ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 228/2019)

 

18 Δεκεμβρίου, 2024

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

(1)  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ,

ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

(2)  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ/Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Εφεσείοντες / Καθ'ων η Αίτηση

v.

 

ALPHA BANK CYPRUS LTD

Εφεσιβλήτων/Αιτητών

.........

 

Ε. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για τους Eφεσείοντες

 

Π. Πολυβίου μαζί με Μ. Αντωνίου (κα), Δ. Μαππή (κα) και Σ. Νικολάου (κα), Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους

 

.......

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τη Δ. Σωκράτους, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Επίκεντρο εξέτασης της παρούσας Έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας είναι ο περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμος του 2007 (103(Ι)/2007) (ο Νόμος), ανάλυση του οποίου γίνεται κατωτέρω.

 

Οι Εφεσίβλητοι αποτελούν Τραπεζικό Οργανισμό, ο οποίος διεξάγει συναφείς εργασίες στην Κύπρο.

 

Οι Εφεσείοντες ενημέρωσαν, με επιστολή τους ημερομηνίας 25.5.2016, τους Εφεσίβλητους ότι διεξάγουν αυτεπάγγελτη έρευνα σχετικά με εμπορικές πρακτικές, οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται αθέμιτες, σε συμβάσεις χορήγησης στεγαστικών δανείων σε ξένο νόμισμα και τους καλούσαν όπως, εντός δύο εβδομάδων από τη λήψη της επιστολής, αποστείλουν τις θέσεις τους (Παρ. 1 Ένστασης).

 

Στα στοιχεία, τα οποία συνέλεξαν οι Εφεσείοντες, περιλαμβάνονταν προδιατυπωμένες συμβάσεις στεγαστικών δανείων σε ξένο νόμισμα, εγκύκλιος της Κεντρικής Τράπεζας με θέμα τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα, έντυπα προσυμβατικής ενημέρωσης πελατών των Εφεσιβλήτων σχετικά με τη λήψη δανείων σε ξένο νόμισμα, μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμών δανειοληπτών και οργανωτική εγκύκλιος σχετικά με την ενημέρωση πελατών - φυσικών προσώπων για τους κινδύνους δανεισμού σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο των εισοδημάτων τους.

 

Με νέα επιστολή τους, ημερομηνίας 9.6.2016, οι Εφεσείοντες ενημέρωναν τους Εφεσίβλητους ότι εξετάζουν, πέραν των αναφερθέντων ανωτέρω, και ακόμη μία πρακτική, η οποία, εκ πρώτης όψεως, φαινόταν αθέμιτη, ότι, δηλαδή, αποκλειστική δικαιοδοσία επίλυσης των μεταξύ τους διαφορών έχουν μόνο τα Κυπριακά Δικαστήρια.  

 

Οι Εφεσείοντες παρέθεσαν τις απόψεις τους, δια επιστολής του δικηγόρου τους ημερομηνίας 8.7.2016, επί του περιεχομένου της οποίας, οι Εφεσείοντες, ζήτησαν διευκρινήσεις, οι οποίες και δόθηκαν με νέα επιστολή των Εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 29.7.2016.

 

Στην πρώτη επιστολή τους, οι Εφεσίβλητοι, διατύπωσαν, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι τίθεται θέμα κατά πόσο οι υπό κρίση παραπονούμενοι εμπίπτουν όντως στην κατηγορία προσώπων που δικαιούνται προστασία, σύμφωνα με τον Νόμο 103(Ι)/2007.  Εξέφρασαν την άποψη ότι το πολύπλοκο και δύσκολο θέμα της ερμηνείας του όρου «καταναλωτής» και η εφαρμογή του όρου αυτού σε περιπτώσεις όπου φυσικά πρόσωπα έχουν προβεί σε επενδύσεις σε ακίνητη ιδιοκτησία (ήτοι αγόρασαν ακίνητη ιδιοκτησία για σκοπούς άλλους από την ιδιοκατοίκηση) έχει εγερθεί και ήταν υπό εξέταση σε δικαστικές διαδικασίες.

 

Διευκρίνισαν, δε, με τη δεύτερη επιστολή τους, ότι κατήργησαν τη χορήγηση στεγαστικών δανείων σε Ελβετικό Φράγκο (CHF) τον Οκτώβριο του 2011 και σε Στερλίνα (GBP) και Δολάριο (USD) τον Φεβρουάριο του 2015.

 

Επισύναψαν, με τις επιστολές τους, διάφορα έγγραφα, όπως προδιατυπωμένες συμβάσεις, καταστάσεις λογαριασμών, δηλώσεις πελατών για ενημέρωση τους για τους κινδύνους από δανεισμό σε ξένο νόμισμα κ.α.

 

Με επιστολή τους, ημερομηνίας 11.9.2016 (Παρ. 12 Ένστασης), οι Εφεσείοντες, ενημέρωσαν τους Εφεσίβλητους ότι διαπίστωσαν παραβάσεις των άρθρων 4, 5 και 6 του Νόμου και τους καλούσαν να υποβάλουν τις απόψεις τους σχετικά με διορθωτικά μέτρα και για τυχόν επιβολή διοικητικού προστίμου σε βάρος τους.

 

Ως, εκ πρώτης όψεως, αθέμιτες χαρακτηρίστηκαν οι ακόλουθες εμπορικές πρακτικές:

 

«1) Παράλειψη ενημέρωσης ή ελλιπής ενημέρωση για συναλλαγματικούς κινδύνους στεγαστικών δανείων σε ξένο νόμισμα ως παράβαση του άρθ. 4(1) και 2(α)-(β) του Νόμου και των άρθρων 4 εδάφια (1) και 2(γ) σε συνδυασμό με το άρθρο 6(1)-(2) του Νόμου.

2) Χρήση ασαφών συμβατικών όρων ως παράβαση του άρθρου 4 εδάφια (1) και (2)(γ) σε συνδυασμό με το άρθρο 6(1)-(2) του Νόμου.

3) Επιβολή χρεώσεων για παροχή πληροφοριών ύψους €5 ανά e-mail και €50 ανά ταχυδρομική επιστολή ως παράβαση του άρθρου 4 εδάφια (1) και (2)(α)(β) του Νόμου.  Οι χρεώσεις αυτές υπερβαίνουν κατά πολύ τη δαπάνη της τράπεζας για αποστολή τους προς τους καταναλωτές και μπορούν να αποτρέψουν τους καταναλωτές από το να αιτηθούν πληροφορίες και βάσει αυτών να ασκήσουν νόμιμα δικαιώματά τους.

4) Σημείωση στο κάτω μέρος της ανάλυσης λογαριασμού (bank statement) ότι αμφισβήτηση των χρεώσεων επιτρέπεται μόνο εντός δύο εβδομάδων από τη λήψη του λογαριασμού, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη συμβατική πρόνοια, ως παράβαση του άρθρου 4 εδάφια (1) και (2)(γ) σε συνδυασμό με το άρθρο 5 εδάφια (1) και (2)(ζ) του Νόμου, διότι δημιουργούν κίνδυνο να απόσχει ο καταναλωτής από την αμφισβήτηση χρεώσεων σε βάρος του.

5) Χρήση συμβατικού όρου (υπ' αριθμ. 8 στο υπόδειγμα ΑΒ619FCE) με τον οποίο ο δανειολήπτης βεβαιώνει ότι οι όροι της σύμβασης δεν αντίκεινται στους νόμους κανενός κράτους, ως παράβαση του άρθρου 4 εδάφια (1) και (2)(γ) σε συνδυασμό με το άρθρο 5 εδάφια (1) και (2)(ζ) του Νόμου, διότι εγκυμονεί κίνδυνο δημιουργίας εσφαλμένης εντύπωσης στον καταναλωτή ότι δεν δικαιούται να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των συμβατικών όρων.

6) Χρήση συμβατικού όρου (υπ' αριθμ. 19, β' πρόταση στο υπόδειγμα ΑΒ619FCE) με τον οποίο ως αρμόδια δικαστήρια για αγωγές του καταναλωτή ορίζονται αποκλειστικά τα δικαστήρια της Κύπρου.  Ο όρος αυτός αντίκειται στα άρθρα 17-19 Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 1215/2012.»

 

Οι τελευταίοι παρέθεσαν τις απόψεις τους, με επιστολή τους, ημερομηνίας 12.10.2016, εμμένοντας στις αρχικές τους προαναφερθείσες θέσεις, ως αυτές εξετέθησαν στις επιστολές τους.  Μετά τούτα, οι Εφεσείοντες, εξέδωσαν την απόφασή τους, αντικείμενο της Προσφυγής 1293/16, δια της οποίας οι κατονομασθείσες εμπορικές πρακτικές κρίθηκαν ως αθέμιτες και τους επιβλήθηκε χρηματική ποινή €250.000, για το ύψος της οποίας, ως αιτιολογείται στην απόφαση, λήφθηκαν υπόψη οι οικονομικές καταστάσεις των Εφεσιβλήτων για τα έτη 2007, 2008 και 2015.  Διατάσσοντο, επίσης, οι Εφεσίβλητοι, να τερματίσουν τις παραβάσεις που συνεχίζονταν και να αποφύγουν την επανάληψή τους στο μέλλον.

 

Λόγω Προδικαστικών Ενστάσεων που ηγέρθηκαν, με κυριότερη από αυτές ότι, ο συνδυασμός της εξεταστικής ιδιότητας με την «εκδικαστική» ιδιότητα του Διευθυντή της Υπηρεσίας, παραβιάζει το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 30 του Συντάγματος, η υπόθεση τέθηκε προς εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου (το Δικαστήριο).  Ένσταση, η οποία δεν έγινε δεκτή και απορρίφθηκε.  Επί της ουσίας των λόγων ακυρώσεως, κρίθηκε ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν προϊόν πλάνης και έλλειψης αιτιολογίας, καθόσον δεν προηγήθηκε η έκδοση προκαταρκτικής απόφασης, κατά πόσο οι εν λόγω παραπονούμενοι δυνατό να θεωρηθούν καταναλωτές, εν τη εννοία του Νόμου.  Όπως καταληκτικά καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, η παράλειψη του Διευθυντή να προβεί στις αξιολογήσεις περί του χαρακτήρα των παραπονούμενων, ως καταναλωτών, εν τη εννοία του Νόμου, κάτι που αμφισβητήθηκε έντονα από την Τράπεζα, αλλά και των πραγματικών περιστατικών της κάθε μιας υπόθεσης των παραπονουμένων και των χαρακτηριστικών τους, αποτελεί ουσιώδη παράλειψη άσκησης δέουσας έρευνας.

 

Αποφασίστηκε, επίσης, ότι υπήρξε πεπλανημένη και αόριστη/γενικόλογη αιτιολογία, η οποία, όπως δόθηκε, διευρύνει το πεδίο ελέγχου του Διευθυντή αλλά και το πεδίο του εκδοθέντος διατάγματος και στους παραπονούμενους, χωρίς να προηγηθεί, ως οφείλετο, η αξιολογική κρίση, κατά πόσο αυτοί μπορούσαν να θεωρηθούν καταναλωτές, εν τη εννοία του Νόμου.

 

Το κατ' ισχυρισμό, εσφαλμένο της ανωτέρω κρίσης, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προσβάλλεται με την κρινόμενη Έφεση.

 

Αποτελεί τον πυρήνα των εισηγήσεων της εκπροσώπου των Εφεσειόντων, ότι η έρευνα, την οποία διενήργησαν οι Εφεσίβλητοι, ήταν αυτεπάγγελτη, σύμφωνα με το άρθρο 11(1) του Νόμου, το οποίο δίδει το δικαίωμα στον Διευθυντή να προβεί σε τέτοια ενέργεια, είτε αυτεπάγγελτα, είτε κατόπιν υποβολής παραπόνου.  Το γεγονός ότι υποβλήθηκαν συγκεκριμένα παράπονα στους Εφεσείοντες δεν αναιρούσε το αυτεπάγγελτο της έρευνας. Ήταν, δε, πλήρως αιτιολογημένη και με εκτεταμένη ανάλυση, με κριτήριο τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν έχει τις απαιτούμενες τεχνικές, εξειδικευμένες γνώσεις για να αποφασίσει επί σύναψης δανειακής σύμβασης σε ξένο νόμισμα. Σκοπός, υπογραμμίζει, της αυτεπάγγελτης έρευνας, ήταν, αποκλειστικά, κατά πόσο οι πρακτικές των Εφεσιβλήτων ήταν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, οι οποίες απευθύνονταν στους καταναλωτές.

 

Η αντίθετη θέση του συνηγόρου των Εφεσιβλήτων, ο οποίος ενστερνίζεται την πρωτόδικη απόφαση, προβάλλει ότι, είτε η έρευνα έγινε επί συγκεκριμένων παραπονούμενων, είτε αυτεπάγγελτα, απαιτείται από τον Νόμο να προστατεύονται τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία ενεργούν για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική τους δραστηριότητα.  Ότι η αφηρημένη κρίση, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, δεν επιτρέπεται από τον Νόμο, σε ό,τι αφορά στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, οι οποίες επιβάλλουν αξιολογική κρίση επί των δεδομένων της κύριας δίκης.  Συνεχίζει, δε, η εισήγηση, πως η αυτεπάγγελτη έρευνα, ως προς την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, θα μπορούσε μεν να αφορά εμπορικές πρακτικές επί προδιατυπωμένων εντύπων ή συμβάσεων, αλλά, και τότε, θα πρέπει να αιτιολογηθεί με επάρκεια, από τον Διευθυντή, στον οποίο ανήκει η αρμοδιότητα, γιατί, κατά την κρίση του, είναι πρόσφορη η πρακτική (πράξη ή παράλειψη) να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή σε απόφαση συναλλαγής, την οποία, αλλιώς, δεν θα ελάμβανε.

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, προχωρούμε στην παράθεση του νομικού πλαισίου, από το οποίο διέπεται η κρινόμενη υπόθεση:

 

Ο περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμος του 2007 (103(Ι)/2007) (ο Νόμος) εισήχθη στην Κυπριακή έννομη τάξη, όπως το προοίμιο του εξηγεί «για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο: «Οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαϊου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές)».»

 

Η Οδηγία 2005/29/ΕΚ, στο εξής «η Οδηγία», σκοπό έχει να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών.

 

«Καταναλωτής», σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στην Οδηγία και τον Νόμο, σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, όσον αφορά τις εμπορικές πρακτικές που καλύπτει ο Νόμος, ενεργεί, για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική του δραστηριότητα.

 

Το πεδίο εφαρμογής του Νόμου είναι επί των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές (όπως αυτές εξειδικεύονται στον Νόμο) πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή, σχετιζόμενη με ένα συγκεκριμένο προϊόν.  Η εφαρμογή του Νόμου ανατέθηκε στην «Εντεταλμένη Υπηρεσία», η οποία είναι ο Διευθυντής Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και οποιοσδήποτε λειτουργός της Υπηρεσίας, εξουσιοδοτημένος γραπτώς από τον Διευθυντή να ενεργεί εκ μέρους του.

 

Το άρθρο 11(1)(α) του Νόμου προνοεί πως «η Εντεταλμένη Υπηρεσία» έχει καθήκον και αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή/και αυτεπάγγελτα, τυχόν παραβάσεις του Νόμου.  Καθορίζεται, δε, στο ίδιο άρθρο, ο τρόπος εξέτασης των παραπόνων και παραβάσεων, η δυνατότητα επιβολής διοικητικών προστίμων και η έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος.

 

Σημαντικό είναι να καταγραφεί η αιτιολογική σκέψη αρ. 18 της Οδηγίας, η οποία, προσδιορίζοντας τον σκοπό της, που είναι η προστασία όλων των καταναλωτών από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συνεχίζει, εξηγώντας πως: «. η παρούσα οδηγία, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και προκειμένου να επιτευχθεί η αποτελεσματική εφαρμογή της προστασίας που παρέχει, θέτει ως σημείο αναφοράς τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων, κατά την ερμηνεία του Δικαστηρίου, αλλά επίσης περιλαμβάνει διατάξεις για την πρόληψη της εκμετάλλευσης των καταναλωτών, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οποίων τους καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτους σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.»

 

Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης C-122/10, Κonsumentombudsmannen κατά Ving Sverige AB, επισημάνθηκαν τα εξής, στις σκέψεις αρ. 22 και 23:

 

«22. Για την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29, έχει πρωταρχική σημασία το περιεχόμενο του όρου «καταναλωτής».  Η οδηγία αυτή χρησιμοποιεί ως κριτήριο εκτιμήσεως τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων.

 

23. Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, όσον αφορά τον παραπλανητικό χαρακτήρα μιας διαφημίσεως, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την αντίληψη του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ. υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-356/04, Lidl Belgium, Συλλογή 2006, σ. Ι-8501, σκέψη 78, και της 18ης Νοεμβρίου 2010, C-159/09, Lidl, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47).»

 

Έχει εξηγηθεί, σε αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι μια εμπορική πρακτική είναι αθέμιτη όταν πληρούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, ήτοι ότι η πρακτική αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας [άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο (α)] και στρεβλώνει ή ενδέχεται να στρεβλώσει ουσιωδώς την οικονομική συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή έναντι του προϊόντος [άρθρο 5, παρ. 2, στοιχείο (β)]. (CHS Tour Services GmbH v. Team 4 Travel GmbH C-435/11).

 

Όπως εξάγεται, από τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και των ενώπιόν μας διευκρινήσεων, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση ότι εξετάστηκαν, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της «εντεταλμένης υπηρεσίας», «εμπορικές πρακτικές» και ότι οι Εφεσίβλητοι εμπίπτουν στην έννοια του «εμπορευόμενου». 

 

Εκείνο που, έντονα, αμφισβητήθηκε, και που αποτελεί την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν πως έπρεπε να κριθεί, πρωτίστως, ότι οι παραπονούμενοι, τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία υπέβαλαν, αρχικά, καταγγελία, ήταν, εν τη εννοία του Νόμου, «καταναλωτές».

 

Όπως το έθεσε ο κύριος Πολυβίου, το κάτωθι απόσπασμα αποτελεί την ουσία (το ratio) της απόφασης και της διαφοράς: 

 

«Εξάγεται από το ενώπιόν μας υλικό ότι οι λειτουργοί της υπηρεσίας που διεξήγαγαν την έρευνα απέστειλαν ερωτηματολόγια στους παραπονούμενους, προς διερεύνηση του θέματος κατά πόσο οι παραπονούμενοι ενεργούσαν για λόγους οι οποίοι δεν ενέπιπταν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική τους δραστηριότητα, αλλά εν τέλει το ζήτημα αυτό δεν αναλύεται από τον Διευθυντή στην απόφασή του. Η αιτιολογία ως προς την παράλειψη αυτή του Διευθυντή δίδεται εκ των υστέρων από την κα Νεοφύτου, για τους καθ'ων η αίτηση, στην γραπτή της αγόρευση, ότι δηλαδή ο Διευθυντής δύναται εντός των πλαισίων των εξουσιών του να διεξάγει αυτεπάγγελτη έρευνα προς προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών.»

 

Έχουμε εξετάσει, με ιδιαίτερη προσοχή, τις εισηγήσεις των διαδίκων μερών.

 

Η Εντεταλμένη Υπηρεσία κέκτηται,  σύμφωνα με το άρθρο 11(1)(α) του Νόμου, αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή/και αυτεπάγγελτα, τυχόν παραβάσεις του.

 

Η ύπαρξη διάζευξης «και/ή» στο σχετικό άρθρο παρέχει το δικαίωμα στην Εντεταλμένη Υπηρεσία να εξετάζει, είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο και/ή σωρευτικώς.  Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, αλλά, αντίθετα επιτρέπει τη σωρευτική άσκηση τους (Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου v. Αντέννα Λτδ, ΕΔΔ 38/19, ημερ. 30.11.2021, Απόφαση ΕΔΑΔ Sigma Radio Television Ltd v. Cyprus (2011) ECHR 1179). 

 

Μια διάζευξη μπορεί, αναλόγως του περιεχομένου και της φιλοσοφίας ενός νομοθετήματος ή κανονισμού, να ερμηνευθεί και ως σύζευξη ή με τρόπο που να μην αποκλείει η μία την άλλη [δέστε: Desylva v. Ballentine, 351 45570, 573 (1956)].  Η χρήση της φράσης «and/or» ερμηνεύθηκε κατ' ανάλογο τρόπο και στην Frederikou Schools Co. Ltd κ.α. v. Acuac Inc (2002) 1(r) Α.Α.Δ. 1527, για την αποκάλυψη της πρόθεσης των συμβαλλομένων μερών.

 

Εν προκειμένω, έρεισμα της συγκεκριμένης έρευνας υπήρξε η υποβολή παραπόνου από δέκα φυσικά πρόσωπα, μερικά εκ των οποίων συνήψαν συμβάσεις στεγαστικού δανείου, σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο), με τους Εφεσίβλητους.

 

Ο Διευθυντής, όπως αναλύεται στην απόφασή του, έλαβε στοιχεία από τις συναφθείσες συμβάσεις, από προδιατυπωμένες συμβάσεις, καθώς και άλλα έγγραφα, τα οποία του απέστειλαν οι Εφεσίβλητοι, μετά από αίτημα του και αφού τους πληροφορούσε ότι διεξάγει αυτεπάγγελτη έρευνα.  Εξουσία, η οποία του παρέχεται και από το άρθρο 9(1)(α-γ) του Νόμου, δυνάμει του οποίου μπορεί να εισέρχεται, επιθεωρεί και ερευνά οποιοδήποτε υποστατικό και να λαμβάνει και εξετάζει διάφορα έγγραφα για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν στοιχεία και πληροφορίες για υποβοήθηση της έρευνας του.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, τα στοιχεία που εξέτασε του παραδόθηκαν, τόσο από διάφορα φυσικά πρόσωπα, συμβληθέντα με τους Εφεσίβλητους, αλλά και από τους ίδιους τους Εφεσίβλητους και, ουσιαστικά, η έρευνα διεξήχθηκε βάσει στοιχείων και πληροφοριών που νόμιμα περιήλθαν στην κατοχή του.

 

Αναλύονται, στην απόφασή του, οι γενικές αρχές της Ευρωπαϊκής  νομολογίας και επεξηγείται, μία προς μία, η εμπορική πρακτική που θεωρείται παραπλανητική.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχεται ότι:

 

«. ο Διευθυντής δεν φαίνεται να πλανήθηκε ως προς τις πιο πάνω αναφερόμενες απαιτήσεις της νομολογίας γενικότερα, αφού εξηγεί ως προς την παραπλανητική παράλειψη ότι θα πρέπει να είναι πρόσφορη ώστε να επηρεάσει ουσιωδώς την συμπεριφορά του μέσου καταναλωτή στο να λάβει μια απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε, .».

 

Αιτιολογείται, από το σύνολο του κειμένου της απόφασης, η καταληκτική κρίση ότι οι πρακτικές αυτές απευθύνονται σε καταναλωτές, καταγράφοντας ειδικά ότι:

 

«. για την εξακρίβωση του αν οι ερευνώμενες εμπορικές πρακτικές απευθύνονται σε «καταναλωτές» εξετάστηκε αν οι πρακτικές αυτές χρησιμοποιούνται αποκλειστικά αναφορικά με επαγγελματίες ή/και επιχειρήσεις.  Για τις περιπτώσεις που δεν προέκυψαν στοιχεία για τέτοια αποκλειστική χρήση, συνάγεται ότι οι πρακτικές απευθύνονται και σε καταναλωτές.» 

 

Το ότι η αυτεπάγγελτη έρευνα διεξάγεται προς προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, το προβλέπει ο ίδιος ο Νόμος και η Οδηγία, καθώς και οι αναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν το έθεσε για πρώτη φορά η συνήγορος των Εφεσειόντων στην αγόρευσή της, όπως σχολίασε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Τα υπάρχοντα στοιχεία και έγγραφα εξετάστηκαν με βάση τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου «σημαίνει τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικών, πολιτιστικών και γλωσσικών παραγόντων, όπως επίσης και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των καταναλωτών, που καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτους στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.».  Εξάλλου, στην απόφασή του, αναφέρει, ο Διευθυντής: «Στη διοικητική έρευνα διενεργείται γενικός έλεγχος νομιμότητας προς προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, κατ' εφαρμογή των επιταγών του άρθρου 11 της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ και δεν παρέχεται ατομική θεραπεία στους καταναλωτές. Η διοικητική διαδικασία συλλογικής προστασίας και η δικαστική διαδικασία ατομικής προστασίας, ενίοτε βαίνουν παράλληλα, χωρίς οι αποφάσεις που εκδίδονται στη μία διαδικασία να είναι δεσμευτικές για την έκδοση αποφάσεων στην άλλη διαδικασία.»

 

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις οποίες μνημονεύει, στην απόφασή του, ο Διευθυντής και σχολιάζει και το πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν ως σημείο αναφοράς, τον μέσο καταναλωτή, του οποίου τα συμφέροντα πρέπει να διαφυλαχθούν από τις πρακτικές των εμπορευομένων.

 

Επισημαίνεται πως η διαδικασία σε αυτές φαίνεται να είχαν έρεισμα το παράπονο και την καταγγελία προσώπου, όχι, κατ' ανάγκη, συμβαλλομένου με τον εμπορευόμενο, του οποίου η εμπορική πρακτική θεωρήθηκε ότι μπορεί να ήταν παραπλανητική.

 

Στην C-122/10 (ανωτέρω), ταξιδιωτική εταιρεία, στην Σουηδία, δημοσίευσε, σε ημερήσια εφημερίδα, ανακοίνωση για προσφορά ταξιδιών με προορισμό την Νέα Υόρκη, αναγράφοντας αρχική τιμή κόστους ταξιδιού.  Ασκήθηκε αγωγή από τον Ενάγοντα, με την αιτιολογία ότι αυτή η εμπορική ανακοίνωση αποτελούσε πρόσκληση προς αγορά ενέχουσα παραπλανητική παράλειψη, κατά το μέτρο που οι πληροφορίες για τα κύρια χαρακτηριστικά του ταξιδιού, και ιδίως για την τιμή του, ήταν ανεπαρκείς ή ανύπαρκτες. Τα τεθέντα ερωτήματα, προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τόσο οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσο και απαντήσεις, δόθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τον μέσο καταναλωτή.

 

Στην C-435/11 (ανωτέρω) οι διάδικοι ήταν Αυστριακές εταιρείες που λειτουργούσαν ανταγωνιστικά ταξιδιωτικά γραφεία. Επίκεντρο εξέτασης ήταν ανακοίνωση της μιας για προσφορά «αποκλειστικών καταλυμάτων», στην Αυστρία, για χειμερινές διακοπές.  Η εξέταση έγινε και η απάντηση δόθηκε με βάση τον μέσο καταναλωτή.  Όχι συγκεκριμένο καθορισμένο καταναλωτή.

 

Στην C-453/10, Jana Perenicova και Vladislav Perenic κατά SOS Financ spol. s.r.o., οι Ενάγοντες της κύριας δίκης είχαν συνάψει σύμβαση με την SOS, η οποία χορηγούσε καταναλωτικά δάνεια, βάσει τυποποιημένων συμβάσεων προσχώρησης.  Με την εν λόγω σύμβαση, χορηγείτο πίστωση ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων σλοβακικών κορωνών.  Το ΣΕΠΕ καθορίστηκε σε 48,63%, ενώ το επιτόκιο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του αιτούντος Δικαστηρίου, ανέρχετο σε 58,76%.  Πέραν τούτου, στη ρηθείσα σύμβαση περιλαμβάνονταν πολλές ρήτρες, δυσμενείς για τον Ενάγοντα (όπου ΣΕΠΕ σημαίνει συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο).

 

Λέχθηκαν, στις σκέψεις αρ. 27 και 47, τα εξής σχετικά:

 

«27.  Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφόρησης, και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένος να προσχωρεί στους όρους που έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους (αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-168/05, Mostaza Claro, Συλλογή 2006, σ. 1-10421, σκέψη 2, της 4ης Ιουνίου 2009, C-243/08, Pannon GSM, Συλλογή 2009, σ. Ι-4713, σκέψη 22, και της 6ης Οκτωβρίου 2009, C-40/08, Asturcom Telecomunicaciones, Συλλογή 2009, σ. Ι-9579, σκέψη 29).

 

47.  Μια εμπορική πρακτική που, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πρακτική, συνίσταται στην αναγραφή στη σύμβαση χορήγησης πίστωσης ενός ΣΕΠΕ μικρότερου από το πραγματικό πρέπει να χαρακτηριστεί «παραπλανητική», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/29, εφόσον οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.  Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.  Η διαπίστωση ότι η εμπορική αυτή πρακτική είναι αθέμιτη αποτελεί απλώς ένα από τα στοιχεία στα οποία το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να βασιστεί, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, για να εκτιμήσει αν είναι καταχρηστικές οι ρήτρες της σύμβασης που αφορούν το κόστος της πίστωσης προς τον καταναλωτή.  Η διαπίστωση αυτή δεν έχει πάντως άμεσες συνέπειες για την εκτίμηση, από την άποψη του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, του κύρους της σύμβασης χορήγησης πίστωσης.»

 

Κρίνεται, συνεπώς, πως κυρίαρχο στοιχείο του Νόμου και, κατά προέκταση, της «Εντεταλμένης Υπηρεσίας» είναι η προστασία του οποιουδήποτε μέσου καταναλωτή και όχι συγκεκριμένου προσώπου αντισυμβαλλόμενου με την επιχείρηση, της οποίας οι πρακτικές τίθενται προς εξέταση.

 

Αποδέχεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι: «. η έρευνα του Διευθυντή νοείται ότι διεξάγεται είτε μετά από παράπονο, είτε αυτεπαγγέλτως, σε ό,τι αφορά πάντοτε συγκεκριμένες πρακτικές, που είτε εφαρμόζονται ήδη ή εφαρμόστηκαν ή ενδέχεται να εφαρμοστούν.»  Συνεχίζει πως: «. ως προς την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, η αυτεπάγγελτη έρευνα θα μπορούσε να αφορά εμπορικές πρακτικές επί προδιατυπωμένων εντύπων ή συμβάσεων, αλλά, και τότε, θα πρέπει να αιτιολογηθεί με επάρκεια, από τον Διευθυντή, στον οποίο ανήκει η αρμοδιότητα, γιατί, κατά την κρίση του, είναι πρόσφορη η πρακτική (πράξη ή παράλειψη), να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή σε απόφαση συναλλαγής, την οποία αλλιώς δεν θα ελάμβανε.»

 

Κρίνουμε πως η απόφαση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη και, σε αυτό το σημείο, πλήρως επεξηγηματική για την ενδεχόμενη παραπλάνηση του μέσου καταναλωτή.

 

Παραθέτουμε ένα από τα σημεία στα οποία κρίθηκε το θέμα τούτο, υπό τον τίτλο «(Α) Παράλειψη ενημέρωσης για συναλλαγματικούς κινδύνους»:

 

«Ο μέσος καταναλωτής δεν έχει τις απαιτούμενες τεχνικές, εξειδικευμένες γνώσεις εκτίμησης του συναλλαγματικού και επιτοκιακού κινδύνου.  Για να αντιληφθεί ο μέσος καταναλωτής τους κινδύνους που θα αναλάβει, θα πρέπει η ενημέρωση να είναι λεπτομερής, συγκεκριμένη και απλή στην κατανόηση, συνοδευόμενη από αριθμητικά παραδείγματα (πρβλ. συναφώς ΔΕΕ απόφαση της 21.3.2013, υπόθ. C-92/11 RWE Vertrieb, EU:C:2013:180, σκέψη 44, απόφαση της 30.4.2014, υπόθ. C-26/13 Kasler EU:C:2014:282, EU:C:2014:282, σκέψεις 70 και 73).

 

Ως εκ τούτου, η ενημέρωση που παρέχει η τράπεζα στον μέσο καταναλωτή που ενδιαφέρεται να λάβει δάνειο σε ξένο νόμισμα δύναται να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την απόφασή του αν θα συνάψει δανειακή σύμβαση σε ξένο νόμισμα, τι ποσό θα αφορά αυτή και ποια θα είναι η περίοδος αποπληρωμής του.  Θα πρέπει λοιπόν η πληροφόρηση αυτή να θεωρηθεί «ουσιώδης».

 

Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου με ημερομηνία 11.10.2006, η οποία επισημαίνει τους προαναφερθέντες κινδύνους στις εποπτευόμενες τράπεζες και επιβάλλει την υποχρέωση λεπτομερούς σχετικής προσυμβατικής ενημέρωσης των υποψήφιων δανειοληπτών με αριθμητικά παραδείγματα, επισυνάπτοντας μάλιστα σχετικό υπόδειγμα δήλωσης που θα πρέπει να υπογράφουν οι δανειολήπτες.  Η συγκεκριμένη εγκύκλιος αποτυπώνει τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας των τραπεζών απέναντι στους υποψήφιους λήπτες δανείου σε ξένο  νόμισμα.»

 

Παρόμοιες αναφορές στον τρόπο με τον οποίο ενδεχομένως ένας καταναλωτής επηρεάζεται, υπάρχουν και στα υπόλοιπα κεφάλαια των επί μέρους επίδικων εμπορικών πρακτικών που κρίθηκαν αθέμιτες, όπως (Β) ασαφών συμβατικών όρων, (Γ) ύψος χρεώσεων για παροχή ενημέρωσης, (Δ) τεκμήριο ορθότητας χρεώσεων σε περίπτωση μη αμφισβήτησής τους εντός προθεσμίας, (Ε) βεβαίωση καταναλωτή ότι η σύμβαση είναι απολύτως σύννομη και (ΣΤ) εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδια δικαστήρια.

 

Κρίνουμε, συνεπώς, πως η επίδικη απόφαση, αντικείμενο της προσφυγής, ήταν ορθά τεκμηριωμένη και πλήρως αιτιολογημένη. 

 

Κατ' ακολουθία, η πρωτόδικη κατάληξη, επίκεντρο της οποίας ήταν η ανάγκη ερμηνείας του όρου «καταναλωτής», κρίνεται, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ως εσφαλμένη.

 

Η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, καθώς και η διαταγή για έξοδα, παραμερίζεται.  Η επίδικη διοικητική πράξη επικυρώνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 146 (4)(α) του Συντάγματος. 

 

Επιδικάζεται συνολικό ποσό εξόδων, πρωτοδίκως και κατ' έφεση,  €5.500 υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

 

 

                                                               

Α. Ρ. Λιάτσος, Π.

                                                              

Δ. Σωκράτους, Δ.

                                                              

Τ. Καρακάννα, Δ.

 

 

 

 

 

 

/μσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο