ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 25/19)

 

10 Ιανουαρίου, 2025

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσείοντας,

ν.

 

1.        ΙΟΥΛΙΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ

2.        ΙΩΑΝΝΗ ΓΙΑΠΙΝΤΖΑΚΗ

3.        ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΤΡΟΥ

4.        ΣΤΑΥΡΟΥΛΛΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ

5.        ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

6.        ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΚΩΣΤΡΙΚΗ

7.        ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

8.        CHRISTIANE BULUT

9.        DR. MARTIN STROHMEIER

10.    ΒΙΚΤΩΡ ΡΟΥΔΟΜΕΤΩΦ

11.    ΑΛΕΚΟΥ ΒΙΔΡΑ

12.    ΠΑΝΟΥ ΡΑΖΗ

13.    ΑΝΔΡΕΑ ΟΘΩΝΟΣ

14.    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΣΕΡΤΟΥ

15.    ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

16.    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΦΩΚΙΑΝΟΥ

17.    ΕΛΕΝΑΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ

18.    KLEANTHE GROHMANN KOSTA

19.    ΑΝΔΡΕΑ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗ

20.    KRASIMIRA VESELINOVA ATANASOVA ΚΑΙ ΛΟΥΚΑ Π. ΛΟΥΚΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΑΜΑΡΑ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ

21.    ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

22.    ΜΑΡΙΟΥ ΜΑΥΡΟΝΙΚΟΛΑ

         

Εφεσιβλήτων,

_________________

 

Α. Χρίστου (κα) με Δ. Καΐλη, για Ιωαννίδης, Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Αγγελίδης, Α. Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

_________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης είναι η αποκοπή κατ' εφαρμογή των προνοιών του περί Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, Ν.43(ΙΙ)/2013 και συγκεκριμένα του άρθρου 122 του Πρώτου Πίνακα Δελτίου Δαπανών του 2013, του ειδικού επιδόματος που παραχωρείτο μέχρι τον Ιούλιο του 2013 στους εφεσίβλητους.

 

Οι εφεσίβλητοι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου (στο εξής Πανεπιστήμιο). Κατείχαν τη βαθμίδα καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή, κατόπιν αποδοχής εκ μέρους τους γραπτών προσφορών του Πανεπιστημίου. Σε όλες τις προσφορές διορισμού των εφεσιβλήτων, γινόταν ρητή πρόνοια ότι αυτοί θα ελάμβαναν, πέραν των μηνιαίων απολαβών τους και ειδικό επίδομα, επί μηνιαίας βάσης,  καθορισμένου ποσού.

 

Πρόβλεψη δαπανών για τα πιο πάνω ειδικά επιδόματα γινόταν διαχρονικά και αδιάλειπτα στους εκάστοτε ετήσιους προϋπολογισμούς και καταβαλλόταν ανελλιπώς στους εφεσίβλητους, μέχρι και τον Ιούνιο του 2013, που ψηφίστηκε ο περί Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, Ν.43(ΙΙ)/2013 (στο εξής Νόμος), με τον οποίο τερματίστηκε η καταβολή του ειδικού επιδόματος  που απολάμβαναν οι  εφεσίβλητοι. Το άρθρο 122 του Πρώτου Πίνακα Δελτίου Δαπανών του 2013 του  Νόμου, (στο εξής άρθρο 122), διέγραψε το μέρος του κονδυλίου που αφορούσε τα ειδικά επιδόματα του ακαδημαϊκού προσωπικού.

 

Οι εφεσίβλητοι προσέβαλαν την αποκοπή του ειδικού επιδόματος που απολάμβαναν μέχρι τότε, με την προσφυγή 6182/2013, η οποία τέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο, με ομόφωνη απόφαση, απέρριψε τις προδικαστικές ενστάσεις που ηγέρθηκαν εκ μέρους της Δημοκρατίας που αφορούσαν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου,  την εκτελεστότητα της επίδικης πράξης, την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος και τον τρόπο δικογράφησης της αντισυνταγματικότητας του Νόμου.  Σε σχέση με την ουσία της προσφυγής, η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν η ίδια, η προσφυγή  έγινε αποδεκτή, διατύπωσαν όμως το σκεπτικό τους με τρία διαφορετικά κείμενα. Το πρώτο κείμενο δόθηκε από την Πρόεδρο και με αυτό συμφωνούσε και η δικαστής Ε. Μιχαήλ, το δεύτερο από τη δικαστή Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου και με αυτό συμφωνούσε και ο δικαστής Φ. Κωμοδρόμος και το τρίτο από το δικαστή Γ. Σεραφείμ.

 

Όλοι οι δικαστές δέχθηκαν τη θέση των αιτητών, εφεσιβλήτων στην παρούσα διαδικασία, ότι το ειδικό επίδομα συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα/περιουσία, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Η πιο πάνω θέση, με την οποία συμφώνησε και η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα, υποστηρίζεται και από τη νομολογία. Σχετικές  είναι οι  αποφάσεις Πατσαλοσαββή-Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ 70, Α.Η.Κ. ν. Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342 και Γεώργιος Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ 175 και η απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ στις προσφυγές αρ. 57665/2012 και 57657/2012, Ιωάννα Κουφάκη κατά Ελλάδας  και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, ημερομηνίας 07.05.2013).

 

Ο περιορισμός του πιο πάνω δικαιώματος ήτοι η διαγραφή του κονδυλίου που αφορούσε τα ειδικά επιδόματα δεν εντάσσεται, σύμφωνα με το σκεπτικό όλων των πιο πάνω αποφάσεων, στις εξαιρέσεις που καθορίζονται με ρητό τρόπο στο άρθρο 23,  παράγραφο 3 του Συντάγματος.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι η υπό κρίση έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου καθότι το Πανεπιστήμιο, μετά την έκδοση απόφασης στην πιο πάνω προσφυγή, κατέβαλε σε όλους τους δικαιούχους τα ειδικά επιδόματα που τους αναλογούσαν. Η εξέταση της πιο πάνω εισήγησης προέχει καθότι σε περίπτωση που διαπιστωθεί αλυσιτέλεια θα ήταν ανώφελο να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που εγείρονται.

 

Η κα Χρίστου, διαφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση. Παρατήρησε ότι το Πανεπιστήμιο κατέβαλε τα επιδόματα στους δικαιούχους, συμμορφούμενο με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Αίτηση που είχε καταχωρηθεί  από το Πανεπιστήμιο για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης,  απορρίφθηκε και ως εκ τούτου το Πανεπιστήμιο δεν είχε άλλη  επιλογή από το να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της, προσθέτοντας ότι ούτως ή άλλως είχε παραμείνει υπό αμφισβήτηση ποσοστό 15% του επιδόματος για το οποίο εκκρεμούσε νέα προσφυγή.  

 

Συμφωνούμε με τη θέση που προβλήθηκε εκ μέρους του Πανεπιστημίου. Μετά την έκδοση της απόφασης και την απόρριψη της αίτησης για αναστολή εκτέλεσης της, το Πανεπιστήμιο δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταβάλει στους εφεσίβλητους τα ειδικά επιδόματα. Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.α. ν.  Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.α. (2017) 3 Α.Α.Δ. 174, όπου ηγέρθηκε παρόμοιο ζήτημα, το Δικαστήριο τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι :

 

« . Η Διοίκηση είχε υποχρέωση συμμόρφωσης με την πρωτόδικη απόφαση μέχρι την τυχόν ανατροπή της. Τέτοια συμμόρφωση δεν δημιουργεί κώλυμα, στη Διοίκηση, να αμφισβητήσει την ορθότητα της απόφασης ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, είναι σαφές από τα ενώπιον μας στοιχεία, ότι η συμμόρφωση έγινε όχι επειδή η Διοίκηση συμφωνούσε με την ορθότητα της απόφασης, αλλά για λόγους σεβασμού προς τις αποφάσεις των Δικαστηρίων.»

 

Η απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Philips College Ltd, Έφ.77/18, ημερομηνίας 10.04.2024, επί της οποίας στηρίζεται η εισήγηση των εφεσιβλήτων, εδράζεται επί εντελώς διαφορετικών γεγονότων και το σκεπτικό της καμιά εφαρμογή δεν έχει στην υπό κρίση υπόθεση. Η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε την έκδοση άδειας λειτουργίας του Philips University. Μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης και στα πλαίσια επανεξέτασης, η εφεσείουσα εξέδωσε την αιτούμενη άδεια, με αναδρομική ισχύ. Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η έφεση απώλεσε το αντικείμενό της καθότι το αίτημα των εφεσιβλήτων είχε ικανοποιηθεί αναδρομικά.

 

Η εισήγηση των εφεσιβλήτων, περί αλυσιτέλειας της υπόθεσης, απορρίπτεται. 

 

Η υπό κρίση έφεση περιελάμβανε, αρχικά, δεκαέξι λόγους, στη συνέχεια όμως όλοι οι λόγοι που αφορούσαν την ετυμηγορία του Δικαστηρίου σε σχέση με τις προδικαστικές ενστάσεις, λόγοι έφεσης 1 μέχρι 6, αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν.

 

Ο λόγος έφεσης 7, που αφορά την κρίση του Δικαστηρίου ότι τα επίδικα επιδόματα εντάσσονται στην έννοια του «μισθού» και κατ' επέκταση προστατεύονται από το άρθρο 23 του Συντάγματος και οι λόγοι 10, 11 και 12 που αμφισβητούν την κρίση του Δικαστηρίου ότι τα επίδικα επιδόματα αποτελούν 'αγαθά' που προστατεύονται από το άρθρο 23 του Συντάγματος, έχουν καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου απορρίπτονται. Ως επισημαίνουμε, ανωτέρω, είναι πλέον παραδεκτό και από τον εφεσείοντα ότι το ειδικό επίδομα συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα/περιουσία, το  οποίο προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος.

 

Ο λόγος έφεσης 16 αφορά κρίση του δικαστή Σεραφείμ, η οποία αποτελεί obiter dicta και ως εκ τούτου δεν θα μας απασχολήσει.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι είναι συναφείς μεταξύ τους και θα εξετασθούν σωρευτικά. Αφορούν κατ' ουσίαν την κρίση του Δικαστηρίου ότι η αποκοπή των ειδικών επιδομάτων δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 23  του Συντάγματος.

 

Συγκεκριμένα, με τον όγδοο λόγο έφεσης βάλλεται η κρίση της Προέδρου και της δικαστού Μιχαήλ ότι το άρθρο 122 είναι αντισυνταγματικό ενώ με τον ένατο λόγο η κρίση των δικαστών Ευσταθίου-Νικολετοπούλου και Κωμοδρόμου ότι επιβλήθηκαν, με το πιο πάνω άρθρο, περιορισμοί στην ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων για λόγους που δεν προβλέπονται στο άρθρο 23 του Συντάγματος ήτοι, «. λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας».

 

Οι  λόγοι 13, 14 και 15  αφορούν το σκεπτικό της απόφασης του δικαστή Σεραφείμ και συγκεκριμένα την ετυμηγορία του ότι ούτε ο Νόμος ούτε η αιτιολογική έκθεση εμπεριέχουν οποιαδήποτε  πρόνοια που να αποδεικνύει ανάγκη θέσπισης του άρθρου 122 και δη ανάγκη με «πιεστικό κοινωνικό χαρακτήρα» και κατ' επέκταση αυτή είναι αυθαίρετη.

 

Προς υποστήριξη των  λόγων έφεσης 13-15, προβάλλεται η θέση, εκ μέρους του Πανεπιστημίου, ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων ήταν το πλέον αρμόδιο όργανο να αιτιολογήσει την ύπαρξη «πιεστικής κοινωνικής ανάγκης» και εσφαλμένα δεν είχε κληθεί στη διαδικασία αμφισβήτησης της προσβαλλομένης πράξης. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι στο Νόμο και στην αιτιολογική έκθεση δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια που να αποδεικνύει ανάγκη θέσπισης του άρθρου 122, δεν έχει αμφισβητηθεί. Ο σκοπός που εξυπηρετεί συγκεκριμένη νομοθεσία δεν μπορεί να τίθεται εκ των υστέρων, με τον τρόπο που εισηγείται ο εφεσείοντας και/ή in abstracto, ασύνδετος προς οποιοδήποτε νομοθετικό υπόβαθρο, όπως στη προκειμένη περίπτωση (βλ. σύγγραμμα  Δαγτόγλου,  Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδ. σελ. 773). Το επιχείρημα του εφεσείοντα στερείται οποιασδήποτε πειστικότητας και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Το άρθρο 23 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα της κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας. Αποτελεί κοινό έδαφος, ως αναφέρουμε και πιο πάνω, ότι στον όρο 'ιδιοκτησία' περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων και τα επίδικα ειδικά επιδόματα. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας που διασφαλίζεται από το  πιο πάνω άρθρο δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να επιβληθούν σε αυτό στερήσεις ή περιορισμοί. Στέρηση ή περιορισμός της ιδιοκτησίας μπορεί να συντελεστεί μόνο για τους λόγους που καθορίζονται με ρητό τρόπο στην παράγραφο 3 του άρθρου ήτοι, « . προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων».

 

Το άρθρο 23 του Συντάγματος, ως ορθά επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης και το άρθρο 17 του Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ το άρθρο 1 της Σύμβασης και το άρθρο 17 του Χάρτη επιτρέπουν  τον περιορισμό του περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημόσιας ωφέλειας, το άρθρο 23 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει αντίστοιχη πρόνοια. Σχετικό είναι  το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Μαρία Κουτσελίνη - Ιωαννίδου κ.α. ν Κυπριακή Δημοκρατία (2014) 3 Α.Α.Δ. 361, στην οποία τονίσθηκε μεταξύ άλλων ότι:

 

« . Ούτε και τίθεται ζήτημα στάθμισης του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας, από τη μια, και του ατομικού δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών, από την άλλη, διότι, όπως παρατηρήσαμε, το Άρθρο 23 του Συντάγματος μας δεν περιλαμβάνει το γενικό συμφέρον της κοινωνίας ή το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια, γενικά, ως λόγο για τον οποίο ο νομοθέτης μπορεί να στερήσει ή να περιορίσει δικαίωμα ιδιοκτησίας. Η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ (δέστε π.χ. Αιτήσεις 62235/12 και 57725/12, ημερ. 8.10.13, αποφάσεις ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Mateus v. Portugal και Januario v. Portugal) για στάθμιση του δημόσιου συμφέροντος της κοινωνίας, έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας, δεν εφαρμόζεται στην  προκείμενη περίπτωση, καθότι ο Νομοθέτης, στην αιτιολογική του έκθεση επικαλείται λόγους εκσυγχρονισμού του συστήματος συντάξεων, αλλά δεν επικαλείται λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας, για να δικαιολογήσει τον περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητών. Επιπρόσθετα η ανάγκη εκσυγχρονισμού του συστήματος συντάξεων (ύπαρξη και φύση) δεν αιτιολογείται επαρκώς στο νόμο (προoίμιο) ή την αιτιολογική έκθεση.» 

 

Η εισήγηση που προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα ότι το άρθρο 23 του Συντάγματος επιτρέπει περιορισμούς/στερήσεις για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας, λόγος έφεσης 9, δεν γίνεται αποδεκτός.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, ως αναφέραμε και ανωτέρω,  η καταβολή του ειδικού επιδόματος που ελάμβαναν οι εφεσίβλητοι τερματίστηκε με βάση το άρθρο 122. Με τη συγκεκριμένη πρόνοια διαγράφηκε το μέρος του κονδυλίου που αφορούσε τα ειδικά επιδόματα ακαδημαϊκού προσωπικού.  

 

Νομοθετικοί περιορισμοί και ή στερήσεις που επιβάλλονται στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για λόγους άλλους από αυτούς που καθορίζονται στο Σύνταγμα, δεν είναι επιτρεπτοί καθότι  συρρικνώνουν αδικαιολόγητα και χωρίς συνταγματικό έρεισμα το γενικό περιεχόμενο του δικαιώματος, nulla restriction sine lege constitutionale certa, (βλέπετε  Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238). Η ανάγκη που επιβάλλει τον περιορισμό και ή τη στέρηση συνταγματικού δικαιώματος πρέπει  να έχει το χαρακτήρα «πιεστικής κοινωνικής ανάγκης» (βλέπετε: Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63  και Μαρία Κουτσελίνη - Ιωαννίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (ανωτέρω)).  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι το ειδικό επίδομα αποτελούσε σημαντικό ποσοστό των απολαβών των εφεσιβλήτων (12.5%) και σε καμιά περίπτωση η περικοπή  μπορούσε να θεωρηθεί «αμελητέα και ή ασήμαντη», ως την απόφαση Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατία (1914) 3 Α.Α.Δ. 175, καθώς και το γεγονός ότι λόγοι που επιτρέπουν τον περιορισμό και ή τη στέρηση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ως καθορίζονται στο άρθρο 23, παράγραφος 3 του Συντάγματος, δεν συνέτρεχαν στην παρούσα υπόθεση, κατέληξε ότι ο τερματισμός του ειδικού επιδόματος ήταν ανεπίτρεπτος. Συμφωνούμε με την πιο πάνω κρίση, στην οποία κατέληξαν όλοι οι δικαστές, η οποία εδράζεται επί των αρχών που παραθέσαμε ανωτέρω.

 

Συμφωνούμε και με τη κατάληξη τόσο της Προέδρου και της δικαστού Μιχαήλ όσο και του δικαστή Σεραφείμ, που είναι παρεπόμενη της πιο πάνω κρίσης,  ότι οι πρόνοιες του Νόμου με τις οποίες διαγράφηκε το μέρος του κονδυλίου που αφορούσε τα ειδικά επιδόματα του ακαδημαϊκού προσωπικού ήταν αντισυνταγματικές.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

                                               

 

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                  

 

 

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο