προσωπικό το οποίο προσλαμβάνεται από την Κύπρο, αποτελεί πρακτική που ακολουθείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ειδικότερα σε ολιγάριθμες αποστολές, όπου ενδέχεται να ανατεθούν στο προσωπικό και πρόσθετα καθήκοντα καθώς και σε χώρες όπου αυτό επιβάλλεται από την εσωτερική κατάσταση ασφαλείας. 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι τα ωφελήματα/προνόμια που επικαλέσθηκε ο εφεσίβλητος, παραχωρούνταν σε όλα τα πρόσωπα που εντάσσονταν στο επιτόπιο προσωπικό νοουμένου ότι πληρούσαν τα κριτήρια που καθόριζαν οι Διατάξεις. Οι Διατάξεις κατοχύρωναν κάποια βασικά δικαιώματα των εργοδοτουμένων και διασφάλιζαν την ίση μεταχείριση του επιτόπιου προσωπικού των πρεσβειών της Δημοκρατίας, στο εξωτερικό.

 

’ξιο επισήμανσης είναι το γεγονός ότι στις Διατάξεις δεν έχει δοθεί κανονιστική νομοθετική υπόσταση, στοιχείο που και αυτό συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι η επίδικη σχέση διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Παρόμοιο θέμα είχε εγερθεί στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577, που αφορούσε το αίτημα δύο ωρομίσθιων εργατών του Αεροδρομίου να κριθούν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά τους. Η πολυετής απασχόλησή τους στο Αεροδρόμιο σε συνδυασμό με τα ωφελήματα που απολάμβαναν, στοιχεία που επικαλέσθηκαν για να υποστηρίξουν το αίτημά τους, δεν ήταν ικανά να εντάξουν την απασχόλησή τους στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Το Δικαστήριο έλαβε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η απασχόληση δεν έγινε στη βάση θεσμοθετημένων κανονισμών. Οι όροι που τους εξασφάλιζαν διάφορα δικαιώματα είχαν το στοιχείο της «συντεχνιακής διάστασης». Παραθέτουμε αυτούσια τη σχετική αναφορά:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση αδυνατούμε να διαπιστώσουμε έρεισμα στην εισήγηση ότι υπήρξε λανθασμένη προσέγγιση ή κρίση στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Τα στοιχεία στα οποία εβασίσθη το Δικαστήριο ήσαν τέτοια που δικαιολογούσαν την άποψη του για το θέμα. Δεν μπορούσε να απομονωθεί το γεγονός, και να του δοθεί βαρύνουσα σημασία, σημαντικό και αν ήταν, ότι οι Εφεσείοντες απασχολούντο συνεχώς για χρόνια στο Αεροδρόμιο. Η διάρκεια και συνέχεια της εργοδότησης αφ' εαυτής δεν απαντούν το ερώτημα, ούτε είναι ταυτόσημες οι έννοιες "απασχολούνται τακτικώς" και "απασχολούνται συνεχώς και επί μακρό". Είναι η ίδια η φύση της απασχόλησης τους που ήταν το ζητούμενο. Και, ως προς τούτο, τα "εξωτερικά γνωρίσματα" ή η "λειτουργική σχέση" της απασχόλησης τους, όπως το έθεσε ο αδελφός μας Δικαστής, δεν καταδείκνυαν σχέση δημόσιας υπηρεσίας.  Η όλη δομή, όσο και οι επί μέρους πρόνοιες των μη θεσμοθετημένων κανονισμών που αφορούσαν την απασχόληση τους ως ωρομίσθιοι κυβερνητικοί εργάτες είχε ως βάση και ως επίκεντρο συλλογική σύμβαση εργασίας, που προσιδιάζει στο ιδιωτικό δίκαιο, και υπόκειται μάλιστα κάθε τόσο σε επαναδιαπραγμάτευση και ανανέωση.  Δεν υπάρχει συσχετισμός της απασχόλησης των ωρομίσθιων εργατών στο Αεροδρόμιο, όπως οι Εφεσείοντες, στη βάση των έτσι διαμορφωθέντων και μη θεσμοθετημένων κανονισμών που τη διέπουν, προς την απασχόληση στη δημόσια υπηρεσία στη βάση των νόμων και των θεσμοθετημένων κανονισμών που τη διέπουν, που να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της ως "δημόσια υπηρεσία". Είναι προς την απασχόληση βάσει σχέσης ιδιωτικού δικαίου που προσιδιάζει η απασχόληση των Εφεσειόντων, με το κράτος ως εργοδότη προς εξασφάλιση χειρονακτικής εργασίας και όχι ως υπεύθυνο της λειτουργίας της κυβερνητικής μηχανής αυτής καθ' αυτής. Η πρόσληψη, υπηρεσία και απόλυση τους, όπως και ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων, το Ταμείο Προνοίας και το Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης και Ευημερίας που ισχύουν, με έντονο το στοιχείο της συντεχνιακής διάστασης, διέπονται από την αντίληψη σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δημόσια υπηρεσία.»

 

Καθοδηγητικές επί του συγκεκριμένου θέματος είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49 και Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 211. Η πρώτη αφορούσε τον τερματισμό απασχόλησης έκτακτης διοικητικής λειτουργού στο γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συμβασιούχου αορίστου διαρκείας και η δεύτερη τον τερματισμό απασχόλησης έκτακτου δεσμοφύλακα που υπηρετούσε στις Κεντρικές Φυλακές. Και στις δύο περιπτώσεις, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ενέπιπτε στο ιδιωτικό και όχι στο δημόσιο δίκαιο.

 

Στην Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), τονίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν ενδείκνυται ο κατακερματισμός μιας σχέσης εργοδότησης. Όταν η σχέση περιγράφεται ως «ιδιωτική συμφωνία», αποτελεί αντινομία η ένταξη του τερματισμού εργοδότησης στο δημόσιο δίκαιο. Παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Θα ήταν, κρίνουμε, ανορθόδοξο ενώ θεωρήθηκε και περιγράφηκε η επίδικη σχέση έκτακτης εργοδότησης του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα από τη Δημοκρατία ως ιδιωτικού δικαίου, να αποκόπτουμε αυτή την ενιαία σχέση ανάλογα με το θέμα και να τη χαρακτηρίζαμε άλλως πως και δη ως δημοσίου δικαίου, αναφορικά με τον τερματισμό της.

...............................

 

Θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου και το τέλος της δια του τερματισμού ως δημοσίου δικαίου.»

 

Σχετικές επί του θέματος είναι και οι αποφάσεις Θ.Ο.Κ. ν. Σοφοκλέους (2016) 1 Α.Α.Δ. 105, Κουρουτσίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 77/2013, ημερομηνίας 3.06.2019, ECLI:CY:AD:2019:C215 και Χρυσίκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.115/2015, ημερομηνίας 20.06.2023, ECLI:CY:AD:2023:C221.

 

Η απουσία θεσμικών κριτηρίων στη διαδικασία εργοδότησης του εφεσίβλητου, η οποία βασίστηκε σε ιδιωτικού δικαίου κριτήρια, η πρόθεση των μερών να συνάψουν «ιδιωτική συμφωνία», η περιγραφή της επίδικης σχέσης απασχόλησης ως ιδιωτική συμφωνία και η δυνατότητα τερματισμού της απασχόλησης με προειδοποίηση ενός μηνός, αποτελούν στοιχεία που παραπέμπουν σε ιδιωτική συμφωνία.

 

Οι γενικές αρχές δικαίου που αφορούν την ισοτιμία, την ισονομία και τη διαφάνεια, επιβάλλουν όπως η πρόσληψη ατόμων στη δημόσια υπηρεσία γίνεται με διαδικασίες που προβλέπονται από το Σύνταγμα και τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 1/90. Η υιοθέτηση οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας, εκτός του προαναφερθέντος νομικού πλαισίου, αντιστρατεύεται τις πιο πάνω αρχές δικαίου. Στην υπόθεση Μενελάου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 370, το Ανώτατο Δικαστήριο συνόψισε τις βασικές αρχές που διέπουν διορισμούς στο δημόσιο, όπως αυτές προκύπτουν από το Σύνταγμα και τους συνάδοντας προς αυτό νόμους:

 

«(α)     Μόνο αρμόδιο σώμα για τη διενέργεια προσλήψεων στη Δημόσια Υπηρεσία, σε μόνιμη ή προσωρινή θέση, είναι η Επιτροπή  Δημόσιας Υπηρεσίας και κανένα άλλο όργανο.

 

(β)   Καμιά θέση στη Δημόσια Υπηρεσία (εκτός από θέσεις αποκλειστικά προαγωγής) δεν πληρούται χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξή της.  Η υποχρέωση για δημοσίευση επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο ’ρθρο 28 του Συντάγματος. Το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης από τις διοικητικές αρχές και όργανα του κράτους αποτελεί ατομικό δικαίωμα του πολίτη - ’ρθρο 28 - και αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας να το διασφαλίσει αποτελεσματικά - ’ρθρο 35. Η προκήρυξη θέσεων στο δημόσιο επιβάλλεται γενικότερα, προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, για την αξιοκρατική στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

(γ)   Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί σε δημόσια θέση, εκτός εάν κατέχει τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα προσόντα.»

 

Στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπήρξε δημόσια προκήρυξη της θέσης, η εργοδότηση έγινε, ως αναφέραμε πολλάκις, με γραπτή συμφωνία, κατόπιν προσφοράς της θέσης από τον πρέσβη και αποδοχής της από τον εφεσίβλητο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγουμε ότι οι όροι απασχόλησης του εφεσίβλητου στην πρεσβεία της Δαμασκού, συμπεριλαμβανομένου και της διαδικασίας τερματισμού των υπηρεσιών του, διέποντο από ιδιωτική συμφωνία η οποία δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου και κατ' επέκταση το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση. Η αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

 

Η έφεση γίνεται δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της διαταγής ως προς τα έξοδα, ανατρέπεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση περιορίζονται, δεδομένης της ιδιομορφίας του θέματος, στο συνολικό ποσό των €2.500.

 

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

                                               

 

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                  

 

 

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο