ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου
αρ. 38/20)
5 Δεκεμβρίου, 2024
[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΛΕΝΗ ΠΙΕΡΗ
Εφεσείουσα /Αιτήτρια
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσίβλητου / Καθ' ου η αίτηση
.........
Ξ. Ευγενίου (κα) για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
.......
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
ex-tempore
Α Π Ο Φ Α Σ Η
EX-TEMPORE
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε τα δεδομένα της υπόθεσης, σε προηγούμενο στάδιο, και, με προσοχή, έχουμε ακούσει τους ευπαίδευτους συνηγόρους κατά την αγόρευσή τους σήμερα. Το Δικαστήριο είναι σε θέση να δώσει ex-tempore την απόφαση του, δεδομένου ότι ενώπιόν μας, προς κρίση, είναι ένας και μόνο λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά κατ΄ ουσίαν νομικό ζήτημα.
Είναι για τους πιο πάνω λόγους που θεωρούμε αχρείαστη την παράθεση του εκτεταμένου ιστορικού που καλύπτει την υπό κρίση περίπτωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κλήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα, κατά πόσο η τότε Αιτήτρια, Εφεσείουσα σήμερα, η οποία δεν αμφισβήτησε σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία, κατ' ισχυρισμό παράλειψη του Καθ' ου η αίτηση - Εφεσίβλητου, να προβεί σε πλήρωση μίας μόνο θέσης, αντί δύο, μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης σε προσφυγή, εμποδίζεται να προβάλει αυτόν τον ισχυρισμό σε μεταγενέστερο στάδιο, στα πλαίσια άλλης δικαστικής διαδικασίας.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, αναφερόμενη σε, σχετική επί του θέματος, νομολογία, έκρινε ότι:
«. δεν είναι δυνατή η επανάληψη και η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως, ούτε είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί, όπως ακριβώς έπραξε η αιτήτρια στην παρούσα υπόθεση.»
Όπως, ορθά, σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, με αναφορά στα γεγονότα:
«Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ημερομηνίας 7.1.2010, περί πλήρωσης μόνον της μίας θέσης Λογιστικού Λειτουργού 1ης τάξης, ακολούθησε την έκδοση της πρώτης ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 1032/2005 και συνιστούσε δεδομένο υπαρκτό και γνωστό στην αιτήτρια, κατά την αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης αυτής στα πλαίσια των προσφυγών 272/2010 και 385/2010, στις οποίες αντικείμενο αποτελούσε - κατά παραδοχήν και μη αμφισβήτηση - η απόφαση της αναδρομικής προαγωγής του ενδιαφερόμενου εκεί μέρους Χατζηπαύλου. Ουδέποτε στα πλαίσια των προαναφερθέντων προσφυγών εγέρθη ζήτημα εσφαλμένης πλήρωσης εκ μέρους του Δήμου μίας θέσης αντί δύο, ισχυρισμός που προβάλλεται απαραδέκτως, για πρώτη φορά, στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας.
Η παράλειψη έγερσης του θέματος της πλήρωσης μίας θέσης, αντί δύο θέσεων, ζήτημα που προχρονολογείται από την προγενεστέρως εκδοθείσα απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ημερομηνίας 7.2.2010, στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία, ήτοι κατά τη διαδικασία που ακολούθησε την επανεξέταση κατόπιν έκδοσης της πρώτης ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 1032/2005, δημιουργεί πλέον δεδικασμένο.»
Και, όπως συμπληρώνει στη συνέχεια:
«Το ζήτημα αυτό, όφειλε η αιτήτρια να το εγείρει κατά την εξέταση των συνεκδικαζόμενων προσφυγών 272/10 κ.ά. και υπό αυτές τις περιστάσεις, η έγερση και εξέταση του συγκεκριμένου λόγου σε αυτό το στάδιο, δεν είναι δυνατή, καλυπτόμενο το ζήτημα από δεδικασμένο (Α.Ε. 61/2010, Παρτασίδου v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.5.2015).»
Παρατίθεται από την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή και το ακόλουθο απόσπασμα από τη σχετική επί του θέματος απόφαση Κασιουλής v. Δήμου Γεροσκήπου (2006) 3 Α.Α.Δ. 249:
«Ο λόγος αυτός κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντα επικαλούμενο τη νομολογία η οποία είναι σαφής επί του ζητήματος. Έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο κατά συρροή από τις δύο προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις. Παραπέμπουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενδεικτικά στην απόφαση της Ολομέλειας Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, όπου στη σελίδα 612 έχουν λεχθεί τα εξής:-
"Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφυγή αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα 'νέα θέματα' θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφ. Αρ. 549/91."»
Στη βάση των πιο πάνω, και κατά πάγια νομολογιακή γραμμή, η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Η Εφεσείουσα είχε πλήρη γνώση, την ευχέρεια και τη δυνατότητα να εγείρει το ζήτημα, που αφορούσε την επίδικη περίπτωση, σε προηγούμενο στάδιο, κατά την καταχώρηση των συνεκδικαζόμενων προσφυγών 272/10 και 385/10. Παρέλειψε να το πράξει και, ως εκ τούτου, ορθά κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να εγερθεί στα πλαίσια της υπό συζήτηση υπόθεσης.
Συνεπώς, ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Επιδικάζονται, συμφωνημένα, έξοδα €1.000 υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας.
Α. Ρ. Λιάτσος, Π.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Τ. Καρακάννα, Δ.
/μσ