ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 29/2020)
21 Ιανουαρίου, 2025
[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΩΦΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσείoντες/Αιτητές
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εφεσιβλήτων / Καθ' ων η αίτηση
.........
Α. Γεωργιάδης για Θεόφιλο Κωνσταντίνου, για τους Eφεσείοντες
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους
.........
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τη Δ. Σωκράτους, Δ.
.........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η ανάγκη δημιουργίας πόλεων και χώρων φιλικών προς τους διοικούμενους, οι οποίοι να εξυπηρετούν τις ανάγκες τους και να εμποδίζουν, κατά το δυνατό, την ταλαιπωρία, οχληρία και οικοδομική αναρχία, οδήγησε στην ψήφιση αριθμού νόμων, οι οποίοι διέπουν τις οικοδομικές αναπτύξεις και όχι μόνο. Η εκπόνηση Τοπικών Σχεδίων των περιοχών εντός των οποίων επιτρέπονται συγκεκριμένες αναπτύξεις, αυτό τον σκοπό εξυπηρετεί.
Δυνατότητα παραχώρησης άδειας για συγκεκριμένη ανάπτυξη, εκτός Τοπικού Σχεδίου, δίδεται, όπως επεξηγείται αναλυτικότερα κατωτέρω, όχι για ικανοποίηση ατομικού δικαιώματος, αλλά για εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, όπως ρυθμίζεται στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 309/99). Κατά παρέκκλιση, δηλαδή, της έννομης τάξης και όχι «δικαιωματικά», προς ικανοποίηση νόμιμου δικαιώματος του πολίτη.
Η Εφεσείουσα ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ιδιοκτήτρια τεμαχίου στην τοποθεσία «Λιμνάρκα», στην Έμπα, το οποίο ενέπιπτε σε Αγροτική Ζώνη Γα2 και Αρδεύσιμη Γεωργική Γη/Περβόλια, με βάση το Τοπικό Σχέδιο Πάφου.
Στις 13.2.2013, η Εφεσείουσα υπέβαλε την αίτηση με αρ. ΠΑΦ/0139/2013 στην Πολεοδομική Αρχή (Επαρχιακό Λειτουργό Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου), για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση οικοδομής με εκθεσιακό χώρο οικοδομικών υλικών στο ισόγειο και χώρο στάθμευσης και αποθήκη στο υπόγειο, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 309/99). Η αιτούμενη ανάπτυξη εξετάστηκε κατά παρέκκλιση γιατί δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της παραγράφου 13.7.2.1 του Κεφαλαίου 13 (Εμπορική Ανάπτυξη και Γραφεία) του Τοπικού Σχεδίου Πάφου (Εγκριμένο 2013), γιατί προτείνετο η χωροθέτηση εκθεσιακού χώρου εκτός των επιτρεπομένων περιοχών, σε τεμάχιο, το οποίο ενέπιπτε σε Αγροτική Ζώνη Γα2. Αντιτίθετο, επίσης, με τις πρόνοιες της παραγράφου 21.1.3 του Κεφαλαίου 21 (Γεωργία και Κτηνοτροφία) του Τοπικού Σχεδίου Πάφου (Εγκριμένο 2013), γιατί προτείνετο η χωροθέτηση εκθεσιακού χώρου σε τεμάχιο το οποίο ενέπιπτε σε Αγροτική Ζώνη Γα2 και σε Αρδεύσιμη Γεωργική Γη/Περβόλια (με βάση το Σχέδιο Χρήσης του υπό αναφορά Σχεδίου Ανάπτυξης). Παραβίαζε, επίσης, για τους ίδιους λόγους, τις πρόνοιες της παραγράφου 22.4 του Κεφαλαίου 22 (Πολιτική Εκτός Ορίου Ανάπτυξης) του Τοπικού Σχεδίου Πάφου (Εγκριμένο 2013). Σύμφωνα με τις εν λόγω πρόνοιες, έξω από τις περιοχές ανάπτυξης, πέραν από γεωργικές και δασοπονικές χρήσεις, θα επιτρέπονταν μόνο χρήσεις οι οποίες περιγράφονται στα αντίστοιχα Κεφάλαια και στα Σχέδια Πολεοδομικών Ζωνών και Χρήσης Γης του Τοπικού Σχεδίου, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις πρόνοιες του Κεφαλαίου 6 (Περιβάλλον). Τέλος, ήταν αντίθετη με τις πρόνοιες της παραγράφου 1(α) του Παραρτήματος Β των Τοπικών Σχεδίων (2012) και της Αγροτικής Ζώνης Γα2, στην οποία ενέπιπτε το τεμάχιο της αίτησης, γιατί ο συντελεστής δόμησης και το ποσοστό κάλυψης της αιτούμενης ανάπτυξης ξεπερνούσε τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια.
Η Πολεοδομική Αρχή, ήτοι ο Επαρχιακός Λειτουργός Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, εφαρμόζοντας τον Κανονισμό 13(8)(α) των σχετικών Κανονισμών (ΚΔΠ 309/99), ετοίμασε και υπέβαλε, στις 30.6.2014, στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων (ΣΜΠ), Έκθεση, σε σχέση με την υπό αναφορά αίτηση. Εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης, εξαιτίας του γεγονότος ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη αναμένετο να επηρεάσει τις ανέσεις της περιοχής, η οποία γειτνίαζε με οικιστική περιοχή. Ότι θα προκαλείτο, ιδιαίτερα, μεγάλη οχληρία, (θόρυβος και σκόνη), από τις φορτοεκφορτώσεις υλικών, καθώς και κυκλοφοριακά προβλήματα και συνθήκες κυκλοφοριακής ανασφάλειας στη γύρω περιοχή από την είσοδο μεγάλων οχημάτων. Η θέση του ακινήτου ήταν τέτοια που απέτρεπε την παρέκκλιση, καθώς εβρίσκετο επί της λεωφόρου ΄Εμπας, που αποτελούσε τμήμα του παρακαμπτήριου δρόμου Εμπας - Τάλας και πολύ κοντά σε δρόμους πρωταρχικής σημασίας και προβλέπετο, βάση του Προκαταρκτικού Ρυθμιστικού Σχεδίου, η κατασκευή στάσης λεωφορείων.
Θεωρήθηκε ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη θα προκαλούσε περιβαλλοντική επιβάρυνση, υπό το φως των ανωτέρω, και χορήγηση άδειας θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία προηγούμενου, ενθαρρύνοντας την υποβολή αιτήσεων για παρόμοιες αναπτύξεις. Οι οποίες δεν ήταν συναφείς και συμβατές με την γεωργική χρήση και θα χανόταν μεγάλο μέρος γόνιμης παραγωγικής γεωργικής γης.
Το ΣΜΠ, σύμφωνα με τον Κανονισμό 15(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 309/99), ζήτησε τις απόψεις και άλλων αρμόδιων φορέων, οι οποίες και δόθηκαν. Αφού μελέτησε τις διάφορες εισηγήσεις, και με δεδομένο ότι αυτές δεν ήταν συγκλίνουσες, έκρινε ότι η αιτούμενη ανάπτυξη ενέπιπτε στις πρόνοιες του Κανονισμού 16(1) της ΚΔΠ 309/1999, για τις οποίες απαιτείτο η διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης, την οποία και όρισε για τις 23.2.2016. Κάλεσε να συμμετάσχουν, σε αυτή, τους Εφεσείοντες, την οικεία Πολεοδομική Αρχή, τη Διευθύντρια Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Έμπας, τον Πρόεδρο του Πολεοδομικού Συμβουλίου, τον Πρόεδρο του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, τον Έπαρχο Πάφου, τον Επαρχιακό Μηχανικό Αναπτύξεως Υδάτων Πάφου, τον Διευθυντή Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, τον Βοηθό Διευθυντή Περιφέρειας ΑΗΚ, τον Διευθυντή Τμήματος Δημοσίων Έργων, τον Διευθυντή Τμήματος Γεωργίας, τον Διευθυντή Υπηρεσίας Αναδασμού, τον Διευθυντή Τμήματος Περιβάλλοντος, τον Διευθυντή Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας και τον Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Τουρισμού.
Όπως, ανωτέρω, σημειώθηκε, η εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής ήταν η απόρριψη της αιτούμενης άδειας, με την οποία οι πλείστοι από τους ανωτέρω φορείς, συμφώνησαν.
Πέραν των ανωτέρω θέσεων, η Πολεοδομική Αρχή, με νέα επιστολή ημερομηνίας 9.2.2016, αφού πραγματοποίησε επιτόπια επίσκεψη στην περιοχή, διαπίστωσε ότι οι Εφεσείοντες χρησιμοποιούσαν και άλλο γειτονικό τεμάχιο, μεγάλου μεγέθους, ως υπαίθριο αποθηκευτικό χώρο οικοδομικών και λατομικών υλικών και τούτο σήμαινε ότι, για να καθίστατο βιώσιμη η επιχείρηση, θα έπρεπε να διατηρήσει όλες τις παράνομες κατασκευές και οικοδομές, οι οποίες καταλάμβαναν έκταση 2.000 τ.μ. περίπου.
Το ΣΜΠ, στη συνεδρία του 10/2016, ημερομηνίας 6.5.2016, αφού μελέτησε την αίτηση και όλα τα ενώπιόν του έγγραφα και στοιχεία και δη τα Πρακτικά που είχαν τηρηθεί, αποφάσισε, ομόφωνα, να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο όπως αυτό, με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, απορρίψει την αίτηση για χορήγηση Πολεοδομικής Άδειας, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Πάφου, θεωρώντας ότι αυτή η ανάπτυξη φαίνετο να βρισκόταν, σε μεγάλο βαθμό, εκτός των προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης, όπως επίσης και λόγω του γεγονότος ότι η ανάπτυξη επηρέαζε ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης [Κανονισμός 19(2), Κ.Δ.Π. 309/99], και ότι δεν ενέπιπτε σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1) των σχετικών Κανονισμών.
Κατόπιν τούτου, το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τον Κανονισμό 17(1) της ΚΔΠ 309/99, εξέτασε την αίτηση και την πρόταση του Υπουργού και, στις 24.8.2016, αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση, ασκώντας τις εξουσίες που διέθετε, με βάση το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο.
Αντιδρώντας στην τοιαύτη απόρριψη, η Εφεσείουσα καταχώρησε την Προσφυγή αρ.1281/2016, αιτούμενη ακύρωσή της, ως πράξη αντισυνταγματική, παράνομη και χωρίς αποτέλεσμα.
Ως λόγοι ακυρώσεως, προβλήθηκαν η ανεπάρκεια έρευνας και η έλλειψη αιτιολογίας. Υποστήριξαν, οι Εφεσείοντες, πρωτοδίκως, πως οι διαμετρικά αντίθετες απόψεις που τέθηκαν στο ΣΜΠ δεν προέκυψαν λόγω διαφορετικής θεώρησης των πραγμάτων από ξεχωριστούς φορείς, αλλά εδράζονταν σε διαφορετικές αντιλήψεις αναφορικά με τα γεγονότα, λόγω πλάνης. Εισηγήθηκε ότι η Πολεοδομική Αρχή πιθανολόγησε, αυθαίρετα, ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη θα προκαλούσε, μελλοντικά, οχληρία και θα επηρέαζε τις ανέσεις της περιοχής.
Η ανεπάρκεια της έρευνας ως προς τα γεγονότα, εισηγούνται, οδήγησε αναπόφευκτα και σε ελλιπή αιτιολογία της επίδικης απόφασης.
Οι Εφεσίβλητοι υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και επικαλέστηκαν νομολογία, σύμφωνα με την οποία απαιτείται ειδική αιτιολογία, από το ΣΜΠ, όταν εγκρίνεται και όχι όταν απορρίπτεται μια αίτηση για παρέκκλιση.
Το Διοικητικό Δικαστήριο (πρωτόδικο Δικαστήριο), αφού έλαβε υπόψη τις εισηγήσεις των μερών και την υπάρχουσα, επί του θέματος, νομολογία (Μαρίνα Νεοφύτου v. Υπουργικό Συμβούλιο κ.α. (2006) 3 ΑΑΔ 768), απέρριψε τις θέσεις της Εφεσείουσας, τονίζοντας πως, βάσει του Νόμου [άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/1972)], το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια απόρριψης σχετικών αιτήσεων για κατά παρέκκλιση χορήγηση Πολεοδομικής Άδειας, αν ήθελε αποφασιστεί, πως η έγκρισή τους δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Συνέχισε, δε, πως οι προσωπικές ανάγκες για νομιμοποίηση αυθαίρετων αναπτύξεων θα μπορούσαν, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας των Εφεσιβλήτων, να θεωρηθούν, όπως και θεωρήθηκαν, πως δεν εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον, αλλά, αντίθετα, το έπλητταν.
Με δεκατρείς λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, εκ των οποίων οι έκτος, όγδοος και ένατος αποσύρθηκαν και, συνεπώς, απορρίφθηκαν, στις 3.12.2024,, κατά την, ενώπιον μας, ακροαματική διαδικασία.
Οι εναπομείναντες λόγοι πλήττουν, κυρίως, την κρίση του Δικαστηρίου για την επάρκεια αιτιολογίας και τη μη εμφιλοχώρηση πλάνης κατά την έρευνα, η οποία κρίθηκε επαρκής (1ος - 3ος λόγος), ενώ οι υπόλοιποι υιοθετούν την αιτιολογία των τριών αυτών λόγων. Λόγω της συνάφειάς τους, εξετάζονται σωρευτικά.
Αποτέλεσε τη θέση και επιχειρηματολογία του συνηγόρου της Εφεσείουσας πως η ύπαρξη διαφορών και διαφορετικών εισηγήσεων που εκφράστηκαν στο ΣΜΠ, απαιτούσε ειδική αιτιολογία.
Επεσήμανε, επίσης, πως και πριν την υποβολή της επίδικης αίτησης, λειτουργούσε, στο επίδικο ακίνητο, τόσο αποθηκευτικός χώρος όσο και εκθεσιακός και ότι, με την Αίτηση, ζητείτο να χρησιμοποιείται μόνο ως εκθεσιακός χώρος και, συνεπώς, η οχληρία θα ήταν λιγότερη από εκείνη που υπήρχε, αν υπήρχε, προηγουμένως.
Αντίθετη θέση εκφράζεται από τη δικηγόρο των Εφεσιβλήτων, η οποία, συμφωνώντας με την απόφαση του Δικαστηρίου, επαναλαμβάνει όσα πρωτοδίκως ανέπτυξε και εξέθεσε.
Μπορούμε, εξαρχής, να πούμε πως η Έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Ο Κανονισμός 15(5) της ΚΔΠ 309/99, ο οποίος εκδόθηκε με βάση το Άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, προβλέπει ότι, σε περίπτωση εισήγησης για χορήγηση παρέκκλισης, αυτή αιτιολογείται με βάση τα κριτήρια και τις αρχές του Κανονισμού 19 και το Συμβούλιο μπορεί να εισηγηθεί την επιβολή όρων, περιλαμβανομένων και όρων που αφορούν αντισταθμιστικά μέτρα, όπως αυτά καθορίζονται στους Κανονισμούς 20 και 21.
Εξάγεται, από το ανωτέρω λεκτικό, πως ειδική αιτιολογία, από το ΣΜΠ, απαιτείται, δια νόμου, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτό αποφασίζει να εισηγηθεί τη χορήγηση παρέκκλισης και όχι εκεί όπου εισηγείται την απόρριψη αίτησης για παρέκκλιση.
Λέχθηκε, στην Μαρίνα Νεοφύτου v. Υπουργικό Συμβούλιο (ανωτέρω), ότι ζητούμενο στις περιπτώσεις των παρεκκλίσεων «δεν είναι η εξυπηρέτηση του ενδιαφερομένου προσώπου, αλλά η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος».
Η πάγια νομολογία επί του θέματος υπαγορεύει ότι η άρνηση έγκρισης της κατά παρέκκλιση αδειοδότησης δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά (βλ. μεταξύ άλλων Hawaii Hotels Ltd v. Δημοκρατίας (1995) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2835, Ανδρέας Σ. Συμιλλίδης v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 43, Γιωργούλα Νικόλα Χαραλάμπους (Τσαγγαρίδη) v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 516/2001, ημερ. 15/10/2002 και Ioannis Georgiou Piggery Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 316). Προκύπτει, από τις πιο πάνω αποφάσεις, ότι δεν είναι στους καθ'ων η αίτηση το βάρος να αποδείξουν ότι η έγκριση της αίτησης δεν ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, αλλά στο πρόσωπο που επικαλείται την ύπαρξη του, εν προκειμένω, στους αιτητές, οι οποίοι θα έπρεπε να αποδείξουν ότι η περίπτωσή τους δικαιολογείτο προς το δημόσιο συμφέρον ή από άλλες ειδικές περιπτώσεις που καθορίστηκαν με Κανονισμούς.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφές ότι ουδείς λόγος δημοσίου συμφέροντος προτάθηκε για εξυπηρέτηση του οποίου θα έπρεπε η άδεια για παρέκκλιση να εγκριθεί. Αντίθετα, εκείνη η οποία θα κέρδιζε από την έγκριση της ήταν η Εφεσείουσα, η οποία δεν απέδειξε τη συνδρομή κανενός από τους ειδικούς λόγους και κριτήρια του άρθρου 19 της ΚΔΠ 309/99.
Τα όσα, ο συνήγορος, ανέφερε περί ελάττωσης της οχληρίας, αφού η αίτηση περιοριζόταν στην ανέγερση εκθεσιακού χώρου μόνο, δεν ευσταθούν. Η αίτηση της Εφεσείουσας υποβλήθηκε για ανέγερση εκθεσιακού χώρου οικοδομικών υλικών στο ισόγειο και χώρου στάθμευσης και αποθηκευτικού χώρου στο υπόγειο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της και όπως δηλώνεται στην παράγραφο 2 των γεγονότων της αίτησης ακυρώσεως.
Το γεγονός ότι ήδη λειτουργούσε εκθεσιακός χώρος και αποθήκη και ίσως δημιουργείτο οχληρία, όπως υποδεικνύει ο συνήγορος, από παράνομη, βεβαίως, επιχείρηση, δεν αναιρεί τα κριθέντα από τους αρμόδιους φορείς και το ΣΜΠ, όπως ανωτέρω καταγράφηκαν, δεδομένου ότι η ανοχή προϋπάρχουσας παρανομίας, δεν συνιστά βάση νομιμοποίησης και υπόστρωμα της οποιασδήποτε έγκρισης.
Η εκφρασθείσα διαφορετική άποψη και προσέγγιση, από τους αρμόδιους φορείς, αντιμετωπίστηκε με τη διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης. Το ΣΜΠ, αφού έλαβε τις εισηγήσεις και γνώμες από τα αρμόδια όργανα, σχημάτισε τη δική του εισήγηση, για την οποία δεν απαιτείται η παράθεση ειδικής αιτιολογίας ως προς τον λόγο για τον οποίο δεν ακολούθησε τις γνωμοδοτήσεις ή απόψεις κάποιων φορέων που διαφωνούσαν. Οι απόψεις των συγκεκριμένων φορέων, αν και σημαντικές ως συμβουλευτικές, δεν είναι δεσμευτικές. Η εκτελεστική αρμοδιότητα ανήκει θεσμικά στο Συμβούλιο, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, διαμορφώνει τη δική του γνώμη, η οποία μπορεί να διαφοροποιείται.
Το κατ' εξοχήν γνωμοδοτικό όργανο, βάσει του Άρθρου 26(3)(β) του Νόμου και της ΚΔΠ 309/99 είναι το Συμβούλιο, το οποίο συλλέγει και συνθέτει τις απόψεις που υποβάλλουν οι διάφορες αρχές και όλα τα σχετικά τεχνοκρατικά στοιχεία (Καν. 15/1). Ως εκ τούτου, τα όσα εισηγείται ο συνήγορος της Εφεσείουσας για την ανάγκη ειδικής αιτιολόγησης, εξαιτίας του λόγου της διαφωνίας κάποιων, δεν ευσταθούν. (Γ. Ν. Ανδρονίκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. σελ. 356).
Συνεπώς, δεν απαιτείτο αιτιολογία. Παρά ταύτα, αυτή δόθηκε, αφού, όπως φαίνεται από τον διοικητικό φάκελο και υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο «Οι διατυπώσεις πως η τεράστια αυτή επιχείρηση, με τους υπαίθριους και καλυμμένους αποθηκευτικούς χώρους λατομικών και οικοδομικών υλικών, δεν ήταν δυνατόν να αδειοδοτείτο εντός του υπ΄αναφορά τεμαχίου, γιατί καταστρατηγούσε σημαντικές πρόνοιες του Σχεδίου Ανάπτυξης και συνεπώς αυτή θα έπρεπε να έπαυε να λειτουργεί και να απομακρυνόταν από το τεμάχιο, μεταστεγαζόμενη σε βιομηχανική ζώνη, όπου τέτοιες αναπτύξεις μπορούσαν να επιτραπούν και ότι βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό εκτός των προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης, όπως επίσης και επειδή η ανάπτυξη επηρέαζε ουσιωδώς τη γενική στρατηγική του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης [Κανονισμός 19(2), Κ.Δ.Π. 309/99], και δεν ενέπιπτε σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1) των σχετικών Κανονισμών, θεωρώ πως ήταν πλήρως απόλυτα νόμιμη, πλήρως αιτιολογημένη και αποτέλεσμα ενδελεχούς και σοβαρής έρευνας, η οποία προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου).»
Η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα €4.000 υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας.
Α. Ρ. Λιάτσος, Π.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Τ. Καρακάννα, Δ.
/μσ